
Ὁ Θανάσης Ράπτης, θεολόγος καὶ φιλόλογος, καθηγητή στὴ Μέση Ἐκπαίδευση ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα ἐξεδήμησε εἰς Κύριον, στὶς 14 Ἰανουαρίου 2024.
Ἕνας ἄνθρωπος μὲ τὴ ζωή του προσανατολισμένη στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, στὴ διάσταση ποὺ δίνει τὸ κοινωνικὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου :
- Μὲ τὴ φιλανθρωπική του δραστηριότητα πρὸς κάθε εἴδους ἀναξιοπαθούντα, ἀφοῦ ἐξ ἰδίων κατάβαλλε λογαριασμοὺς ρεύματος καὶ ὕδρευσης ἀνθρώπων ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀνταπεξέλθουν καὶ προέτρεπε καὶ ἄλλους νὰ κάνουν τὸ ἴδιο.
- Συμπαραστεκόταν στοὺς φυλακισμένους ὑλικὰ καὶ ἠθικά ὡς τακτικὸς ἐπισκἐπτης τῶν φυλακῶν Σταυρακίου.
- Ὡς ἐνεργὸς πολίτης μὲ τὴν συνδικαλιστική του δραστηριότητα ὡς ἀνεξάρτητου συνδικαλιστῆ στὰ πλαίσια τῆς τοπικῆς ΕΛΜΕ. Ὅπως τονίζει ὁ ἀδ. Μιχάλης Φαρίδης, «αποσπούσε την προσοχή την εκτίμηση και εμπιστοσύνη όλων των συναδέλφων του ιδίως των συνδικαλιστών της ΕΛΜΕ και όλοι τον ήθελαν στην παράταξή τους (που επηρεάζονταν από τα κόμματα), ο ίδιος όμως ήταν υπεράνω κομματικών παρατάξεων και έτσι ανεδείχθη Κορυφαίος ακομμάτιστος συνδικαλιστής.»
- Ἡ πνευματική του προσφορὰ ἦταν ἰδιαίτερα μεγάλη, ἀφοῦ πρωτοστάτησε στὴν ἵδρυση τοῦ πολιτιστικοῦ συλλόγου «Μήνυμα» στὰ Ἰωάννινα τὸ 1985, μὲ βιβλιοπωλεῖο ἀλλὰ καὶ τὴ διοργάνωση ἐκδηλώσεων μὲ ἀξιόλογους πνευματικοὺς ἀνθρώπους. Ὅπως τονίζει ὁ ἀδ. Φαρίδης, «Μεγάλη φροντίδα κατέβαλε επίσης ο Αθανάσιος για την διοργάνωση εκδρομών σε διάφορα μέρη της Ελλάδας μας, αυτός ήταν η ψυχή της παρέας, της ψυχαγωγίας, της δημιουργίας και ανάπτυξης των αγαθών μεταξύ μας σχέσεων και της αύξησης των ιστορικών και πολιτιστικών μας γνώσεων».
- Πρέπει νὰ ἀναδειχθεῖ καὶ ἡ εὐαισθησία ποὺ ἐπέδειξε στὴ δοκιμασία τῶν Σέρβων ἀδελφῶν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πολέμου τῆς Γιουγκοσλαβίας, ποὺ εἶχαν καταδικασθεῖ σὲ ἐξαθλίωση λόγω τῶν κυρώσεων ποὺ τοὺς ἐπιβλήθηκαν. Δαιμονοποιημένοι ἀπὸ τὴ χαρακτηριστικὴ μονομέρεια τῶν συστημικῶν ΜΜΕ. Ὁ Θανάσης Ράπτης, ἀνταποκρινόμενος στὴν ἔκκληση τῆς νεοσύστατης τότε Διαβαλκανικὴ Ὁμοσπονδία Ὀρθοδόξων Νεολαιῶν, πρωτοστάτησε στὴ συγκέντρωση σημαντικῶν χρηματικῶν ποςῶν, ποὺ διοχετεύθηκαν ὡς ἐνίσχυση μέσω τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας.
Ὁ βίος τοῦ ἀείμνηστου Θανάση Ράπτη ἀποτελεῖ παράδειγμα πρὸς ὅσους δὲν περιορίζονται στὰ λόγια καὶ στοὺς εὐσεβεῖς πόθους, ἀλλὰ ἀγωνίζονται νὰ κάνουν τρόπο καθημερινῆς ζωῆς τους τὸ παράδειγμα καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τοῦ εὐχόμαστε «Καλὸ Παράδεισο». Μὲ τὴν ἔκφραση τῶν θερμῶν μας συλλυπητηρίων πρὸς τοὺς οἰκείους του.
Ὡς ἔνδειξη τιμῆς καὶ μνήμης, ἀναδημοσιεύουμε ἄρθρου του τοῦ 1987, τὸ ὁποῖο εἶχε γραφεῖ τότε μὲ ἀφορμὴ τὰ σχέδια τῆς τότε κυβέρνησης γιὰ κρατικοποίηση μέρους τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. Προκλήθηκε ἔντονη ἀντίδραση τῆς Ἱεραρχίας καὶ τελικὰ τὰ σχέδια αὐτὰ δὲν ἔγιναν πράξη. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἄρθρο εἶχε γραφεῖ σὲ ἄλλη συγκυρία, περιλαμβάνει πάντα ἐπίκαιρες ἀπόψεις γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικά, τὶς ὁποῖες καὶ παραθέτουμε. Ἰδίως γιὰ τὴν ἐπιλεκτικότητα τῶν θεμάτων ποὺ κινητοποιοῦν τὴν ποιμαίνουσα Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀποκαλούμενο «χριστιανικό κόσμο».
Γ.Ζ.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΙΝΑ
Τοῦ Θανάση Ράπτη
Ἡ κατάσταση πού δημιουργήθηκε μέ τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας εἶναι πραγματικά ὀδυνηρή. Ἡ ἔνταση εἶναι θέμα τῶν ἡμερῶν, τό πρόβλημα εἶναι θέμα 150 ἐτῶν.
Δέν εἷναι τῆς στιγμῆς ἡ λεπτομερής ἀναφορά στήν ἱστορία τοῦ πράγματος. Εἶναι πολλοστή ἡ φορά πού ἡ κρατική ἐξουσία παίρνει περιουσία τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι βέβαια χωρίς παρατράγουδα ὡς πρός τήν τύχη της, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τούς Βαυαρούς. Ἄλλωστε ἡ κρατικοποίησή της, γιά την ὁποία δέν συμφωνοῦμε καθόλου, δέν σημαίνει, σ’ ἕνα ταξικό κράτος, καί προσφορά στό λαό.
Ὅμως, ἀπ’ τήν ἄλλη πλευρά, ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀξιοποίησε πάντοτε, οὔτε πρός ὄφελος τοῦ ποιμνίου οὔτε γιά τίς ἀνάγκες τῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας τήν περιουσία της.
Ἔτσι οὔτε ἡ κρατική ἐξουσία πείθει γιά τήν ἁγνότητα τῶν προθέσεών της, οὔτε ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας πείθει γιά τά φιλολαϊκά της αἰσθήματα καί τήν ἀναγκαιότητα ἱκανοποίησης τῶν ἱεραποστολικῶν της ἀναγκῶν, τουλάχιστον ἀνάλογα μέ τό εἶδος καί τήν ἔνταση τῶν ἐκδηλώσεών της (πορεῖες, πένθιμες κωδωνοκρουσίες, εἰρωνίες, ξεχωριστές δοξολογίες κ.ἄ.). Τόσα χρόνια μήπως τό κράτος τήν ἐμπόδιζε νά δώσει μέρος τῆς περιουσίας, πράγμα γιά τό ὁποῖο ἄλλωστε συμφωνεῖ, στό λαό; Κι ἄν ναί, γιατί δέν τό κατάγγελλε ὡς ἀντιλαϊκό; Γιατί τόσο ὄψιμο τό ἐνδιαφέρον της; Ἀκόμη μή ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ἀστική περιουσία, πού εἶναι καί τό «ψητό» δέν θίγεται ἄμεσα ἀπό τό Νομοσχέδιο.
Μέσα στόν ὀρυμαγδό τῶν ἑκατέρωθεν συνθημάτων καί ἰαχῶν, σέ συνάρτηση βέβαια μέ διαφανεῖς πολιτικές-κομματικές τοποθετήσεις, θά προσπαθήσουμε νά ἀρθρώσουμε κάποιο λόγο, ἀναγκαστικά ἐλλειπτικό, καί κάποιες προτάσεις:
1) Εἶναι ἀδόκιμοι οἱ ὅροι Ἐκκλησία καί πολιτεία στήν προκειμένη περίπτωση, διότι εἶναι ἔννοιες συλλογικές. Ἡ ταύτιση τῆς πολιτείας μέ την κυβέρνηση καί τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἱεραρχία δείχνει μία λανθάνουσα ἀπολυταρχική ἀντίληψη τύπου Λουδοβίκου ΙΔ’ «τό κράτος εἶμαι ἐγώ»καί παπικοῦ «ἡ ἐκκλησία εἶμαι ἐγώ» (Β’ Βατικάνεια Σύνοδος 1963).
2) Ἡ ἐκπροσώπηση σ’ ἕνα βαθμό ἡ πολιτική καί ἰδιαίτερα ἡ ἐκκλησιαστική εἶναι συζητήσιμη. Στήν περίπτωση τῆς πολιτείας δεν ἐφαρμόστηκε ἡ ἁπλή καί ἀνόθευτη ἀναλογική ὡς ἐκλογικό σύστημα. Στήν περίπτωση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔχουμε κάν ἐκλογές, παρά τό ὑπερώριμο αἴτημα τῆς ἐποχῆς καί τίς ἐπιταγές τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κανόνα περί τῆς «ψήφου κλήρου καί λαοῦ», ἐκλογῆς τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐκπροσώπων (ἐπισκόπων, ἱερέων, διακόνων κ.α.). Ὁ Φλωρίνης [σημείωση «Χ»: Αὐγουστίνος (Καντιώτης)] ἦταν διαπρύσιος κήρυκας τῆς θέσης αὐτῆς.
3) Ἡ συμμετοχή τῆς βάσης τόσο ἐκκλησιαστικά ὅσο καί πολιτικά εἶναι ἀνύπαρκτη. Οἱ λαϊκοί, πού στή συντριπτική πλειοψηφία εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ταυτόχρονα πολίτες, τόσο πολύ λαμβάνονται ὑπ’ ὄψη; Γιατί καλεῖται ὁ λαός ἐκ τῶν ὑστέρων νά νομιμοποιήσει ἤδη εἰλημμένες ἀποφάσεις; Τί εἴδους «φύλαξ,» τῆς Ὀρθοδοξίας (ἀπόφαση Πατριαρχῶν Ἀνατολῆς 1848) εἶναι τότε ὁ λαός, ὅταν οἱ ἡγέτες του ἀποφασίζουν γιά σπουδαῖα ζητήματα ἐρήμην του;
4) Ζοῦμε ἀπό χρόνια τό καθεστώς τῆς «νόμῳ κρατούσης πολιτείας», σέ σχέση μέ τήν «Ἐκκλησία». Γιατί δέν ξεκαθαρίζονται τά πράγματα μέ ἔντιμο, εἰλικρινῆ, καλόπιστο διάλογο καί μέ διάθεση συναγωνισμοῦ προσφορᾶς πνευματικὴς-ὑλικῆς, ὑπέρ τοῦ λαοῦ-ποιμνίου καί ἀπό τίς δύο πλευρές; Τόσο στένεψαν τά ὅρια τῆς συναλληλίας; Ἐδῶ χωρεῖ τεράστια συζήτηση καί μελέτη καί προσοχή, διότι τό θέμα εἶναι τεράστιο, ἀλλά δέν εἶναι τοῦ παρόντος ἄρθρου. Ἁπλά λέμε, μήπως κάποιες ὕποπτες σκοπιμότητες δούλεψαν ἀπό χρόνια γιά νά φθάσουμε στή σημερινή κρίση; Ποιοί βγαίνουν κερδισμένοι ἀπ’ αὐτή;
Πῶς δέχονταν ἐπί σειράν ἐτῶν ἡ ἱεραρχία τήν κατάσταση αὐτή και τώρα, πού τό θέμα εἷναι οἰκονομικό καί διοικητικό, κορυφώθηκε ἡ ἀντίδρασή της; Δέν ὑπῆρξαν ἡ ὑπάρχουν ἀλλά ἐξ ἴσου σοβαρά θέματα γιά τά ὁποῖα ἡ ἱεραρχία τηρεῖ σιγήν ἰχθύος; (Εἰρήνη, κοινωνική δικαιοσύνη, ἀνεργία, πολιτικές ἐλευθερίες καί ἀνωμαλίες, μασονία, πολιτισμική ἀλλοτρίωση … ). Μήπως αὐτά δέν εἷναι τῆς ἁρμοδιότητάς της, ἤ εἷναι παρωνυχίδα; Ἡ Ἐκκλησία εἷναι Ἐκκλησία ὅταν ὑπάρχει γιά τούς ἄλλους. Ἡ δημιουργία κοινωφελῶν ἱδρυμάτων δέν λύνει τό πρόβλημα, ἀλλ’ ἀποτελεῖ ἐμβαλωματική λύση. Ἡ ἐλεημοσύνη δέν μπορεῖ νά ὑποκαταστήσει τή δικαιοσύνη.
5) Ἡ θεσμοποίηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μετατροπή της δηλαδή σέ ὀργάνωση γιά τήν ὑπεράσπιση θρησκευτικῶν συμφερόντων, σέ τυποποιημένο θεσμό μέ γραφεῖα, ὑπαλληλική ἱεραρχία κ.λπ., χωρίς βασικά τή στόχευση -τουλάχιστον δέν φαίνεται στίς ἐνέργειες τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν ἐκπροσώπων της ἀλλά καί ὅλων μας- «γιά δημιουργία κοινωνίας πού να ὑπονομεύει τή συμβατική κοινωνική συμβίωση» εἷναι γεγονός καί βαρύνει ὅλους μας καί ἰδιαίτερα τούς ταγούς της.
Ἡ ἀγαστή συμπόρευση τῆς διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν καίσαρα (Παλάτι, χούντα … ), τοῦ όποίου τίς ὑπηρεσίες ἀπό χρόνια ἀπολαμβάνει, δεν δημιούργησε στήν ἱεραρχία τουλάχιστον τήν ὑποψία ὅτι οἱ ἐναγκαλισμοί του μπορεῖ νά εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ;
Πῶς δέχεται τήν ὑπαλληλοποίηση τῶν ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας ἡ διοίκησή της καί μάλιστα μέ διαφοροποίηση τῶν ἀπολαυῶν τους; ( Ἱεράρχες ὁρκισθέντες ἀκτημοσύνη μέ μισθό παχυλό καί ἄλλες παροχές καί ἱερεῖς, διάκονοι, πολλές φορές πολύτεκνοι μέ πολύ μικρότερο). Ποῦ εἷναι τό εὐαγγελικό «διεδίδοτο δέ έκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν» (Πρ. Ἀπ. 4, 35).
6) Γιατί τό δίλημμα τῶν διπλῶν βιβλίων στά ἐνοριακά συμβούλια; Ἐκτός ἄν δέν ἀληθεύει κάτι τέτοιο.
7) Ὡς πρός τά συμβούλια καί τά ὄργανα διοίκησης:
Ὄντως ἐπιχειρεῖται παρέμβαση κρατική. Τή δημοκρατία ἡ κρατική ἐξουσία θέλει μόνο γιά τά Μητροπολιτικά καί ἐνοριακά συμβούλια, διότι πῶς νά ἑρμηνευθεῖ ἡ ἐξαίρεση τοῦ Δ.Σ. τοῦ ΟΔΕΠ ἀπό τή δημοκρατική διαδικασία στή σύνθεσή του, κρατώντας ἡ ἴδια τήν πλειοψηφία τῶν διορισμένων μελῶν του; Γιατί δυό μέτρα καί δύο σταθμά; Αὐτό εἷναι δημοκρατική εὐαισθησία;
Ὅμως: Δέν ὑποψιάζονταν ἡ ἱεραρχία ὅτι ἐφ’ ὅσον ἀποδέχεται τήν οἰκονομική συνδρομή ἀπό τό κράτος, τό τελευταῖο θά θελήσει ἀργά ἤ γρήγορα νά ἔχει λόγο στή διαχείριση τῶν χρημάτων;
Ἡ «κατάστασις» τοῦ ἀρχιεπισκόπου, τῶν μητροπολιτῶν καί τῶν ἐφημερίων δέν γίνεται μέ τήν ὑπογραφή τῆς πολιτείας; Ἡ ἀριστίνδην σύνοδος ἀπό δεκατίες, πῶς γίνεται ἀποδεκτή; Δέν εἶναι αὐτό κρατική, ὄχι παρέμβαση, ἀλλά ὑποδούλωση; Νά αναφερθεῖ κανείς στις Συντακτικές πράξεις; Ποῦ εἶναι ἡ δυναμική ἀντίδραση τῆς ἱεραρχίας; Βεβαίως τό κράτος ἔχει μεγαλύτερη περιουσία ἀναξιοποίητη καί πρέπει νά ζητηθεῖ εὐθύνη, ἀλλά αὐτό ἀποτελεῖ λόγο διατήρησης τῶν ὁποιουδήποτε στεγανῶν στή διαχείριση; Τά διορισμένα συμβούλια ποιά σκοπιμότητα ἐξυπηρετοῦν; Πάντα ἔτσι ἦταν τά πράγματα;
Τά περί κομματικοποιήσεως εἶναι βέβαια ἕνας πιθανός κίνδυνος, ἀλλά μήπως καί τώρα δέν ὑφίσταται ὁ ἴδιος κίνδυνος; Ὡς πρός τόν τρόπο ἐκλογῆς τά σχετικά προβλήματα εἷναι δευτερεύοντα. Ἀρκεῖ νά ἐξασφαλίζεται ἡ εὐρύτερη καί συνειδητή λαϊκή συμμετοχή καί στα τρία εἴδη τῶν συμβουλίων καί ἡ διάθεση τῶν κομμάτων νά τά ἀφήσουν νά πορευτοῦν μόνα τους.
8) Τέλος, μήπως πίσω ἀπ’ ὅλα αὐτά καί παρά τήν ἀνεπιθύμητη κρατική παρέμβαση κρύβεται τό κλίμα τῆς δεσποτοκρατίας, πού δέν ἀφήνει τόν ἀέρα τῆς δημοκρατίας νά πνεύσει στήν Ἐκκλησία, πού ἀπό τή φύση της εἷναι δημοκρατική; Πῶς συμβιβάζεται τό ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό ἦθος μέ τήν ἐκκλησιαστική, γράψε, δεσποτική δικαιοσύνη; Ἡ περιθωριοποίηση τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου εἷναι ἐπακόλουθο τῆς μετατροπῆς τῶν ἐπισκόπων σέ δεσπότες.
Ξεχνοῦν, φαίνεται, οἱ τελευταῖοι ὅτι, ὀρθόδοξα ἐκκλησιαστικά, δέν ἐνεργοῦν ἐξ αὐτῶν (ex sese) ἀλλ’ ὡς συντονιστές τῶν χαρισμάτων τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Ὅλη αὐτή ἡ κατάσταση εἶναι ἄριστα ἐξυπηρετική σκοπῶν τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων, πού εἶναι γνωστές στούς ταγούς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δέν τίς καταγγέλλουν.
————————–
Ἄς ἔλθουμε τώρα σέ συγκεκριμένο πλαίσιο πρότασης πάνω στό ἐπίμαχο θέμα, χωρίς ἀναγωγή στό εὐρύτερο θέμα τῶν σχέσεων Διοικούσας Ἐκκλησίας καί Κυβερνήσεως, διότι τό τελευταῖο εἶναι πραγματικά τεράστιο.
α) Ἡ ἀγροτική περιουσία νά ἀποδοθεῖ, ὄχι στό κράτος, ἀλλά στό λαό, μέσῳ τῶν συνεταιρισμῶν, μέ τίς προϋποθέσεις τῆς ἀξιοποίησης καί τῆς χρηστῆς διαχείρισης.
β) Ἡ ἀστική περιουσία νά περιέλθει ὑπό ἑνιαῖο φορέα, αὐτοδιοικούμενο, μέ αἱρετά μέλη. Σκοπός ἡ ἀξιοποίηση γιά τήν κάλυψη τῶν ἀναγκῶν τῆς ἱεραποστολῆς (ἐσωτερικῆς καί ἐξωτερικῆς), παιδείας καί κοινωνικῶν στόχων (ἐνίσχυση πολυτέκνων, παραγωγικές πρωτοβουλίες τοῦ λαοῦ σέ κοινωνικοποιημένες μέ αὐτοδιαχείριση μονάδες, ἑταιρεῖες λαϊκῆς βάσης, πολιτισμικά καί μορφωτικά κέντρα κ.α.).
γ) Ὡς πρός τά συμβούλια: Ὅλα τά μέλη τούς νά εἶναι αἱρετά πλήν τῶν προέδρων τους: Άρχιεπισκόπου Μητροπολιτῶν, Ἐφημερίων γιά τόν ΟΔΕΠ, μητροπολιτικά, ἐνοριακά, ἀντίστοιχα. Τά τῶν ἐκλογῶν νά ρυθμιστοῦν μέ συναινετικές διαδικασίες καί ὄχι ὅπως ἀναγράφεται στό Νομοσχέδιο.
Μέ τίς παραπάνω σκέψεις καί προτάσεις, πού εἶναι ἔκφραση παράπονου καί ἀγάπης γιά τήν Ἐκκλησία, πιστεύομε ὅτι συντελοῦμε, κατά τό δυνατόν, στήν ἄρση τῆς κρίσης.
———————————-
Ἄς συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ κρίση δέν εἶναι μόνον αὐτή τῶν ἡμερῶν. Εἶναι πολλαπλή, μέσα μας καί γύρω μας, προσωπική καί κοινωνική. Ὁ καθένας ἄς συνειδητοποιήσει τά λάθη του καί τίς εὐθύνες του. Οὔτε οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μερίδα καθαρῶν καί οἱ ἄλλοι ἀκάθαρτοι (ἀκούστηκαν πολλά αὐτές τίς μέρες) οὔτε ἡ κυβέρνηση ὁ σωτήρας τοῦ τόπου.
Τά προβλήματα εἶναι τεράστια καί πιεστικά τόσο γιά τήν Ἐκκλησία, ὅσο καί γιά τήν Πολιτεία.
Ἄς ἀρχίσει ἕνας εὐρύτατος (μέ τή συμμετοχή τοῦ λαοῦ) καί καλόπιστος πρό παντός διάλογος, μέ πρωτοβουλία τῶν ἐκκλησιαστικῶν καί πολιτικῶν ἐκπροσώπων, ὄχι στή βάση ὅτι οἱ μέν εἶναι προστάτες τοῦ Θεοῦ, οἱ δέ σωτῆρες τοῦ τόπου, ἀλλά ὡς διάκονοι-ὑπηρέτες (αὐτό θά πεῖ ἐπίσκοπος καί ὑπουργός) τοῦ λαοῦ-λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἄς ἀγκαλιάσουν τόν τελευταῖο εἰλικρινά, ἔμπρακτα καί ὄχι μέ λόγια καί ἄς τοῦ δώσουν τή θέση πού τοῦ ταιριάζει. Ἡ λαϊκή συμμετοχή εἶναι ἀνάγκη ἐπιτακτική γιά τή διατήρηση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας καί την προαγωγή τοῦ τόπου.
Καιρός γιά αὐτοκριτική, ἐξομολόγηση λαθῶν, ὅποιων λαθῶν, προσωπικῶν καί συλλογικῶν καί ἀπό τήν πλευρά τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἀνθρώπων τῆς Πολιτείας, καί διάθεση ἀγάπης ἀπό ὅλους, γιά ὅλους καί γιά ὅλα. Οἱ καιροί δέν ἐπιτρέπουν τήν πολυτέλεια τῆς διχοστασίας.
Ἄς σφίξουμε τά χέρια ὅλοι μας στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ λαοῦ (γιατί ὄχι καί Χριστολαοῦ), τούς ὁποίους κλήθηκαν οἱ ἡγεσίες τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πολιτείας νά. ὑπηρετήσουν.
Θανάσης Ράπτης
Θεολόγος-Φιλόλογος
Γιάννινα 1985