«Κάνω ένα είδος σαρακοστιανής νηστείας, απαραίτητης για να προετοιμαστώ για την ασκητικότερη διατροφή που με περιμένει στον Μοριά, όποτε κληθώ εκεί», απαντάει ο Μπάυρον, στις 18 Σεπτεμβρίου 1823, σε πρόσκληση για γεύμα του πλοιάρχου του Βασιλικού Ναυτικού Κλίφορντ (Clifford), στην Κεφαλλονιά όπου βρίσκεται, αναζητώντας τρόπο να περάσει απέναντι, στην ηπειρωτική, όπως τη λέει ο ίδιος, Ελλάδα. Τη σαρακοστιανή αυτή νηστεία, όπως φαίνεται από τις αναμνήσεις του Ιταλού κόμητα Ντα Γκάμπα, που τον συνόδευσε στο Μεσολόγγι, την κράτησε –λόγω και στομαχικών προβλημάτων– μέχρι τον θάνατό του, το Πάσχα, 19 Απριλίου 1824, ανατρέποντας ο ίδιος τον έκλυτο βυρωνικό του μύθο. Στο μεταξύ, συνέτρεχε τους Έλληνες και οικονομικά, μοιράζοντας τα τελευταία απομεινάρια της πατρικής του περιουσίας: «ξόδεψα επίσης γύρω στα εκατό τάλιρα για να συντρέξω τους Έλληνες πρόσφυγες στην Ιθάκη» –σε αντίθεση με τους πατριώτες του Σολωμού καλοστεκούμενους Ζακυνθινούς–, όπως γράφει στον κολλητό του φίλο Χομπχάουζ (Hobhouse) λίγο πριν (11 Σεπτεμβρίου), αναγγέλοντάς του μαζί με άλλα τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη. Ο Μπότσαρης τον περίμενε απέναντι, όπως λέει ο ήρωας στο τελευταίο του γράμμα, προς τον ποιητή, μια μέρα πριν πέσει στο Κεφαλόβρυσο (9 Αυγούστου 1823). Ο Μπάυρον πέρασε απέναντι αλλά δεν έφτασε ποτέ στον Μοριά, αν και είχε προσφερθεί στον πασά της Πάτρας να ανταλλαχθεί ως όμηρος με Έλληνες αιχμαλώτους.
Διακόσια χρόνια πριν, η καρδιά του, που έμεινε για πάντα στο Μεσολόγγι, σταμάτησε να χτυπά. Διακόσια χρόνια τώρα, όμως, η καρδιά του Βύρωνος αναπαύεται στην Ελλάδα, στην οποία έδωσε, εκούσια όπως αχνοφαίνεται στα γράμματά του, εκτός από την περιουσία του και τη ζωή του.
Κ. Μ.