Ο ΖΕΛΕΝΣΚΙ ΣΤΟΥΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥΣ ΕΝΩ ΤΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΗΡΩΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΩΝ ΝΑΖΙΣΤΩΝ
Ογδόντα χρόνια πέρασαν από την συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία στις 6 Ιουνίου 1944. Ένα εγχείρημα δύσκολο το οποίο συνέβαλε αποφασιστικά στην ήττα των δυνάμεων του Άξονα και στην απελευθέρωση της Ευρώπης. Στους εορτασμούς που γίνονται στη Γαλλία, καλεσμένοι είναι εκπρόσωποι των τότε συμμαχικών χωρών, αλλά και ο Γερμανός καγκελάριος Σολτς, αφού λογίζεται ότι η ήττα του Ναζισμού έφερε και την απελευθέρωση από αυτόν της ίδιας της Γερμανίας. Λόγω του πολέμου στην Ουκρανία δεν προσκλήθηκε ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, ενώ προσκλήθηκε ο Πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Ο αποκλεισμός της Ρωσίας, καθιστά βασικό εκπρόσωπο της πρώην ΕΣΣΔ, βασικού συντελεστή της κοινής αντιφασιστικής νίκης για την οποία τόσοι νέοι άνθρωποι αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν στη Νορμανδία, το καθεστώς που επικράτησε στην Ουκρανία μετά το πραξικόπημα του Μαϊντάν το 2014. Το οποίο με κάθε τρόπο απαξιώνει τον αντιφασιστικό αγώνα, μια πτυχή του οποίου τιμάται σήμερα. Ενώ αναδεικνύει την πολιτική και ιστορική κληρονομιά των Ουκρανών εθνικιστών του κινήματος Μπαντέρα, συνεργατών των Ναζί που δολοφόνησαν χιλιάδες Πολωνούς και Εβραίους κατά την γερμανική κατοχή, με στόχο την εθνοκάθαρση της Ουκρανίας.
Επίλεκτες μονάδες που στελεχὠνουν σήμερα τον ουκρανικό στρατό, όπως το “Τάγμα Αζόφ”, πολιτικά συνδέονται με την ιστορική και πολιτική κληρονομία του Στεπάν Μπαντέρα. Ο αρχηγός και τα στελέχη της δολοφονικής αυτής ομάδας, αναδεικνύονται σε ήρωες. Η δυτική Ουκρανία (Γαλικία), λόγω της μακραίωνης αυστριακής και πολωνικής κυριαρχίας, είναι λίκνο του ουκρανικού ουνιτισμού. Που αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τον εθνικό προσδιορισμό των εκεί Ουκρανών, που ήταν κυρίως αγροτικός πληθυσμός. Η αριστοκρατία και η αστική τάξη είχαν εκπολωνισθεί λόγω της μακροχρόνιας πολωνικής κυριαρχίας, που κράτησε μέχρι τον 18ο αιώνα, με τη διάλυση του πολωνικού κράτους και την προσάρτηση της περιοχής από την Αυστρία. Οι Αυστριακοί, προκειμένου να επικυριαρχήσουν στους υπόδουλους πληθυσμούς, καλλιέργησαν τις διαιρέσεις και δημιούργησαν συνθήκες ευνοϊκές για την ανάδειξη του ουκρανικού εθνικισμού, με σημείο αναφοράς τον ουνιτικό κλήρο, τους μόνους προύχοντες που εκ των πραγμάτων δεν είχαν ενσωματωθεί στους προηγούμενους επικυρίαρχους, τους Πολωνούς.
Οι Πολωνοί επικυριάρχησαν και πάλι μετά τη διάλυση της αυστοουγγρικής αυτοκρατορίας το 1918, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1939, όταν κατ’ εφαρμογή του μυστικού συμφώνου Ρίμπεντροπ Μολότοφ, μετά τη γερμανική εισβολή και την κατάρρευση του πολωνικού κράτους, η περιοχή πέρασε στη Σοβιετική Ένωση. Το 1941-1944, καταλήφθηκε από τη ναζιστική Γερμανία με αποτέλεσμα κατά το διάστημα αυτό, να ευνοηθεί η δράση των Ουκρανών εθνικιστών.
Παρά το γεγονός ότι και οι δύο θρησκευτικοί οργανισμοί, ο ρωλαιοκαθολικός και ο ουνιτικός, αναγνώριζαν ως κεφαλή τους τον Πάπα της Ρώμης, επικρατούσαν καχυποψία και μίσος μεταξύ τους, αφού ο πρώτος ταυτιζόταν με τους Πολωνούς και ο δεύτερος με τους Ουκρανούς. Που εκτός από εθνικές είχαν και ταξικές διαφορές.
Η κίνηση του Στεπάν Μπαντέρα ήταν από τους πιο σκληροτράχηλους συνεργάτες των Γερμανών, συγκρινόμενη σε σκληρότητα και δολοφονικότητα μόνο με τους Κροάτες “Ουστάσι” του Άντε Πάβελιτς.
Για να γίνει αντιληπτό αυτό που συνέβαινε, αρκεί να παραθέσουμε στοιχεία από την μελέτη του ουκρανικής καταγωγής Αμερικανοκαναδού καθηγητή ιστορίας Τζον Πολ Χίμκα “Χριστιανισμός και ριζοσπαστικός εθνικισμός: Ο Μητροπολίτης Αντρέι Σεπτίτσκι και το κίνημα Μπαντάρα.” , η οποία περιλαμβάνεται σε τόμο με γενικό τίτλο ” Η κοσμικότητα του κράτους και η βιωμένη θρησκεία στη Σοβιετική Ρωσία και Ουκρανία” υπό τον συντονισμό της Κάθριν Ουάνερ, που εκδόθηκε στις ΗΠΑ το 2012 από τις εκδόσεις “Woodrow Wilson Center” και Οξφόρδης. Ο Χίμκα προετοιμαζόταν για να ενταχθεί στον ουνιτικό κλήρο, αλλά δεν προχώρησε λόγω των αριστερών πολιτικών του απόψεων.
Στη μελέτη αυτή, επιχειρείται κυρίως η υπεράσπιση της μνήμης του Ουνίτη Μητροπολίτη Αντρέι Σεπτίτσκι για τον ρολο που έπαιξε στα χρόνια 1941-1944. Αναδεικνύοντας τη διαφοροποίηση του Μητροπολίτη, ταυτόχρονα αναδεικνύει τον εγκληματικό και δολοφονικό ρόλο των ομάδων Μπαντέρα: “Στη μεταπολεμική εποχή, οι Σοβιετικοί ενδιαφέρονταν επίσης να εμφανίσουν τον Σεπτίτσκι ως σύμμαχο των Μπαντεριστών. Αυτό τους διευκόλυνε να δικαιολογήσουν την καταστροφή της Έλληνο-Καθολικής Εκκλησίας [σημείωση Χ: όπως οι Ουνίτες αυτοαποκαλούνται] το 1946, καθώς εμφανίστηκε συνδεδεμένη με φασιστικές φρικαλεότητες και προδοσία. Αλλά όπως είδαμε, αυτές οι μυθοποιημένες εκδοχές της σχέσης Σεπτίτσκι-Μπαντέρα δεν είχαν σχέση με την αλήθεια.”
Αντίστοιχα, στη μετασοβιετική εποχή, η εκ μέρους του σταλινικού καθεστώτος αναγκαστική διάλυση της ουνιτικής εκκλησίας και η υποχρεωτική συνένωσή της με την Ορθόδοξη, δυσφήμησε την τελευταία και συνέβαλε ώστε τα εγκλήματα των Ουνιτών εθνικιστών να ξεχαστούν.
Διατείνεται ο Χίμκα, ότι χωρίς τη “σθεναρή αντίθεση” του Σεπτίτσκι, οι εθνικιστές θα είχαν αναπτύξει μια “πολύ πιο θερμή σχέση με την Εκκλησία, όπως και αντίστοιχα κινήματα στην Ανατολική Ευρώπη (οι “Ούστασα” στην Κροατία, η “Λεγεώνα του Αρχάγγελου” στη Ρουμανία και η “Φρουρά Hlinka” στη Σλοβακία)”. Επισημαίνει πάντως ότι “Μεγάλο μέρος της ηγεσίας των Μπαντεριστών προερχόταν από κληρικές (ουνιτικές) οικογένειες, συμπεριλαμβανομένων και των δύο ηγετών Μπαντέρα και Στέτσκο.
Ο Χίμκα δέχεται ότι ένας λόγος που ο Στεπίτσκι αποφάσισε την “υποστήριξη του σχηματισμού μιας ουκρανικής μεραρχίας Waffen-SS ήταν ότι φοβόταν τι θα διέπραττε η εθνικιστική νεολαία στο διάστημα μεταξύ της γερμανικής αποχώρησης
και της σοβιετική ανακατάληψης. Προτίμησε να είναι οι νέοι Ουκρανοί σε μονάδα τακτικού στρατού, με πειθαρχία και με στρατιωτικούς ιερείς που διόρισε.Το θεωρούσε αυτό το μικρότερο κακό, παρόλο που εκείνη την εποχή, την άνοιξη του 1943, είχε απορρίψει εντελώς τη ναζιστική Γερμανία”.
Από την επιχειρηματολογία αυτή προκύπτει και το μέγεθος της κτηνωδίας των Μπαντεριστών, αφού τα ουκρανικά Ες Ες λογίζονταν “μετριοπαθέστερα” και πιο ελεγχόμενα από την επίσημη τοπική ουνιτική ηγεσία.
Όλοι αυτοί, μπαντεριστές και ουκρανικά ες ες, είναι σημεία αναφοράς και ήρωες του σημερινού πολιτικού συστήματος στην Ουκρανία, ενώ συνεχιστές τους είναι οι σημερινές νεοναζιστικές πολιτοφυλακές, οι οποίες επικυριαρχούν μετά το 2014 και αποτέλεσαν τον κύριο ένοπλο βραχίονα στον εμφύλιο πόλεμο με τους ρωσόφωνους και φιλορωσικούς πληθυσμούς της ανατολικής Ουκρανίας.
Κεντρικός δρόμος του Λβίβ, όπως και του Κιέβου από το 2016, φέρουν την ονομασία “Στεπάν Μπαντέρα”. Το μαυροκόκκινο λάβαρο των μπαντεριστών συχνά-πυκνά κυματίζει σε εκδηλώσεις και τελετές πλάι στην εθνική σημαία της Ουκρανίας και διακρίνεται όλο και συχνότερα σε σχετικές τηλεοπτικές μεταδόσεις.
Η τάση αυτή, είναι σήμερα βασικός μοχλός της φιλοδυτικής επιρροής στην Ουκρανία. Με “λίκνο” το δυτικό τμήμα της χώρας, που ήταν από αιώνες προσανατολισμένο ιστορικά, πολιτιστικά και οικονομικά προς τη Δύση. Χωρίς τους Πολωνούς κατοίκους του, που έφυγαν μετά την οριστική κατακύρωση της περιοχής στη σοβιετική Ουκρανία και ήταν πλειοψηφία στο Λβίβ και στα αστικά κέντρα. Άλλωστε, αμέσως μετά τον πόλεμο, ηγετικά της στελέχη των ομάδων Μπαντέρα πλαισίωσαν τις δυτικές μυστικές υπηρεσίες, με αποτέλεσμα από τότε να κρατά η “επαφή” .
Ενδεικτική για την κατάσταση στην Ουκρανία είναι παλαιότερη ανάρτησή μας του 2019, στην οποία αναδεικνύμε ότι “Με κοινή επιστολή διαμαρτυρίας τους οι πρέσβεις της Πολωνίας και του Ισραήλ Μπάρτος Τσιχότσκι και Ιωήλ Λιόν διαμαρτύρονται στον Δήμαρχο της ουκρανικής πόλης Ιβανο-Φρανκίβσκ, για την ανέγερση μνημείου προς τιμή του Ρομάν Τσουκάτσεβιτς, διαβόητου συνεργάτη των Ναζί και σφαγέα χιλιάδων Πολωνών και Εβραίων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο” .
Στα ενενήντα χρόνια, το 2014, όταν είχε προσκληθεί και ο Ρώσος Πρόεδρος Πούτιν, ο εορτασμός είχε γίνει αφορμή της έναρξης διαλόγου με τον τότε Ουκρανό Πρόεδρο Ποροσένκο. Σήμερα, η ιστορία πρέπει να υποκλιθεί μπροστά στις αναγκαιότητες των σημερινών δυτικών συμμάχων, που οφείλουν να αποκλείσουν βασικό συντελεστή της αντοναζιστικής νίκης και να συνεορτάσουν την επέτειο της Νορμανδίας με τον Ζελένσκι, το καθεστώς του οποίου τιμά τους νεοναζί πολιτικούς επιγόνους των Μπαντεριστών και των ουκρανικών ες ες.
Όσο για τη Ρωσία, μπορεί κανείς να πει ότι πληρώνει τη σταλινική ατιμία των συμφωνιών Ρίμπεντροπ-Μολότωφ. Εάν ως Σοβιετική Ένωση δεν είχε αξιοποιήσει τη ναζιστική εισβολή για να ακρωτηριάσει πισώπλατα την αδύναμη Πολωνία και δεν είχε επιμείνει στη στάση της αυτή, δεν θα υπήρχε σήμερα συσχετισμός για να αποξενωθεί από την Ουκρανία προς όφελος της Δύσης.