Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ ενώνει τη φωνή του με τη Διεθνή και την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων (Δ.Ο.Δ – Ε.Ο.Δ.) και απορρίπτει τη θέση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με την Ευρωπαϊκή Πράξη για την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης (EMFA). Υποστηρίζουμε ότι η θέση του Συμβουλίου της Ε.Ε. πλήττει την ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης και θέτει τους δημοσιογράφους και τις πηγές τους σε κίνδυνο. Η αόριστη επίκληση των «κινδύνων εθνικής ασφάλειας» μπορεί να καταστήσει ανεφάρμοστο το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της ανακοίνωσης της Δ.Ο.Δ.:
“ΕΕ: Τα κράτη μέλη δείχνουν επικίνδυνη αδιαφορία για τις αρχές της ελευθερίας των Μέσων Ενημέρωσης
Οι κυβερνήσεις της ΕΕ θέλουν να επιτρέψουν την κατασκοπεία των δημοσιογράφων και των πηγών τους για αόριστους λόγους «εθνικής ασφάλειας». Η Διεθνής και η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων (ΔΟΔ-ΕΟΔ) απορρίπτουν σθεναρά τη θέση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με την Ευρωπαϊκή Πράξη για την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης (EMFA) στις 21 Ιουνίου και καταγγέλλουν πλήγμα στην ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης, υποστηρίζοντας ότι μια τέτοια νομοθεσία θα έθετε τους δημοσιογράφους και τις πηγές τους ακόμη περισσότερο σε κίνδυνο.
Το Συμβούλιο κατέληξε σε συμφωνία στις 21 Ιουνίου 2023 σχετικά με την τόσο απαραίτητη Ευρωπαϊκή Πράξη για την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης, μια νομοθεσία που πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 16 Σεπτεμβρίου 2022, με σκοπό να εισαγάγει διασφαλίσεις κατά των πολιτικών παρεμβάσεων και της συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας των Μέσων Ενημέρωσης, καθώς και για την προστασία των δημοσιογράφων και των πηγών τους από τις παρακολουθήσεις. Έκτοτε, η ΔΟΔ και η ΕΟΔ συνηγορούν υπέρ μιας ισχυρής και αποτελεσματικής ρύθμισης ως απάντηση στις πολυάριθμες απειλές που τίθενται για την ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης στην ΕΕ.
Ωστόσο, νωρίτερα τον Ιούνιο, η Γαλλία εισήγαγε μια νέα εξαίρεση από τη γενική απαγόρευση της χρήσης λογισμικού κατασκοπείας κατά των δημοσιογράφων. Αναφέρει ότι οι διατάξεις για την αποτελεσματική προστασία των δημοσιογραφικών πηγών «δεν θίγουν την αρμοδιότητα των κρατών -μελών για τη διαφύλαξη της εθνικής τους ασφάλειας».
Η ΕΟΔ είχε υποστηρίξει ότι μια τέτοια εξαίρεση στην πραγματικότητα θα αναιρούσε τις προστασίες που παρέχονταν αρχικά. Παραβλέπει επίσης τη σημαντική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), η οποία καθιστά σαφές ότι ο αυτοσκοπός της διασφάλισης της εθνικής ασφάλειας δεν μπορεί να καθιστά ανεφάρμοστο το δίκαιο της ΕΕ και δεν απαλλάσσει τα κράτη-μέλη από τις υποχρεώσεις τους να συμμορφώνονται με τους κανόνες του κράτους δικαίου.
Η ΔΟΔ και η ΕΟΔ αντιτίθενται σθεναρά σε αυτήν την εξαίρεση, η οποία αντίκειται στον ίδιο τον σκοπό της νομοθεσίας και θα άνοιγε την πόρτα σε κάθε είδους κατάχρηση:
«Είμαστε ενοχλημένοι με τα επικίνδυνα κενά στη θέση του Συμβουλίου, τα οποία δείχνουν περιφρόνηση των αρχών της ελευθερίας των Μέσων Ενημέρωσης. Η εξαίρεση για την εθνική ασφάλεια στο άρθρο 4 σχετικά με την προστασία των πηγών και την προστασία από την τεχνολογία παρακολουθήσεων αποτελεί πλήγμα για την ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης. Θα θέσει ακόμη περισσότερο σε κίνδυνο τους δημοσιογράφους και θα επιφέρει επιπλέον ανατριχιαστικές συνέπειες τόσο για τους καταγγέλλοντες όσο και για άλλες πηγές. Γνωρίζουμε πολύ καλά πως γίνεται κατάχρηση της υπεράσπισης της εθνικής ασφάλειας για να δικαιολογηθούν οι παραβιάσεις κατά της ελευθερίας των Μέσων Ενημέρωσης. Η Πράξη αυτή υποτίθεται ότι θα δημιουργούσε εμπιστοσύνη. Τα κράτη-μέλη δημιουργούν δυσπιστία», αντέδρασε η διευθύντρια της ΕΟΔ Renate Schroeder.
Η ΔΟΔ και η ΕΟΔ βασίζονται ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα είναι σε θέση κατά τη διάρκεια των τριμερών διαπραγματεύσεων να σταθμίσει και να σώσει αυτό που διακυβεύεται: την εμπιστοσύνη των δημοσιογράφων στα θεσμικά όργανα της ΕΕ και σε μια Ευρωπαϊκή Πράξη για την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης αντάξια του ονόματός της”.
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ