
Ούτε η Περεστρόικα ούτε η Γκλάσνοστ ήταν κατ’αρχήν λάθος. Δεν σήμαιναν την κεφαλαιοκρατικοποίηση της Σοβιετικής Ένωσης, ιδιαίτερα με τον άκρατο τρόπο που έλαβε χώρα. Αντιθέτως, οι πολιτικές αυτές είχαν κατά ένα τρόπο ζητηθεί ήδη στην αρχή του σοβιετικού καθεστώτος, από την ίδια την Ρόζα Λούξεμπουργκ, σε κριτική που απηύθυνε προς τον Λένιν. Ήταν στο βιβλίο της “Σοσιαλισμός και δημοκρατία” που είχε ζητήσει οι πολιτικές διαφωνίες να μπορούν να εκφράζονται ελεύθερα. Παρόμοια κριτική επίσης απεύθυνε και ο Λέον Τρότσκι και οι συνεχιστές του.
Εντούτοις, ο Γκορμπατσώφ δεν έμεινε σε μέτρα άρσης ή άμβλυνσης ενός “πολιτικού ολοκληρωτισμού”, που ήταν πάντα το μεγάλο πολιτικό πρόβλημα της Σοβιετικής Ένωσης και άλλων κρατών εμπνευσμένων από το μαρξισμό (-λενινισμό). Προχώρησε στη μετάβαση στη κεφαλαιοκρατία του σοβιετικού καθεστώτος. Γιατί όμως συνέβη αυτό; Ήταν το αποτέλεσμα ενός κακού (εξαγορασμένου από τη “γκλομπαλιστική κεφαλαιοκρατική τάξη”) ηγέτη;
Η συγγραφέας και δημοσιογράφος Naomi Klein στο βιβλίο της “Το δόγμα του σοκ” γράφει χαρακτηριστικά ότι στην Πολωνία η πρώτη φορά που ασκήθηκε αληθινή σοσιαλιστική πολιτική ήταν όταν ο πρώην ηγέτης του Συνδικάτου “Αλληλεγγύη” Λεχ Βαλέσα επέβαλε τις θέσεις του. Αυτή η δράση του Βαλέσα διακόπηκε βίαια από το πραξικόπημα του Γιαρουζέλσκι. Ανάλογες φυσικά ενέργειες έγιναν στην Τσεχοσλοβακία και αλλού. Επίσης, είχε αναπτυχθεί μια τάξη γραφειοκρατική, που λάμβανε αυτό που ήδη ο Νικολάι Μπερντιάγεφ αποκαλούσε “υπερμισθό”. Όλα αυτά τα γεγονότα, μαζί με την προϊούσα συντηρητικοποίηση των Σοβιετικών πολιτών, και παρά τις κοινωνικές κατακτήσεις που υπήρχαν και που εγκωμιάζει ο κεντροαριστερός Γιώργος Θεοτοκάς στις ταξιδιωτικές του αναμνήσεις τη δεκαετία του 1960, επέφεραν τη σήψη. Και τελικά, η κατάρρευση με το Γιέλτσιν δεν ήταν παρά αυτό που έλεγε ο John Kenneth Galbraith για τις επαναστάσεις: “ένα κλώτσημα σε μια σάπια πόρτα”.
Ο Νίκος Ψαρουδάκης είχε γράψει ότι προκειμένου να προχωρήσουν τα πράγματα στον κοινωνικό τομέα, “είτε οι Χριστιανοί θα γίνουν επαναστάτες, είτε οι του σοσιαλιστικού στρατοπέδου θα διορθώσουν το λάθος και θα γίνουν Χριστιανοί”. Τίποτα από αυτά δεν έγινε τότε, όχι στο βαθμό που χρειαζόταν. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσίας μετά την κατάρρευση δήλωνε τον Χριστό ως “ιδεολογικό του αρχηγό”. Αλλά όλα αυτά έγιναν πολύ, πάρα πολύ αργά. Ο αστός-Πρωτέας είχε ήδη προσεταιριστεί τους θρησκευόμενους και τη Διοικούσα Εκκλησία, ενώ τα κράτη του μαρξιστικού σοσιαλισμού κατέρρεαν μέσα στα συσσωρευμένα λάθη τους.
Ο οικονομολόγος Κέυνς προειδοποιούσε την εποχή του Μπρέτον Γουντς για την πιθανή μετάβαση σε καθεστώτα μαρξιστικά, εάν οι μεταρρυθμίσεις που πρότεινε δεν υλοποιούνταν. Όταν εξέλιπε η Σοβιετική Ένωση, οι κεφαλαιοκράτες βρήκαν την ευκαιρία της Ρεβάνς. Επειδή, όπως λένε οι Πατέρες, η απληστία είναι πάθος ακόρεστο και η επιθυμία της υποτέλειας των άλλων επίσης, η “αργόσχολη τάξη” κατά το μεγάλο κοινωνιολόγο Veblen, πήρε όλα όσα είχε συμβιβαστεί πριν να… παραχωρήσει και έβαλε τον υπόλοιπο κόσμο στην “κοινωνία της ορθοπεταλιάς”: να ευθυγραμμίσουν τις ζωές τους με την αυξανόμενη κερδοφορία τους. Και αυτό έγινε: πρώτος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και μετά ο Σημίτης, ο Έλληνας Μπλαιρ, εκπροσώπησαν αυτή την κοινωνία. Στις μέρες μας, με δεδομένο το φιλισταϊσμό και την αποπολιτικοποίηση και ιδιώτευση του κόσμου, ακόμη περιμένουμε την πτώση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού…
Γ.-Ν. Π.