
Στο στάδιο της εισαγγελικής αγόρευσης βρίσκεται η δευτεροβάθμια δίκη για τις εγκληματικές ευθύνες που οδήγησαν στο θάνατο 104 ανθρώπων στο Μάτι στις 28 Ιουλίου 2018 και στην καταστροφή της ζωής πολλών εγκαυματιών, που μέχρι και σήμερα υφίστανται τις επώδυνες συνέπειες των τραυμάτων τους. Όχι μόνο δεν έγιναν τότε οι δέουσες ενέργειες για να μην εγκλωβιστεί ο κόσμος στη φωτιά, αλλά εκατοντάδες άνθρωποι που έπεσαν στη θάλασσα για να σωθούν έμειναν επί ώρες αβοήθητοι από τον κρατικό μηχανισμό και σώθηκαν από εθελοντές.
Η εισαγγελέας κα Σταματίνα Περιμένη, αναφέρθηκε στις ευθύνες των διαφόρων κρατικών φορέων και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Αναφερόμενη στην κατά προτεραιότητα διάθεση των μέσων πυρόσβεσης για την εγκατάσταση της “Μότορ Όιλ, που επίσης απειλείτο από πυρκαγιά σε σχέση με το Μάτι, τόνισε χαρακτηριστικά:
Επικράτησε η προστασία της εγκατάστασης από την προστασία της ανθρώπινης ζωής
“…Το Έρικσον έκανε μια βολή και φεύγει να πάει στα διυλιστήρια σε εκτέλεση της εντολής. Η εντολή ήταν σαφής. Πας για Μότορ Οιλ. Βεβαίως ήταν μια πολύ σοβαρή και επικίνδυνη υποδομή. Ωστόσο, όταν οι καταστάσεις είναι τόσο κρίσιμες και οι αποφάσεις που παίρνονται πρέπει να λαμβάνονται με τη βαρύτητα της κάθε περίστασης. Πρωτίστως οφείλεις να προστατέψεις του ανθρώπους. Αυτές είναι δύσκολες αποφάσεις που λαμβάνουν αυτοί που βρίσκονται σε μεγάλες θέσεις. Το διυλιστήριο έχει και δικό του σύστημα πυρασφάλειας. Ήταν μια φωτιά που είχε ξεκινήσει πριν από το Μάτι. Θα έπρεπε να ελέγξουν την κατάσταση από τους επίγειους. Είτε γιατί φοβήθηκαν, είτε γιατί πιέστηκαν δεν το έκαναν. Η στάθμιση που έπρεπε να γίνει για να διατεθούν τα ελάχιστα μέσα δεν έγινε ή έγινε και υπέρβαση γιατί παραβιάστηκε στην πραγματικότητα η ιεράρχηση που βάζει ο ίδιος ο νομοθέτης, γιατί επικράτησε η προστασία της εγκατάστασης από την προστασία της ανθρώπινης ζωής”.
Μέσω Δανίας οι αρχές πληροφορήθηκαν την ύπαρξη ανθρώπων στη θάλασσα!
Είπε επίσης, μεταξύ άλλων, πως «οι αρχές πληροφορήθηκαν τυχαία την ύπαρξη ανθρώπων στη θάλασσα μέσω Δανίας όταν τουρίστας έκανε χρήση του 112 στη χώρα του που λειτουργούσε τότε. «Και αφού έμαθαν για αυτούς τους δώδεκα ανθρώπους, δεν είπε κανείς «μπας υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι στη θάλασσα;». Ο αρχηγός θα έπρεπε να ζητήσει συνδρομή του λιμενικού. Αυτή είναι η πολιτική προστασία. Η διάσωση δεν έγινε από επιλογή αλλά ως ανάγκη».
Ζήτησε την ενοχή Περιφερειάρχη, Δημάρχου, ΓΓ Πολιτικής Προστασίας, στελεχών της Πυροσβεστικής και του φυσικού αυτουργού
Η εισαγγελέας ζήτησε την ενοχή των:
Ιωάννη Καπάκη, τότε γενικού γραμματέα Πολιτικής Προστασίας,
Ρένας Δούρου, τότε Περιφερειάρχη Αττικής,
Σωτήρη Τερζούδη, τότε αρχηγού της Πυροσβεστικής,
Βασίλη Ματθαιόπουλου, τότε υπαρχηγού,
Ιωάννη Φωστιέρη, τότε επικεφαλής του ΕΣΚΕ,
Χρήστου Γκολφίνου, επικεφαλής του 199 της Πυροσβεστικής,
Φίλιππου Παντελεάκου, διευθυντή του Κέντρου Επιχειρήσεων Πολιτικής Προστασίας,
Δαμιανού Παπαδόπουλου, διοικητή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας στη Νέα Μάκρη,
Νικόλαου Παναγιωτόπουλου, τότε διοικητή Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Αθηνών,
Ευάγγελου Μπουρνού τότε δημάρχου Ραφήνας,
Χαράλαμπου Χιώνη, τότε διοικητή Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Ανατολικής Αττικής και
Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου, κατοίκου, από την αυλή του οποίου ξεκίνησε η φωτιά.
Ο ανακριτής είχε ζητήσει διώξεις για κακούργημα
Οι διωξεις που ασκήθηκαν ήταν πλημμελημετικές, για ευθύνες από αμέλεια. Όμως, όπως είχαμε επισημάνει, ο ανακριτής της υπόθεσης κ. Μαρνέρης, είχε επίμονα ζητήσει να ασκηθούν διώξεις σε πέντε πρόσωπα σε βαθμό κακουργήματος. Με το αιτιολογικό ότι οι πράξεις και παραλείψεις τους, λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους της αδιαφορίας και των θέσεων ευθύνης των εμπλεκομένων, δεν ήταν προϊόν αμέλειας, αλλά ενδεχόμενου δόλου. Διότι δεν έγιναν απλώς λάθη στην αντιμετώπιση, αλλά επιδείχθηκε αδιαφορία σε τέτοιο βαθμό που να προκύπτει ότι είχαν αποδεχθεί το καταστρεπτικό αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τη διατύπωση του ανακριτή, όπως έχει διαρρεύσει στα ΜΜΕ, “παρακολουθούσαν αμέτοχοι επί της ουσίας τις εξελίξεις σε Νταού Πεντέλης – Νέο Βουτζά – Μάτι, ωσάν τον Ξέρξη, όταν παρακολουθούσε τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας από τον χρυσό του θρόνο στο όρος Αιγάλεω”. Εκτός από αδιαφορία, ο ανακριτής είχε κατηγορήσει ορισμένους αρμοδίους και για «συγκάλυψη της πραγματικής εικόνας».
Παρά το γεγονός ότι η πρόταση του ανακριτή υιοθετήθηκε από το αρχικό βούλευμα του Συμβουλιου Πλημμελειοδικών, η παραπομπή έγινε τελικά μόνο για πλημμελήματα, με αποτέλεσμα και τις ελαφρές ποινές που επιβλήθηκαν πρωτόδικα μόνο σε πέντε εμπλεκομένους.
Και εκβίαση του πραματογνώμονα-καταδίκη Ματθαιόπουλου
Σημειώναμε επίσης ότι στη δικογραφία περιλαμβάνεται προϊόν ηχητικής συνομιλίας του αξιωματικού πραγματογνώμονα Δημήτρη Λιότσιου με τον τότε αρχηγό του Πυροσβεστικού Σώματος Βασίλη Ματθαιόπουλο -κατηγορούμενο και στην παρούσα δίκη-, που περιλαμβάνει πιέσεις και απειλές του τελευταίου στον πραγματογνώμονα να συγκαλύψει τα πραγματικά περιστατικά. Παρά το γεγονός ότι δεν αμφισβητείται ότι η συνομιλία είναι προϊόν υποκλοπής, ο εισαγγελέας εισηγήθηκε να περιληφθεί στη δικογραφία, με το σκεπτικό ότι αυτή έγινε στο γραφείο του Ματθαιόπουλου χωρίς τη φυσική παρουσία άλλων μαρτύρων, με αποτέλεσμα να μην έχει ο κ. Λιότσιος άλλο τρόπο να αποδείξει τους ισχυρισμούς του: «Εάν δεν το είχε κάνει, θα έπρεπε να ανεχθεί την άσκηση πίεσης στο πρόσωπό του με σκοπό την αλλοίωση της κρίσης του ως οργάνου επιβοηθούντος τη Δικαιοσύνη ή να υποστεί κυρώσεις». Σημείωνε επίσης πως η επίμαχη συνομιλία δεν ανάγεται στη σφαίρα της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής, αλλά «πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των ανατεθειμένων σε αυτούς υπηρεσιακών καθηκόντων. (…) Η εκτέλεση τούτων υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική».