
Ο Φραντς Γαίγκερσταίτερ (Franz Jägerstätter) γεννήθηκε στις 20 Μαΐου 1907 στην Αγία Ραδεγόνδη, μικρό χωριό της Άνω Αυστρίας. Ήταν ο μόνος κάτοικος του χωριού που ψήφισε ενάντια στην «Ενσωμάτωση» της χώρας του στη ναζιστική Γερμανία το 1939. Επιστρατεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1943, όντας έγγαμος με τρεις ανήλικες κόρες, η μεγαλύτερη έξι ετών. Αρνήθηκε να υπηρετήσει στον γερμαμικο στρατό και να ορκιστεί στο όνομα του Φύρερ, φυλακίστηκε, δικάστηκε και αποκεφαλίστηκε στο Βερολίνο, στις 9 Αυγούστου του 1943. Στη ζωή του αναφέρεται η ταινία Μια κρυφή ζωή, του Αμερικανού Τέρενς Μάλικ, που αυτές τις μέρες παίζεται στους κινηγματογράφους. Οι εκδόσεις «Μήνυμα» της «Χριστιανικής» είχαν εκδόσει το 1974 τη βιογραφία του από τον επίσης Αμερικανό Γκόρντον Τσαν, σε μετάφραση Γιώργου Ροδίτη, απ’ όπου το παρακάτω απόσπασμα από τη διαθήκη του μάρτυρα.
Ο Φραντς, όπως και ο Αλέξανδρος Σμορέλ, αντιστάθηκε στον Ναζισμό, μένοντας πιστός στο Ευαγγέλιο. Παρακάτω αναφέρεται στις τρομερές πιέσεις που δεχόταν από τις εκκλησιαστικές αρχές του Βατικανού –που θυμίζουμε ότι είχαν υπογράψει «μνημόνιο» συνεργασίας με τον Χίτλερ– να υπογράψει, έστω προσποιητά, πίστη στον Χίτλερ. Ο μακάριος Φραντζ, πραγματικός φίλος του Χριστού, αντιστάθηκε μέχρι το τέλος, μη φειδόμενος και της ζωής του ακόμη.
Επιθυμώ να γράψω δυο λόγια, όπως ακριβώς μούρχονται στο νου, κι όπως αναπηδούν απ’ την καρδιά. Σας γράφωμε δεμένα τα χέρια, αλλά εξακολουθώ να προτιμώ ακόμη τούτο παρά να νιώσω αλυσοδεμένη τη θέλησή μου. Ούτε το κελλί της φυλακής, ούτε οι αλυσίδες, ούτε και μια καταδίκη σε θάνατο δε θα μπορούσαν να κάμουν οποιονδήποτε να χάση την πίστη του και να του αφαιρέσουν την ελευθερία. Ο Θεός μάς δίνει τη δύναμη να υπομένουμε τα δεινά, όποια κι αν είναι, κι αυτή η δύναμη είναι ανώτερη απ’ όλες τις δυνάμεις του κόσμου. Αν για να καταστήσυν κάθε άνθρωπο προσεκτικό απέναντι σε κάθε σοβαρή αμαρτία που συνεπάγεται τον αιώνιο θάνατο κατέβαλλαν τόσο κόπο όσο καταβάλλουν για να μου δείξουν τι θα σήμαινε ένας ατιμωτικός θάνατος, πιστέυω πως την ημέρα της Κρίσης ο Σατανάς δε θα μπορούσε να ελπίζει παρά σε μηδαμινή συγκομιδή. Αδιάκοπα επιχειρούν να σου κάμουν την εκλογή πιο δύσκολη απευθύνοντας έκκληση στη συνείδησή σου επειδή έχεις γυναίκα και παιδιά. Αλλά το να έχη κανείς γυναίκα και παιδιά, αποτελεί αρκετή δικαιολογία για να προσβάλλη το Θεό λέγοντας ψέματα, χωρίς να λογαριάζουμε τα υπόλοιπα που μας ζητούν να πράξουμε; Δε μπορώ να το πιστέψω. Ο ίδιος ο Χριστός είπε: «Όποιος αγαπάει τον πατέρα του, τη μητέρα του, ή τα παιδιά του περισσότερο από μένα, δεν είναι άξιος μαθητής μου». (Ματθ. 10:37) Και σ’ άλλο σημείο: «Να μη φοβηθήτε αυτούς που σκοτώνουν το σώμα, αλλ’ αδυνατούν να φονεύσουν την ψυχή· να φοβηθήτε περισσότερο αυτόν που μπορεί και την ψυχή και υο σώμα να τα στείλη για πάντα στη γέενα». (Ματθ. 10:28) Γιατί ο Θεός έδωσε στον καθένα μας το λογικό και το αυτεξούσιο αν όχι για να τον υπακούμε τυφλά; Ή ακόμη, αν αυτό που λένε μερικοί ήταν αληθινό, ότι δηλ. δεν είναι δουλειά του Πέτρου ή του Παύλου να πουν αν ο παρών πόλεμος που έχει εξαπολύσει η Γερμανία είναι δίκαιος ή άδικος, τότε τι νόημα θα είχε το να γνωρίζουμε να διακρίνουμε ανάμεσα στο καλό και στο κακό; Αν ο Θεός δεν μου παραχωρούσε τη χάρη του, αν δεν μούδινε τη δύναμη να φτάσω μέχρι το θάνατο, αν χρειαστή, προκειμένου να υπερασπιστώ την πίστη μου, θα εναργούσα ίσως όπως οι περισσότεροι από τους καθολικούς. Πολλοί καθολικοί ίσως πιστεύουν πως δεν είναι ανάγκη να υποστούν μαρτύριο και να πεθάνουν για την πίστη τους παρά μόνο την ημέρα που θα τους ζητηθή να την αρνηθούν δημόσια. Εγώ όμως νομίζω πως οποιοσδήποτε που προτιμά να υποφέρη και να πεθάνη μάλλον παρά να ληπήση το Θεό με το παραμικρότερο συγνωστό αμάρτημα, είναι ήδη ένας μάρτυρας που προσφέρεται για την πίστη του. Και πιστεύω πως, επί πλέον, η ανταμοιβή αυτού του χριστιανού στον ουρανό θα είναι πολύ μεγαλύτερη από την ανταμοιβή εκείνου από τον οποίο ζητείται ν’ αρνηθή δημόσια την καθολική Εκκλησία, επειδή στην περίπτωση αυτή έχει το στοιχειώδες καθήκον, αν δεν θέλει να διαπράξη βαρύ αμάρτημα, να πεθάνη μάλλον παρά να υπακούση, έστω κι αν η εγκατάλειψη της Εκκλησίας επρόκειτο να είναι προσποιητή. Ένας άγιος είπε: «Ακόμη κι αν μ’ ένα μόνο ψέμα μας, στιγμιαία υποχώρηση στις απαιτήσεις των περιστάσεων, θα μπορούσαμε να σβήσουμε τη φωτιά ολόκληρης της γέενας, και πάλι δε θάπρεπε να πέσουμε σ’ αυτό, γιατί με το να λέμε ψέματα, έστω κι από ανάγκη, προσβάλλομε το Θεό». Μερικοί θα πουν, η θα το σκεφτούν, πως στον 20ό αιώνα τέτοιες απόψεις είναι ολότελα γελοίες. Μάλιστα, είναι αλήθεια, σε σύγκριση με τους πρώτους χριστιανούς, η θέση μας στη σημερινή ανθρωπότητα διαφέρει πολύ, αλλ’ ο Θεός δεν άφηρεσε ούτε ένα γιώτα από τις εντολές του, κι’ ωστόσο βρισκόμαστε στο έτος δύο χιλιάδες!