Η ΙΔΡΥΣΗ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑ ΣΤΟ ΝΤΟΜΠΡΙΝΟΒΟ ΖΑΓΟΡΙΟΥ ΤΟ 1778
Μὲ ἀφορμὴ τὸν ἑορτασμὸ τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, παρουσιάζουμε τὸ κείμενο ἐπιστολῆς του, τὸ πρωτότυπο τῆς ὁποίας διασωζόταν στὸ εἰκονοστάσι τῆς οἰκογένειας Παρτάλη, ὅπου ὁ ἅγιος εἶχε φιλοξενηθεῖ κατὰ τὴν παραμονή του στὸ χωριὸ Ντομπρίνοβο (ἀπὸ τὸ 1926 καὶ μετὰ Ἡλιοχώρι). Ἀντίγραφό της διασωζόταν στὸ γραφεῖο τῆς κοινότητας, ἀπ’ ὅπου ὁ δάσκαλος Νικόλαος Ἔξαρχος ποὺ ὑπηρέτησε καὶ ὡς γραμματέας τῆς κοινότητας, τὸ ἀντέγραψε τὸ 1934. Περιλαμβάνεται στὸ βιβλίο του “Τὸ Ντομπρίνοβο”, ποὺ γράφτηκε μὲ βάση ὑλικὸ ποὺ συγκέντρωσε ἀπὸ ἔγγραφα καὶ μαρτυρίες, τὶς ὁποῖες ἀνασύνθεσε ὁ συγγραφέας Ἧρκος Ρ. Ἀποστολίδης καὶ προλογίζει ὁ ἐπίσης συγγραφέας καὶ πατέρας του Ρένος Ἀποστολίδης (1924-2004), γιὸς τοῦ Ἡρακλῆ Ἀποστολίδη (1893-1970), διευθυντῆ τῆς “Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλπαίδειας του “ΠΥΡΣΟΥ”. Ὁ πατέρας τοῦ Ἡρακλῆ Ἀποστολίδη Νίκος Ἀποστόλης (Παρτάλης), ἦταν ἀπὸ τὸ Ντομπρίνοβο καὶ ξενητεύτηκε τὸ 1870 πρῶτα στὸ Βελεστίνο ὡς δάσκαλος έως τὸ 1872 καὶ στὴ συνέχεια στὸν Πύργο τῆς Βουλγαρίας, ὄπου ἔγινε πλούσιος σιτέμπορος. Ἐκεῖ γεννήθηκε ὁ Ἡρακλῆς. Ὅπως πολλοὶ Ντομπρινοβίτες ποὺ ἐκαναν περιουσία ἀπὸ τὸ ἐμπόριο καὶ ἔχτισαν ἀρχοντικὰ σπίτια στὸν τόπο καταγωγῆς τους.
Ὁ Νικόλαος Ἔξαρχος στὸ βιβλίο του διέσωσε μαρτυρίες προσώπων, ἀλλὰ καὶ ὑλικὸ ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τῆς κοινότητας ποὺ ἔφτανε μέχρι τὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Ποὺ δυστυχῶς καταστράφηκε ἀπὸ πυρκαγιά. Το 1943, οἱ Γερμανοὶ ἔκαψαν τὸ χὼριὸ καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸ πολύτιμα κειμήλια ποὺ ὑπῆρχαν σὲ κάθε σπίτι: “Φουστανέλλες, ντουλαμᾶδες, σκούφιες, ἀσημοζούναρα, χαϊμαλιά, μπρούντζινες παλᾶσκες μπαρουτιοῦ, φλωροκαπνισμένα σπαθιὰ καὶ καριοφίλα…Ἡ στολή, δηλαδή, τοῦ κλέφτη καὶ ἀρματολοῦ”.
Ὁ Πατροκοσμᾶς, σύμφωνα μὲ τὰ στοιχεῖα ποὺ συγκέντρωσε ὁ Νικόλαος Ἔξαρχος, ἔμεινε τρεῖς μέρες στὸ Ντομπρίνοβο.
Ἔφτασε τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1778:
“Ὁ τόπος ὅπου δίδαξε γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Κοσμᾶς εἶναι ἡ ἔμπροσθεν τοῦ χωριοῦ τοποθεσία “Κροῦστσε” (Σταυρός). Σὲ κείνη την τοποθεσία λέγουν ὅτι βρέθηκαν, τυχαίως, 25-30 κάτοικοι, ποὺ εἶχαν βγῆ, τὴν ὥραα ποὺ ἔρχονταν ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ προϋπαντήσουν ξενιτεμένους. Ἐεκῖ κτίσανε τὸ εἰκόνισμα σὲ κεῖνο ἀκριβῶς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ”.
Κατόπιν, ἀφοῦ μαθεύτηκε τὸ νεό μέχρι νὰ φτάσει στὸ χωριό, “τοῦ ἔγινε μεγάλη ὑποδοχή. Γέροντες, νέοι καὶ γυναῖκες, συγκεντρώθηκαν κ’ ἔτρεξαν ὀπίσω του στὸ Μεσοχώρι, κάτωθι τοῦ πλατάνου, γιὰ ν’ ἀκούσουν τὴ διδαχή του. Ἀκουμπισμένος ἐκεῖ στὸν παχύκορμο πλάτανο, Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς εἶπε:
“Καλότυχοι εἶστε σεῖς ἐδῶ πάνω στὰ ψηλὰ βουνά, γιατὶ αὐτὰ θὰ σᾶς φυλάξουν ἀπὸ πολλὰ δεινά…”
Εἶπε ἐπίσης ὅτι τὸ Γένος ἔχει ἀνάγκη καλοὺς ἱερεῖς, καθαροὺς στὴν ψυχὴ σὰν ἀγγέλους, ποὺ νὰ ξέρουν γράμματα καὶ νὰ ἐξηγοῦν τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἐπίσης, ὅτι χρειάζεται καλοὺς προεστούς, οἱ ὁποῖοι σὰν πατέρες πρέπει ν’ ἀγαποῦν ὅλους τοὺς χριστιανοὺς καὶ νὰ ρίχνουν τὰ χρέη κατὰ δύναμιν ἑκάστου.
Ὅταν ρώτησε ἂν ἔχουν σχολεῖο καὶ τοῦ ἀπάντησαν: “Ὄχι”, τοὺς ἀποκρίθηκε, κατὰ τὴν τοπικὴ παραδοση καὶ τὶς μαρτυρίες ποὺ διασώζει ὁ Νικόλαος Ἔξαρχος:
«Νὰ μαζωχθῆτε ὅλοι. Νὰ κάνετε ἕνα σχολεῖο κοινό, νὰ βάλετε ἐπιτρόπους νὰ τὸ κυβερνοῦν. Νὰ βάνουν δάσκαλο νὰ μαθαίνουν ὅλα τὰ παιδιά, πλούσια καὶ φτωχά, διότι χωρὶς τὸ σχολεῖο περιπατοῦν εἰς τὸ σκότος. Ἂν δὲν ἦτο τὸ σχολεῖο, ποὺ ἤθελα μάθει ἐγὼ νὰ σᾶς διδάσκω; Καὶ ἀν δὲν ἐμάθατε οἱ γονεῖς, πρέπει νὰ μάθουν τὰ τέκνα σας. Δὲν βλέπετε ὅτι ἀγρίεψε τὸ Γένος ἀπὸ τὴν ἀμάθειαν ξαὶ ἐγίναμε ὡς τὰ θηρία;”
Τὴν ἄλλη μέρα ἱερούργησε στὸ κοντινὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας καὶ κήρυξε. Κάλεσε τοὺς μοναχοὺς καὶ ζήτησε πληροφορίες γιὰ τὴν περιουσία τοῦ μοναστηριοῦ καὶ τὴ διαχείρισή της. Προκειμένου μὲ τὰ ἔσοδα νὰ στηριχτεῖ ἡ λειτουργία τοῦ σχολείου.
Ἀπὸ τὴ διασωζόμενη ἐπιστολὴ τοῦ Πατροκοσμᾶ φαίνεται ὅτι οἱ προσπάθειές του κατὰ τὴν τριήμερη παραμονή του στὸ χωριὸ άπεδωσαν, ἀφοῦ ὅρισε, μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη τῶν χωριανῶν, “ἐπίτροπον” καὶ “ἐπιστάτας”.
«Ἐγώ, εὐγενέστατοι ἀδελφοί μου, ὡς δοῦλος ἀνάξιος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, περιερχόμενος καὶ διδάσκων, τὸ κατὰ δύναμιν τοὺς Χριστιανούς, μὲ ἄδειαν τῶν κατὰ τόπον Ἀρχιερέων, ἦλθα καὶ ἐδῶ νὰ διαβάζουν τὰ παιδιά σας χωρὶς πληρωμήν, ἐπαρακίνησα τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἔδωσαν τὸ κατὰ δύναμιν καὶ προαίρεσιν διὰ τὸ σχολεῖον σας, πρέπει δὲ καὶ ἡ εύγένειά σας, πάντες νὰ βοηθᾶτε πάντοτε τὸ σχολεῖον σας ἐξ ἰδίων πόνων ἢ κοινῶς ἀπὸ τὴν χώραν ἢ καὶ ἀπὸ βακούφια, διὰ νὰ λάβετε καὶ παρὰ Θεοῦ τὸν μισθόν σας καὶ τιμὴν παρὰ ἀνθρώπων.
Ἔβαλα δὲ καὶ ἐπίτροπον, μὲ τὴν γνώμην πάντων, τὸν κυρ-Κώσταν τοῦ Γεωργίου καὶ ἐπιστάτας καὶ βοηθοὺς αὐτοὺς ὅλους τοὺς συγχωριανούς του, μάλιστα δὲτὸν κυρ-Γεώργιον τοῦ Ἀντωνίου καὶ τὸν κυρ Θεόδωρον τοῦ Πάντου καὶ τὸν κυρ Μιχαὴλ τοῦ Ἀναστασίου νὰ κυβερνήσουν τὸ σχολεῖον καθὼς ὁ Κύριος τοὺς φωτισῃ.
Ταῦτα καὶ ὑγιαίνετε ἐν Κυρίῳ
ΑΨΟΗ [1778] Σεπτέμβριο
Κοσμᾶς Ἱερομόναχος καὶ εὐχετης σας.»
ΠΗΓΗ: Νικολάου ‘Ἐξάρχου, “Τὸ Ντομπρίνοβο”. (σσ 23-25). Ἔκδοση: Σύλλογος πρὸς διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων.
Σήμερα στο Ἡλιοχώρι ἔχουν ἀπομείνει 30 μόνιμοι κάτοικοι. Όπως σχολιάζει ὁ Ρένος Ἀποστολίδης στὸν πρόλογό του, “Μοιραῖο, ποὺ ὅταν θ’ ἄνοιγαν κάποτε οἱ δρόμοι, θ’ ἄδειαζαν ὅλα τὰ βουνά…” (σελ. 6). Τὸ κείμενο τοῦ Ἔξαρχου, ἀπὸ τὴ σελίδα 111 καὶ μετά, ἀκολουθεῖ κείμενο τοῦ Ρένου Ἀποστολίδη γιὰ τὴ δική του ἐπαφὴ μὲ τὸν τόπο καταγωγῆς του μὲ ἐπικεφαλίδα “Ντομπρίνοβο”.
Πῶς λειτουργοῦσαν παλιότερα τὰ σχολεῖα. Τελλάρο με ψιλὴ ἄμμο: Ὁ πρόδρομος τοῦ πίνακα.
Σύμφωνα μὲ τὴν περιγραφὴ τοῦ Νικολάου Ἔξαρχου, “Τὰ παλιότερα χρόνια δὲν ὑπῆρχαν μαυροπίνακες στὰ σχολεῖα. Ἡ διδασκαλία γιὰ νὰ μάθουν τὰ παιδιὰ τὸ ἀλφάβητο γινόταν στὸ πάτωμα τοῦ σχολείου (στὸ κελὶ τῆς Παναγίας). Ἐκεῖ τοποθετοῦσαν ἕνα ξύλινο τελάρο, ποὺ τὸ γέμιζαν μὲ ψιλὴν ἄμμο, καὶ ἐπάνω σ’ αὐτὴν ἔγραφαν τὸ ἀλφάβητο. Ὅταν ἤθελαν νὰ σβήσουν αὐτὰ τὰ γράμματα, τραβοῦσαν ἕναν πῆχυν καὶ χαλοῦσαν τὰ γράμματα, ὅπως ἀκριβῶς γίνονται σήμερα στὸ στρατὸ οἱ ἀσκήσεις ἐπὶ τῆς ἀμμοδόχου. Ὁμοίως, κατὰ τὴν ἐ[οχὴν ἐκεἰνην δὲν ὑπῆρχαν θερμάστρες, ἡ δὲ θέρμανσις τῶν μαθητῶν γινόταν μὲ ἄναμμα τῆς φωτιᾶς στὸ τζάκι. Κάθε σχολεῖον ἔπρεπε νὰ ἔχῃ τὸ τζιάκι. Οἱ μαθηταὶ σηκώνονταν μὲ τὴ σειρά, πήγαιναν στὸ τζιάκι ὅπου ὑπῆρχε ἡ φωτιὰ καὶ ἀφοῦ ζεσταίνονταν ἐπέστρεφαν καὶ πάλι στὸ κάθισμά τους…” Ἡ μνεία τοῦ κελλιοῦ τῆς Παναγίας, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν πληροφορία ὅτι πρὶν ἔρθει ὁ Πατροκοσμᾶς στὸ χωριό, σχολεῖο δὲν ὑπῆρχε, ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ σχολεῖο πρωτολειτούργησε στὸ Μοναστήρι, ὕστερα ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου.
Σύμφωνα μὲ τὸν συγγραφέα, ἤδη τὰ ἀγόρια τοῦ χωριοῦ γνώριζαν σὲ μεγάλο ποσοστὸ ἀνάγνωση καὶ γραφὴ ἀπὸ τὸ 1800. Κοινοτικὸ διδακτήριο ἀρρένων χτίστηκε τὸ 1870, ἐνῶ ἀπὸ τὸ 1885 λειτούργησε καὶ Παρθεναγωγεῖο γιὰ τὰ κορίτσια.
Ὁ συγγραφέας ἀσφαλῶς δὲν φανταζόταν ὅτι καὶ ὁ μαυροπίνακας ἐπρόκειτο να καταργηθεῖ.