-Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα-

Πασχίζοντας νὰ βάλω σὲ τάξη αὐτὴ τὴν ἄνοιξη τὸ σπίτι μου, ποὺ πῆρε νὰ μοιάζει περισσότερο μὲ σπηλαιοαποθήκη παρὰ μὲ κατοικία, ἔπεφτα ἐδῶ κι ἐκεῖ πάνω σὲ τριμμένα λείψανα, ἀποτσίγαρα τοῦ παρελθόντος. Μερικὰ σὰν τὰ φάσματα ἀνεξαγόρευτης ἁμαρτίας, πού, καθὼς λένε πνευματικοί, τριβελίζουν καὶ στὸν Ἅδη ἀκόμα τὸ νοῦ τοῦ κριματισμένου.
Ἀνάμεσά τους, ἕνα φτενό, κόκκινο βιβλίο, ποὺ ἐπιγράφεται «Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος. Τραγωδία», τυπωμένο στὴν Ἀθήνα τὸ 1980, γραμμένο ἀπὸ τὸν μακαρίτη πιὰ ἠθοποιὸ καὶ
δάσκαλό μας Θᾶνο Κωτσόπουλο.
Κι ὅπως σίμωνε ἡ μέρα τῆς Ἁλώσεως, ἡ πικρίζουσα τοῦ Μαγιοῦ τὶς γλυκύτατες μέρες, μοῦ φάνηκε αὐτὴ ἡ ἀνάδυση ἀπὸ τὶς στοῖβες τῶν σκονισμένων βιβλίων σὰν εἰκόνα φασματοσκόπιου ἀνεξαγόρευτης μνήμης:

«Μπροστά μας εἶν’ ἐδῶ τῶν Χριστιανῶν

τὸ κράτος κ’ ἡ τρανή τους Βασιλεύουσα,

ποὺ λένε, πὼς ὁρίζουνε τὸν κόσμο».

Εἶναι ὁ Μωάμεθ ποὺ μιλάει κι ἀνοίγει τὴν πρώτη πράξη:

«Μὰ κόσμο ποιό; Τῶν ἄθλιων Χριστιανῶν!
Πού, πρὶν διακόσια χρόνια, αὐτοὶ οἱ ἴδιοι
πατήσανε τὴν ἱερή τους Πόλη,
τὸ κάστρο τῆς θρησκείας τους! Καὶ βάψαν
τὰ χέρια τους μὲ αἷμα τῶν ἀδερφῶν τους! […]
Τῶν Χριστιανῶν! Πού, χρόνια, ἀπὰ στὴ Γῆ,
τὸ μίσος στὶς φυλὲς καὶ τὴν κατάκτηση
διδάξανε παντοῦ, μὲ μόνο πρόσχημα,
πολιτισμὸ πὼς φέρνουν στοὺς ἀνθρώπους!»

Τὸ βιβλίο δὲν τὸ εἶχα διαβάσει τότε ποὺ μοῦ τὸ χάρισε ο δάσκαλος –καὶ πόσα χρόνια πᾶνε!–, ὅταν τοῦ εἶχα συστηθεῖ ὡς πατριώτης του Σπαρτιάτης. «Θὰ σοῦ φέρω κάτι τότε», μοῦ εἶπε. Ἔγραφε θέατρο, ἐκτὸς ποὺ ἦταν δοξασμένος κλασικὸς ἠθοποιός. Θυμᾶμαι τὴ φωτογραφία του τυπωμένη στὸ σχολικό μας βιβλίο τῆς τραγικῆς ποίησης, ποὺ τὴν εἶχε ὑπηρετήσει διὰ βίου.
Εἴμασταν, ἐκτὸς ἀπὸ πατριῶτες, καὶ γείτονες.
Μεγάλωσα ἀπέναντι στὸ πατρικό του, ἐρείπιο πλέον στὶς παιδικές μας μέρες, σκέλεθρο ποὺ τὸ μάστιζε ὁ χειμώνας, καὶ ἡ θύελλα κοπανοῦσε τὰ πορτοπαραθυρόφυλλά του.
Γέρων πιὰ καὶ ὁ ηθοποιός, ἀγέρωχος ὡστόσο, πού, ἂν τὸν κοίταζες κλεφτά, εἶχε κάτι ἀπὸ τὴ θωριὰ τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ἐκεῖνο τὸ σπλάχνος ποὺ ἔβγαζε ἡ μορφή του –σὰν τὸν Χριστό–, ὅπως τὴν πλάθει αἰῶνες στὴ μνήμη της ἡ Ρωμιοσύνη, μαζὶ μὲ τὴ μετρημένη θλίψη τῶν ματιῶν του, ποὺ τὴν εἴδαμε στὴν εἰκόνα του ποὺ βγῆκε στὸ φῶς πρόσφατα στὴ Μονὴ τῶν Παλαιολόγων στὸ Αἴγιο. Καὶ τὸν εἶδε κάπως σὰν τὸν Χριστό, τὸν τελευταῖο αὐτοκράτορα στὸ ἔργο του ὁ Κωτσόπουλος, σὰν τὸν Χριστὸ στὴ Γεθσημανῆ:

«Χριστέ μου! Ἁμαρτωλοί ’μαστε κ’ ἡ Πόλη
γι’ αὐτὲς τὶς ἁμαρτιές μας χειμάζεται»,
μπρὸς στὸ εἰκονοστάσι γονατιστὸς ὁ Κωνσταντῖνος προ-
σεύχεται.
«Σχώρεσέ μας, λοιπόν, τὶς ἁμαρτίες μας
καὶ σῶσε μας ἀπ’ τὸν ἀφανισμό!
Τὴν κάθαρση γι’ αὐτὲς τὶς ἁμαρτίες μας
μὲ τέτοιο βαρύ τίμημα ἂς μή λάβουμε!
Μπορεῖ κ’ ἡ σωτηρία νὰ μᾶς τὴ δώσει,
μὲ μάθος ἀπ’ αὐτά μας τὰ παθήματα. […]
Καί, νά, ποὺ θ’ ἀνεβοῦμε ἴσαμ’ Ἐσένα,
Χριστέ – κι’ αὐτὴ τὴ σύγκριση συχώρα μας! –
κι’ ἐμεῖς, ὡσὰν κι’ Ἐσὲ νὰ σταυρωθοῦμε!
Μακάρι, ὅμως, ἐγὼ μόνο νὰ μπόρεια
ν’ ἀνέβω στὸ Σταυρὸ γιὰ τὸ λαό μου,
καθὼς Ἐσὺ γιὰ τοὺς λαοὺς σταυρώθης,
ἐγὼ μόνο τὴν κάθαρση νὰ πλήρωνα
γιὰ κρίματα τυχὸν ποὺ πράξαν ἄλλοι!»

Σοφὸ τὸ ἔργο τοῦ δασκάλου μας, στάζει ἀπὸ τὸ μῦρο τῆς παράδοσης, ποὺ καὶ τὴν Παντάνασσα βάζει νὰ θρηνεῖ, μιὰ Πιετὰ ποὺ στὴν ποδιά της κρατεῖ τῆς Πόλης καὶ τοῦ Γένους τοὺς σφαγμένους:

«Ὦ, Πόλη, ἀγαπημένη! Θὰ χαθεῖς!
Τὸ πλήρωμα τῆς τιμωρίας ἦρθε!
Χανόμαστε! Κι’ ἐγὼ μαζί σου, Πόλη!
Γιατί, μὲ κάθε πέτρα σου χτιστήκανε
τὰ σπίτια τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ δικά μου.
Κι’ ἐκεῖ, ψυχὲς ἀθῶες προσευχήθηκαν,
τόσες φορές, νὰ βροῦν τὴν εὐτυχία!
Καὶ τώρα νά! Καπνὸς ὅλα θὰ γίνουν!
Παιδάκια θὰ σφαγοῦν, μάνες θὰ γείρουν
ἀπάνω τους νεκρές. Νέοι καὶ γέροι,
χωρὶς μήτ’ ἕνα βῆμα πιὰ μπροστά,
χωρὶς μητ’ ἕνα χάδι στὴ θανή τους!
Σᾶς κλαίω ὅλους ἐγὼ καὶ σᾶς χαϊδεύω
καὶ τὸ στερνὸ φιλὶ τῆς μάνας δίνω!»

Μὲ μαστοριὰ στὸ ἔργο του ὁ Θᾶνος Κωτσόπουλος ἀναπλάθει πάνω στὴ σκηνὴ τὴν τελευταία ἀπάντηση τοῦ Παλαιολόγου στὸν Σουλτᾶνο. Ἀφήνω τὰ λόγια του μαγιάτικο λουλούδι
στὴ μνήμη τοῦ δασκάλου, στὴ μνήμη τοῦ τελευταίου τῶν βυζαντινῶν Ἑλλήνων, μὲ τὴν εὐχὴ τὰ φάσματα τοῦ θρήνου τῶν ἁμαρτιῶν νὰ λείψουν κάποτε, σὰν τὰ κρίματα ξαγορευτοῦν καὶ λείψουν.
Τὰ κρίματα ποὺ ὁ δραματουργὸς ποιητὴς στὸ στόμα βάζει τοῦ Πορθητῆ, ὅπως στὴν ἀρχὴ εἴδαμε. Ἐδῶ ὁ Κωνσταντῖνος γίνεται Λεωνίδας, σ’ ἕναν ἀγῶνα ποὺ κι οἱ δυό, στὴν ἴδια ἡλικία –δὲς σύμπτωση!– σήκωσαν γνωρίζοντας καλὰ πὼς «κ’ οἱ Μῆδοι ἐπὶ τέλους θὰ διαβοῦνε»:

«ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
“Μολὼν λαβέ!” νὰ πᾶς νὰ πεῖς, λοιπόν,
στὸν Πατισὰχ καὶ σ’ ὅλους σὰν Ἐκεῖνον!
ΜΟΥΧΤΑΡ
Ἐτοῦτα τὰ ρωμαίϊκα δὲν τὰ νιώθω. […]

Κι ὁ Κωνσταντῖνος (μαζὶ κι ὁ ποιητής) ἐξηγεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχαία λαλιὰ στὴν τωρινή:

«Τὴν Πόλη δὲν μπορῶ νὰ τοῦ τὴ δώσω,
γιατὶ δὲν εἶναι, πέστε του, δική μου.
Μά, μήτε κι’ ἄλλου ποὺ τὴν κατοικεῖ.
Τῶν Χριστιανῶνε κι’ ὅλων τῶν Ἑλλήνων
αἰῶνες εἶναι, ποὺ τὴ διαφεντεύουν
μ’ ἀγῶνες καὶ θυσίες ἀπροσμέτρητες.
Κι’ αὐτοὶ τὴν ἴδια γνώμη πάντοτ’ ἔχουν:
Νὰ δίνουν τὴ ζωή τους γιὰ τὴν πατρίδα τους!
Αὐτά, Μουχτὰρ κι’ Ἀλῆ νὰ πὰ νὰ πεῖτε!»

ΧΙΣΤΙΑΝΙΚΗ 29 Μαΐου 2025

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *
You may use these HTML tags and attributes: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>