Παρουσιάζουμε ὁλόκληρη τήν εἰσήγηση τῆς μοναχῆς Φιλοθέης, ἡγουμένης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βρυούλων στήν Ἀθήνα, στή Δ’ Συνεδρία (1.11.2021) τοῦ διαδικτυακοῦ Συνεδρίου τῆς “Χριστιανικῆς” γιά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821.
τῆς Μοναχῆς Φιλοθέης
Σέ ἕνα πορτραῖτο του ὁ Καποδίστριας γράφει ἀπό κάτω «δέν μένει ὁ ἄνθρωπος, μένει τό ἔργο του». Καί τό ἔργο πού ἄφησε εἶναι πραγματικά ἀσύληπτο. Οἱ ἀγῶνες του γιά τήν διατήρηση τῆς Ἐπανάστασης καί τήν δημιουργία ἑνός σύγχρονου ἀνεξάρτητου Ἑλληνικοῦ Κράτους παραμένουν μοναδικοί. Οἱ κόποι, οἱ στερήσεις, οἱ θυσίες γιά τήν πατρίδα ἦταν γιά ἐκεῖνον ἁπλά ἡ ἐκπλήρωση τοῦ χρέους του πρός τήν γῆ πού τόν γέννησε καί ἔμελε νά τόν κλείσει στήν ἀγκαλιά της.
Ἀς δοῦμε κάποιες ἀπό αὐτές τίς ἀγωνίες του καί τούς ἀγῶνες του κρατῶντας τα ὡς μνημόσυνο γιά ἐκεῖνον καί ὡς παράδειγμα γιά ἐμᾶς.
Μετά ἀπό τήν πετυχημένη δράση τοῦ Καποδίστρια ὡς γραμματέας τοῦ Ἑπτανησιακοῦ Κράτους τό 1803, παρόλο τό νεαρό τῆς ἡλικίας του (γεννήθηκε τό 1776), τόν κάλεσε ὁ Τσάρος Ἀλέξανδρος τῆς Ρωσίας νά ὑπηρετήσει στό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας. Δέχτηκε μέ τήν ἐλπίδα νά μπορέσει νά βοηθήσει στήν ἀπελευθέρωση τῆς σκλαβωμένης του πατρίδας καί πῆγε στήν Ρωσία τό 1808.
Μετά ἀπό συνεχεῖς ἐπιτυχίες σέ διάφορες ὑποθέσεις καί τήν ἑνοποίηση τῆς Ἑλβετίας τό 1814 καθώς καί τήν συμμετοχή του στό περιβόητο Συνέδριο τῆς Βιέννης (1815) πού ἔγινε γιά νά βροῦν οἱ Μεγάλες Δυνάμεις (Ρωσία, Αυστρία, Πρωσία,Ἀγγλία) λύσεις στά τεράστια προβλήματα πού δημιούργησε ὁ Ναπολέοντας στήν Εὐρώπη, τόν διόρισε Ὑπουργό Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας.
Ἦταν δέ τόση ἡ τιμή καί ἡ ἐμπιστοσύνη μέ τήν ὁποία τόν περιέβαλε πού ἦταν ὁ μόνος πού μποροῦσε νά συζητᾶ ἀπευθείας μέ τόν Τσάρο καί ὁ Τσάρος δέν προέβαινε σέ καμιά ἐνέργεια ἄν δέν ζητοῦσε τήν γνώμη του καί ἄν δέν συζητοῦσε μαζί του ὅλα τά θέματα πού προέκυπταν.
Ὁ Καποδίστριας, πολύ συνετός, δέν περηφανεύτηκε γιά ὅλες αὐτές τίς τιμές καί διακρίσεις ἀλλά ὅπως ἔγραφε στόν πατέρα του «Ἐγώ ὅμως ὁδηγοῦμαι μονάχα ἀπό τήν ἐπιθυμία νά πράττω τό καθῆκον μου καί νά συνεχίζω τήν πορεία τῆς ζωῆς μου». Καί αὐτό πού ἔνοιωθε βαθειά μέσα του ὡς καθῆκον εἶναι νά ὑπηρετήσει τήν σωτηρία τῆς πονεμένης πατρίδας του μέ ὅποιο τρόπο μπορέσει.
Γι αὐτό καί δέχτηκε τήν πρόταση μέ τήν ἐλπίδα ἀπό αὐτήν τήν πανίσχυρη θέση νά μπορέσει νά βοηθήσει ποιό ἀποτελεσματικά τόν ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων.
Καί ἐνῶ βρέθηκε μπροστά στόν πανίσχυρο αὐτοκράτορα τῆς Τσαρικῆς Ρωσίας δέν δίστασε νά τοῦ ἐκφράσει τήν ἀγωνία του γιά τήν ὕψιστη τιμή στήν ὁποία τόν καλοῦσε: «Μεγαλειότατε, θέλω νά γνωρίζετε δύο πράγματα. Ποτέ δέν θά γίνω ὑπήκοός σας ἀλλά μόνο ὑπάλληλός σας. Καί ἄν ποτέ βρεθῶ μπροστά στό τραγικό δίλημμα νά ὑπηρετήσω τά συμφέροντα τῆς Αὐτοκρατορίας σας ἤ τά συμφέροντα τῆς σκλαβωμένης Πατρίδος μου, ἐντίμως σᾶς ὁμολογῶ ὅτι θά ταχθῶ μέ τό μέρος τῆς Πατρίδος μου».
Τελικά ἀποδέχτηκε τήν πρόταση ἀφοῦ τόν διαβεβαίωσε ὁ Τσάρος ὅτι θά εἶναι «ὁ συνήγορος τῶν Ἑλλήνων» δίπλα στόν Τσάρο καί τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά τοῦ ἀνέθετε ὅλες τίς ὑποθέσεις πού θά ἀφοροῦσαν τήν Ἑλλάδα καί τούς Ἕλληνες.
Τό βασικό κριτήριο ὅλων τῶν πράξεών του δέν ἦταν ἡ προσωπική του εὐτυχία καί εὐχαρίστηση ἀλλά τό συμφέρον τῆς πατρίδας του.
Μέ τήν ἴδια λοιπόν φιλοσοφία δέν ἤθελε καί νά παντρευτεῖ. Δέν ἤθελε νά δεσμευτεῖ κάτι πού ἀναπόφευκτα θά γινόταν ἄν ἔκανε οἰκογένεια καί ἰδίως ἄν παντρευόταν Ρωσίδα. Ἤθελε νά εἶναι ἐλεύθερος ἀπό ὑποχρεώσεις γιά νά μπορεῖ νά βοηθᾶ τούς πάμπτωχους συμπατριῶτες του πού εἶχαν ἀναζητήσει καταφύγιο στήν παγωμένη Ρωσία.
Γράφει στόν πατέρα του «Κάνω πᾶν ὅ,τι μοῦ εἶναι δυνατό γιά νά φανῶ χρήσιμος. Τοῦτο μέ ὑποχρεώνει νά ἀφαιρῶ ἕνα ἀξιόλογο ποσό ἀπό τήν μισθοδοσία μου γιά νά ἀνταποκρίνομαι στίς ἀνάγκες τόσων καί τόσων συμπατριωτῶν πού βρίσκονται ἐδῶ καί σέ ἄλλα μέρη πάμπτωχοι. Οἱ προθέσεις μου εἶναι ἁγνές καί τολμῶ νά πιστεύω ὅτι γι αὐτό ὁ Θεός μοῦ παρέχει συχνά τά μέσα γιά νά τίς πραγματοποιήσω…Σέ ὅσους μπορῶ νά κάνω κάτι καλό, τό κάνω μέ καλή καρδιά. Ἄλλωστε ποιά ἄλλη εὐχάριστη ἀμοιβή μπορεῖ νά ἔχουν οἱ κόποι μου ἐκτός ἐκείνη τοῦ νά γνωρίζω ὅτι εἶμαι χρήσιμος στούς συνανθρώπους μου καί προπάντων στούς συμπολίτες μου, καί ὁμοεθνεῖς καί φίλους;».
Καί ὅταν ἀκόμη ἀγάπησε τήν Ρωξάνδρα Στούρτζα, Ἑλληνορουμάνα Κυρία ἐπί τῶν τιμῶν στήν συνοδεία τῆς Τσαρίνας, καί πάλι θυσίασε τήν ἀγάπη του καί τήν προσωπική του εὐτυχία προκειμένου νά βοηθήσει τήν σκλαβωμένη πατρίδα του.
Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά τῆς μεγάλης του ἀγωνίας τά λόγια πού κατάφερε νά τῆς πεῖ στόν ἀποχαιρετισμό τους στήν Βιέννη κατά τήν διάρκεια τοῦ συνεδρίου: «Πρέπει νά θυσιάσω, ἴσως γιά πάντα, ὅσα θά μοῦ χάριζαν τήν προσωπική μου εὐτυχία. Πρέπει νά προσφέρω τόν ἑαυτό μου ὁλόκληρο θυσία στούς ἀγῶνες τῆς πατρίδας μας. Καί αὐτόν τόν δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ πρέπει νά τόν βαδίσω μόνος μου, ἐντελῶς μονάχος μου».
Ἡ πραγματικότητα ἦταν πολύ σκληρή. Ἡ Ρωξάνδρα ἦταν ἰδιαίτερα ἔξυπνη καί εὐαίσθητη. Ὁ Αὐτοκράτορας τήν σεβόταν πολύ καί χαιρόταν νά συζητᾶ μαζί της τά πάντα, ἀπό τά πιό δύσκολα διεθνῆ πολιτικά θέματα μέχρι καί τά πολύ προσωπικά του, τίς θρησκευτικές του ἀναζητήσεις, τίς ψυχολογικές του ἀνασφάλειες καθώς καί τά προβλήματά του μέ τήν Αὐτοκράτειρα.
Αὐτό βέβαια ἔκανε τήν Τσαρίνα νά τήν ζηλεύει πολύ καί νά προσπαθεῖ μέ κάθε τρόπο νά τήν διώξει ἀπό τήν Ἀγία Πετρούπολη. Τῆς πρότεινε λοιπόν νά τήν παντρέψει μέ ἕνα πάμπλουτο ξάδελφό της πού ἦταν Δούκας στήν Γερμανία.
Ἐάν ὅμως ἡ Ρωξάνδρα παντρευόταν τόν Καποδίστρια θά συνέχιζε νά βρίσκεται στήν Ἁγία Πετρούπολη καί στό αὐτοκρατορικό περιβάλλον. Αὐτό σήμαινε ὅτι καί οἱ σχέσεις τοῦ Καποδίστρια μέ τήν πανίσχυρη Τσαρίνα θά γίνονταν ἐχθρικές ὁπότε αὐτόματα αὐτό θά δημιουργοῦσε μεγάλα ἐμπόδια στά σχέδια του γιά τήν Ἑλλάδα.
Ἔτσι ὅταν βρέθηκε μπροστά σ’αὐτό τό τραγικό δίλημμα ὁ Καποδίστριας προτίμησε ἀνάμεσα στήν προσωπική του εὐτυχία καί τήν εὐτυχία τῆς Ἑλλάδος νά διαλέξει τό δεύτερο.
Μία ἄλλη μεγάλη ἀγωνία τοῦ Καποδίστρια ἦταν ἡ μόρφωση τῶν Ἑλληνοπαίδων. Σ’αὐτό τό τεράστιο ἔργο βρῆκε ἀμέριστο συμπαραστάτη τήν ἀγαπημένη του Ρωξάνδρα πού πλέον τούς ἕνωνε τό κοινό χρέος.
Σπούδασε δεκάδες Ἑλληνόπουλα στά Εὐρωπαικά Παν/μια κάνοντας πολλές φορές τόν ζητιάνο σέ πλούσιους Ἕλληνες καί Φιλέλληνες. Πίστευε ὅτι γιά νά γίνει ἀληθινή Ἐπανάσταση ἔπρεπε πρῶτα νά μορφωθοῦν οἱ Ἕλληνες «γιατί ἕνας μορφωμένος λαός θά μποροῦσε νά διατηρήσει καί νά ἀξιοποιήσει τήν ἐλευθερία του μέ τόν πιό δημιουργικό τρόπο».
Δέν πίστευε ὄμως μόνο στήν ἐπιστημονική τους κατάρτιση ἀλλά καί στήν πνευματική τους καλλιέργεια καθώς καί στήν καλλιέργεια τῆς ἐθνικῆς τους συνείδησης: «Τό μεγαλύτερο ἀπό ὅλα τά συμφέροντα τῆς Πατρίδος μας, ἐκεῖνο πού ἀγκαλιάζει καί περιλαμβάνει τήν μελλοντική εὐδαιμονία της, εἶναι ἡ χριστιανική καί ἐθνική ἐκπαίδευση τῶν Ἑλληνοπαίδων. Χωρίς πίστη στόν Θεό καί ἀγάπη στήν Πατρίδα καί ἐκμάθηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, τά Ἑλληνόπουλα θά χαθοῦν στίς ξένες χῶρες».
Μερίμνησε πάρα πολύ γιά τά ἀγαπημένα του παιδιά , «τό ροδόχρουν ὄνειρο τῆς Ἑλλάδος καί τῆς ζωῆς του», νά μορφωθοῦν μέ μόρφωση χριστιανική καί ἐθνική. Καί ἀργότερα ὅταν γιά σαράντα μέρες περίμενε τό πλοῖο πού θά τόν ἔφερνε στήν Ἑλλάδα ὡς πρῶτο Κυβερνήτη ἔγραψε πάνω ἀπό 70 ἐπιστολές ἀπευθυνόμενος ἀποκλειστικά σέ Ἕλληνες πλούσιους στούς ὁποίους ἀναφέρει τίς ἐνέργειές του γιά τήν περίθαλψη τῶν προσφύγων πού εἶχαν καταφύγει στά λιμάνια τῆς Ἰταλίας καί κυρίως στήν ἐκπαίδευση καί μόρφωση τῶν παιδιῶν πρόσφέροντας καί ἴδιος μεγάλα ποσά γιά νά τά σώσει ἀπό τήν ἐξαθλίωση καί τήν δυτικοθρεμμένη ἐκπαίδευση. Στίς ἐπιστολές αὐτές ἔχει τόσες λεπτομέρειες γιά τήν ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν πού θά ταίριαζαν πιό πολύ σέ διευθυντή Λυκείου παρά σέ ἀρχηγό Κράτους.
Εἶναι ἀμέτρητοι οἱ «θετοί γιοί» τοῦ Καποδίστρια.Ἔτσι ἀποκαλοῦσε ὅλα τά ἑλληνόπουλα πού σπούδαζε μέ δικά του ἔξοδα σέ ξένα Παν/μια (Στήν Τεργέστη, Λιβόρνο, Μπολόνια, Ἀγκόνα, Παρίσι, Μασσαλία, Γενεύη, Ζυρίχη καί σέ ἄλλες μεγάλες πόλεις μάζευε τά ὀρφανά πού περιφέρονταν καί κινδύνευαν καί τά σπούδαζε καί τά φρόντιζε).
Καί ὅταν ἀργότερα ὡς Κυβερνήτης θά συνθλιβεῖ κάτω ἀπό τήν πίεση τῶν ἀντιδράσεων τῶν ξένων καί τῶν Ἑλλήνων θά γράψει στόν ἀγαπημένο του Εὐνάρδο: «παρηγοροῦν τίς πίκρες καί τούς πόνους τοῦ βίου μου τά παιδιά μας… τό ροδόχρουν τοῦτο ὄνειρο τῆς Πατρίδας μας, τῆς Ἑλλάδας. .. Ἡ μόνη μου ἀνακούφιση καί χαρά εἶναιν νά ἀπασχολοῦμαι μέ τά παιδιά καί τά σχολεῖα τους γιά τήν μόρφωσή τους».
Ἡ ἐλπίδα του γιά τούς νέους ἀνθρώπους ἦταν τό πιό σοβαρό του ἐπιχείρημα γιά τούς κόπους του νά ἐλευθερώσει τήν Ἑλλάδα καί νά τῆς χαρίσει ἕνα μέλλον ἀνάλογο μέ τήν μεγαλοσύνη τῆς ψυχῆς του.
Μιά μεγάλη ἀγωνία προστέθηκε ὅταν τοῦ πρότειναν τήν ἀρχηγία τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. Κατηγορήθηκε ὡς ἐχθρός τῆς Ἐπανάστασης ἐπειδή ἀρνήθηκε τήν ἀρχηγεία της. Ὅμως ἦταν προφανεῖς καί ξεκάθαροι οἱ λόγοι.
Λαχταροῦσε καί ἐκεῖνος τήν ἐλευθερία τῆς πατρίδας του καί ὅ,τι ἔκανε ἦταν γιά τό συμφέρον της (τό 1819,ὅταν μπόρεσε νά ἐπιστρέψει γιά λίγο στήν ἀγαπημένη του πατρίδα, τήν Κέρκυρα, συναντήθηκε μέ τούς ὁπλαρχηγούς καί ἀντάλλαξαν εὐχές ὐπέρ τῆς ἐλευθερίας τῆς πατρίδος. «Φέτος κάνουμε Πάσχα στήν Κέρκυρα καί τοῦ χρόνου στήν πατρίδα σου τόν Μωριά» εἶπε στόν Κολοκοτρώνη. Καί ὅλοι μαζί συνέταξαν ἕνα συγκλονιστικό κείμενο σχετικό μέ τήν τραγική κατάσταση τῆς Ἑλλάδος τό ὁποῖο τό πῆρε μαζί του ὁ Καποδίστριας νά τό δείξει στόν Τσάρο μήπως καί τόν συγκινήσει καί τόν κάνει νά ἀσχοληθεῖ σοβαρά μέ τό θέμα τῶν Ἑλλήνων ).
(Ἐπίσης ἡ Φιλόμουσος Ἑταιρεῖα πού ἵδρυσε ὅταν ἦταν στήν Βιέννη ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Τσάρου ἐνῶ φαινομενικά εἶχε ὡς σκοπό τήν μόρφωση τῶν Ἑλληνοπαίδων, οὐσιαστικά ἦταν νά γνωρίσουν στήν Εὐρώπη τί συνέβαινε στήν Ἑλλάδα, νά συγκινηθοῦν καί νά θελήσουν στό μέλλον, ὅταν θά ἐρχόταν ἡ κατάλληλη στιγμή γιά τήν Ἐπανάσταση, νά βοηθήσουν καί αὐτοί τούς βασανισμένους Ἑλλήνες).
Ἐνῶ λοιπόν λαχταροῦσε καί ὁ ἴδιος τήν ἐλευθερία τῆς πατρίδας του, ἔχοντας τεράστια πιά διπλωματική πείρα, περίμενε τίς κατάλληλες συνθῆκες γιά τήν Ἐπανάσταση. Ἡ πρόταση λοιπόν νά ἀναλάβει τήν ἀρχηγία τῆς Φιλικῆς Ἐταιρείας τόν βρῆκε ἀντίθετο.
Εἶχε ὅμως πολύ σοβαρούς λόγους. Γνώριζε καλά ὅτι ὡς Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν τοῦ Τσάρου θά βοηθοῦσε ποιό οὐσιαστικά τήν Ἑπανάσταση. Πίστευε ὅτι θά κατάφερνε νά πείσει τόν Τσάρο νά βοηθήσει τόν λαό του κηρύσσοντας ἐπιτέλους τόν πόλεμο στήν Τουρκία. ( Τόσο πολύ τόν εἶχε ἐπηρεάσει ἐνημερώνοντάς τον γιά τά βάσανα τῶν ραγιάδων πού συνεχῶς τοῦ ἔλεγε ὁ Τσάρος «Τϊ κάνουν οἱ Ἕλληνές σας; Μοῦ συζητᾶτε καί ζητᾶτε πάντοτε γι’αὐτούς καί ποτέ γιά τόν ἑαυτό σας».
Ἄν λοιπόν ἀναλάμβανε τήν ἀρχηγία τῆς Φιλικῆς θά ἔπρεπε νά παραιτηθεῖ ἀπό τήν ὑψηλή του θέση καί ἔτσι δέν θά μποροῦσε νά ἐπηρεάσει τόν Τσάρο ὁ ὁποῖος θά στρεφόταν ἐναντίον του θεωρώντας «προδοσία» τήν ἐγκατάλειψη τῆς τόσο ὑψηλῆς καί τιμητικῆς του θέσης, καί θά τό ἐκμεταλεύονταν βέβαια καί οἱ πολιτικοί καί διπλωματικοί του ἀντίπαλοι. Καί ἔτσι θά στρεφόταν καί ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ της ἀγῶνα.
Ὁ Καποδίστριας πίστευε ὅτι μένοντας στήν θέση του, καί ἀν ἀκόμη δέν κατόρθωνε νά μεταβάλει τόν Τσάρο σέ οὐσιαστικό καί φανερό προστάτη τῆς ἑλληνικῆς Ἑπαναστάσεως, τουλάχιστον δέν θά γινόταν καί ἐχθρός της (πράγματι σωστά τό σκέφτηκε, βλ. συνέδριο Λάιμπαχ τό 20 καί τό 21 ὅπου ἐνῶ συνεδρίαζε ἡ Ἱερά Συμμαχία γιά νά ἀποφασίσουν πῶς θά καταστείλουν τίς καινούργιες ἐπαναστάσεις πού ξέσπασαν σέ δύο ἰταλικές πόλεις, τή Νεάπολη καί τό Πεδεμόντιο, καί τελικά τίς ἔπνιξαν στό αἷμα, ἔφτασε καί ἡ τραγική εἴδηση γιά τήν ἐπανάσταση στήν Μολδοβλαχία μέ τόν Ὑψηλάντη τό Φλεβάρη τοῦ 21 καί στήν συνέχεια στήν Ἑλλάδα τό Μάρτη.
Καί ἐνῶ ἤθελαν οἱ ἰσχυροί νά καταστείλουν καί αὐτήν τήν ἐπανάσταση (ἔγραφε ὁ περιβόητος Μέτερνιχ: « μέσα σέ ἕξι ἐβδομάδες τελειώσαμε δύο πολέμους καί καταπνίξαμε στό αἷμα τίς δύο ἐπαναστάσεις (τῆς Ἰταλίας). Ἐλπίζουμε ὅτι καί ἡ Τρίτη, αὐτή πού ξέσπασε στήν Ἀνατολή, στήν Ἑλλάδα, δέν θά ἔχει καλύτερη τύχη»), κατάφερε νά διαχωρίσει τίς δύο ἐπαναστάσεις παρουσιάζοντας τήν ἐπανάσταση στήν Μολδοβλαχία ὡς μεμονωμένο γεγονός πού τό ἀποκήρυξαν, ἀλλά ταυτόχρονα τούς ἔπεισε νά τηρήσουν αὐστηρή οὐδετερότητα ἀπέναντι στήν Ἑλληνική ἐπανάσταση πείθοντάς τους ὅτι αὐτή ἡ ἐπανάσταση εἶναι διαφορετική ἀπό τίς ἄλλες. Δέν εἶναι ἀντικαθεστωτική ἀλλά ἐθνικοαπελευθερωτική.
Ἕνας λαός πολιτισμένος, ὁ ἑλληνικός, ξεσηκώθηκε ἐνάντια σέ ἕναν ξένο καί ἀπάνθρωπο κατακτητή. Καί τούς τόνιζε ὅτι ἀπειλή γιά τήν εἰρήνη στήν Εὐρώπη δέν ἀποτελοῦν οἱ Ἕλληνες ἀλλά οἱ Τοῦρκοι. Καί οἱ Εὐρωπαῖοι εἶχαν χρέος νά βοηθήσουν αὐτόν τόν ταλαιπωρημένο καί περήφανο λαό. Ἡ ἐπιτυχία του ἦταν μοναδική. Στό τελικό κείμενο τῆς καταδίκης τῶν ἐπαναστατικῶν κινημάντων στήν Ἰταλία δέν ἀναφέρθηκε τίποτα γιά τήν ἐπανάσταση στήν Μολδοβλαχία οὔτε τήν Ἑλλάδα.
Δέν ἔμεινε ὅμως μόνο ἐκεῖ ὁ Καποδίστριας. Συνέχισε νά προσπαθεῖ νά πείσει τόν πανίσχυρο Τσάρο νά κηρύξει τόν πόλεμο στήν Τουρκία κάτι τό ὁποῖο φοβόταν νά κάνει ὁ Τσάρος. Σέ ἕνα ὑπόμνημα πού τοῦ ζήτησε ὁ Τσάρος νά τοῦ ἐκθέσει τήν κατάσταση γιά νά ἀρχίσουν διαπραγματεύσεις μέ τήν Τουρκία, τοῦ τόνιζε ὁ Καποδίστριας: « Τό νά ἐλπίζουμε ὅτι μέ τίς διαπραγματεύσεις θά ἀναγκάσουμε τούς Τούρκους νά συμπεριφερθοῦν πρός τούς Χριστιανούς κατά τρόπο ἀνθρώπινο καί λογικό, αὐτό σημαίνει ὅτι περιφρονοῦμε τήν πείρα αἰώνων καί ὅτι ἀγνοοῦμε τήν δική μας πείρα.Γι αὐτό μόνο μέ τήν δύναμη τῶν ὅπλων μποροῦμε, καί ἐφόσον ὑπάρχει ἀκόμη καιρός, νά εἰρηνεύσουμε τήν Ἀνατολή, χωρίς νά θέσουμε σέ κίνδυνο τήν Εὐρωπαική συμμαχία».
Παράλληλα τόν ἀνησυχοῦσε ἰδιαίτερα ἡ φαγωμάρα τῶν Ἑλλήνων πού δέν πρόλαβαν καλά καλά νά ξεσηκωθοῦν καί ἄρχισαν τούς ἐμφύλιους γιά τίς ἀρχηγίες. Γράφει πικραμένος στούς ὁπλαρχηγούς ἐκλιπαρῶντας τους γιά ἑνότητα ἐν ὄψει τῶν τεράστιων κινδύνων πού ἀπειλοῦσαν νά πνίξουν τήν Ἐπανάσταση «Τό πλῆθος τῶν ἀρχηγῶν γεννᾶ πλῆθος ἰδιοτελῶν συμφερόντων καί ἀπό ἐκεῖ προκύπτει ἡ διάσταση καί ἡ ἀσυμφωνία τῶν γνωμῶν καί ἡ ἐξασθένηση τῆς ἠθικῆς καί στρατιωτικῆς δυνάμεως. Τότε οἱ ἀτυχίες εἶναι ἀναπόφευκτες».
Καί ἀργότερα, πού συνεχίζοταν ἡ φαγωμάρα θά γράψει γεμάτος ἀγωνία καί πόνο « Οἱ διαμάχες καί ὁ ἐμφύλιος πόλεμος εἶναι πιό ἐπικίνδυνοι ἐχθροί καί ἀπό τούς ἐχθρούς γείτονες μας πού καιροφυλακτοῦν νά μᾶς ἐκδικηθοῦν… Ἀποτελοῦν μεγάλη συμφορά γιά τήν πατρίδα μας, ἀναμφιβόλως τήν πιό μεγάλη ἀπό ὅλες».
Παρόλα τά τεράστια προβλήματα ἐκεῖνος προσπαθοῦσε διαρκῶς νά ἀλλάξει τήν γνώμη τοῦ Τσάρου καί νά τόν πείσει γιά μία δυναμική ἐνέργεια ὑπέρ τῶν Ἑλλήνων.
Καί βέβαια πάλι δέν εἰσακούεται ὁπότε ἔφτασε μοιραία ἡ ὥρα τῆς παραίτησης του ἀπό Ὑπουργός τοῦ Τσάρου, ἀπόφαση δύσκολη ἀλλά ἀπολύτως σύμφωνη μέ τά πιστέυω του καί τήν συνείδηση του.
Γράφει στήν ἀγαπημένη του Ρωξάνδρα « Ἄν κάτι μέ στηρίζει καί δέν καταρρέω τοῦτο εἶναι ἡ συνείδησή μου». Καί πιό κάτω, ἀναλογιζόμενος τά φοβερά γεγονότα τῶν ἐπαναστάσεων στήν Ἰταλία καί τήν ἀπρόσμενη θετική τροπή γιά τήν ἑλληνική καταλήγει στό συμπέρασμα, πού φανερώνει ἀκριβῶς καί τήν μεγάλη του πίστη στόν Θεό, ὅτι «ἡ πορεία τῶν γεγονότων κατευθύνεται ἀπό διάνοια πού βρίσκεται πάνω ἀπό κάθε ἀνθρώπινη γνώση». Δηλ. μέ λίγα λόγια ὅτι ὅ,τι καί ἀν ἀποφασίζουν οἱ ἰσχυροί τῆς γῆς, τόν τελευταῖο λόγο στήν ἱστορία τοῦ κόσμου τόν ἔχει ὁ Θεός.
Τά ἴδια περίπου λόγια γράφει καί σέ ἕνα ὕστατο ὑπόμνημα του πρός τούς ἀγωνιζόμενους Ἕλληνες περί τά τέλη Ἰουνίου1822, λίγο πρίν ἀναχωρήσει ἀπό τήν Ἁγ Πετρούπολη. Ἀφοῦ τούς διεκτραγωδεῖ τίς θηριωδίες τῶν Τούρκων στίς Ἡγεμονίες, στήν Πόλη, στήν Μικρά Ἀσία καί στήν Χίο, τούς τονίζει ὅτι δέν πρέπει νά περιμένουν καμία βοήθεια ἀπό Ἁγγλία καί Αὐστρία καί πῶς ἀν ἐγκατέλειπαν τώρα τά ὅπλα, θά τούς ἐγκατέλειπαν οἱ πάντες στό ἔλεος τῶν Τούρκων. Τούς προτρέπει νά συνεχίσουν τόν ἀγῶνα ἀκόμη καί ἄν ἀπομείνουν μόνοι τους «Εἶναι συμφερότερο, εἶναι ἐνδοξότερο νά ἀποθάνωμεν μέ τά ἄρματα εἶς τάς χεῖρας, παρά νά ὑποπέσωμεν καί αὖθις ὑπό τό γιαταγάνι τῶν Τούρκων,ζωή μυριάκις φοβεροτέρα ἀπό τόν θάνατον».
Τούς γράφει ἀκόμη ὅτι ἀπό καιρό μελετοῦσε τό ζήτημα τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς Ἐλλάδος. Γιά τόν χρόνο καί τόν τρόπο ἔναρξης τῆς ἐπανάστασης διαφωνοῦσε: «Ἐπρόβλεπα τά ἐκ τῆς ἰδίας ἐπαναστάσεως κακά, καί ἐπρόκρινα νά προσμείνωμεν ἐξωτερικάς βοηθείας ἀλλά τέλος πάντων αἱ μεγάλαι θυσίαι ἔγιναν, καί χωρίς ὅπλα, χωρίς πολεμικάς ἕξεις, χωρίς ἐπιστήμονας στρατιωτικούς, χωρίς χρήματα, καί τό χειρότερο, γέμοντες ἀπό ἐλαττώματα πολλῶν αἰώνων δουλείας, ἠναγκάσθημεν νά ἀρχίσωμε τό μέγα καί γιγάντιο ἔργο τῆς ἐλευθερίας μας ἐπιχείρημα. Πέρυσι, σᾶς ὁμολογῶ, δέν ἤλπιζα μήτε ὅτι ἕνα μήνα θά ἐβαστούσατε, ἄλλ’ἤδη ἐμπήκαμε εἰς τό δεύτερο ἔτος τῆς ἀνεξαρτησίας μας».
Καί στήν συνέχεια τούς ἀναλύει τά μέτρα πού ἔπρεπε νά λάβουν γιά νά πετύχει ὁ ἀγῶνας τους. Τούς μιλᾶ γιά τήν ἀνάγκη ὀργάνωσης τακτικοῦ καί πειθαρχιμένου στρατοῦ, τήν ὀργάνωση καί ἐξοπλισμό τοῦ στόλου, γιά παροχή βοήθειας στούς Σουλιῶτες πού εἶχαν νά ἀντιμετωπίσουν τούς Ἀλβανούς καί τόν Ἀλῆ Πασα καί νά τούς ἐμποδίσουν νά κατέβουν πρός τό κάτω, νά ἀλλάξουν τακτική ἀπέναντι στούς Ἀλβανούς καί νά τούς πάρουν μέ τό μέρος τους. Νά διώξουν μέ κάθε τρόπο τούς Τούρκους ἀπό Πελοπόννησο, Κρήτη, Εὕβοια, Θερμοπύλες ἀλλά παράλληλα νά φερθοῦν μέ ἀνωτερότητα στούς Τούρκους γιά νά γλυτώσουν τά ἀντίποινα στίς αἰχμάλωτες ἀκόμη περιοχές καί νά γλυτώσουν τήν κατακραυγή ἀπό τήν Εὐρώπη πού θά τούς χαρακτήριζε «βδελυρούς φονιάδες».
Στήν συνέχεια δίνει ὁδηγίες γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ πολέμου. Τούς συμβουλεύει νά περιορίσουν τίς δαπάνες τους στό ἐλάχιστο καί τά ὑπόλοιπα χρήματα νά τά διαθέσουν γιά τούς τραυματίες, τίς χῆρες καί τά ὀρφανά τοῦ πολέμου. «Τώρα δέν εἶναι καιρός πλούτου καί καλοπαθείας. Εἶναι καιρός στενοχωριῶν καί κακοπαθείας. Ὅταν ὅμως ὁ Θεός εὐλογήσει τούς ἀγῶνες σας, τότε μπορεῖτε νά καλοζήσετε καί νά πλουτίσετε καί νά εἶσθε οἱ πλέον ἔντιμοι καί δοξασμένοι ἄνθρωποι».
Ἡ κατάσταση ἦταν δραματική. Τά δύο τρίτα τῆς ἑλληνικῆς γῆς καί μάλιστα τῆς πιό εὔφορης τά εἶχε ἁρπάξει ὁ Σουλτάνος καί οἱ Ὀθωμανοί ἀξιωματοῦχοι του. Ὅταν θά λευτερώνονταν θά τά ἔπαιρναν οἱ ἀγωνιστές καί τά ὑπόλοιπα θά ἔμεναν στό Δημόσιο ταμεῖο γιά τά ἔξοδα γιά «τάς μελλούσας χρείας τῆς Ἑλλάδος»..
Οἱ Ἕλληνες ὁμογενεῖς θά μποροῦσαν ἐπίσης νά δανείσουν τά χρήματα τους στό ἔθνος καί νά τούς δοθοῦν δημόσια κτήματα.
Ἐπίσης πρότεινε τήν ἐκποίηση τῶν ἱερῶν σκευῶν γιά νά κοποῦν νομίσματα. «Κανένας ἀνδρεῖος δέν πρέπει νά στολίζεται μέ ἄρματα ἀργυρᾶ ἤ χρυσά.Ἡ καλύτερή του στολή πρέπει νά εἶναι τό κοφτερό σπαθί του καί ἡ ἀνδρεία». Προέτρεπε ὅλο τόν λαό καί τούς προκρίτους νά δανείσουν ἀφειδῶς τό ἔθνος γιατί ἄν δέν ἔφτιαχναν ὅπλα καί ἐπικρατοῦσαν πάλι οἱ Τοῦρκοι δέν θά τούς ἄφηναν ἔτσι καί ἀλλιῶς οὔτε ἕνα γρόσι.
Τέλος τούς ἐκφράζει τήν ἀγωνία του γιά τήν ἐγκατάλειψη ἀπό τίς Μεγάλες Δυνάμεις πού μόνο τά συμφέροντά τους κοίταζαν καί τούς προτρέπει νά πάψουν νά περιμένουν σάν λύτρωση τόν ρωσοτουρκικό πόλεμο, ὅπως περίμεναν οἱ Ἑβραῖοι τόν Μεσσία!
Τούς ἐνθαρρύνει στόν μοναχικό τους ἀγῶνα τονίζοντας τους ὅτι ἐνῶ μέχρι τότε οἱ ξένοι πίστευαν ὅτι ὄχι μόνο δέν μποροῦσαν οἱ Ἕλληνες νά λευτερωθοῦν ἀλλά οὔτε κἄν νά συλλάβουν τήν ἰδέα τῆς ἐλευθερίας, ἀπέδειξαν πόσο γεναῖοι εἶναι «χωρίς ὅπλα, χωρίς ἀρχηγούς, χωρίς προετοιμασίαν, χωρίς χρήματα, καί καταρεχόμενοι ἀπό μύρια ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά ἐμπόδια, κατορθώσατε νά κυριεύσετε σχεδόν ὅλη τήν Ἑλλάδα, νά ἐκπολιορκήσετε διάφορα φρούρια, νά ἀπαντήσετε μέ βάρκες στόν τρομερό στόλο τῆς Τουρκίας καί τῆς βορείου Ἀφρικῆς, καί τό πάντων δυσκολότερο, μπορέσατε νά συστήσετε ὑπερτάτη ἐθνική διοίκηση ( ἐννοεῖ τήν Πρώτη Ἐθνοσυνέλευση στήν Ἐπίδαυρο ἀρχές τοῦ 22, καί τήν ψήφιση τοῦ Συντάγματος τῆς Ἐπιδαύρου), τῆς ὁποίας καί τό προσωρινό πολίτευμα καί οἱ ἄλλες πράξεις ἐχαροποίησαν τούς φίλους μας καί ἔδειξαν σέ ὅλο τόν κόσμο ὅτι μετά δύο χιλιάδες χρόνια ἡ Ἑλλάς ἀνίσταται καί οἱ Ἕλληνες εἶναι ἀντάξιοι τῶν ἀειμνήστων προγόνων των».
Ἔτσι ἀν συνεχίσουν καί πειθαρχῶντας σέ «φρόνιμη διοίκηση, μέ ὁμόνοια, πειθαρχία, δικαιοσύνη» καί μέ τήν ὀργάνωση τοῦ στρατοῦ κατά τά εὐρωπαικά πρότυπα, ἔπρεπε νά εἶναι βέβαιοι ὅτι «θέλουν ἐποικοδομήσει εἰς βάσεις ἀκραδάντους τήν ἐλευθερία καί τήν ἀνεξαρτησία τοῦ Ἔθνους» καί ὅτι θά γίνουν πάλι ξακουστοί σέ ὅλο τόν κόσμο.
Φεύγει λοιπόν ἀπό τήν Ρωσία ἀφήνοντας τά πάντα σέ σχέση μέ τήν προσωπική του πορεία καί τήν ἐξέλιξη τῆς ἐπαναστάσεως στήν Θεία Πρόνοια Γράφει πάλι στήν Ρωξάνδρα « Δέν φροντίζω καθόλου γιά τό μέλλον μου. Τό παρόν εἶναι μόνο στήν δικαιοδοσία μας. Ἐγώ δέ τά μόνα πού βλέπω γιά τό παρόν εἶναι τά καθήκοντα καί οἱ ὑποχρεώσεις πού πρέπει νά ἐκπληρώσω. Ὅσες δέ φορές μπορῶ νά τά ἐκπληρώνω, εὐλογῶ τόν Θεό ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Ὅλα τά ἄλλα πού μέ περιμένουν δέν ἀνήκουν στήν ἐξουσία μου. Καί ἡ πραγματοποίηση τους, πού τήν εὔχομαι, ἀνήκει στήν Θεία Πρόνοια».
Πρῶτος σταθμός μετά τήν παραίτηση ἡ ἀγαπημένη του Ἐλβετία. Παρέμεινε στήν Γενεύη ἐκεῖ γιά πέντε χρόνια, ἀπό τό 1822 ἔως τό 1827, ξεσηκώνοντας τεράστιο φιλελληνικό κίνημα σέ ὅλη τήν Εὐρώπη.
Ἡ πίκρα του καί ἡ ἀγωνία του τόν ἔφεραν στά πρόθυρα τοῦ θανάτου μέ πολύ βαρειά πνευμονία. Ἐγκαταστάθηκε σέ ἕνα μικρό φτωχικό διαμέρισμα ἐργαζόμενος σκληρά ὅλη τήν ἡμέρα ὡς ἀργά τήν νύχτα χωρίς ἀνάπαυλα ,γιά νά ὀργανώσει τήν κίνηση τῶν φίλων καί τῶν προστατῶν ὅλων τῶν ἡρωικῶν παιδιῶν τῆς Ἑλλάδος», ἐννοεῖ τά προσφυγόπουλα.
Εἶναι χαρακτηριστικό τοῦ ἤθους του ἀλλά καί τῆς βαθειᾶς ἀγωνίας μέ τήν ὁποία ζοῦσε αὐτά τά χρόνια στήν Ἐλβετία ὁ ἀκόλουθος διάλογος μέ μιά πλούσια Βαρώνη πού τόν ἐκτιμοῦσε ἀφάνταστα.
Ὅταν ἀντίκρυσε τό τόσο φτωχό σπιτάκι του ἔβαλε τά κλάματα καί δέν μποροῦσε νά ἐξηγήσει γιατί ζοῦσε ἔτσι φτωχικά ( Ὁ μισθός του, γιατί ὁ Τσάρος δέν θέλησε νά τόν παύσει ἀπό τήν θέση του πιστεύοντας ὅτι θά ξαναγυρίσει, ἦταν τεράστιος, 32000 χρυσά φράγκα. Καί ξόδευε ὄχι πάνω ἀπό 180 φράγκα τόν μήνα).
Καί τότε τῆς ἀπάντησε: « Ἁπλῶς εἶμαι συνεπής πρός τόν ἑαυτό μου. Ὅταν ὅλα τά διαβήματα καί οἱ ἐνέργειές μου, ὅλες οἱ γραπτές μου ἐκκλήσεις ζητοῦν ἀπό τίς γενναιόδωρες ψυχές ψωμί καί ἐνδύματα γιά τούς συμπατριῶτες μου, ὅταν, ἀφοῦ χτύπησα τίς πόρτες τῶν παλατιῶν τῶν πλουσίων, χτύπησα μετά καί τίς πόρτες τῶν καλυβιῶν τῶν πτωχῶν, γιά νά συλλέξω τόν ὀβολό τοῦ πτωχοῦ, πρέπει νά μπορῶ νά τούς λέω μέ παρρησία: ἔδωσα τά πάντα,πρίν ζητήσω καί τήν δική σας βοήθεια γιά τούς ἀδελφούς μου».
Καί πράγματι ἔδωσε τά πάντα καί προπαντῶς τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του.
Τά χρόνια πού ἔζησε στήν Γενεύη πάλεψε νά βοηθήσει μέ ὅποιο τρόπο μποροῦσε νά μήν σβήσει ἡ ἐπανάσταση πού κινδύνευε καί ἀπό τούς Τούρκους πού εἶχαν ἀρχίσει νά ἀνακαταλαμβάνουν περιοχές στήν Πελοπόννησο ἀλλά καί ἀπό τήν φαγωμάρα τῶν Ἑλλήνων.
Χάρι στίς ἀκούραστες προσπάθειες του φιλελληνικά κινήματα καί ἐπιτροπές ἱδρύθηκαν στήν Βέρνη, Ζυρίχη, Λωζάνη, Γενεύη. Παντοῦ γίνονταν ἔρανοι καί συστήθηκαν Ἑταιρεῖες γιά ἀγορές πολεμικοῦ ὑλικοῦ.
Ὁ ἀγαπημένος του φίλος Ευνάρδος, χάρη στόν Καποδίστρια βοήθησε ἀφάνταστα ἐπί μισό αἰῶνα τήν Ἑλλάδα οἰκονομικά καί ἐθνικά μιλῶντας στά Εὐρωπαικά Κοινοβούλια προσπαθῶντας νά τούς εὐαισθητοποιήσει. Ἔγινε ὁ μεγαλύτερος φίλος, χρηματοδότης, προστάτης καί εὐεργέτης τῶν Ἑλλήνων ἀκόμη καί μετά τήν στυγνή δολοφονία τοῦ φίλου του. Ὁ ἴδιος μάλιστα θά τολμήσει νά παρατήσει τίς ἐπιχειρήσεις του προκειμένου νά πάει στήν Ἰταλία νά ἐπιβλέπει ὁ ἴδιος τήν φόρτωση τῶν πλοίων μέ τρόφιμα καί πολεμοφόδια γιά τήν Ἑλλάδα.
Ἐπίσης ὁ Καποδίστριας κινητοποίησε καί τίς πλούσιες Ἑλληνικές Κοινότητες πού βρίσκονταν στήν Εὐρώπη καί Ρωσία. Κατάφερε ἔτσι νά κινητοποιήσει ὅλη τήν Εὐρώπη.
Καί ὅλα αὐτά τά ἔκανε μυστικά καί ἀθόρυβα ἀπό ἕνα μικρό καί ταπεινό διαμέρισμα στήν Γενέυη.Σέ ὅλη του τήν μετά πορεία κράτησε μέ συνέπεια αὐτές σταθερές ἀρχές του.
Καρπός τῆς μεγάλης του ἀγωνίας καί τῶν ποικίλων ἀγώνων του ἦταν νά κουβαλήσει ἀπό τήν Ρωσία στήν Γενεύη καί κατόπιν στήν ματωμένη Ἑλλάδα ποικίλες ἀρρώστιες. Δερματικά ἐξανθήματα, φοβερή δυσκοιλιότητα, αἰμορροίδες, ἡμικρανίες, ὅλα ψυχοσωματικά ἀποτελέσματα τῆς φοβερῆς πίεσης πού ζοῦσε προκειμένου νά προλάβει ὅ,τι μποροῦσε. (ἔγραφε στήν ἀγαπημένη του Ρωξάνδρα ἀπό τήν Γενεύη πού ἀνησυχοῦσε γιά τήν ὑγεία του: «ἐγώ ἀρρωσταίνω ὅταν δέν προχωροῦν τά θέματα τῆς πατρίδας μας, ὅταν συναντῶ τήν ἐχθρότητα καί τό μίσος ἀπέναντι στούς Ἕλληνες ἤ τήν ψυχρή ἀδιαφορία ἀπό ἐκείνους πού δέν τό περίμενες ποτέ»).
Ἡ τροφή του ἦταν, ὅπως διαπίστωσε μέ ἔκπληξη ὁ Μακρυγιάννης, μία κότα κάθε τέσσερις μέρες. Καί ὅταν ὁ γιατρός βλέποντας πόσο εἶχε ἀδυνατήσει τοῦ πρότεινε νά βελτιώσει τήν τροφή του γιατί κινδύνευε ἄμεσα ἡ ὑγεία του πῆρε τήν ἑξῆς ἀπάντηση: «Τότε μόνο θά βελτιώσω τήν τροφή μου, ὅταν θά εἶμαι βέβαιος ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνα Ἐλληνόπουλο πού νά πεινάει».
Ἀκόμη καί τά ἔπιπλά του πού ἔφερε ἀπό τό ἐξωτερικό ἀρνήθηκε νά τά ἀνοίξει ὅταν εἶδε τήν ἐξαθλίωση τῶν Ἐλλήνων. Τά μόνα ἔπιπλα πού ἔβαλε ὡς Κυβερνήτης ἦταν ἔνα σιδερένιο κρεββάτι καί ἕνα ξύλινο τραπέζι. (Ἕνας Γερμανός ἱστορικός παρόλο πού ἦταν ἐνάντια στόν Καποδίστρια δέν μποροῦσε παρά νά παραδεχτεῖ «Τό μόνο στολίδι τοῦ κυβερνητικοῦ «μεγάρου» εἶναι ὁ λαμπρός ἥλιος τῆς Ἑλλάδος καί ἡ λατρεία τῶν Ἑλλήνων μέ τήν ὁποία δικαίως τόν περιβάλλουν».).
Καί βέβαια παρόλο πού δύο φορές ἠ Βουλή τῶν Ἑλλήνων καί ἡ Γερουσία ἐνἐκριναν καί ψήφισαν μισθό ἀνάλογα μέ τό ἀξίωμά του, ἀρνήθηκε . Παραμένουν συγκλονιστικά τά λόγια του στήν Δ ἘΘνοσυνέλευση στό Ἄργος τό 1829: «Εἶμαι εὐτυχής , γιατί μπόρεσα νά προσφέρω γιά τήν ἐθνική ἀνεξαρτησία καί ἐλευθερία, γι’αὐτό τό τόσο θεάρεστο ἔργο ὅ,τι περιουσία μοῦ ἀπέμεινε στό θυσιαστήριο τῆς πατρίδας… Γιά τόν λόγο αὐτό ἀρνοῦμαι νά ἀγγίξω ἔστω καί ὀβολό ἀπό τά δημόσια χρήματα γιά δική μου χρήση. Ἀποστρέφομαι νά προμηθεύσω στόν ἑαυτό μου τίς ἀναπαύσεις τοῦ βίου, οἱ ὁποῖες προυποθέτουν τήν εὐπορία, τήν στιγμή πού βρισκόμαστε ἀνάμεσα σέ ἐρείπια, περικυκλωμένοι ἀπό πλῆθος ἀνθρώπων βυθισμένων στήν ἔσχατη ἀμηχανία…. Ἐλπίζω ὅτι ὅσοι ἀπό ἐσᾶς συμμετάσχουν στήν κυβέρνηση μποροῦν νά καταλάβουν ὅπως καί ἐγώ ὅτι, ὅπως εἶναι ἡ κατάσταση τώρα, δέν εἶναι δυνατό νά λαμβάνουν μισθούς ἀνάλογα μέ τό βαθμό τοῦ ὑψηλοῦ ὑπουργήματός τους καί μέ τήν δουλειά πού θά προσφέρουν, ἀλλά ὅτι οἱ μισθοί αὐτοί πρέπει νά εἶναι ἀνάλογοι μέ τά χρηματικά μέσα τά ὁποῖα ἔχει ἡ κυβέρνηση στήν ἐξουσία της».
Καί μάλιστα ὄχι ἁπλά δέν πῆρε οὔτε ἕναν ὀβολό ἀλλά ὑποθήκευσε καί ὁλόκληρη τήν τεράστια ἀκίνητη περιουσία τοῦ πατέρα του στήν Κέρκυρα προκειμένου νά φέρει τρόφιμα ἀπό τήν Ἰταλία στό Ναύπλιο γιά νά τούς σώσει ἀπό τήν φοβερή πείνα, καί κυρίως τά παιδιά.
Ὁ Καποδιστριας ἤξερε ὡς Διπλωμάτης ἔμπειρος ὅτι τήν τύχη μιᾶς χώρας δέν τήν καθορίζουν μόνο οἱ μάχες ἀλλά καί ἠ διπλωματία. Γι αὐτό προσπαθοῦσε μέ περιοδεῖες, μέ ἔγγραφα, ὑπομνήματα νά βοηθήσει ὥστε ἐνῶ ἀκόμη σέ πολλά μέρη συνεχίζονταν οἱ μάχες, νά ἐξασφαλίσει ὅσο τό δυνατό μεγαλύτερα σύνορα γιά τήν Ἑλλάδα.
Καί εἶχε νά παλέψει μέ μεγάλα θηρία.
Ὅταν βρισκόταν ἀκόμη στήν Γενεύη τόν ἐπισκέφτηκε ξαφνικά ὀ Ἄγγλος πρέσβης τῆς Κων/πολης Στάτφορντ Κάννιγκ, πρῶτος ξάδελφος τοῦ περιβόητους Γεωργίου Κάννιγκ, ὑπουργοῦ ἐξωτερικῶν τῆς Ἀγγλίας. Σκοπός τῆς ἐπισκέψεώς του ἦταν νά βολιδοσκοπήσει ἄν θά δεχόταν ὁ Καποδίστριας νά μπεῖ καί ἡ Ἑλλάδα κάτω ἀπό τήν «προστασία» τῆς Ἀγγλίας, ὅπως καί τά Ἐπτάνησα. Σ αὐτό δέν εἶχε ἀντίρρηση οὔτε ἡ Αὐστρία οὔτε ἡ Ρωσία.
Καί βέβαια ὁ Καποδίστριας ἀντέδρασε ἔντονα τονίζοντας του ὅτι ἡ Ἑλλάδα μέ τούς ἀγῶνες της εἶχε κάθε δικαίωμα νά διεκδικεῖ πλήρη ἐλευθερία καί ὄχι νά γίνει ἀγλλική «ἀποικία», σάν τά Ἑπτάνησα. Εἶναι φοβερός ὁ διάλογος μεταξύ τους ὅταν ὀ Κάννιγκ τοῦ εἶπε ἀπροκάλυπτα «Νόμιζα ὅτι μιλῶ σέ συμπατριώτη μου!». Καί ὁ Καποδίστριας τοῦ ἀπάντησε εἰρωνικά «Ἔχετε καί ἄλλους συμπατριῶτες ἐκτός ἀπό ὅσους γεννήθηκαν στήν Ἀγγλία; Ἐγώ τουλάχιστον δέν γνωρίζω κανένα!».
Καί ὄταν μετά ἀπό λίγο,(Μαίο 1826) πῆγε στό Παρίσι τόν ἐπισκέφτηκε ὁ Γάλλος αὐτή τήν φορά Ὑπουργός τῶν Ἐξωτερικῶν μέ σκοπό βέβαια νά συζητήσουν τό Ἐλληνικό ζήτημα. Ὅμως γνώριζε πολύ καλά ὁ Καποδίστριας ὅτι οἰ Μεγάλες Δυνάμεις ἐνδιαφέρονταν μόνο γιά τά συμφέροντά τους καί ὄχι γιά τήν τύχη τῶν μικρῶν λαῶν καί ὅτι προκειμένου νά διαφυλάξουν τήν εἰρήνη μέ τήν συμμαχία πού τίς συνέδεε (Ἱερά Συμμαχία) ἤθελαν νά λύσουν τόν ἑλληνικό πρόβλημα μέ διαπραγματεύσεις πού δέν εἶχαν ὡς σκοπό τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος ἀλλά τήν διατήρηση τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, χωρίς φυσικά νά ἐνδιαφέρονται γιά τίς βάρβαρες πράξεις της.
Ὁ Καποδίστριας πάλευε μονάχος του νά τούς πείσει ὅτι δέν εἶχαν νόημα οἱ διαπραγματεύσεις ἀλλά ἔπρεπε νά ἀσκήσουν πίεση καί νά τήν ἀπειλήσουν μέ πόλεμο προκειμένου νά πετύχουν παραχωρήσεις πρός τήν Ἑλλάδα.
Ζητοῦσε τήν πλήρη ἀπελευθέρωση καί ἀνεξαρτησία τῆς Ἑλλάδος ἀλλά ἔβλεπε ὅτι οἱ κυβερνῆτες τῶν μεγάλων δυνάμεων εἶχαν πάθει «φιλοτουρκική παράκρουση».
Παρά τίς τεράστιες δυσκολίες συνέχισε νά συναντιέται μέ πνευματικούς ἀνθρώπους καί νά τούς ἐμπνέει φιλελληνικά αἰσθήματα καθώς καί μέ πλούσιους ἀριστοκράτες.Ἦταν τέτοια ἡ ἐπιρροή του πού μέσα ἀπό μιά ὁλονύχτια σχεδόν σύναξη στόν πύργο ἑνός Δούκα ὅπου εἶχε μαζευτεῖ ὅλη ἡ ἀφρόκρεμα τοῦ Παρισιοῦ πάρθηκαν γενναῖες ἀποφάσεις ἀπό Γάλλους φιλέλληνες καί ὅπως γράφει ἕνας ἐξ αὐτῶν «ἐκείνη τήν νύχτα, μέσα στό σαλόνι τοῦ Δούκα, μέ ἐμπνευστή τόν Καποδίστρια, συνελήφθη, ὀργανώθηκε καί ἐκτελέστηκε ἡ ἐκστρατεία τῆς Πελοποννήσου ( ἀναφέρεται στήν ἀποστολή 15000 στρατοῦ, ὅταν ὁ Καποδίστριας ἔφτασε στήν Ἑλλάδα πού κυνήγησαν τόν Ἰμπραήμ καθώς καί στήν ἀποστολή ἐπιστημονικῆς ἐπιτροπῆς γιά νά βοηθήσουν στήν ἀνασυγκρότηση σέ ὅλους τούς τομεῖς).
Μετά τήν Γαλλία ἐπέστρεψε στήν Γενεύη περιμένοντας τήν στιγμή πού θά ξαναπήγαινε στήν Πετρούπολη γιά νά ὑποβάλει ὁριστικά πιά τήν παραίτηση του ἀπό Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας.
Ἔχοντας ἤδη λάβει τήν πρώτη ἐπιστολή πού τόν καλοῦν ἀπεγνωσμένα οἱ Ἕλληνες νά ἀναλάβει τήν ἀρχηγία τῆς Ἐλλάδος ἔπρεπε νά ἀποβάλλει τόν ρωσικό μανδύα γιά νά μήν θεωρηθεῖ ὅτι ἐξυπηρετεῖ συμφέροντα τῶν Ρώσων. Παράλληλα προσπάθησε σέ μία συγκλονιστική του ἐπιστολή πρός τήν προσωρινή Διοίκηση πού τόν καλοῦσε, νά μονιάσει τούς στρατιωτικούς καί τούς πολιτικούς γιά χάρη τῆς ἐλευθερίας τῆς πατρίδος.
Προσπαθοῦσε νά πετύχει μία Ἑλλάδα ἀνεξάρτητη ἀλλά γνώριζε πολύ καλά ὅτι ἡ Ἑλλάδα δέν θά μποροῦσε ποτέ νά ὀργανωθεῖ ἀν δέν εἶχε τήν θετική συμπαράσταση καί κυρίως τήν οἰκονομική, τῶν Μεγάλων Δυνάμεων.
Γνώριζε ὅμως καί πολύ καλά ὅτι δέν ἤθελαν γιά τήν Ἑλλάδα ἰσχυρό καί ἱκανό κυβερνήτη ἄξιο νά δημιουργήσει ἕνα ἐντελῶς ἀνεξάρτητο κράτος. Ἤξεραν ὅτι δέν θά γινόταν ποτέ ὀργανό τους γι αὐτό καί τόν πολέμησαν μέ κάθε μέσο ὡς τό τέλος.
Σέ ἕνα φιλέλληνα φίλο του ἔγραφε μεταξύ ἄλλων μιά φράση πού περικλύει ὅλη τήν ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους καί ὅλη τήν προσωπική του πικρία «Τόν ἑλληνικό λαό καμιά εὐσπλαχνική καί ψυχόπονη ἐπιρροή δέν τόν κατευθύνει ὅταν εὐτυχεῖ καί κανένα χέρι ἀληθινά φιλικό καί εὐμενές δέν τόν συμπαραστέκει ὅταν δυστυχεῖ».
Ἑπόμενο βῆμα τοῦ Καποδίστρια ἦταν νά ἐπιστρέψει στήν Ρωσία γιά νά ὑποβάλει πία τήν παραίτηση του. Ὁ τσάρος ἔβαλε τήν μητέρα του νά προσπαθήσει νά τόν πείσει νά μήν ἀποδεχτεῖ τήν ἐκλογή του ὡς Κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδος καί νά ἐπιστρέψει στήν θέση του ὡς Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας. Ἐκείνη τοῦ εἶπε μέσα σέ πολλά ἄλλα «στήν Ἑλλάδα, ὅπως ἔχει τώρα ἡ κατάσταση, καί μέ τόν ἄψογο καί ἔντιμο χαρακτῆρα σας,θά διακινδυνεύσετε τήν ζωή σας».
Καί ὁ Καποδίστριας ἀφοῦ τήν εὐχαρίστησε γιά τήν ἀληθινή ἀγάπη της τῆς ἀπάντησε: «Ἐάν ἤσασταν στήν θέση μου, καί ἡ Πατρίδα σᾶς ὕψωνε τό χέρι της καί σᾶς ζητοῦσε ἀπεγνωσμένα βοήθεια καί σεῖς δέν ἁπλώνατε τό δικό σας χέρι γιά νά τή βοηθήσετε, πῶς θά μέ κρίνατε;… Ἐάν δέν δεχτῶ καί ἡ Ἑλλάς γονατίσει ἀπό τίς ἐγκατάλειψη καί τίς τουρκικές βιαιότητες, τί θά ποῦν, δικαίως γιά μένα;… Νά ἕνας ἄνθρωπος πού θά μποροῦσε νά τήν βοηθήσει νά σωθεῖ, καί ὅμως προτίμησε μία λαμπρή θέση στήν Ρωσία ἀπό τήν σωτηρία τῆς πατρίδος του καί τήν ἄφησε νά χαθεῖ».
Καί κατόπιν στόν Τσάρο εἶπε: «Ἡ ἀπόφασή μου εἶναι ὁριστική καί ἀμετάκλητη. Ἐπάνω ἀπό ὅλες τίς δελεαστικές προτάσεις καί λαμπρές θέσεις, εἶμαι Ἕλληνας καί ἀνήκω στήν πατρίδα μου. Δέν ἔχω ψευδαισθήσεις μέ τό νά πιστεύω ὅτι ἐγώ μονάχος μπορῶ νά τήν σώσω ἀπό τήν τραγική θέση στήν ὁποία τήν κατήντησε ἡ τουρκική μακραίωνη δουλεία καί ὁ ἑπτάχρονος πόλεμος. Ὅταν βλέπω ὅμως σέ ποιῶν ἀνθρώπων τά χέρια βρίσκεται τώρα ἡ τύχη της,δέν μπορῶ νά ἀποκρύψω ὅτι ἴσως διαθέτω περισσότερες δυνατότητες καί ἐχέγγυα ἀπό αὐτούς γιά τήν σωτηρία της».
Ὅταν πιά ἔφυγε ἀπό τήν Πετρούπολη ἔχοντας ἐπίσημα τήν παραίτηση του ἀπό τόν διαδόχο τοῦ Ἀλεξάνδρου Νικόλαο πῆγε στό Λονδίνο καί στό Παρίσι προσπαθῶντας νά πετύχει οἰκονομική βοήθεια.
Ἀλλά στό μέν Λονδίνο (μόλις εἶχε πεθάνει ὁ φιλέλληνας πρωθυπουργός Κάννιγκ) συνάντησε πολύ ἀρνητική συμπεριφορά (ἀρνήθηκαν τήν οἰκονομική βοήθεια μέ τήν ἐλπίδα νά σαμποτάρουν τόν Καποδίστρια ἀπό τήν ἀνάγκη νά ἐπιβάλει τήν τάξη καί τήν πειθαρχία καί τόν σεβασμό στούς νόμους σέ ἕνα κράτος ἀκόμη ἄναρχο, ἀδιαμόρφωτο, γεμάτο ἐμφυλίους ἀνάμεσα σέ στρατιωτικούς, πολιτικούς, ὁπλαρχηγούς, Φαναριῶτες, κοτζαμπάσηδες. Ἀρνήθηκαν ἀκόμη καί νά μποῦν ὡς ἐγγυητές γιά δάνειο πού θά ἔδιναν ἰσχυροί Τραπεζίτες, φίλοι τοῦ Καποδίστρια καί τῆς Ἑλλάδος, δάνειο ὕψους ἑνός ἑκατομμυρίου ἀγγλικῶν λιρῶν καί τόκο 5% μέ μόνη προυπόθεση τήν ἐγγύηση καί τῶν τριῶν Δυνάμεων).
Ὅταν ἔφτασε στό Λονδίνο εἶχε ἤδη ὑπογραφεῖ ἡ περιβόητη Συνθήκη τοῦ Λονδίνου στίς 6 Ἰουλίου 1827 στήν ὁποία ἔβαζαν τήν Ἀγγλία, Γαλλία καί Ρωσία ὁρίζονταν ὡς ἐγγυήτριες δυνάμεις καί ὅτι ἡ Ἑλλάδα θά βρισκόταν κάτω ἀπό τήν κηδεμονία τους. Τό νέο κράτος μέ ἀκαθόριστα ἀκόμη σύνορα θά ἦταν αὐτόνομο ὑπό τήν κυριαρχία τοῦ σουλτάνου. Οἰ σύμμαχες δυνάμεις θά εἶχαν τήν ἀρμοδιότητα διαπραγματεύσεων τῶν συνόρων τῆς Ἑλλάδος καί μέ τά δύο μέρη.
Καί ὑπῆρχε ὁ ὅρος ἄν ἡ Τουρκία δέν ἀποδεχόταν τήν μεσολάβηση τῶν τριῶν δυνάμεων μέσα σέ ἕνα μῆνα γιά τήν σύναψη ἀνακωχῆς, τότε θά ἐπενέβαιναν στρατιωτικά. Καί βέβαια οἱ Τοῦρκοι στηριζόμενοι στόν Ἰμπραήμ πού ρήμαζε τήν Πελοποννησο καί τόν Κιουταχή στήν Στερά ἀντέδρασαν βίαια μέ ἀποτέλεσμα τήν ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου.
Ὁ τριπλός στόλος αγγλογαλλικορωσικός πού βρισκόταν στόν κόλπο τοῦ Ναυαρίνου γιά τήν ἐφαρμογή τῆς συνθήκης τοῦ Λονδίνου, βλέποντας τήν ἀρνητική στάση τοῦ Ἰμπραήμ καί μέ ἀφορμή τήν δολοφονία ἐν ψυχρῶ τοῦ ἀπεσταλμένου τοῦ ἄγγλου ναυάρχου Κόρδιγκτον πού τοῦ διεμήνυε νά φύγει, ἄνοιξαν πῦρ ἐναντίον τοῦ τουρκοαιγυπτιακοῦ στόλου ὁπότε ἔγινε ἠ ναυμαχία στίς 20 Ὀκτωβρίου 1827 καί μέσα σέ τρεῖς ὦρες τούς κατατορπίλισαν καί ἔδιωξαν τόν Ἰμπραήμ.
Μετά ἀπό τήν ἐπιτυχημένη ἔκβαση τῆς ναυμαχίας ἀποκτήσαμε τήν ἀνεξαρτησία μας μέ τήν ὑπογραφή τοῦ περιβόητου Πρωτόκολλου τοῦ Λονδίνου (3 Φεβρουαρίου 1830) ὅπου ἐκεῖ ἀναγνωρίστηκε ἡ Ἑλλάδα ὡς κυρίαρχο καί ἀνεξάρτητο κράτος μέ πρῶτα σύνορα μέχρι τόν Σπερχειό κ Ἀχελῶο ποταμό.
Ὁ Καποδίστριας διαφωνοῦσε μέ τούς ὅρους τῆς Συνθήκης τοῦ Λονδίνου ἀλλά ἦταν τόσο τραγική ἡ κατάσταση ἀπό τόν συνεχιζόμενο πόλεμο μέ τόν Ἰμπραήμ νά κατακαίει τά πάντα στήν Πελ/νησο καί τούς Ἕλληνες νά σπαράσονται ἀπό ἐμφυλίους πολέμους, σέ συνδιασμό μέ τήν φοβερή πείνα καί δυστυχία πού κυριολεκτικά ἡ ἐπανάσταση ψυχορραγοῦσε, καί ἔτσι παρόλες τίς διαφωνίες του σχετικά μέ τήν «προστασία» πού ἐπαγγέλονταν οἱ Μεγάλες Δυνάμεις ἤξερε ὅτι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τῆς ἐπανάστασης ἦταν ἡ ἀπομόνωση στήν ὁποία ἀπό τήν ἀρχή τήν εἶχαν καταδικάσει τά λεγόμενα χριστιανικά κράτη. Σάν πρώτη λοιπόν ἐνέργεια προσεγγίσεως τῆς Ἑλλάδος τήν ἀποδέχτηκε.
Παράλληλα συνέχισε τήν τεράστια φιλελληνική του ἐκστρατεία καί τήν ἀξιοποίηση τῶν παλιῶν ἀλλά καί νέων γνωριμιῶν του πάντα γιά τόν ἴδιο σκοπό.
Σέ ἐξαιρετικό ὑπόμνημα του τόν Αὔγουστο τοῦ 1827 πρός τίς «ἐγγυήτριες δυνάμεις» τούς γράφει ἀναλυτικά τήν ἐξαθλίωση τῶν Ἑλλήνων πού ἔπρεπε νά παλέψουν μέ τρεῖς ἐξίσου φοβερούς ἐχθρούς, τήν παμπτωχία, τήν οἰκονομική ἐξαθλίωση, τήν ἀναρχία καί τούς Τούρκους : «Οἱ Ἕλληνες γυμνοί καί πάμπτωχοι ὄντες, θά παρέβαιναν τό πρώτιστο καί ἱερότερο χρέος τους, ἄν δέν ζητοῦσαν ἀπό τούς βασιλεῖς τῶν τριῶν Δυνάμεων κάποια οἰκονομική βοήθεια, προκειμένου νά ἀποφύγουν τούς ἄπειρους κινδύνους, στούς ὁποίους τούς ἔριχναν ἀπό τό ἕνα μέρος ἡ παντελής ἔλλειψη τροφῶν καί ἀπό τό ἄλλο οἱ ἀπεγνωσμένες προσπάθειες τῶν Τουρκοαιγυπτίων νά ἐπανακαταλάβουν τήν ὁλόκληρη τήν Πελ/σο..Χωρίς τήν ἄμεση βοήθεια τῶν τριῶν Δυνάμεων ὁπωσδήποτε κινδύνευαν νά χαθοῦν, τήν ὥρα πού ἐπιτέλους ἀποφάσισαν νά τούς σώσουν ἀπό τόν ὄλεθρο».
Καί κατέληγε τό ὑπόμνημα του μέ τό ἐπίσης φοβερό «Στήν πολύπαθη καί θαυμάσια χώρα, τήν Ἑλλάδα, ἀπομένει ὅμως ὁ ἀρχαιότατος χαρακτήρας τῶν κατοίκων της καί ἡ ὁμόψυχη καί ἀμετάβλητη ἀπόφασή τους νά μήν δεχτοῦν μέ κανένα τρόπο οὔτε τόν τουρκικό ζυγό οὔτε κάποιον ἄλλο, οἱονδήποτε ζυγό!».
Στό δέ Παρίσι τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ βασιλιάς ὑποστήριξη πού τό ἔπραξε λίγο ἀργότερα μέ τό Μαιζόν καί τόν γαλλικό στρατό.
Ἀπογοητευμένος ἀπό τήν ἄρνηση τῆς Ἀγγλίας γιά οἰκονομική στήριξη ἔγραψε στόν φίλο του Εὐνάρδο ὅτι ἐπειδή δέν εἶχε ἐλπίδες γιά ἄμεση οἰκονομική βοήθεια τοῦ ἔστελνε μερικά ὀνόματα ἐγγυητῶν σέ τραπεζίτες πού θά δέχονταν νά δανείσουν τήν Ἑλλάδα δύο ἑκατομμύρια φράγκα. Πρῶτο ἐγγυητή ἔβαλε τόν ἑαυτό του, προσφέροντας τό ὑπόλοιπο τῆς περιουσίας του σέ μετρητά (250000 χρυσά φράγκα).
Τέλος νά ποῦμε πόσο πολύ πάλεψε γιά τήν ἐπέκταση τῶν συνόρων τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Ὅταν ὁ Ἄγγλος Ὑφυπουργός πολέμου Ὄρτον τοῦ ἔστειλε ἕνα ἐρωτηματολόγιο σχετικά μέ τήν γενική κατάσταση τῆς Ἑλλάδος, ὁ Καποδίστριας τοῦ ἀπάντησε ἀπό τό Παρίσι μέ ἕνα ἀπό τά συγκλονιστικότερα καί σπουδαιότερα γραπτά τῆς διπλωματικῆς περιόδου του.
Στήν ἐρώτηση τοῦ Ὀρτον «τί θά πρέπει νά ἐννοήσουμε σήμερα ὅταν μιλᾶμε γιά τήν Ἑλλάδα»; τοῦ ἀπάντησε: «Τό Ἐλληνικό Ἔθνος ἀποτελεῖται ἀπό ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἀπό τήν ἅλωση τῆς Πόλεως δέν ἔπαυσαν νά ὁμολογοῦν τήν πιστότητά τους στήν ὀρθόδοξη πίστη τους, δέν σταμάτησαν ποτέ νά μιλοῦν τήν γλῶσσα τῶν πατέρων τους, τήν ἑλληνική, καί παρέμειναν ἀκλόνητοι ὑπό τήν πνευματική ἤ κοσμική δικαιοδοσία τῆς ἐκκλησίας τους, σέ ὁποιοδήποτε μέρος τῆς τουρκοκρατούμενης πατρίδας τους καί ἄν βρίσκονταν» ( καί αὐτό τό ἔγραψε γιά νά ἀπορρίψει ἀνθελληνικές θεωρίες πού ἰσχυρίζονταν ὅτι οἱ Ἔλληνες εἶχαν ὑποστεῖ τόσες ξενικές ἐπιδράσεις πού μποροῦσε νά ἀμφισβητηθεῖ ἡ ἐλληνικότητά τους, ὅπως ἔλεγε ὁ Μέττερνιχ ὅτι οἱ Ἕλληνες δέν ἦταν τίποτα ἄλλο παρά ὑπήκοοι τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας).
Καί στήν κρίσιμη ἐρώτηση ποιά θά ἔπρεπε νά εἶναι τά γεωγραφικά σύνορα τῆς Ἑλλάδος ἀπάντησε:
« Τά σύνορα τῆς Ἑλλάδος,ἐδῶ καί τέσσερις αἰῶνες, ἀπό τήν πτώση τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ἔχουν ὁριοθετηθεῖ ἀπό ἀκλόνητα δικαιώματα, τά ὁποῖα οὔτε ὁ χρόνος, οὔτε οἱ ἀνυπολόγιστες συμφορές ἀπό τούς Τούρκους, οὔτε ἡ πολεμική κατάκτηση κατάφεραν ποτέ νά παραγράψουν. Χαράκτηκαν δέ αὐτά τά σύνορα ἀπό τό 1821 ἀπό τό αἷμα τό ἑλληνικό πού χύθηκε στίς σφαγές τῶν Κυδωνιῶν, τῆς Κύπρου, τῆς Χίου, τῆς Κρήτης, τῶν Ψαρῶν καί τοῦ Μεσολογγίου καί εἰς τούς πολλούς τούς κατά γῆν καί θάλασσαν ἀγῶνας διά τῶν ὁποίων ἐδοξάσθη τό ἀνδρεῖον τοῦτον ἔθνος. … Τά πραγματικά σύνορα τῆς Ἐλλάδος ἦταν ἐκεῖνα πού περιέγραψε ὁ Ἕλληνας γεωγράφος Στράβων: Ἁπό τήν Πελ/νησσο ὡς τήν Μακεδονία καί τήν Ἥπειρο, ὥς τούς Ἁγίους Σαράντα, ἀπό τά νησιά τοῦ Ἰονίου καί τοῦ Αἰγαίου πελάγους ὡς καί τήν Μικρά Ἀσία. Αὑτά ἦταν τά ἱστορικά καί φυσικά σύνορα τῆς Ἑλλάδος, τά ὁποῖα οἱ Ἕλληνες εἶχαν ἱερό χρέος νά τά διεκδικήσουν. Αὐτό τό χρέος τό ἱερό καί ἀσυμβίβαστο δέν ἐπέτρεπε στήν Ἑλλάδα νά περιορίσει ἤ νά σμικρύνει καί στό ἐλάχιστο τά ὅρια τῆς χώρας της. Ἄν τά ὠμά συμφέροντα τῶν ἰσχυροτέρων χωρῶν τήν ἀναγκάσουν νά σιγήσει αὐτό τό χρέος, τότε οἰ Ἕλληνες θά ἔχουν δικαίωμα νά ἀναρωτηθοῦν:Ἄραγε οἱ μεσίτριες Δυνάμεις φθάνουν στό σημεῖο νά ἀναγκάσουν τούς Ἕλληνες νά ἐγκαταλείψουν τούς ὁμογενεῖς ἀδελφούς τους στόν βάρβαρο ὀθωμανικό ζυγό;..Οἱ προστάτριες δυνάμεις ὅσο καί ἄν θέλουν νά σταματήσουν τόν πόλεμο, σύντομα θά καταλάβουν ὅτι ἡ εἰρήνευση τῆς Ἁνατολῆς δέν θά μπορέσει ποτέ νά γίνει στερεά καί διαρκής, ἄν δέν στηρίζεται στήν βάση τῆς γεωγραφικῆς δικαιοσύνης, καί ἀς μήν νομίζουν ὅτι εἶναι δυνατόν νά πραγματοποιηθεῖ μονάχα μέ τήν δύναμη τῶν διαπραγματεύσεων…. Ἡ Τουρκία δέν γνώριζε καί δέν θά γνωρίσει ποτέ τήν γλώσσα τῶν διαπραγματεύσεων. Μονάχα μέ τήν δύναμη τῶν ὅπλων θά μποροῦσε νά πειστεῖ».
Ὁ Καποδίστριας μέ αὐτές τίς συγκλονιστικές ἀπαντήσεις ἐξέφραζε τήν συλλογική μνήμη τοῦ γένους μας πού στόχευε στήν χαμένη Ρωμανία, στήν Ἁγία – Σοφιά , στήν Κωνσταντινούπολη, σέ ὅ,τι ἀποτελοῦσε τήν ψυχή του καί τό ἔχασε καί ὄχι ἁπλά στήν δημιουργία ἑνός μικροῦ κρατίδιου πού περιελάμβανε τήν παλαιά Ἑλλάδα (Στερεά, Πελ/νησος καί κάποια νησιά).
Αὐτό ἦταν βέβαια τό σχέδιο τῶν Μ.Δυνάμεων πού ἤθελαν νά σβήσει τό Βυζάντιο γιατί τούς ἐνοχλοῦσε ὁ ἑλληνορθόδοξος Ἑλληνισμός. Προσπάθησαν τό 1204 νά ἐκλατινίσουν τήν Ἀνατολή, προσπάθησαν καί οἱ Ὀθωμανοί τό 1453 καί δέν κατάφεραν νά θάψουν τήν Ρωμιοσύνη. Αὐτό πού ἤθελε τό γένος καί ἔκανε τήν ἐπανάσταση ἦταν «νά φτιαχτεῖ τό ρωμαίικο», κατά τόν Μακρυγιάννη.
Ὁ Ρήγας ἐνσαρκώνει πρῶτος αὐτό τό ὅραμα τυπώνοντας τήν Χάρτα τοῦ Ρήγα πού ἀπεικόνιζε τήν Ἑλλάδα καί τήν εὐρύτερη περιοχή τῆς βαλκανικῆς ὅπως τήν ὁραματίστηκε, ἐλεύθερη (ἀπό Δούναβη ἑως Ἀδριατική, Εὕξεινο Πόντο, Μ. Ἀσία, νησιά τοῦ Αἰγαίου καί Ἰονίου, Κρήτη, Δωδεκάνησα).
Ἔτσι ἐπειδή παρέμενε ἀδούλωτη ἡ Ὀρθοδοξία τό μόνο πού τούς ἔμενε ἦταν ἡ δημιουργία ἑνός ἐθνικοῦ κράτους. Ἕνα κράτος μικρό, περιορισμένο, μέ τίς Μ. Δυνάμεις ἐγγυήτριες, ἕνα προτεκτοράτο τῶν Μ Δυνάμεων οὐσιαστικά. Καί ἔτσι ἡ ἐπανάσταση ἔπαψε νά ἔχει χαρακτῆρα ρωμαίικο-οἰκουμενικό ἀλλά στενά ἐθνικό, μέ ἀπώτερο σκοπό νά στραφεῖ καί κατά τοῦ Πατριάρχου ὡς Ἐθνάρχη τῶν Ρωμηῶν. Νά κοπεῖ δηλ. ὁ ὀμφάλιος λῶρος πού συνέδεε τόν ρωμηό μέ τήν Μητέρα ἐκκλησία ὁπότε νά εἶναι ἔρημη καί ἔρμαιο τῶν ξενότροπων δυτικῶν ἐπιρροῶν. Καί ἐδῶ εἶναι τό μεγαλεῖο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὅτι ἔδωσε τά πάντα γιά τόν ἀγῶνα γνωρίζοντας ὅτι οὐσιαστικά ὁ ἀγῶνας ἀπέκτησε ἀντιρωμαίικο καί ἀντιεθναρχικό χαρακτῆρα στρεφόμενο καί κατά τοῦ Πατριάρχου ὡς Ἐθνάρχη τῶν Ρωμιῶν.
Τά σχεδιά τῶν Μ Δυνάμεων τά ἀνέτρεψε ὁ Καποδίστριας ὁ ὁποῖος εἶχε συνείδηση Ἑλληνική-ρωμαίικη καί προσπάθησε νά συνδυάσει ἕνα σύγχρονο κράτος μέ τήν τοπική παράδοση. Γι αὐτό ἤθελε νά προλάβει νά μήν ἀποκοπεῖ τό νέο κράτος ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο « γιατί τότε χανόμαστε».
Φυσικά δέν ἤθελαν μέ κανένα τρόπο οἱ Μεγάλες Δυνάμεις νά φτιάξει μία τόσο ἰσχυρή χώρα. Ἤθελαν ἕνα μικρό, ἐξαρτημένο οἰκονομικά ἀπ αὐτούς κρατίδιο. Καί πάλεψαν ὅσο μποροῦσαν νά τοῦ σαμποτάρουν τό τεράστιο ἔργο πού εἶχε νά κάνει. Ὁδηγήθηκε ἔτσι μέχρι τό τέλος, κάτω ἀπό ἀβάσταχτες πιέσεις, σέ μία ἀφόρητη ἐμπόλεμη καθημερινή κατάσταση πού κατέληξε στήν ἐν ψυχρῶ δολοφονία του. Ἔγραφε γεμάτος ἀγωνία στόν πρέσβυ τῆς Ἐλλάδος στό Παρίσι «Ἀπέκαμα! Ἀλλ’ ὅμως θά παραμείνω στήν χαλάστρα, μέχρι τήν τελυταῖα στιγμή τῆς ζωῆς μου καί ἄς κινδυνεύσω νά χαθῶ».
Μετά ἀπό σχεδόν δύο μῆνες δολοφονήθηκε ἄγρια τήν στιγμή πού πήγαινε στήν Ἑκκλησία ἄοπλος καί μέ βαθειά ἐμπιστοσύνη στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἐν γνώσει του ὅτι θά τόν σκοτώσουν. Πέθανε ἀλλά δέν χάθηκε.
Σ’ αὐτούς πού προσπαθοῦσαν ἀπεγνωσμένα νά τόν γλυτώσουν ἔλεγε «Εἶμαι ἀποφασισμένος νά θυσιάσω τήν ζωή μου γιά τήν Ἑλλάδα. Καί θά τήν θυσιάσω. Ἐάν οἱ Μαυρομιχαλαῖοι θέλουν νά μέ δολοφονήσουν ἄς μέ δολοφονήσουν. Τόσο τό χειρότερο γι αὐτούς. Θά ἔλθει κάποτε ἡ μέρα κατά τήν ὁποία οἱ Ἕλληνες θά ἐννοήσουν τήν σημασία τῆς θυσίας μου».
Ἄραγε ἦρθε ποτέ αὐτή ἡ μέρα;
[Ἀπόσπασμα τῆς εἰσήγησης δημοσιεύθηκε στό φύλλο 1091 τῆς “Χριστιανικῆς”]