
«Γνωρίζω ότι το δικαστήριον θα μου επιβάλη την ποινήν του θανάτου. Εκείνο το οποίο θέλω να πω είναι τούτο: Ότι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, ο οποίος ζητεί την ελευθερία του. Τίποτε άλλο». Αυτή τη δήλωση έκανε ο 18χρονος αγωνιστής της ΕΟΚΑ Ευαγόρας Παλληκαρίδης στο “ειδικό δικαστήριο” των Βρετανών αποικιοκρατών της Κύπρου. Παραδέχτηκε έτσι το κατηγορητήριο και δεν άφησε περιθώρια στους δικηγόρους του να τον υπερασπίσουν. Καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού με συνοπτικές διαδικασίες, βάσει της “δρακόντειας” νομοθεσίας που εξαιρετικά πέρασαν οι αποικιοκράτες για να καταστείλουν τον αγώνα της ΕΟΚΑ.
Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1938 στην Τσάδα της επαρχίας Πάφου. Ήταν το τέταρτο παιδί στην οικογένεια, με δύο άλλους αδελφούς και δύο αδελφές. Φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού του και του Κτήματος και στο Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου από το 1950 μέχρι το 1955 και ως τελειόφοιτος το πρώτο τρίμηνο του 1955-1956.
Συνδύαζε τη φιλομάθεια και τη λογοτεχνική φλέβα με γενναιοψυχία και δυναμισμό.
Αφορμή για την πρώτη του επαναστατική πράξη έδωσαν οι εκδηλώσεις για τη στέψη της σημερινής βασίλισσας της Αγγλίας Ελισάβετ Β’. Την 1η Ιουνίου 1953, παραμονή της στέψης, σε ηλικία 15 χρόνων, κατέβασε την αγγλική σημαία από τον ιστό του σταδίου.
Τον Απρίλιο του 1955 εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ. Πρωταγωνίστησε στις διαδηλώσεις, στη διανομή προκηρύξεων, στην αναγραφή συνθημάτων και στις ανατινάξεις βρετανικών στόχων. Στις 17 Νοεμβρίου 1955, σε μαθητική διαδήλωση, επιτέθηκε σε δύο Άγγλους στρατιώτες που κακοποιούσαν συμμαθητή του και τον ελευθέρωσε. Τον συνέλαβαν αργότερα και τον παρέπεμψαν σε δίκη.
Την παραμονή της δίκης του τον Δεκέμβριο του 1955, βέβαιος ότι θα φυλακιζόταν ή θα κλεινόταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, εντάχθηκε στις πρώτες ανταρτικές ομάδες της Πάφου. Στις 16 Δεκεμβρίου επικηρύχθηκε από τους Άγγλους. Πήρε μέρος σε επιθέσεις εναντίον βρετανικών φρουρών, αστυνομικών σταθμών και στρατοπέδων καθώς και σε ανατινάξεις και ενέδρες.
Συνελήφθη το βράδυ της 18ης Δεκεμβρίου 1956, σε ενέδρα αγγλικής στρατιωτικής περιπόλου, η οποία ενεργούσε «βάσει ληφθεισών πληροφοριών». Την ώρα της σύλληψης του δήλωσε στους Άγγλους: «Είμαι ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης και πολεμώ για την πατρίδα μου».
Βασανίστηκε απάνθρωπα κατά τη διάρκεια της κράτησής του. Τα σημάδια των βασανιστηρίων ήταν φανερά όταν επιτράπηκε στους δικούς του να τον επισκεφθούν.
Στις δεκαέξι μέρες που μεσολάβησαν από την καταδίκη του μέχρι τον απαγχονισμό του, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης όχι μόνο δεν λιποψύχησε, αλλά και ενίσχυε ηθικά τους συγγενείς και τους τους συγκροτούμενους του. Είπε ότι : «όταν πεθάνω, θα πάω στον Θεό και θα τον παρακαλέσω να είμαι ο τελευταίος που απαγχονίζεται», εκδηλώνοντας μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής του την αυτοθυσία που έδειχνε για τον πλησίον του.
Οι ευρύτατες κινητοποιήσεις σε όλο τον κόσμο για να λάβει χάρη δεν είχαν αποτέλεσμα, ούτε συγκίνησαν τη βασίλισσα της Αγγλίας, η οποία άφησε να θανατωθεί ο νεαρός αγωνιστής.
Το βράδυ της 13ης Μαρτίου 1957 εξομολογήθηκε και την επομένη, 14 Μαρτίου 1957 απαγχονίστηκε σε ηλικία 19 ετών.
Η καταδίκη και η εκτέλεση του προκάλεσαν την παγκόσμια κινητοποίηση και κατακραυγή, που απέτρεψε, μεταξύ άλλων, τον απαγχονισμό 26 άλλων αγωνιστών που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο. Η προσευχή του εισακούστηκε.
Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης έγινε σύμβολο και πρότυπο της κυπριακής νεολαίας το υπόλοιπο διάστημα του αντιαποικιακού αγώνα. Πρότυπο και για σήμερα.
Το ποίημα του Ευαγόρα Παλληκαρίδη “Θα πάρω μια ανηφοριά” είναι ο τελευταίος αποχαιρετισμός, που άφησε στους συμμαθητές του φεύγοντας για να πάει αντάρτης στα βουνά:
Αν ζω, θα μ΄ βρει εκεί.