Εἰς τὰ περίχωρα τῆς Σμύρνης

 

Βουρνόβας

 

Πολύκλαυστη ἡ Σμύρνη· καὶ ποιός δὲν ἔχυσε ἕνα δάκρυ γι’ αὐτήν. Μὰ θὰ τὴν συναξαρίσουμε παρακάτω, κατὰ πὼς τῆς ταιριάζει. Σήμερα, μέρες ποὖναι, ἂς μείνουμε στὰ προάστειά της, ποὺ καὶ τ’ ὄνομά τους μόνο θυμίζει τὶς μέρες της τὶς εὐτυχισμένες. Ἀπ’ ὅλα τὸ πιὸ διάσημο εἶναι ὁ Μπουρνόβας ἢ εὐγλωττότερα Βουρνόβας· ἂς ὄψεται τὸ τραγούδι: «Παποράκι τοῦ Μπουρνόβα καὶ καρότσα τῆς στεριᾶς, πόσα τάληρα γυρεύεις στὴ Βραΐλα νὰ μὲ πᾶς», ὅπως στὴν ἀρχὴ ἐκεῖ τραγουδήθηκε. Λένε μάλιστα πὼς τὄλεγαν λιποτάκτες ἕλληνες στρατιῶτες τοῦ εἰκοσιδύο.

Ο Βουρνόβας (τουρκικὰ σήμερα Bornova) εἶναι, κατὰ τοὺς ἀρχαιολόγους, ἐκεῖ ὅπου πρωτοκατοικήθηκε ἡ Σμύρνη, τὴ νεολιθικὴ ἐποχή. Στὴ νεώτερη ἀκμὴ τῆς πόλης –τέλη τοῦ 19ου, ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα– ἦταν τὸ ἀριστοκρατικό της προάστειο, μὲ ἐξοχὲς καὶ ἐπαύλεις, γιὰ τοὺς πλούσιους ἀστοὺς της. «Κεῖται ΒΑ τῆς Σμύρνης (σήμερα ἀξεχώριστο κομμάτι τοῦ ἀστικοῦ τῆς κορμοῦ), εἰς τοὺς νοτίους πρόποδας τοῦ Σιπύλου, εἰς τὸ μέσον ὡραιοτάτων κήπων, εἶναι πολίχνη σύσκιος καὶ κατάρρυτος, ἔχει κομψὰς ἐπαύλεις, εἶναι δὲ ἡ ἀρχαιοτάτη ἀπ’ ὅλας τὰς ἐξοχὰς τῆς Σμύρνης […] Ἔχει δὲ ὡραῖα καὶ ψυχαγωγικὰ κέντρα εἰς τὸν σταθμὸν τοῦ σιδηροδρόμου καὶ ἐντὸς αὐτοῦ». Στὰ βυζαντινὰ χρόνια λεγόταν Πρινόβαρις ἢ Ἁγιασοφίτικη Χώρα, καθὼς στὴν περιοχὴ ὑπῆρχαν κτήματα ποὺ ἀνῆκαν στὴν Ἁγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως. Στὰ ὀθωμανικὰ χρόνια ο Βουρνόβας ἦταν ἕνα μικρὸ χωριὸ μέσ’ σὲ πυκνὸ δάσος κι οἱ κάτοικοί του εἶχαν ἀπὸ τὸν Σουλτάνο τὴν ὑποχρέωση νὰ φυλάνε τὰ ὀρεινὰ περάσματα ποὺ ὁδηγοῦν στὴ Σμύρνη, μὲ ἀντάλλαγμα φοροαπαλλαγές. Ἀργότερα, μετὰ τὴν ἀστικὴ ἀνάπτυξη τῆς Σμύρνης καὶ τὴ ραγδαία αὔξηση τοῦ πληθυσμοῦ της, ἀπὸ τὰ μισὰ τοῦ 19ου αἰώνα, ἄρχισαν νὰ χτίζονται στὸ χωριὸ ἐπαύλεις γιὰ παραθερισμὸ τῶν πλουσίων ἐμπόρων τῆς πόλης, ὥστε νὰ γίνει μὲ τὸ χρόνο ἀριστοκρατικὸ προάστειο Λεβαντίνων καὶ Ἑλλήνων, μὲ τοὺς κατοίκους του νὰ φτάνουν τὶς 15.000, σύμφωνα μὲ τὸν Κοντογιάννη.

Ἀπὸ τὸν Βουρνόβα ξεκίνησε καὶ ἡ ἀθλητικὴ δραστηριότητα τῶν Ἑλλήνων τῆς Σμύρνης. Πρὶν τὸ 1900 εἶχε κατασκευαστεῖ ἐδῶ στάδιο, ὅπου ξεκίνησαν οἱ Πανιώνιοι Ἀγῶνες καὶ διέθετε τρεῖς ἀθλητικοὺς συλλόγους, τὸν Ὀρφέα, τὸν Ἑρμῆ καὶ τὸν ἀγγλικὸ Ἀθλητικὸ Ὅμιλο. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ, στὴν ἀκμή της, ἡ ἑλληνικὴ κοινότητα τοῦ Μπουρνόβα διέθετε τρία σχολεία (ἀρρεναγωγεῖο, παρθεναγωγεῖο, νηπιαγωγεῖο), τρεῖς ἐκκλησίες, θέατρο, λέσχες, ἀκόμα καὶ κινηματογράφο. Ἡ πόλη διέθετε ἐπίσης τουρκικὸ σχολεῖο –Ἕλληνες ἦταν ἡ πλειοψηφία–, καθὼς καὶ φράγκικα σχολεῖα καὶ ἰδρύματα, μιὰ μικρογραφία τῆς γειτονικῆς μητρόπολης τῆς Ἰωνίας, τῆς Σμύρνης. Ἀκόμα σήμερα σώζονται οἱ βίλλες τῶν Γουίνταλ, Μαλτάς, Πάτερσον, Γκιρόντ, Ἔντουαρντς, Μπελόμ καὶ Παντεσπάνιαν.

Γιατὶ καὶ ὁ Βουρνόβας εἶχε τὴν τύχη τῆς Σμύρνης. Τὸ 1919 ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἀναπτύχθηκε στὴν περιοχὴ καὶ στὰ τέλη Αὐγούστου τοῦ 1922, ὅταν ἡ Ἑλλάδα ἐγκατέλειπε τὴν περιοχή, μετὰ ἀπὸ μικρὴ ἀντίσταση ποὺ κατὰφεραν οἱ ντὀπιοι, ὑπὸ τὸν ὁπλαρχηγὸ Ξηρό, μπῆκαν στὸν Βουρνόβα οἱ Τοῦρκοι καὶ ἀκολούθησε σφαγὴ Ἑλλήνων καὶ Ἀρμενίων. Μετὰ τὴ δήωσή του ἀπὸ τοὺς Τσέτες τίποτα πιὰ δὲν θύμιζε τὸν ἄλλοτε εὔχαρη Μπουρνόβα. Ἔμεινε μόνο στὰ τραγούδια καὶ τὶς ἀναμνήσεις ὅσων ἐπέζησαν καὶ πῆραν, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Σμυρνιούς, τὸν δρόμο τῆς προσφυγιᾶς. Σήμερα ὁ Βουρνόβας εἶναι μέρος τοῦ μητροπολιτικοῦ δήμου τῆς Σμύρνης, ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἕδρα τοῦ τουρκικοῦ Πανεπιστημίου Αἰγαίου καὶ εἶναι γνωστὸς στὴν Τουρκία γιὰ τὸ μεγάλο σύγχρονο πανεπιστημιακὸ νοσοκομεῖο του. Σώζεται δὲ, ὡς λέγουν, ἡ ἐκκλησία στὴ γειτονιὰ Ντογκανλάρ. Ἕνα μεγάλο πάρκο ἀναψυχῆς τοῦ σημερινοῦ Μπουρνόβα ἔχει τὸ ὄνομα τοῦ Ὀμήρου, καθώς, ἀνάμεσα σὲ ἄλλες ἰωνικὲς πόλεις, ἡ Σμύρνη σεμνύνεται ὡς γενέτειρά του.

 

Βουρλά

 

Περίπου 40 χλμ. Δ τῆς Σμύρνης, περίπου στὴ μέση τῆς διαδρομῆς πρὸς τὸν Τσεσμέ, βρίσκονται τὰ Βουρλὰ ἢ Βρουλά, μιὰ ἄλλοτε μὲ ἀκμάζοντα ἑλληνικὸ πληθυσμὸ πόλη, 30 περίπου χιλιάδων κατοίκων. Ο Κοντογιάννης ἀναφέρει 5  χιλιάδες Τούρκους κι ἄλλους τόσους περίπου ἕλληνες ὑπηκόους –μὴ γηγενεῖς δηλαδή– ἐκτὸς τῶν αὐτοχθόνων. Τὰ Βουρλὰ ταυτίζονται μὲ τὶς ἀρχαίες Κλαζομενές. Εἶναι ἡ γενέτειρα τοῦ ποιητὴ Γιώργου Σεφέρη καὶ τῆς ἀδελφῆς του Ἰωάννας (Τσάτσου). Σήμερα καὶ τὰ Βουρλὰ ἀνῆκουν στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ μητροπολιτικοῦ δήμου τῆς Σμύρνης.

Στὰ Βουρλὰ τῶν Ἑλλήνων, λοιπόν, οἱ ὁποίοι ἀσχολοῦνταν κυρίως μὲ τὰ ἀμπέλια, τὰ σῦκα καὶ τὶς ἐλιές, ἀναφέρεται ὅτι λειτουργοῦσε ἤδη ἀπὸ τὸ 1760 ἡ Ἄναξαγόρειος Σχολή. Ἡ πόλη «εἶναι ἐκτισμένη ἐπὶ ὑψωμάτων. Τὴν νοτίαν πλευράν της κατέχει ὁ λόφος “δέκα μύλοι”… ὡς βαστάζων 10 ἀνεμόμυλους. Χείμαρρος ρέων ἀπὸ Ν πρὸς Β διαχωρίζει τὰς συνοικίας τῶν ὁμογενῶν ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴν καὶ τὴν ἑβραϊκήν. Ὀλίγον δὲ ἔξω ἀπὸ τῆς πόλεως ὑπάρχει ἐπὶ γραφικῆς τοποθεσίας πηγὴ καὶ ἀπὸ τὴν δεξαμενήν της ὑδρεύεται ἐπαρκῶς ἡ πόλις. […] Ἡ συνοικία Μανιάτ μαχαλὲ δεικνύει ὅτι ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκαν ἄποικοι Μανιᾶται. Προσῆλθον ὅμως εἰς τὰ Βρίουλα Πελοποννήσιοι πολλοί, Νάξιοι καὶ ἄλλοι ἐξ ἄλλων μερῶν τοῦ ἑλληνικοῦ βασιλείου διὰ τὴν εὐφορίαν τοῦ τόπου».

Ὡς ἐμᾶς ἀκόμα φθάνουν οἱ νοσταλγικὲς ἀφηγήσεις τοῦ μακαριστοῦ γέροντα Γαβριήλ (Τσάφου), τῆς ὁδοῦ Λευκωσίας, βουρλιώτη στὴν καταγωγή, μὲ γονεὶς πρόσφυγες, σφηνωμένους στὶς κατωφέρειες τῶν Τουρκοβουνίων, στὴν Ἀθήνα. Μὲ ὅλες τὶς πικρὲς καὶ τραγικές τους μνῆμες παρέα μὲ τὴ φτώχεια τους. Ὁ π. Γαβριήλ κατάφερε μὲ τὰ χρόνια νὰ ἀναστήσει τὸ προσκύνημα τῆς Παναγίας τῶν Βρυούλων, περιμαζεύοντας ἀπὸ ἕνα προσφυγόσπιτο τὴν είκόνα της, χτίζοντας ἕνα γυναικεῖο Μοναστήρι στὴν ὁδὸ Ἰβήρων, στὰ Πατήσια, στὴν περιοχὴ τῆς πλατείας Ἀμερικῆς. Μὲ τὸ Μετόχι τους στὸν Ὡρωπὸ, οἱ μοναχὲς προσφέρουν σήμερα μαζὶ μὲ τὴν παρηγορία τῆς Θεοτόκου σὲ μιὰ δύσκολη γειτονιὰ τῆς πρωτεύουσας καὶ λίγο βουρλιώτικο ἁγίασμα θαρρεῖς, ἀπὸ τὴν ἀλησμόνητη πατρίδα.

 

Γκιούλ-μπαχτζές

 

Ὁ Γκιούλ-μπαχτζὲς πάλι, ἦταν ἀξιόλογο χωριό, σφηνομένο κι αὐτὸ στὸν κόλπο ποὺ σχηματίζει ἡ χερσόνησσος τῆς Ἐρυθραίας, ἀπὸ Β πρὸς Ν, ἐγγὺς κι αὐτὸ τῆς Σμύρνης. Ἀπὸ τοὺς 2 χιλιάδες κατοίκους του, τὴ δεκαετία τοῦ 1920, οἱ περισσότεροι ἦταν Ἕλληνες. Ὅπως σημειώνει καὶ πάλι ὁ Π. Κοντογιάννης, εὐρύτερα στὴ χερσόνησσο τῆς Ἐρυθραίας «ὁ πληθυσμὸς εἶναι ἑλληνικὸς κατὰ μέγα μέρος καὶ τουρκικὸς ὀλίγος. Οἱ Ἕλληνες δὲ (ἐδῶ) εἶναι ἀναμφιβόλως ἑλληνικῆς καταγωγῆς καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας δὲν διακρίνονται οὐδ’ ἐπ’ ἐλάχιστον. Εἶναι δὲ συγκεντρωμένοι εἰς πολίχνας, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ Ἀλάτσατα καὶ τὸ Ρεΐς-δερὲ εἶναι σχεδὸν καθ’ ὁλοκληρίαν ἑλληνικά, ὁ Τσεσμὲς καὶ τὰ Βρουλὰ μὲ ὀλίγους Τούρκους. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ μικρότερα χωρία ἑλληνικὰ ὡς καὶ μικτά. Πολλὰ ἑλληνικὰ χωρία ἔχουν τουρκικὰ ὀνόματα, τὸ ὁποῖον δεικνύει προέλασιν καὶ εἰσχώρησιν ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ εἰς χωρία πρότερον μόνον τουρκικά».

Τοὺς Ἕλληνες αὐτούς, ποὺ «δὲν διακρίνονται οὐδ’ ἐπ’ ἐλάχιστον» ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἐγκατέλειψε ὡς μὴ ὄφειλε ἡ Ἑλλάδα στὰ 1922, ἀφοῦ κατὰ τὴν κατάπτυστη ἐκδοχὴ τοῦ «Οἴκαδε», ποὺ εἶναι ταὔτὸ μὲ τὸ πιὸ σύγχρονο «Ἡ Κύπρος κεῖται μακράν», ὡς Ἕλληνες θεωρήθηκαν μόνο ὅσοι κατοικοῦσαν νοτίως τοῦ Πηνειοῦ (!), στὴν παλιὰ μικρή, «νοικοκυρεμένη» Ἑλλάδα, τὴν τάχατες ἔντιμη. Ἡ χερσόνησσος τῆς Ἐρυθραίας, φερ’ εἰπεῖν, μιὰ περιὰ μόνον ἀπέχουσα ἀπὸ τὴν ἐπίσης καμμένη ἀπὸ τὸ τουρκικὸ μένος Χίο, ἦταν σχεδὸν ἑλληνικὴ χώρα πρὶν τὴν Καταστροφή, τόσο ἑλληνικὴ ὅσο καὶ ἡ Χαλκιδικὴ ἢ καὶ ἡ Πελοπόνησσος ἀκόμα πρὶν τὴν Ἐπανάσταση. Γιὰ νὰ μὴ μιλήσουμε βεβαίως γιὰ τὴ Σμύρνη ἢ τὴν Προποντίδα καὶ τὸ Βόσπορο.

Ὁ Γκιούλ-μπαχτζές εἶχε καταστραφεῖ τὸ 1883 ἀπὸ σεισμούς. Ξαναχτίστηκε, ὡστόσο, μὲ τὴν πλειοψηφία τῶν κατοίκων νὰ εἶναι «ἕλληνες χριστιανοὶ νοικοκυραῖοι, ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τὴ γεωργία, κτηνοτροφία καὶ τὴ θάλασσα (ἁλιεία-ναυσιπλοΐα)». Κι ὅπως διαβάζουμε σὲ μιὰ ἀνάμνηση ἐκείνης τῆς τραγωδίας, «ἐκεῖ, στὸν Γκιούλ-μπαχτζέ, μιὰ γραφικὴ κωμόπολη χτισμένη στὰ μικρασιατικὰ γαλανὰ παράλια… ἔμελλε νὰ παιχτεῖ ἡ τελευταία πράξη ἑνὸς δράματος, ἀποτέλεσμα τοῦ τραγικοῦ καὶ φοβεροῦ πολέμου. Ὁ βίαιος καὶ σκληρὸς ἀποχωρισμὸς ἀγαπημένων προσώπων. Γονεῖς ποὺ ἀναζητοῦσαν τὰ χαμένα παιδιά τους, ἔγγαμα ζευγάρια ποὺ χωρίζονταν, μὴ μπορῶντας καὶ οἱ δυὸ ν’ ἀνεβοῦν στὰ πλοῖα, ρασοφόροι κληρικοί, γέροντες καὶ γερόντισσες ἀνήμποροι καὶ μὲ κλονισμένη τὴν ὑγεία τους στοιβαγμένοι στὴν ἀποβάθρα. Κοπέλες σὰν τὰ κρύα τὰ νερά, ποὺ θρηνοῦσαν τοὺς ἀγαπημένους τους…» (Θανάσης Δ. Καλογιάννης).

Κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς βρῆκαν καταφύγιο στὶς ὑπώρειες τῆς Πεντέλης, στὴν Πηγὴ Μελισσίων, ὅπου ἀναβιώνουν τὰ ἀρχαῖα ἔθιμα τῆς πατρίδας, ὅπως τὸ Κεσκέκι, κοινὸ γεῦμα ὑπὸ τὴ σκέπη τοῦ Ἁη-Γιώργη, ποὺ κι αὐτὸν τὸν ἔφεραν σηκωτὸ μαζί τους ἀπ’ τὸν Γκιούλ-μπαχτζὲ οἱ πρόσφυγες, γεῦμα κοινοτικό, πανηγυρικό, ποὺ μοιράζεται σὲ ὅλους, ντόπιους καὶ ξένους ἀδιακρίτως. Ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀρχαία πατρίδα κι ἀπ᾽ τὸ κοινὸ μ’ ὅλον τὸν ἑλληνισμὸ μικρασιατικὸ γεῦμα ἀκόμα οἱ τῆς Ψωροκώσταινας ψωμιζόμαστε.

 

Στὸ ἑπόμενο: Γάγγρα, Γιάλοβα, Γκέρεμε.

 

Κων. Μπλάθρας

 

Πηγὲς: Παντ. Μ. Κοντογιάννη, Γεωγραφία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, Γιάννη Καψῆ, Χαμένες πατρίδες, en.m.wikipedia.org, www.eleftheria.gr, 13-9-2008. www.mikrasiatis.gr.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *
You may use these HTML tags and attributes: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>