Δέχομαι ότι η πορεία προς το Συνέδριο πάντα πρέπει να είναι ευκαιρία αναστοχασμού πάνω σε κορυφαία ζητήματα της Χρ. Δημοκρατίας και πάνω σε αποφάσεις του προηγούμενου (Θ΄) Συνεδρίου για να δούμε, αν είναι πως αγωνιστήκαμε να τις εφαρμόσουμε. Μακρύτερα και βαθύτερα, εμείς οι χριστιανοί – χριστιανοσοσιαλιστές θέλω να σκεφθούμε αν γινόμαστε καλύτεροι, «καινοί» άνθρωποι, για μια καινούργια ζωή και ελεύθερη, άξιοι με τη χάρη του Θεού για τον παράδεισο της δόξας του Θεού, της Αγίας Τριάδας.

Θα αποφύγω συστηματικές αναφορές στο Καταστατικό, εκτός μόνον, όταν θέλω να στηριχθώ σε συγκεκριμένα άρθρα, αργότερα. Τώρα, όμως, στη Χριστιανική Δημοκρατία είμαστε τόσο λίγοι, ώστε προέχει ως αδελφοί να σκεφτούμε έγκαιρα ποιοι μπορεί, με τη βοήθεια του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος, και πως να κάνουμε τον απολογισμό (1) μας, ιδιαίτερα τον πολιτικό, και τι να σχεδιάσουμε (2) για το μέλλον ως Χ. Δημοκρατία.

Αφήνω το λογισμό μου σχεδόν ελεύθερο και ζητώ αδελφικά και λογικά την κρίση σας γιατί αυτό το θεωρώ δημοκρατικό και γιατί, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος ο Γραικός, με το στόμα ενός απλοϊκού αλλά αγίου ιερέα και του προστάτου αγγέλου του, «ο Θεός δεν κάνει μόνος του για τους ανθρώπους όσα μπορούν να τα κάνουν οι συνάνθρωποί τους γι’ αυτούς». Θέλει τη συνεργασία τους.

 

Τι επιδιώξαμε οι χριστιανοδημοκράτες;

 

Ο δάσκαλός μας Ν. Ψαρουδάκης και οι πρώτοι και έπειτα οι επόμενοι συνεργάτες και οι μαθητές του επιδίωξανε να είναι καλοί Χριστιανοί και έπειτα Έλληνες, μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: Να δουν το Ευαγγέλιο ως ζωντανό λόγο του Θεού και να φέρουν στο φως του κηρύγματος και της πράξης σήμερα, όσες αλήθειες του Ευαγγελικού και πατερικού Λόγου σκεπάστηκαν ξεχάστηκαν, ίσως αποσιωπήθηκαν από την συμβατική χριστιανική ηγεσία του ή διαστρεβλώθηκαν από πολλούς «εχθρούς» του, από αδυναμίες μίσους ή συμφέροντος.

Ξεχώρισαν να διακονήσουν ιδιαίτερα τον πολιτικό λόγο και την πολιτική πράξη, με όραμα μιας νέας κοινωνίας. Έπρεπε, επομένως, να καταγγείλουν πρώτα τη διαστροφή του χριστιανικού λόγου, μα καλύτερα να κηρύξουν, «να μαθητεύσουν» όλους τους Έλληνες και πρώτα τους θεωρούμενους χριστιανούς, ποιες κοινωνικές αλήθειες του Ευαγγελίου, πρέπει να ζωντανέψουν, ποιες να ξανακηρυχθούν, ποιες να ξαναγίνουν πράξη πάση θυσία για να προετοιμάσουν την νέα κοινωνία-Εκκλησία των Χριστιανών. Πράξη πρώτα από τους ίδιους.

Αυτό το μήνυμα κατασυγκινούσε το Ν. Ψαρουδάκη και τους μαθητές του. Από το ψέμα, τη συγκάλυψη του κοινωνικού μηνύματος του Ευαγγελίου οι χριστιανοδημοκράτες ύψωσαν τη φωνή τους μέσα στην ελληνική κοινωνία για να κηρύξουν όχι μόνο πίστη αλλά και δικαιοσύνη. Να καταγγείλουν όχι μόνο την αδικία των Ελλήνων και συχνά των Αστοχριστιανών αλλά και να προετοιμάσουν την εφαρμογή της δικαιοσύνης, να γίνουν οι «ποιήσαντες», κυρίως, όπου μπορούσαν. Βέβαια, έπρεπε να «ρωτήσουν» πρώτα γι’ αυτό όχι μόνο τη ζωή του Χριστού αλλά και των Αποστόλων. Κι ακόμα να μελετήσουν τη ζωή των Αγίων και των Μαρτύρων, για να βρουν όχι μόνο κήρυκες του Χριστού και αρνητές των ειδώλων-μάρτυρες.

Στην ιστορία, όμως, κάποτε, των χριστιανών Αγίων και Μαρτύρων, όπως ανέφερα, έβρισκαν κηρύγματα και αυτοθυσίες για την πίστη αλλά όλο και λιγότερους λόγους για την καταδίκη της αδικίας, συχνά για την κοινωνική δικαιοσύνη, αφού συνήθως οι εξουσιαστές, πολιτικοί και θρησκευτικοί, αδικούσαν, δεν ήθελαν να κρίνονται από προφήτες, να ακούνε να καταγγέλλονται από αυστηρούς και δίκαιους Αγίους. Έτσι αραίωσαν οι λόγοι δικαιοσύνης, μειώθηκαν οι ιεροκήρυκες που καταδίκαζαν τους κλέφτες και τους εκμεταλλευτές. Οι εξουσίες των τυράννων, των αδίκων δεσποτών, τρομοκρατούσαν τους ομιλητές και συγγραφείς, ώστε κατά κανόνα και λόγοι Αγίων αγωνιστών και μαρτύρων της δικαιοσύνης περιορίζονταν στην αγία ζωή γενικά, στα βάσανα γενικά, στην πίστη τους και στην αυτοθυσία τους για την δικαιοσύνη και την καταγγελία του πλούτου και της αδικίας απ’ αυτούς.

 

Κηρύγματα και βιαστική καταγγελτική πολιτική εξουσίας

 

Στη σχετικά μακρά ιστορία της Χ. Δημοκρατίας επικράτησε η καταγγελία, στο πρώτο διάστημα, των δύο αντίθετων και ανελεύθερων και άδικων συστημάτων, κεφαλαιοκρατικών και κομμουνιστικών και, παράλληλα, των δεξιών ή αριστερών κομμάτων στην Ελλάδα, πάνω σε ποικίλα πολιτικοκοινωνικά θέματα με στόχο και την κεντρική πολιτική σκηνή, δηλαδή τα προγράμματα ή τις ρητορείες για την κατάκτηση της Εκτελεστικής εξουσίας (Κυβερνήσεως)και του Κοινοβουλίου.

Κυριάρχησε η σκέψη για τις Κεντρικές Εκλογές. Οι Εκλογές, είπαμε εμείς οι χριστιανοδημοκράτες, είναι η διαφορά μας από πολλές οργανώσεις ορθοδόξων Ελλήνων, που κηρύττουν ότι δεν «πολιτεύονται» (ψευδώς), δεν δημιουργούν κόμματα, ότι διατηρούν καθαρό και ενωτικό το μήνυμα του Ευαγγελίου, ότι ο χριστιανικός αγώνας είναι πνευματικός και όχι υλικός κ.λπ.

Όσοι με αγάπη συνείδηση ή μάλλον με σκοπιμότητα το υποστήριξαν αυτό (οι Αστοχριστιανοί) απλώς ταυτίστηκαν με τα «δεξιά» αστικά αντικομμουνιστικά κόμματα, προτιμούσαν το συμφέρον και το ρουσφέτι και όχι το δίκαιο. Κάποιοι ακολούθησαν ψευδο-ιδεαλιστικές, αιρετικές απόψεις.

Και όμως πνευματικός αγώνας σημαίνει αγώνας αλήθειας και δικαιοσύνης, υπεράσπιση των θυμάτων εκμετάλλευσης με αυτοθυσία, όπως το κήρυγμα του Χριστού και των Αποστόλων, χωρίς προσωποληψίες ή σκοπιμότητες. Πνευματικός αγώνας δεν είναι οι ρητορείες για ελευθερίες αλλά η καταγγελία των τυράννων και των εκμεταλλευτών, η απελευθέρωση των δούλων και των φτωχών με παρρησία και πνεύμα μαρτυρία και δικαιοσύνης.

Σ’ αυτό το πνεύμα, επίσης, θήτευσε, βέβαια και θητεύει η Χριστιανική Δημοκρατία. Παρρησία που «προσδοκά» την επανάσταση.

 

Πέρα από την καταγγελία και τις «Μεγάλες Εκλογές». Πραγματική ειρηνική επανάσταση

 

 «Καλύτερα ν’ ανάψεις ένα φως, παρά να καταριέσαι το σκοτάδι», λέει παραστατικά μια κινεζική παροιμία.

Μα και το Ευαγγέλιο κατ’ εξοχήν και οι Πατέρες πολύτροπα κηρύττουν «ο ποιήσας και διδάξας» το θέλημα του Θεού, όποιες πρώτα πράξει και έπειτα κηρύξει, όποιος ενεργήσει μέσα στη ζωή, στον ατομικό και πολιτικό του βίο, θα δώσει το παράδειγμα, χωρίς επίδειξη και θα εμπνεύσει την πολιτική πράξη.

Και η Χρ. Δημοκρατία, όσο έβαζε και βάζει στο κέντρο της προσοχής της τις «Εκλογές» της κεντρικής πολιτικής σκηνής, στο παρόν ιστορικό της στάδιο, τόσο βρίσκεται μακριά από το «παράδειγμα», από την ουσία της «πολιτικής πράξης. Γιατί ελάχιστοι είναι οι χριστιανοκοινωνιστές, συνήθως, χωρίς πείρα και πράξεις κοινοτικές.

«Παράδειγμα» ατομικά σημαίνει ότι «αλλάζεις» τον εαυτό σου χριστιανικά, μετανιώνεις διαρκώς κατά τη δικαιοσύνη και την αγάπη. Κοινωνικά, όμως, σημαίνει ότι μαζί με τους αδελφούς σου δημιουργείς δίπλα σου, στην οικογένειά σου, στη γειτονιά σου, στο χωριό σου, στο σχολείο σου, στα δάση σου, στους συνεταιρισμούς σου, στις βιβλιοθήκες σου, στις εφημερίδες σου κ.λπ. θεσμούς συνεργασίας, πράξεις πολιτικοκοινωνικές αλλαγής της συμπεριφοράς των συνανθρώπων σου. Οι τελευταίες «παραδειγματικές» πράξεις σημαίνουν πρώτα προσφορά εργασίας «από κοινού», με υποχώρηση του εγωισμού, και εμπνεύσεως αλληλεγγύης. Για να κάνουμε την ουσιαστική πολιτική, χρειαζόμαστε πρώτα τέτοιες πράξεις, που σημαίνουν συγχρόνως δημιουργία και αλληλεγγύης «συμμετοχή» και σπάνια μια περιφερειακή καταγγελία. Αυτές οι πράξεις, οι «δημιουργίες», είναι κατ’ εξοχήν πολιτική με ελευθερία και, εφόσον την επιδιώκουν, με δικαιοσύνη, είναι, συγχρόνως, πράξεις παιδείας, που ασκούν και μορφώνουν τους ανθρώπους και για κάθε άλλη πολιτική. Χωρίς αυτή την άμεση πολιτική πράξη συνεργασίας κάθε άλλη «μακροπολιτική» ή «πολιτική εξουσίας» είναι υποκρισία, άγονη και άτεκνη «ουτοπία».

Οι χριστιανοδημοκράτες θέλουν, εκτός από τη γνώση της ιστορίας της Χ.Δ., των Συνεδρίων της, κατ’ εξοχήν και τη διακονία τους σε μικρές πολλές «δημιουργικές πράξεις πολιτικής», ώσπου να γίνουν χιλιάδες, πολλές χιλιάδες, παραδείγματα πολιτών ελευθερίας, έτοιμων να μαρτυρήσουν για τη φωτισμένη δικαιοσύνη του Χριστού σε κάποια Πολιτεία.

Αθανάσιος Κουρταλίδης

Μέλος του Πολ. Γραφείου

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *
You may use these HTML tags and attributes: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>