“Πολέμησε ολόψυχα ξένες επιδράσεις, δυτικές παραδόσεις, ξένες προς την ορθόδοξη παράδοση. Καυτηρίασε τον ετερόδοξο μονάρχη, που έκλεισε πολλά μοναστήρια και γκρέμισε βυζαντινούς ι. ναούς. Για τα φλογερά κηρύγματά του, διώχθηκε, ταλαιπωρήθηκε, εξορίσθηκε και φυλακίσθηκε. Οι τότε εκσυγχρονιστές τον κατηγόρησαν ως αγύρτη, γιατί τους ενοχλούσαν τα λόγια του. Ο λαός ακολουθούσε τον άδολο μαχητή, τον ακέραιο ιεροκήρυκα, τον ακτήμονα μοναχό, τον ομολογητή ρασοφόρο.” (Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης)
Ο μοναχός Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος, επονομαζόμενος “Παπουλάκος” περί το 1770 στον Άρμπουνα του δήμου Κλειτορίας των Καλαβρύτων. Ήταν κρεοπώλης στο επάγγελμα, άνθρωπος απλός, δίκαιος και φιλήσυχος, με στοιχειώδη εκπαίδευση.
Μετά την απελευθέρωση από την Τουρκοκρατία, κυριάρχησε στη χώρα η Βαυαροκατία, με βασιλιά ετερόδοξο. Πολλά μοναστήρια έκλεισαν, επιβλήθηκε αντικανονική απόσχιση της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η αρχαιοπληξία έβαζε στο περιθώριο την ορθόδοξη Παράδοση και τη βυζαντινή κληρονομιά. Οι ξένοι μισιονάριοι ανενόχλητοι επιδίδονταν σε προσηλυτισμό.
Έγινε μοναχός στο Μέγα Σπήλαιο. Από εκεί γύρισε στο χωριό του, όπου έχτισε μοναστηράκι, σκήτη αφιερωμένη στην Παναγία. Στη συνέχεια, άρχισε να περιοδεύει και να κηρύττει στην Πελοπόννησο και στα κοντινά νησιά. Το κήρυγμά του ενόχλησε τους “εκσυγχρονιστές” της εποχής και συνελήφθη για πρώτη φορά το 1851.
Όμως, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, «ό,τι δεν κατάφεραν οι νόμοι, το κατόρθωσε με το κήρυγμά του ο Χριστοφόρος». Η φιλανθρωπία και η καλοσύνη εξαπλώνονται παντού, απ’ όπου περνά. Η Ιερά Σύνοδος μετά από τις επανειλημμένες συλλήψεις του, προτείνει να τον αφήσουν ελεύθερο, διαπιστώνοντας: «ότι όπου αν απήλθε, κηρύξας τον λόγον του Θεού, ούτε αγυρτίαν, ούτε ιδιοτέλειαν τινά εφάνη μετελθών, αλλ’ αφιλοκερδής ων, και ακτήμων, και ως ο υπό απλούς απλούστατος τον λόγον του Θεού κηρύξας, συνέστειλε και παντελώς έπαυσε δια της διδασκαλίας του την ζωοκλοπήν, την δενδροκοπίαν, την ψευδορκίαν κ.τλ. και …θεωρεί αυτόν της κατ’ αυτού γενομένης κατηγορίας Αθώον».
Έμεινε για λίγο στο χωριό του, αλλά το 1852 ξανάρχισε την περιοδεία και το κήρυγμα. Οι ιθύνοντες ανησύχησαν. Επικηρύχθηκε με 6000 δραχμές και συνελήφθη ύστερα από προδοσία. Φυλακίστηκε κατηγορούμενος για στάση στη φυλακή του Ρίου. Δικάστηκε στην Αθήνα και περιορίστηκε στα μοναστήρια του Προφήτη Ηλία της Θήρας και της Παναχράντου στην Άνδρο, όπου και εκοιμήθη στις 18 Ιανουαρίου 1861.
Το κήρυγμά του συνοδευόταν ενίοτε από θεοσημίες και προφητείες. Έτσι, έμεινε ως άγιος στη συνείδηση του λαού.
Απαξιώθηκε και περιφρονήθηκε για πολύ καιρό από την ιθύνουσα τάξη και τη συστημική διανόηση και θεολογία, που δεν μπορούσε να κατανοήσει το μήνυμά του. Για παράδειγμα, αποκαλούσε τα ατμόπλοια, που την εποχή εκείνη άρχιζαν να παραμερίζουν τα ιστιοφόρα, “καρότσες του διαβόλου”, που βρώμιζαν τα νερά. Κανείς δεν φανταζόταν τότε, ότι διακόσια χρόνια αργότερα, θα συζητιόταν η πλήρης απαγόρευση του κάρβουνου ως καύσιμης ύλης, προκειμένου να σωθεί ο πλανήτης από την κλιματική αλλαγή.
Ο μοναχός Μωυσής καταλήγει:
Στις μετά τη σπατάλη ισχνές και δύσκολες ημέρες μας ξαναχρειάζεται εγερτήριο σάλπισμα προς μετάνοια, ανόρθωση, ανασυγκρότηση και ορθοστασία. Η εκκοσμίκευση κούρασε, ο μιμητισμός ταλαιπώρησε, ο εκδυτικισμός αλλοίωσε, ο συγκριτισμός εξαπάτησε, ο οικουμενισμός αστόχησε. Χρειάζονται απαραίτητα γενναίες φωνές, ηρωικό φρόνημα, ομολογία πίστεως, πίστη θερμή ως του οσίου Παπουλάκου.