Βιβλίο με πολύτιμα στοιχεία για την κοινωνία και τον πολιτισμό της Αφρικής
Για τους πρωτεργάτες της Ορθόδοξης Ιεραποστολής
Φωνή καταγγελίας της εκμετάλλευσης και της νεοαποικιοκρατίας
Ἐκδόθηκε ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Παπαζήση τὸ βιβλίο τοῦ Νικήτα Ἀλιπράντη «Ἡ σιωπηλὴ κραυγὴ τῆς Αφρικής-Ἐμπειρίες καὶ γνώση».
Ὁ Νικήτας Αλιπράντης σπούδασε Νομικὰ καὶ Πολιτικὲς Οἰκονομικὲς Ἐπιστῆμες στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ συνέχισε τὶς σπουδές του στὴ Γαλλία καὶ στὴ Γερμανία. Λόγω τῆς δικτατορίας παρέμεινε ἐπὶ μακρὸν στὸ ἐξωτερικὸ καὶ δίδαξε στὸ Πανεπιστήμιο Robert Schuman τοῦ Στρασβούργου ὅπου ἐξελέγη καθηγητὴς καὶ διηύθυνε τὸ μεταπτυχιακὸ δίπλωμα (DEA) κοινωνικοῦ δικαίου. Εἶναι ὁμότιμος καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου αὐτοῦ καὶ τοῦ Δημοκρίτιου Πανεπιστημίου Θράκης. Ἔχει διατελέσει ἀνεξάρτητος ἐμπειρογνώμων καὶ ἀντιπρόεδρος τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς Κοινωνικῶν Δικαιωμάτων τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης.
ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ
Τὸ ἔργο βασίζεται κυρίως σὲ συγκλονιστικὲς προσωπικὲς ἐμπειρίες δέκα τεσσάρων ἐτῶν τοῦ συγγραφέα ἰδίως σὲ χῶρες τῆς δυτικῆς ὑποσαχάριας Ἀφρικῆς, ποὺ εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ φτωχὲς τῆς ἠπείρου. Ἡ περιγραφὴ συνοδεύεται ἀπὸ ἐντυπωσιακὲς φωτογραφίες τοῦ συγγραφέα ποὺ ἀπεικονίζουν παραστατικὰ τὴν πραγματικότητα ποὺ ζοῦν οἱ πληθυσμοὶ αὐτοί, οἱ οἰκισμοὶ τῶν ὁποίων παραπέμπουν στὴ λίθινη ἐποχή.
Στὸ πρῶτο μέρος τοῦ ἔργου ἐκτίθενται κυρίως προσωπικὲς ἐμπειρίες, ἐνῶ στὸ δεύτερο καὶ τρίτο μέρος περιγράφονται μὲ διεισδυτικότητα οἱ ἀνθρωπολογικές, κοσμοθεωρητικὲς καὶ θρησκευτικὲς ἀντιλήψεις τῶν Ἀφρικανῶν καὶ οἱ νεώτερες χριστιανικὲς καὶ ἰσλαμικὲς ἐπιδράσεις. Ἀκολούθως, ἀναδεικνύονται καὶ ἐπικρίνονται ἡ νεοαποικιοκρατία ποὺ ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς ἀποικιοκρατίας καὶ ἡ συνακόλουθη ἐκμετάλλευση τῆς Ἀφρικῆς καὶ ἡ καὶ ἀπομύζηση τῶν πόρων της.
Ὁ συγγραφέας στὸν πρόλογο τοῦ ἔργου ἀναφέρεται στὴν Ἀφρικὴ ὡς «ἄδικα βασανιζόμενη ἤπειρο» καὶ καταγγέλλει «τὴν προκλητικὴ διαιώνιση τῆς ἀφρικανικῆς κατάστασης». Διευκρινίζει ὅτι «ἡ ἔκφραση ‘σιωπηλὴ κραυγὴ’ παραπέμπει στὴν δεινὴ δυστυχία στὴν ὁποία ζοῦν οἱ περισσότεροι πληθυσμοὶ τῆς ὑποσαχάριας Ἀφρικῆς καὶ τὴν ὁποία ὑπομένουν χωρὶς νὰ ἐξεγείρονται. Μόνιμα εἶναι ὄχι μόνο ἀπροστάτευτοι, ἀλλὰ καὶ ἐκτεθειμένοι στὴν χειρότερη ἀδιαφορία καὶ ἐκμετάλλευση. Ὅλα αὐτὰ τὰ διαισθανόμουν, ἀλλ’ ὅταν ἐγὼ ὁ ἴδιος ἐβίωσα καὶ συνειδητοποίησα τὴν κατάσταση συγκλονίστηκα. Βέβαια ἀμέσως ἀνέλαβα νὰ μετριάσω, ὅσο μποροῦσα, τὴν ἀθλιότητα τῆς ζωῆς τοὺς ἀλλ’ ἡ ὁποιαδήποτε βοήθεια εἶναι σταγόνα στὸν ὠκεανὸ τῆς δυστυχίας τους».
Στὴ σελίδα 117 τοῦ βιβλίου καταγγέλλει ὅτι «σήμερα μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση ἡ ὀργανωμένη λεηλασία ἔχει γενικὰ ἐνταθεῖ», μὲ τοὺς τοπικοὺς πολέμους ποὺ ξαφνικὰ ξεσποῦν, νὰ σχετίζονται ὄχι τόσο μὲ φυλετικὲς διαφορές, ἀλλὰ μὲ διαμάχες ὁμάδων ποὺ ἀνταγωνίζονται γιὰ νὰ ἰδιοποιηθοῦν πλουτοπαραγωγικὲς πηγές, «ἀντιμαχόμενων κακοποιῶν κυκλωμάτων» ποὺ σταματοῦν μόνον ὅταν διανείμουν τὴ λεία. Ἐπισημαίνει μάλιστα ὅτι οἱ πλούσιες χῶρες, ἐνῶ ὑποκριτικὰ καταγγέλλουν τὰ ἐγκλήματα, στὴν πράξη δὲν εἶναι ἀμέτοχες σ’ αὐτά.
Η ΕΛΛΑΔΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ
Στὸ βιβλίο περιλαμβάνεται ἑνότητα μὲ ἀναφορὰ στὴν ἑλλαδικὴ παρουσία τῆς Ὀρθοδοξίας. Τονίζεται ὅτι «Οἱ Ἕλληνες ἔχουν τεράστιο πλεονέκτημα ἔναντι λαῶν τῆς Δύσης. Δὲν βαρύνονται μὲ παρελθὸν ἀποικιοκρατίας ποὺ ἔχει ἀφήσει μόνιμα τραύματα καὶ ἀντιπάθειες τῶν Ἀφρικανῶν πρὸς τοὺς πρώην ἢ «νέους» ἀποικιοκράτες. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ εἶναι φυσικὸ νὰ γίνονται δεκτοὶ αὐθόρμητα καὶ εὐχάριστα ὡς φίλοι καὶ ὁ χριστιανικὸς τους λόγος νὰ μὴ προσκρούει σὲ καχυποψία, γεγονὸς ποὺ εἶναι προσωπικὴ ἐμπειρία μου. Πράγματι, ἡ κατήχηση εἶναι ἀναμενόμενο νὰ ἀκούγεται ὡς εἰλικρινὴς ἀναγγελία μιᾶς ἄλλης πίστης ποὺ τοὺς θεωρεῖ ὅλους ἴσους, μορφωμένους καὶ ἀμόρφωτους καὶ ποὺ τοὺς ἐλευθερώνει ἀπὸ κάθε ἐξάρτηση καὶ ὑποδούλωση σὲ ἀνθρώπους καὶ πνεύματα ἀνιμιστικά».
Ἐπισημαίνει ὅτι γιὰ καιρὸ τὸ πλεονέκτημα αὐτὸ ἦταν ἀναξιοποίητο, λόγω τῆς ἀδράνειας ποὺ ὑπῆρχε καὶ τοῦ περιορισμοῦ τῆς ὀρθόδοξης πίστης στὴν ἑλληνικὴ ὁμογένεια. Γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς ἀδράνειας αὐτῆς, ἐντοπίζει τρεῖς πρωτεργάτες τῆς Ἱεραποστολῆς:
Τὸν π. Χρυσόστομο Παπασαραντόπουλο, ὁ ὁποῖος πίστευε ὅτι «Ἐκκλησία χωρὶς ἱεραποστολὴ εἶναι Ἐκκλησία χωρὶς ἀποστολὴ» καὶ δραστηριοποιήθηκε στὴν Ουγκάντα. «Παρέδωσε τὸ πνεῦμα ἔπειτα ἀπὸ τὴν δωδεκαετὴ (1960-1972) αυτοθυσιαστική δράση τοῦ γιὰ τὸν εὐαγγελισμὸ τῶν Ἀφρικανῶν», ὅπως τονίζει ὁ συγγραφέας.
Τὸν π. Κοσμᾶ Γρηγοριάτη (1942-1989), ὁ ὁποῖος ἐμπνεύστηκε τὸν προσανατολισμὸ αὐτὸ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Παΐσιο, ὁ ὁποῖος πρότεινε στὴν Μονὴ Ὁσίου Γρηγορίου νὰ καρεί μοναχὸς τὸ 1977. Στὴ συνέχεια, ἀφοῦ χειροτονήθηκε ἱερέας, ἐγκαταστάθηκε στὸ Κολβέζι τὸ 1978, ὅπου ἀφιερώθηκε στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο. Ἵδρυσε περὶ τὶς 40 ἐνορίες μὲ ἐργαστήρια καὶ σχολεῖα καὶ φρόντισε γιὰ τὴν οἰκονομικὴ τοὺς αὐτάρκεια, διότι ὅπως τονίζει ὁ συγγραφέας, «γνώριζε ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ κηρύξεις Χριστὸ ἂν πρῶτα δὲν θεραπεύσεις τὴν πείνα πεινασμένων ἀδελφῶν». Ὁ π. Κοσμᾶς, ποὺ δυσφημήθηκε καὶ πολεμήθηκε ἀπὸ ζηλόφθονους συκοφάντες, ἔχασε τὴ ζωὴ τοῦ σὲ αὐτοκινητιστικὸ δυστύχημα σὲ ἡλικία 47 ἐτῶν τὸ 1989 καὶ τὸ σκήνωμα τοῦ, μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τοῦ π. Χρυσοστόμου, «μένει καὶ αὐτὸ ὡς στὴν ἀφρικανικὴ γῆ ὡς εὐλογία», σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Καψάνη, ποὺ παραθέτει ὁ συγγραφέας.
Σὲ πρόσφατη προσκυνηματική ἐπίσκεψη στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Γρηγορίου, ἐνημερωθήκαμε ὅτι τὸ ἔργο αὐτό, τὸ ὁποῖο στηρίζουν οἱ Πατέρες τῆς Ἱερὰς Μονῆς, ἔχει ἐντυπωσιακὰ ριζώσει.
Ἀφήνουμε τελευταία τὴ μαρτυρία τοῦ συγγραφέα γιὰ τὸν μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπο Ἀναστάσιο, τὴν ὁποία καὶ παραθέτουμε ὡς μνημόσυνο, ἀφοῦ ἡ κυκλοφορία τοῦ ἐνδιαφέροντος καὶ πολύτιμου αὐτοῦ συγγράμματος ἔπεσε πολὺ κοντὰ στὴν κοίμησή του.
Ο ΝΙΚΗΤΑΣ ΑΛΙΠΡΑΝΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ
Ὁ (τότε) π. Ἀναστάσιος Γιαννουλάτος
Τὸ πολυσήμαντο καὶ πρωτοποριακὸ ἔργο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀναστασίου στὴν πολυτάραχη Ἀνατολικὴ Ἀφρικὴ ἐπὶ συνολικὰ 11 ἔτη (1964- 1967 καὶ 1982- 1990) ἔχει γίνει εὐρέως γνωστὸ ἀπὸ πολλαπλὰ δημοσιεύματα περιοδικῶν καὶ ἀπὸ τὴν ἀναλυτικὴ αὐτοβιογραφικὴ μονογραφία του. Τὸ φλογερὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν ὀρθόδοξη μαρτυρία στὴν Ἀφρικὴ ἀναπτύχθηκε ἤδη τὴν δεκαετία τοῦ 1950 μὲ κριτικὸ ὑπόβαθρο τὴν ἱεραποστολικὴ σιωπὴ ὅπως τὸ ἐξέφρασε ὁ ἴδιος τὸ 1958.
Πολὺ ἐνωρὶς καὶ στὴν συνέχεια κατ’ ἐπανάληψη ἐμβάθυνε στὴν πολυσύνθετη παραδοσιακὴ καὶ σύγχρονη ἀφρικανικὴ θρησκευτικότητα, ἡ ὁποία, ὅπως ὀρθὰ ἐτόνιζε, εἶναι συνθετότερη καὶ πιὸ ἐξελιγμένη ἀπ’ ὅ,τι συνήθως νομίζεται στὴν Δύση! Ἡ ἀξιοθαύμαστη δραστηριότητά του στὴν Ἀνατολικὴ Ἀφρικὴ ἀναπτύχθηκε κυρίως στὶς χῶρες Δυτικὴ καὶ Ἀνατολικὴ Τανζανία, Δυτικὴ καὶ Κεντρικὴ Κένυα, ἀλλ’ οἱ περιοδεῖες του δὲν περιορίσθηκαν σ’ αὐτὲς τὶς περιοχές, ἐπεκτάθηκαν σὲ ὅλη τὴν Ἀνατολικὴ Ἀφρική.
Τέλος ἔχει σημασία νὰ σημειωθεῖ ὁ διπλὸς ρόλος τῆς ἀφρικανικῆς Ὀρθοδοξίας ὅπως τὸν διατυπώνει ὁ ἴδιος πρωτότυπα καὶ κριτικὰ στὸ ἔργο τοu.
Ἡ πρώτη αὐτονόητη καὶ καίρια ἀποστολή της εἶναι νὰ μεταφέρει στὴν Ἀφρικὴ ὁλόκληρη τὴν ἐμπειρία καὶ παράδοση τῆς «μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας» τῶν εἴκοσι αἰώνων, ἀπαλλαγμένης ἀπὸ τὶς ἀλλοιώσεις καὶ τὶς ποικίλες διαιρέσεις τῆς Δύσης, ποὺ μεταφέρθηκαν στὸ ἀφρικανικὸ ἔδαφος μὲ τὴν συνέργεια τῆς ἀποικιοκρατίας.
Τὸ δεύτερο ἔργο της εἶναι νὰ μεταφέρει στοὺς Ὀρθοδόξους τῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν τὴν φωνὴ τῶν πιὸ ἀδικημένων παιδιῶν τῆς γῆς καὶ νὰ τοὺς ἐπισημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἀτομιστικὴ βίωση καὶ πρακτικὴ καὶ ὅτι ἑπομένως «οὔτε τὰ ὑλικὰ οὔτε τὰ πνευματικὰ μποροῦν νὰ τὰ χαίρονται μόνοι τους στὸν κλειστὸ κύκλο τῶν λαῶν τους».