
Σήμερα στις 5 το πρωί ώρα Ελλάδος, ο Ρώσος Πρόεδρος Πούτιν ανακοίνωσε την εξαπόλυση “ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης” με διακηρυγμένο στόχο την προστασία των αυτοανακηρυχθεισών “Λαϊκών Δημοκρατιών” του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ. Τους αυτονομιστές είχε προηγουμένως αναγνωρίσει ως ανεξάρτητα κράτη η Ρωσία. Από τις εξελίξεις προκύπτει ότι ο Πούτιν στοχεύει όχι απλώς στην προστασία των περιοχών που ήδη ελέγχουν οι αυτονομιστές, αλλά την υπαγωγή σε αυτές του συνόλου των διοικητικών ορίων των δύο αυτών ουκρανικών επαρχιών. Μέχρι στιγμής φαίνεται ότι οι εκεί ουκρανικές δυνάμεις εκκενώνουν την περιοχή χωρίς να προβάλουν ουσιαστική αντίσταση. Ταυτόχρονα, μεταδίδεται ότι οι Ρώσοι πλήττουν και στρατιωτικές αμυντικές δομές σε όλη την Ουκρανία, προκειμένου να αποτρέψουν στρατιωτική αντίδραση. Οι εξελίξεις θα δείξουν μέχρι ποιο σημείο σκοπεύουν οι Ρώσοι να φτάσουν την χερσαία επέμβαση.
Ο Πούτιν αρνείται ότι σκοπεύει να κάνει κατοχή σε ουκρανικά εδάφη.
Όμως, δήλωσε παράλληλα ότι στόχος του είναι η “αποστρατιωτικοποίηση” και “αποναζιστικοποίηση” της Ουκρανίας. Τούτο σημαίνει ότι στους στόχους της επιχείρησης περιλαμβάνεται τουλάχιστον η ανάκτηση της ρωσικής επιρροής στη χώρα. Σε προηγούμενο μακροσκελές διάγγελμα που συνόδεψε την αναγνώριση των αυτονομιστών, ανέδειξε τις αναλυτικά τις παθογένειες της Ουκρανίας ως ανεξάρτητου κράτους και εξέφρασε τη δυσπιστία του στο πολιτικό της σύστημα.
Η “Χ” και η Χ.Δ., από θέση αρχής καταδικάζουν κάθε επιθετική πολεμική ενέργεια, όπως η υπό εξέλιξη ρωσική στρατιωτική εισβολή και κάθε μορφή αναθεωρητισμού, με συνοριακές τροποποιήσεις, όπως η αναγνώριση ως κρατικών οντοτήτων των αυτονομιστών της ανατολικής Ουκρανίας. Είναι γεγονός ότι δεν αναμέναμε τέτοια κλιμάκωση, πέρα από τα όρια των περιοχών που ήδη ελέγχονταν από τους αυτονομιστές. Δυστυχώς, η εκτίμησή μας αυτή δε επιβεβαιώθηκε και με σημείο αναφοράς τους αυτονομιστές της ανατολικής Ουκρανίας, μία πολύ ευρύτερη επιχείρηση είναι σε εξέλιξη.
Πρέπει άμεσα να σταματήσουν οι ένοπλες συγκρούσεις και οι διαφορές να επιλυθούν διπλωματικά και ειρηνικά.
Όμως, η Δύση που υποκριτικά καταγγέλλει τα τεκταινόμενα, θα μπορούσε να είχε αποτρέψει τέτοια εξέλιξη, εάν δεν κλιμάκωνε τις προκλήσεις κατά της Μόσχας. Περιθώρια για συνεννόηση υπήρχαν, με συγκεκριμένες προτάσεις από τη ρωσική πλευρά που αγνοήθηκαν. Ενδεχομένως να είχαμε τις τωρινές εξελίξεις τέσσερα χρόνια πριν, αν είχε εκλεγεί Πρόεδρος των ΗΠΑ η Χίλαρι Κλίντον το 2016. Το “βαθύ Κράτος” που εκφράζεται από τη συστημική πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος, στενά συνδεδεμένο με το στρατιωτικο- βιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ, επιδιώκει την κλιμάκωση της έντασης με τη Ρωσία, με στόχο τη δημιουργία ψυχροπολεμικού κλίματος, τη δικαιολόγηση της περαιτέρω ύπαρξης του ΝΑΤΟ, τον πολιτικό έλεγχο των ευρωπαίων συμμάχων και την διάδοση των εξοπλισμών.
Κατά συνέπεια, η στροφή αυτή του Πούτιν στη σκληρή γραμμή, η οποία αιφνιδίασε και κοντινούς του ανθρώπους, στην πραγματικότητα εξυπηρετεί πολιτικά και ικανοποιεί τους Αμερικανούς ιθύνοντες. Όπως άλλωστε και τους στρατοκράτες και τους σκληρούς εθνικιστές της ρωσικής πλευράς. Ακόμα και αν οι δύο πλευρές δεν επιθυμούν γενικευμένη σύρραξη όμως, η παγκόσμια ειρήνη κινδυνεύει και ανθρώπινες ζωές χάνονται.
Η υποκρισία της Δύσης αναδεικνύεται και από το γεγονός ότι εκείνη είναι η πρώτη διδάξασα, με τους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας και τις επιθέσεις στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Αλλά και την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου. Την ανοχή προς το ουκρανικό καθεστώς να επιτρέπει την απόδοση τιμών ηρώων σε εγκληματίες και συνεργάτες των ναζί και σε ένοπλες νεοναζιστικές πολιτοφυλακές να δραστηριοποιούνται.
Ενώ εξακολουθούν η εισβολή και κατοχή της βόρειας Κύπρου και κλιμακώνονται οι απειλές κατά της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας, κανένας λόγος δεν γίνεται για κυρώσεις στην Τουρκία.
Η ελληνική πλευρά πρέπει να συμβάλει στην εκτόνωση της κρίσης και να απαιτήσει από τις εμπλεκόμενες πλευρές να παράσχουν εγγυήσεις για την ασφάλεια της ελληνικής κοινότητας των εμπλεκόμενων περιοχών, ιδίως στη Μαριούπολη του Πόντου.