Στις 3 Απριλίου 1972 εκοιμήθη ο μακαριστός Ιερομόναχος Χρύσανθος Κουτσουλογιαννάκης, πιο γνωστός ως ο ” παππάς της Σπιναλόγκας”. Γεννήθηκε στα Έξω Μουλιανά της Σητείας στις 15 Ιουλίου 1893. Στις 20 Ιανουαρίου 1920 χειροτονήθηκε Διάκονος και στις 26 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους, χειροτονήθηκε Ιερομόναχος. Ενταφιάσθηκε στην Ιερά Μονή Τοπλού. Τιμούμε τη μνήμη του, ως μαρτυρία πίστεως και έμπρακτης αγάπης στους “ελαχίστους” αδελφούς, τους κατεξοχήν απόβλητους στην κοινωνία, τους χανσενικούς της Σπιναλόγκας, τους οποίους κοινωνούσε καταλύοντας στη συνέχεια. Έμεινε στο νησί της Σπιναλόγκας και αφού έφυγαν οι κάτοικοί του, για να μνημονεύει τους νεκρούς. Έφυγε μόνον όταν η υγεία του κλονίσθηκε από τις κακουχίες, χωρίς ποτέ η ασθένεια να τού μεταδοθεί. Το παράδειγμά του, είναι περισσότερο επίκαιρο παρά ποτέ σήμερα, σε καιρούς πανδημίας που η πίστη μας δοκιμάζεται.
Σχετική αναφορά κάνει ο Μανώλης Μηλιαράκης σε άρθρο του που πρώτα αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα μας και στη συνέχεια δημοσιεύθηκε συμπληρωμένο στο τελευταίο φύλλο της ” Χριστιανικής” της 2.4.2020.
” …διακόνησε τους λεπρούς της Σπιναλόγκας επί δέκα χρόνια μένοντας μαζί τους και κοινωνώντας από το ίδιο Δισκοπότηρο. Πότε έγινε αυτό; Από το 1947 μέχρι το 1957, οπότε έκλεισε το κολαστήριο του Νησιού, όταν δηλαδή βρέθηκε η αντιβίωση που θεράπευε
τη λέπρα.Για το τι εστί Σπιναλόγκα ας διαβάσουμε τα λόγια του Πέτρου Αλατζά, του ηθοποιού που πρωταγωνίστησε στην τηλεοπτική σειρά “Το Νησί”,από συνέντευξή του, στις 17/4/2011 στοAll4Fun.gr: “Οι λεπροί στέλνονταν, λέει ο Πέτρος Αλατζάς, στη Σπιναλόγκα για να πεθάνουν και να μην “βρομίζουν τον τόπο”. Από τη στιγμή που έμπαιναν στο νησί τους διέγραφαν από τα μητρώα σαν να μην υπήρξαν ποτέ! Γενικά υπήρχε ένας κοινωνικός πόλεμος, ένας βάρβαρος αποκλεισμός σε όσους είχαν στις οικογένειες τους λεπρούς. Και υπήρχαν ιστορικά παραδείγματα, όπου αν κάποιος στην οικογένεια είχε λέπρα οι υπόλοιποι συγγενείς δεν μπορούσαν ούτε να
παντρευτούν ούτε καν να βρουν δουλειά. Ήταν ένα βαρύ στίγμα που τους ακολουθούσε εκείνη την εποχή. Μην ξεχνάς την έκφραση, που χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα «σαν να είναι λεπρός».”
Σε αυτή λοιπόν την κατάσταση έζησε μαζί με του απόβλητους της κοινωνίας ο παπά Χρύσανθος. Κοινωνούσε τους λεπρούς, που ο κόσμος φοβόταν και να τους δει και μετά κατέλυε. Παρέμεινε στο Νησί άλλα 2 ή 5 χρόνια, από τότε που οι ασθενείς πήγαν στα σπίτια τους «για να μνημονεύει τους νεκρούς» και μετά έφυγε υγιής!
Η εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια” μεταφέρει τη μαρτυρία του Δημήτρη Παπαδάκη, πρώην λυκειάρχη και πρόεδρο του Λογοτεχνικού Συνδέσμου Ηρακλείου Κρήτης, ο οποίος τον γνώρισε από κοντά:
«Το 1947 ο εφημέριος των λεπρών της Σπιναλόγκας π. Μελέτιος Βουργούρης έλαβε από τον Επίσκοπο Πέτρας Διονύσιο Μαραγκουδάκη διμηνιαία άδεια, από 20 Ιουλίου ως 20 Σεπτεμβρίου, για να μεταβεί στους Αγίους Τόπους. Μετά τη λήξη της άδειάς του δεν επέστρεψε στη θέση του. Ο Επίσκοπος δεν μπορούσε να βρει ιερέα για την αντικατάστασή του(…)Είχα την τύχη να γνωρίσω τον ιερομόναχο Χρύσανθο τον Δεκαπενταύγουστο του 1967 στη Μονή Τοπλού. Ήταν βραχύσωμος, μορφή ασκητική, με λευκή γενειάδα. Τα χρόνια βάραιναν τους ώμους του. Το ράσο και ο καλογερικός σκούφος του ήταν ξεθωριασμένα».
«Βρισκόμουν ένα πρωί με τον πατέρα Χρύσανθο έξω από το Καθολικό. Τότε εμφανίστηκε ένας άνθρωπος μεγάλης ηλικίας. Μόλις είδε τον πατέρα Χρύσανθο αναφώνησε γεμάτος έκπληξη και χαρά: «Πάτερ Χρύσανθε…» Και την ίδια στιγμή δυο αγκαλιές ανοίχθηκαν. Στο φτωχικό κελί του π. Χρύσανθου μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω τον ξένο αλλά και να τον προκαλέσω να μου μιλήσει για τις εμπειρίες του από την επαφή του με τον παπά στο νησί: «Ημουνα λεπρός» είπε. «Εζησα στη Σπιναλόγκα πολλά χρόνια. Η αρρώστια μας είχε παραμορφώσει. Ο φόβος της μόλυνσης έκανε όλους τους υγιείς ανθρώπους να μην τολμούν να μας πλησιάσουν. Ο γιατρός, οι νοσοκόμες, οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι και οι γυναίκες, που έπλεναν τα ρούχα μας, άφηναν το νησί, λίγο πριν από τη δύση του ηλίου και πήγαιναν με βενζινάκατο στο χωριό Πλάκα, που ήταν δυτικά και απέναντι της Σπιναλόγκας.
Οι δημοσιογράφοι χαρακτήριζαν την Σπιναλόγκα το «νησί των ζωντανών νεκρών», και οι υπάλληλοι δεν ήθελαν να μένουν το βράδυ με τους λεπρούς. Νιώθαμε όλοι την ανάγκη ενός ιερέα. Εκείνος μόνο θα μπορούσε να μας παρηγορήσει με τον λόγο του Θεού, να μας συμπαρασταθεί πνευματικά. Όμως ιερέας ερχόταν στο νησί μας από την Ελούντα μόνο δύο φορές τον μήνα. Ερχόταν Σαββατόβραδο, έκανε τον εσπερινό και έφευγε. Ερχόταν πάλι την επόμενη μέρα, τελούσε τη θεία λειτουργία και έφευγε. Ερχόταν και άλλες φορές. Από αναπότρεπτη ανάγκη, για να κηδέψει τους νεκρούς μας!
Κάποια μέρα καθόμαστε μερικοί άντρες στην αυλή του καφενείου μας, που ήταν κοντά στην πύλη. Τότε πιο πέρα φάνηκε ένας ιερέας. Καταλάβαμε όλοι μας ότι ήρθε στο νησί για να λειτουργήσει. Μόλις μας είδε, ήρθε κοντά μας. Μας καλημέρισε με εγκαρδιότητα. Όλοι μας όρθιοι και με ελαφρά υπόκλιση τον καλωσορίσαμε. Κανένας μας όμως δεν έτεινε το χέρι του για να τον χαιρετήσει. Ο λεπρός δεν πρέπει να χαιρετά με χειραψία. Κι αυτό, για να μη μεταδώσει την καταραμένη του αρρώστια. Τότε εκείνος μας χαιρέτησε όλους με χειραψία! Μας είπε απλά ότι θα μείνει κοντά μας, για να μας βοηθάει στην εκπλήρωση των χριστιανικών μας καθηκόντων. Η συγκίνησή μας ήταν μεγάλη»».
Η διήγηση για τη δεύτερη ημέρα στο νησί του π. Χρύσανθου έχει ως εξής: «Την άλλη μέρα πήγαμε στην Εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα. Παρακολουθήσαμε όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, με κατάνυξη τη θεία λειτουργία, που τελούσε με δωρική απλότητα και απροσμέτρητη ευσέβεια. Την Κυριακή αυτή δεν μεταλάβαμε. Δεν είχαμε ενημερωθεί έγκαιρα για την τέλεση της θείας λειτουργίας και δεν είχαμε νηστέψει. Στο τέλος της λειτουργίας πήραμε από το χέρι του αντίδωρο. Και παίρνοντας το αντίδωρο, του φιλούσαμε όλοι το χέρι! Ήταν κάτι που το επιδίωξε ο ίδιος. Καθώς έδινε το αντίδωρο, πλησίαζε το χέρι του στο στόμα μας. Όλων μας τα μάτια βούρκωσαν από συγκίνηση. Πριν έρθει εκείνος, το αντίδωρο το παίρναμε από ένα καλαμόπλεκτο πανέρι που τοποθετούσε ο νεωκόρος στο παγκάρι. Την επόμενη Κυριακή πήγαμε σχεδόν όλοι στην εκκλησία. Η εκκλησία ήταν κατάμεστη, το ίδιο και το προαύλιό της. Τη μέρα αυτή μεταλάβαμε όλοι. Στο τέλος της θείας λειτουργίας είδαμε τον ιερέα μας να πίνει ό,τι είχε απομείνει στο Άγιο Ποτήριο από τη μετάληψή μας! Ανοίξαμε όλοι τα μάτια μας από έκπληξη. Νομίζαμε ότι ονειρευόμαστε. Χοντρά και καυτά δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια μας. Ο προηγούμενος ιερέας ό,τι απέμενε από τη μετάληψή μας -ασφαλώς κατά θεία οικονομία- το έχυνε στο χωνευτήρι.
Ο ιερομόναχος Χρύσανθος έμενε κοντά μας νύκτα και μέρα. Και έμεινε κοντά μας δέκα χρόνια! Τα χρόνια αυτά εκδήλωσε σε όλους μας την αγάπη. Μας επισκεπτόταν στα σπίτια μας. Μας καθοδηγούσε όλους. Ενίσχυε με τα λίγα χρήματα που είχε τους φτωχούς. Και έκανε τούτο, τηρώντας το: μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου. Ευγνωμονώ, όπως και όλοι οι άρρωστοι της Σπιναλόγκας, τον πατέρα Χρύσανθο για…», δεν κατάφερε να ολοκληρώσει όμως τη φράση του. Ξέσπασε σ᾽ ένα βουβό κλάμα».
«Ο πατήρ Χρύσανθος», συνεχίζει ο κ. Παπαδάκης, «έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στο δάπεδο, ακούγοντας τις περιγραφές του πρώην χανσενικού, είπε με ένα εσωτερικό μεγαλείο: «Πιστεύω ότι δεν είναι τόσο σπουδαίο αυτό που έκαμα. Αυτό θα έκανε κάθε λειτουργός του Υψίστου, κάθε χριστιανός. Βοήθησα, όσο μπορούσα, συνανθρώπους μας να σηκώσουν τον σταυρό στον γολγοθά τους. Έπειτα, η αρρώστια δεν μεταδίδεται με τη Θεία Κοινωνία, με το σώμα και το αίμα του Χριστού»». Έμεινε για να προσέχει τους τάφους! Με συγκίνηση ο π. Χρύσανθος μίλησε στον κ. Παπαδάκη για την απόφασή του να μείνει στο νησί όταν πια όλοι είχαν φύγει από αυτό: «Το Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας έκλεισε. Ήταν Ιούλιος του 1957. Έφυγαν όλοι από το νησί, έμεινα μόνο εγώ εκεί». Τον ρώτησα γιατί και μου απάντησε: «Έπρεπε να περιποιούμαι τους τάφους των χανσενικών. Έπρεπε ακόμα, βρισκόμενος μπροστά στους τάφους τους, να ψέλνω τρισάγιο για την ανάπαυση των ψυχών τους. Εγκατέλειψα το νησί το 1959. Η υγεία μου κλονίστηκε. Τότε εγκατέλειψα το νησί. Ο Επίσκοπός μου με τοποθέτησε στη Μονή τούτη»….
Ο λογοτέχνης Νίκος Στρατάκης που επισκέφθηκε τη Σπιναλόγκα το 1959, όταν μόνος ο π. Χρύσανθος είχε απομείνει:
«Σήμερα το νησί του πόνου είναι έρημο. Τίποτε δεν ταράσσει την ησυχία του… Καθώς περνούσαμε τον πλακόστρωτο δρόμο, ένας λερός και κουρελής με ασκητική και βυζαντινή αποστέωση, μπροστά στην εκκλησία, σέρνει νερό από τη δεξαμενή και ποτίζει δύο καχεκτικά δεντράκια. Είναι τούτος ο καλόγερος το υστερνό απομεινάρι της μοναχικής ζωής του βράχου. Κόλλησε πάνω του σαν στρείδι, όπως κόλλησε η ψυχή του στην ασκητική του σάρκα».
Αφιέρωμα στη μνήμη του μακαριστού π. Χρύσανθου έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα ekklisiaonline.gr