
Ὁ θάνατος τοῦ Πάπα Φραγκίσκου φέρνει στὴν ἐπικαιρότητα τὴν ἀπάντηση ποὺ εἴχαμε δώσει σὲ ἔρευνα τοῦ γαλλικοῦ περιοδικοῦ “Τεμουανιὰζ Κρετιὲν” μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἐκλογῆς τοῦ μεταστάντος Φραγκίσκου ὡς Πάπα. Μαζὶ μὲ τὴν μετάφραση τῆς ἐρώτησης καὶ τῆς ἀπόκρισης, παρουσιάσαμε περιληπτικὰ τὸ σύνολο τῆς ἔρευνας στὴ “Χριστιανική”.
Τὸ ἄρθρο εἶχε ὡς ἑξῆς: Γ.Ζ.
Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἐκλογῆς τοῦ νέου Πάπα Ρώμης, τὸ ἀπὸ καιρὸ γνωστὸ στοὺς ἀναγνῶστες τῆς «Χ» γαλλικὸ περιοδικὸ Témoignage Chrétien πραγματοποίησε ἐκτεταμένο ἀφιέρωμα στὸ φύλλο τῆς 28.3.2013 καὶ ἀπευθύνθηκε σὲ ποικίλων προελεύσεων καὶ άπόψεων πρόσωπα, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὀ Διευθντὴς Σύνταξης τῆς «Χ» Γιάννης Ζερβός. Τὸ ἐρώτημα ἦταν: «Πέρα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐκλέχθηκε, ποιὸ πρόσωπο θέλετε γιὰ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία σ’ αὐτὴ τὴ νέα παπικὴ θητεία; Ποιὸ λόγο περιμένετε ἀπὸ αὐτήν;»
Ἡ ἀπάντηση ἦταν ἡ ἀκόλουθη:
«Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει φύση πολιτική, ἀλλὰ πνευματική, καὶ σ’αὐτὴν κέντρο εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι ὁ Πάπας.» Ἡ δήλωση αὐτὴ τοῦ νέου Πάπα σχολιάστηκε πολύ. Ἂν ὅμως ἡ τοποθέτηση αὐτὴ τιμᾶ τὸν Πάπα Φραγκίσκο, τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ μιὰ χριστιανικὴ ἐκκλησία χρειάζεται νὰ θυμίζουμε ὅτι στὸ κέντρο εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι ὁ προκαθήμενος, σημαίνει ὅτι κάτι δὲν λειτουργεῖ σωστὰ στὸ σύστημα.
Σὲ κάθε ἐκλογὴ νέου Πάπα, διατηροῦσα πάντα τὴν ἐλπίδα ὅτι ἡ ρωμαϊκὴ ἐκκλησία θὰ εὕρισκε ἕνα τρόπο νὰ ἐγκαταλείψει τὸ «παπικὸ σύστημα», τὸ ὁποῖο συνιστᾶ ἀπόκλιση σὲ σχέση μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν αὐθεντικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ μιὰ μορφὴ ἐκκοσμίκευσης ἢ «κοσμικότητας» γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν ἔκφραση τοῦ ἴδιου τοῦ Πάπα.
Ἐδῶ ἐννοῶ τὶς ὑπερβολικὲς ἐξουσίες τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, ἐκκλησιαστικὲς καὶ κοσμικές, ὅπως τὸ ἀλάθητο καὶ τὴν ἰδιότητα τοῦ ἀρχηγοῦ κράτους. Τὸ «Τεμουανιὰζ Κρετιὲν» θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήσει στὴν κατεύθυνση αὐτή, ἀφοῦ προσπαθεῖτε νὰ δείξετε στὸν κόσμο ὅτι μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι Χριστιανὸς χωρὶς νὰ εἶναι κατ’ ἀνάγκην «παπικός». Τὸ νὰ ὁμολογοῦμε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει μιὰ ἐκκλησία ἢ ἕνας χριστιανισμὸς χωρὶς Χριστὸ θὰ ἐπιβεβαίωνε τὴ θέση τοῦ Ντοστογέφσκι στοὺς «Ἀδελφοὺς Καραμάζοφ»: Ἂν ὁ Χριστὸς κατέβαινε στὴ γῆ, θὰ διωκόταν ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀρχές.
Ἀπὸ τὴ στγμὴ ποὺ τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου δὲν εἶναι ἐκ του κόσμου τούτου, παραμένει σύγχρονο ἐσαεὶ καὶ ζωντανό. Κατὰ συνέπεια, προκειμένου νὰ δώσουμε ἀπάντηση στὶς προκλήσεις ποὺ θέτουν ἡ νεωτερικότητα καὶ τὰ σύγχρονα κοινωνκὰ προβλήματα, οἱ Χρισρτιανοὶ ποὺ ζοῦν στὸν κόσμο τοῦτο πρέπει νὰ ἀνακαλύψουν ξανὰ καὶ νὰ μιμηθοῦν τὸ Χριστό, μέσα ἀπὸ τὸ προσωπικό Του παράδειγμα, τὴ ζωὴ τῶν πρώτων Χριστιανῶν (ποὺ τὰ εἶχαν ὅλα κοινὰ καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ ἐμπνέουν τοὺς σύγχρονους Χριστιανοὺς σχετικὰ μὲ τὸ πρότυπο τῆς κοινωνίας), τὴ διδασκαλία καὶ τὸ παράδειγμα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων ποὺ-μεταξὺ ἄλλων, καταπολέμησαν τὴν κοινωνικὴ ἀδικία.»
Θὰ μποροῦσε κανείς, μὲ μιὰ πρώτη ματιά, νὰ θεωρήσει σκληρὴ μιὰ τέτοια θέση, ἀπευθυνόμενη μάλιστα σὲ κοινὸ πρωτίστως ρωμαιοκαθολικῶν. «Γελοῖο δόγμα ποὺ διατυπώθηκε ἐπισήμως μόνο τὸ 1870» χαρακτηρίζει τὸ «ἀλάθητο» ἡ καθηγήτρια τοῦ ἰδιωτικοῦ δικαίου καὶ ποινικῶν ἐπιστημῶν στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Παρισιοῦ Κριστὶν Λαζέρζ (διαμαρτυρόμενη) ποὺ ἀπάντησε στὸ ἴδιο ἐρώτημα.
Τὸ ζήτημα τῶν ὑπερτροφικῶν ἐξουσιῶν τοῦ Πάπα προβληματίζει πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ρωμαιοκαθολικούς. Ὅσον ἀφορᾶ τὸ «Τεμουανιὰζ Κρετιέν», ὁ συντάκτης του γιὰ θρησκευτικὰ ζητήματα Φιλὶπ Κλανσὲ ἔχει ὄντως δηλώσει σὲ προγενέστερο χρόνο ὅτι προσπαθοῦν νὰ δείξουν στὸν κόσμο ὅτι μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι Χριστιανὸς χωρὶς νὰ εἶναι παπικὸς (papiste). Οἱ «νεωτερισμοὶ» τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ἤδη φαντάζουν ὡς άκραῖος ἀναχρονσιμὸς, ἐνῶ ἡ παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας παραμένει ζωντανὴ καὶ ἐπίκαιρη.
Ἐνδιαφέρον εἶχαν καὶ ἀρκετὲς τοποθετήσεις ποὺ δημοσιεύθηκαν στὸ ἴδιο ἀφιέρωμα, σὲ σχέση μὲ τὶς ὑπερεξουσίες τοῦ Πάπα: Ὁ Φιλὶπ Κλανσὲ σὲ ἄρθρο μὲ τίτλο «Πρὸς μία Ἐκκλησία ἰσοτίμων» ἀναφέρει ὅτι «ὁ ρωμαϊκὸς συγκεντρωτισμὸς φαίνεται σήμερα μία ἀπὸ τὶς πιὸ εύάλωτες σὲ κριτικὴ ὄψεις τῆς λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας» συμπεραίνει ὅτι «ἡ κατάργηση τῆς παντοδυναμίας τῆς Ρώμης θὰ κάνει τὸν καθολικισμὸ συμπαθέστερο». Θεωρεῖ ὅτι ἡ ἐκ μέρους τοῦ Φραγκίσκου ἐπίκληση τῆς ἰδιότητάς του ὡς Ἐπισκόπου Ρώμης εὐνοεῖ τὸν οἰκουμενικὸ διάλογο καὶ τὴν προσέγγιση μὲ τὴν Ὀρθδόδοξη Ἐκκλησία, γιὰ τὴν ὁποία «….ἡ θέση ὑπεροχῆς τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης παραμένει μεῖζον ἐμπόδιο γιὰ κάθε διαπραγμάτευση.»
Προβάλλει τὴν ἄποψη τοῦ ἱερέα καὶ θεολόγου Πὼλ ντὲ Κλὲρκ ἀπὸ τὶς Βρυξέλλες ποὺ ἀναφέρεται στὴν προγεέστερη τοῦ Παπισμοῦ ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας: «μιὰ ὀργάνωση περιφερειακὴ μὲ κριτήριο τὸν κυρίαρχο πολιτισμὸ καὶ τὴ γεωγραφία. Τὰ Πατριαρχεῖα εἶχαν κέντρο τὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Αἰθιοπία, τὴν Ἀντιόχεια γιὰ τὴ Συρία καὶ τὴν Ἀνατολή, τὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο καὶ τὴ Ρώμη γιὰ τὴ Δύση. Καθένα εἶχε τὸ δικό του τρόπο ὀργάνωσης, τὴν κυρίαρχη γλώσσα καὶ τὰ λειτουργικὰ τυπικὰ ἀνάλογα μὲ τοὺς περιβάλλοντες πολιτισμούς. Αὐτὴ εἶναι ἡ κληρονομία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Εἶναι καιρὸς νὰ τὴν ἀναβιώσουμε!». Ἐπισημαίνεται δὲ ὅτι δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ ὁ Φραγκίσκος προβάλλει τὴν ἰδιότητά του ὡς «Ἐπίσκοπος Ρώμης».
Τὸ θέμα τῆς ἀγαμίας τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ κλήρου, ἐπίσης δίνει κίνητρο γιὰ ἐπιστροφὴ στὴν (ἀπολεσθεῖσα) Παράδοση. Τονίζει χαρακτηριστικὰ ὁ Φιλὶπ Κλανσέ: «Οἱ Ποντίφηκές μας, ἐνθουσιώδεις μὲ τὴν παράδοση, ποὺ γεμίζουν ὁλόκληρες σελίδες παρπέμποντας ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, θὰ ἐμπνέονταν ἂν πήγαιναν νὰ ἐρευνήσουν πρὶν ἀπὸ τὴ σύνοδο τοῦ Τριδέντου, ἡ ὁποία τὸν 16ο αἰώνα καθόρισε τὸν τύπο τοῦ ἱερέα ποὺ γνωρίζουμε.». Παραθέτει δὲ τὴν ἄποψη τοῦ πρώην ἱερέα Ζὰν Κλὸντ Μπαρὸ, ποὺ προτείνει ἕνα «μοντέλο σύγχρονο, ἂν καὶ καταγεγραμμένο στὴν παράδοση», ἱερεῖς ἐγγάμους ποὺ ζοῦν ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμά τους.
Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ συνέντευξη τοῦ κοινωνιολόγου Ὀλιβιὲ Μπαμπινό,συγγραφέα τοῦ βιβλίου «Ἡ αὐτοκρατορία τῶν Παπῶν», γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ Πάπα εἶναι ἀλληλένδετη μὲ τὴν ἴδια τὴ δομὴ τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας.
Ὁ Νικολὰ Καζαριάν, διδάσκων στὸ ὀρθόδοξο Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἀγίου Σεργίου στὸ Παρίσι, διερωτᾶται: μήπως ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα προέχει «ὁ νέος ποντίφηκας νὰ εἶναι «καθολικός»; Ἡ ἐπανασύνδεση μὲ τὸν ὅρο αὐτὸ ὑπερβαίνει τὸν ἁπλὸ προσδιορισμὸ τῆς θρησκευτικῆς ἔνταξης καὶ διαπερνᾶ τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας σὲ ὅ,τι ἔχει πιὸ παράδοξο: τὴν ἐπέκταση τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο μὲ τὴν ἕνωση ἀνθρωπίνου καὶ Θείου. Ὅταν ὁ Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας χρησιμοποιεῖ γιὰ πρώτη φορὰ τὸν 2ο αἰώνα, τὴν ἔκφραση «καθολικὴ ἐκκλησία», δὲν ἐννοεῖ τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ αὐτὴ τὴ δημιουργικὴ τάση ποὺ στηρίζεται στὸ μυστήριο τῆς Σάρκωσης, προεκτείνεται στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ξεδιπλώνει τὴν πληρότητα τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος στὸ ἐσωτερικὸ κάθε τοπικῆς κοινότητας.»