«HELLINIKON» ΦΑΝΤΑΣΙOΠΛΗΞΙΑ ΚΑΙ H ΑΡΧOΝΤΙΑ TOY ΕΛΛΗΝΙΚOY
Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα
«Το Μοναστήρι τούτο του Σινά», σημειώνει στο ταξίδι του ο Νίκος Καζαντζάκης, «είναι ένα ψυχικό θάμα. Μέσα σε αγριότατην έρημο, ανάμεσα σε αρπαχτικές, αλλόθρησκες, αλλόγλωσσες φυλές, γύρα από ένα πηγάδι νερό, δεκατέσσερεις αιώνες τώρα υψώνεται σα φρούριο το Μοναστήρι τούτο κι αντιστέκεται στις φυσικές κι ανθρώπινες δυνάμεις που το πολιορκούν» (Ταξιδεύοντας, Το Σινά). Η επική αυτή περιγραφή από έναν ταξιδευτή της γλώσσας και των τόπων μας, σχεδόν έναν αιώνα πριν (1927), ίσως να λέει ακόμα κάτι στον σημερινό Έλληνα, μπορεί και σαν μακρινή ανάμνηση του εαυτού του. Το ψυχικό όμως «θάμα», για τους πολλούς, ίσως δεν λέει τίποτα, έτσι όπως η ζωή μας φτώχυνε από «οράματα και θάματα». «Νιώθω ένα δέος μπροστά του, σ’ αυτή την τόλμη της απόφασης που τον κρατάει στην απαρηγόρητη έρημο, σ’ αυτό το άλμα που αψηφάει τα καθιερωμένα μέτρα της ζωής», γράφει για τον συνταξιδιώτη του Σιναΐτη μοναχό πάτερ Δαμιανό, δυο γενιές μετά, ο Χρήστος Γιανναράς, κατά το προσκύνημά του στη Μονή, «που αναπαύεται στην πέτρινη κοιλάδα, την Ουάδι Ελ Δερ, σαν μέσα σε ανθρώπινη παλάμη» (Πείνα και δίψα). Ή μήπως θεία καταλλαγή; Κι όντως, σαν από άλλο κόσμο, μέσα στο ρούφουλα της Ιστορίας, που απειλεί να καταπνίξει το «σα φρούριο Μοναστήρι», ακούγεται σήμερα η ολιγόλογη δήλωση του ενενηντάχρονου Ηγούμενου Δαμιανού μέσα στη σαρωτική αυτή κρίση: «Παρακαλώ θερμά κάθε χριστιανό που η ψυχή του πάλλεται αντικρίζοντας το Παλλάδιο αυτό της πίστεώς μας και του γένους μας, να αναπέμψει θερμή προσευχή στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, ο Οποίος εμφανίστηκε και βάδισε στο Σινά κατά την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης, ώστε με τις ευχές της Αγίας Μεγαλομάρτυρος και Πανσόφου Αικατερίνης, της προστάτιδός μας, να περισκέπη ο Τριαδικός Θεός την Ιερά Μονή μας από κάθε ενάντια επιβουλή, και από αυτή τη δύσκολη υπόθεση να προκύψουν ευλογίες τόσο για τη Μονή μας όσο και για την Αίγυπτο και την Ελλάδα μας» (orthodoxianewsagency.gr).
Αυτό το «μας» στο τέλος, που κατά την αλληλουχία των λέξεων κολλάει και στο «Αίγυπτό μας», μοιάζει να ακούγεται στα αυτιά μας σαν έκρηξη τορπίλης ή αστεροειδούς ή πυραύλου από ντρον που τρύπωσε αθέατο στον ατάραχο, σε ψέματα αναπαυμένο εδώ και δεκαετίες ύπνο μας, που μοιάζει με θάνατο έτσι που χωρίς ονείρατα μας έχει πλακώσει. Ξεκινώ έτσι αυτό το κείμενο, που δεν είναι ιστορικό ή φιλολογικό ή ταξιδιωτικό, αλλά πρωτίστως πολιτικό. Η κρίση γύρω από τη Μονή Σινά, η τελεσιδικήσασα απόφαση του Αιγυπτιακού Δικαστηρίου υπέρ της έγκλησης των φανατικών «Αδελφών Μουσουλμάνων», ο χειρισμός της από την ελληνική και την αιγυπτιακή κυβέρνηση, αλλά μαζί και η δική μας στάση στο άκουσμα των γεγονότων, καταγράφουν ένα όριο του κόσμου μας. Ένα χωρίς επιστροφή ίσως όριο της σοβούσας κρίσης των πατρίδων μας. Της Ανατολής. Που είναι σύγχρονα και της Δύσης. Ας πούμε, πόσο μουσουλμάνοι είναι οι «Αδελφοί Μουσουλμάνοι», όργανα, όπως έχει αποδειχθεί, αλλότριων από την Αίγυπτο και την ανατολική ψυχή της γενικότερα δυνάμεων, όταν είναι γνωστό ότι στη Μονή φυλάσσεται το μοναδικό –το ξαναλέω– το μοναδικό γραπτό ιστορικό τεκμήριο του προφήτη τους Μωάμεθ, με την ιδιόγραφη υπογραφή του και των στενών φίλων και συνεργατών του –το ίδιο ιερά πρόσωπα για τους πιστούς του Ισλάμ–, που προστάζει το απαραβίαστο της Μονής και των μοναχών; Ειρήσθω εν παρόδω ότι το ίδιο αυτό έγγραφο προστάζει κιόλας το απαραβίαστο των τόπων λατρείας των Χριστιανών εν γένει από τους πιστούς του Κορανίου. Το πόσο αυτά ίσχυσαν στην Ιστορία το ξέρουμε δα. Πολύ λιγότερο φαίνεται να ισχύουν για τους «Αδελφούς Μουσουλμάνους» και τον πάτρωνά τους Ταγίπ Ερντογάν. Έχουμε άρα εδώ Μουσουλμάνους, ή ένα εκτόπλασμα, δυτικής μάλιστα έμπνευσης –και χρηματοδότησης–, που χρησιμοποιεί «το λάδι της θρησκείας για πολεμικούς σκοπούς», όπως είπε κάποτε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος; Την αρχή, βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, την έκαναν παλαιότεροι και σύγχρονοι «Σταυροφόροι», στην πραγματικότητα Κουρσάροι και Σταυρωτήδες.
Αλλ’ ας αφήσουμε τους άλλους, για να έρθουμε στα δικά μας. Θα συμφωνήσουμε, νομίζω, ότι οι χειρισμοί της ελληνικής κυβέρνησης ήταν τουλάχιστον ατυχείς – αν δεν συμβαίνει κάτι άλλο πιο σοβαρό και βρώμικο κάτω από το τραπέζι. Αυτό το τελευταίο το σημειώνω ως κρατούμενο λόγω του περίφημου δημοσιεύματος της 2ας Ιουνίου, της ιταλικής Corriere della Serra, η οποία, επικαλούμενη πηγές του Βατικανού, παρακαλώ, μιλάει για κρυφή συμφωνία-ανταλλαγή του Σινά με την ενεργειακή σύνδεση Ελλάδας-Αιγύπτου, μεταξύ Μητσοτάκη και Σίσι. Το δημοσίευμα, μάλιστα, κλείνει με τη σχετλιαστική για την ελληνική κυβέρνηση φράση: «Και τι έγινε, αν ως αντάλλαγμα (της ενεργειακής συμφωνίας, εννοείται) πουληθεί λίγη Ιστορία»! Με δεδομένο ότι πηγή του δημοσιεύματος είναι το «Ποντιφικό Ινστιτούτο Εξωτερικών Ιεραποστολών» του Βατικανού και με πιθανότητα εδώ να ισχύει το «δρυός πεσούσης…», ας μην αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να έχουν τα γραφόμενα απλώς σχετλιαστικό χαρακτήρα για μια χώρα και την κυβέρνησή της, η οποία δυστυχώς εδώ και μερικές δεκαετίες –όχι, δεν είναι μόνο ο Μητσοτάκης, παιδιά!– δυσφορεί στην υπεράσπιση ακόμα και των προφανέστερων εθνικών δικαίων. Το μότο αυτής της διακυβέρνησης, για να γίνω και εγώ λιγάκι σχετλιαστικός, είναι περίπου: «Εδώ είμαστε μέλος της Ευρώπης, με ανατολίτικες ιστορίες γι’ αγρίους θα ασχολούμαστε;» Αυτή η λογική, που είναι πολλοί, ας μην κρυβόμαστε, που τη συμμερίζονται πέραν των κυβερνήσεων, η λογική προσέτι της «σωστής πλευράς της Ιστορίας», η οποία αγνοεί, εννοείται, σκανδαλωδώς την Ιστορία, φαντασιώνεται μια Ελλάδα που συνορεύει με το Βέλγιο και που ψωνίζε(τα)ι στις Βρυξέλλες. Μια Ελλάδα «μικρή πλην τίμια», που βέβαια μόνο τίμια δεν είναι, αφού πρώτα και κύρια ψευδίζει τον εαυτό της. Αφήστε που, και να το ήθελε, όπως το θέλει μια μαυροκορδάτεια πολιτική παράδοση δύο αιώνες τώρα, δεν είναι καθόλου μικρή. Το Σινά είναι μια πρόσφατη –όχι η τελευταία, να είστε σίγουροι– απόδειξη περί τούτου.
Πέρα όμως από την κυβέρνηση και τις κυβερνήσεις αυτού τουλάχιστον του αιώνα, πολύ φοβάμαι ότι όλα αυτά είναι κομμάτι «ιστορίες γι’ αγρίους», για μια ικανή –κυρίαρχη μάλλον– μερίδα του ελληνικού λαού. Είναι πλέον μερικές γενιές που μας χωρίζουν από εκείνη του Καζαντζάκη ή του Γιανναρά, που έλεγα πριν, γενιές αλλαγμένες, καμιά φορά τόσο που τις κάνουν αγνώριστες. Κι είναι βέβαια φυσικό οι γενιές να βρίσκει η καθεμιά το δικό της πρόσωπο. Αυτό όμως που είναι παντελώς αφύσικο είναι να πετάς στα σκουπίδια χρυσούς πόρους ζωής, να «ρίχνεις τα άγια στα σκυλιά», όπως το λέει το Ευαγγέλιο, να πουλάς το πατρικό σου αρχοντικό για καθρεφτάκια και κορδέλες. Και σε τούτο, για να είμαστε κι εδώ ειλικρινείς, ευθύνες έχουν, καθοριστικές μοιάζουν, οι γενιές από του Καζαντζάκη ίσαμε του Γιανναρά που επένδυσαν πάνω σε μύθους, και φαντασιώσεις καμιά φορά, πως θα μπορούσαμε να πάρουμε τα βουνά μας στον ώμο και να μεταναστεύσουμε μαζί τους κάπου στην ειρηνευμένη (μέχρι πότε τάχα;), ευτυχισμένη και, το κυριώτερο, πλούσια μεσο-Ευρώπη, μακρυά από Τούρκους και άλλα ιστορικά τέρατα και αλώσεις κι όλους τους εφιάλτες που ταράζουν τον ήσυχο –σαν θάνατο– ύπνο μας. Τι γίνεται όμως με όσους θέλουν να παραμείνουμε ζωντανοί; Με όσους αγαπούν τα βουνά και τις θάλασσές μας στον τόπο τους; Και καλά, αυτοί ας πούμε πως είναι ονειροπαρμένοι. Τι γίνεται όμως, αδέλφια, όταν κάτι δουλειές όπως αυτή του Σινά (ή της Κύπρου ή της Κάσου ή της Κρήτης ή της Αγια-Σοφιάς) ή κάτι κανονιοφόροι που πάνε κι έρχονται στα νερά μας μαζί με μαύρα σύννεφα πολέμου που σκοτεινιάζουν τις ανέφελες μέρες σε καζίνα, πισίνες και παραλίες, που μας υπόσχεται το «Hellinikon», μας χαλούν τον ύπνο; Τι γίνεται όταν το ζωντανό σε πείσμα κάθε πρόβλεψής μας Ελληνικόν, τα σώψυχά μας δηλαδή, σκοντάφτουν και ματώνουν και μας χαλούν την ευρωπαϊκή μας (νεκρ)ησυχία;
Όπως υποσχέθηκα, το κείμενο αυτό είναι πολιτικό. Όλα αυτά δεν είναι λογοτεχνίες και φιλολογίες. Όλα αυτά είναι η κατ’ εξοχήν πολιτική. Που ανασταίνει πολιτείες θεμελιωμένες γερά στα βράχια της Ιστορίας, σαν τα πανύψηλα μουράγια της Μονής Σινά: «Σιχαίνουμαι τα τραγούδια, την τέχνη, τα βιβλία. Όλα μου φαίνονται ανούσια, χάρτινα. Είναι σα να πεινάς κι αντίς να σου δώσουν κρέας και ψωμί και κρασί, σου δίνουν τον κατάλογο τα φαγιά, κι εσύ τον μασάς σαν κατσίκα». Μ’ αυτήν την αποταγή, που, χωρίς να το ξέρει, πατά στο πρώτο σκαλί της «Κλίμακας» του αγίου Ιωάννη, του πιο φημισμένου Σιναΐτη, ξεκινά το ταξίδι του στην αυχμηρή έρημο του Σινά ο Καζαντζάκης. Το Ελληνικόν, φίλοι, ας το πάρουμε απόφαση πια, είναι μια διασταύρωση στη μέση της γης, στο κέντρο της Ιστορίας. Κι ακόμα κι αν αποκοιμηθούμε αποκαμωμένοι από ήττες και τη σκόνη και το καύμα των γεγονότων, ακόμα κι αν πασχίσουμε να ξύσουμε το πετσί μας για να γλυτώσουμε από το αίμα της καρδιάς μας, η χλαλοή και τα τόσα σούρτα φέρτα σ’ αυτό το πατρικό μας σταυροδρόμι οφείλουν να μας ξυπνήσουν. Το Σινά είναι τόσο κοντά που από την Ελλάδα φαίνεται με γυμνό μάτι. Αν σηκωθείς πρωινός κι ανέβεις στο καπνιζόμενο βουνό της Ιστορίας.
Χριστιανική 12 Ιουνίου 2025