• ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΧΑΡΗ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΥ*

Του Παναγιώτη Μπούρδαλα

Κάμποσες αφορμές μου δόθηκαν τον τελευταίο καιρό, ώστε να ασχοληθώ με ένα νομοκανονικό εκκλησιαστικό ζήτημα, που ήδη έχει λήξει εδώ και 25 χρόνια οριστικά. Κάτι η στάση της διοικούσας εκκλησίας στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια των μνημονίων και της πανδημίας, μια σειρά άρθρων στην μηνιαία εφημερίδα «ΩΡΑ των ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ»[1] για έναν εκ των «12» εκπτώτων Μητροπολιτών από το Σκεπαστό Καλαβρύτων, κάτι η μελέτη ενός εξειδικευμένου σύγχρονου εκπαιδευτικού στελέχους, την οποία και παρουσιάζουμε με οδήγησαν σε αυτό το άρθρο – βιβλιοκριτική.

Η μελέτη έγινε από τον πολυγραφότατο Δρ θεολογίας Χαράλαμπο Μ. Ανδρεόπουλο σε 196 σελίδες από τις εκδόσεις «ΑΙΑΚΟΣ» (Πειραιάς – 2022). Είναι χαρακτηριστικός ο υπότιτλος: «Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση του προβλήματος των εκπτώτων Μητροπολιτών από την Επταετία (1967-1974) έως και τη Μεταπολίτευση (1990-1996)».

Οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι η προσέγγιση του μελετητή δεν στηρίζεται στην όποια ατομική ηθική του κάθε ένα εκ των «12» εκπτώτων μητροπολιτών, η οποία βεβαίως διαβάζεται με τα έγχρωμα γυαλιά του καθενός μας διαφορετικά, αλλά με εκκλησιολογικά, νομικά και πολιτικά κριτήρια.

Η μέθοδος αυτή με βρίσκει σύμφωνο, γιατί έτσι μπορεί ο/η οποιοσδήποτε να κατανοήσει το πρόβλημα, αλλά και τη λύση του μετά από τριάντα ολόκληρα χρόνια! Την μέθοδο αυτή θα ακολουθήσω κι εγώ στην εν λόγω βιβλιοκριτική μου.

Στους πρωταγωνιστές των εξελίξεων αναφέρονται και δυο «δικοί μας», αλλά από την ακριβώς αντίθετη στάση και πρακτική.

  1. Ο -από το Σκεπαστό Καλαβρύτων- Αλεξανδρουπόλεως Κωνστάντιος (Χρόνης), ο οποίος εκλέχθηκε μεν από την 8μελή «Αριστίνδην Σύνοδο», αλλά έμεινε μέχρι το θάνατό του ως «σκληροπυρηνικός» και «αμετανόητος» προς την αποκατάσταση της νομοκανονικότητας της Δ. Εκκλησίας στην Ελλάδα μετά το 1974. Επίσης αναφέρεται και ως στέλεχος της θρησκευτικής οργάνωσης «Ζωής»!
  2. Ο Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Γεώργιος (Πάτσης), που ήταν ο 1ος ο αρχαιότερος χειροτονηθείς στην «πρεσβυτέρα ιεραρχία» και ο οποίος συμμετείχε στην εκλογή του Αρχιεπ. Σεραφείμ (Τίκα), στην κανονικοποίηση της Δ. Εκκλησίας το 1974, αλλά και στην έκπτωση των «12».

ΙΙ. ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ ΥΠΟΤΑΓΗΣ ΤΗΣ Δ. ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Όλα ξεκίνησαν με την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα το 1967. Η γνωστή αυτή χούντα θέλησε να ελέγξει πλήρως και τη διοίκηση της «Εκκλησίας της Ελλάδος», ώστε αφενός να την έχει υποτακτική και αφετέρου δι’ αυτής να ελέγχεται καθημερινά ο λεγόμενος κατώτερος κλήρος. Το ιδεολόγημα του «Ελλάς ελλήνων χριστιανών» είχε νοθευτεί με το νομοκανονικό δηλητήριο από τις πρώτες ημέρες.

Τρία διαδοχικά γεγονότα δημιούργησαν το πρόβλημα από τις πρώτες ημέρες μετά την 21η Απριλίου του εν λόγω έτους.

Με βάσει τον Α.Ν. 3/1967 (δημοσίευση 10.05.1967), με τον οποίο επεκτείνεται η νομοθεσία (Ν.Δ. 4589/1966) περί ορίου ηλικίας των 80 ετών και επί του Αρχιεπισκόπου, απομακρύνεται «αυτοδικαίως» ο κανονικός Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄ (Χατζησταύρου). Ο λόγος; Δεν ήταν διατεθειμένος ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄ να τους κάνει «όλα τα χατίρια». Ταυτόχρονα με τον ίδιο Α.(αναγκαστικό) Ν.(όμο) καταργείται η Σύνοδος της Ιεραρχίας και συγκροτείται 8μελής «Αριστίνδην» Σύνοδος!

Αυτή η επιλεγμένη και διορισμένη 8μελής «επιτροπή των αρίστων»[2] ψηφίζει τον κοινό εκλεκτό της χούντας και του παλατιού (23.05.1967) αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη, που ήταν τότε πρωθιερέας στα Ανάκτορα και καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ (δυστυχώς). Μάλιστα με Συντακτική Πράξη (Δ΄/1967) θεσπίζεται το απαράδεκτο της άσκησης προσφυγής και αίτησης ακύρωσης στο Σ.τ.Ε., «μια απαγορευτική διάταξη που συμπεριλαμβάνει και τους κληρικούς παντός βαθμού».

Έτσι «…Για πρώτη φορά, επίσης, ‘’εξοστρακίζονται’’ από Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας οι βασικές διατάξεις του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου (Π.Σ.Τ.) του 1850 για τη συγκρότηση της Διαρκούς Συνόδου κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης και της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως (Π.Σ.Π.) του 1928 για τη συμμετοχή στη Διαρκή Σύνοδο ίσου αριθμού αρχιερέων από τις Μητροπόλεις της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και τις Μητροπόλεις του Οικουμενικού Θρόνου (‘’Νέων Χωρών’’).

Η αντιεκκλησιαστική αυτή επιτροπή των οκτώ μαζί με τον δοτό Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο (Κοτσώνη) επιλέγουν συνεχώς πολλούς νέους Μητροπολίτες χρόνο με το χρόνο,[3] που κατά την εκτίμησή τους θα ήταν υποταγμένοι και φερέφωνα της δικτατορίας. Βεβαίως υπήρχαν και οι παλαιότεροι (πριν το 1967) μητροπολίτες και δημιουργήθηκε ένα κράμα με πολλές τάσεις και ρεύματα,[4] όπου κυριαρχούσε το «χουντικό».

ΙΙΙ. ΣΤΑΔΙΑΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΩΝ ΣΤΗ Δ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Τα πράγματα όμως δεν είναι κατά το πως τα σχεδιάζουν οι άνθρωποι και ειδικά οι κατά φύση και πράξη δικτάτορες, γιατί τότε «ο Θεός γελάει»! Μόνο που αυτό παίρνει επώδυνο ιστορικό χρόνο σε σχέση με το μέσο όρο ζωής μας…

Ο συγγραφέας διαπραγματεύεται μεθοδικά όλη αυτή την ιστορία και με ελικοειδή τρόπο, ώστε να κατανοεί τα πράγματα και ο μη ειδικός. Έτσι σημαδεύει και κάποιους ορατούς σταθμούς στη Δ. Εκκλησία, που τα εκκλησιαστικά πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνονται σε όλους. Πάντα υπάρχουν υπόγειες φλέβες ζωής κάτω από τα επιφανειακά πολιτικά και εκκλησιαστικά αυτά πράγματα. Γιατί τα ορατά είναι αφενός πολύχρωμα (όχι μαύρο-άσπρο) και τα αόρατα πολύ περισσότερα και διεισδυτικότερα.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό ίσχυσε σταδιακά για όλους τους ζώντες Μητροπολίτες, εκτός από «12» σκληροπυρηνικούς, αλλά όχι όλων «αμετανόητων» μέχρι το τέλος. Τελευταία μάλιστα ένας εκλεγείς από την 8μελή επιτροπή αναγνωρίστηκε ως άγιος από την Ι. Σ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου: Ο Άγιος Καλλίνικος Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας (1919-1984)[5].

Κατά τον συγγραφέα οι νέοι κρίσιμοι χρονολογικά σταθμοί ήταν:

  1. Στις 13 Απριλίου 1973, μετά από προσφυγές των Φλωρίνης Αυγουστίνου (Καντιώτη) και Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου (Νικολάου), δημοσιεύεται η υπ’ αριθμ. 1175 απόφαση του Σ.τ.Ε. με την οποία κρίνεται παράνομη η συγκρότηση της Δ.Ι.Σ. του Νοεμβρίου του ΄72. Οι εν λόγω διεμαρτύροντο για το γεγονός ότι η συγκρότηση της Δ.Ι.Σ. πραγματοποιήθηκε κατά παρέκκλιση των πατριαρχικών διατάξεων (Π.Σ.Τ 1850 και Π.Σ.Π. 1928) που ορίζουν τη συγκρότηση κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης. Το διοικητικό εκκλησιαστικό καθεστώς τρίζει.
  2. Στις 10 Μαΐου 1973 οι «πατριαρχικοί» αποκτούν πλειοψηφία έναντι των πλήρως καθεστωτικών και του αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄ (Κοτσώνη) για τη συγκρότηση νέας Ι. Σ.! Ο δοτός αρχιεπίσκοπος μένει έκθετος, αφού στη 10μελή Ι.Σ. οι πατριαρχικοί είναι επτά έναντι τριών!
  3. Στις 9 Νοεμβρίου 1973 -και ενώ έχει ήδη δρομολογηθεί η αντίσταση στα τέσσερα Πανεπιστήμια της Χώρας και το ηρωικό Πολυτεχνείο της Αθήνας- το Σ.τ.Ε. «με την υπ΄ αριθμ. 3538 απόφασή του απορρίπτει… τη προσφυγή των ‘’ιερωνυμικών’’ Μητροπολιτών η οποία εστρέφετο κατά της αποφάσεως της Ι.Σ.Ι. της 10ης Μαϊου βάσει της οποίας η Δ.Ι.Σ. συγκροτήθηκε με την σειρά των πρεσβείων».
  4. Δεκέμβριος 1973 -και ενώ έχουν δρομολογηθεί διπλά και ραγδαία πολιτικά γεγονότα (Πολυτεχνείο, αλλαγή φρουράς στη χούντα από τον Ιωαννίδη)- παραιτείται ο αρχιεπ. Ιερώνυμος Α: η παραίτηση «…γίνεται δεκτή από την Δ.Ι.Σ.. Με Π.Δ. το οποίο δημοσιεύεται στις 28.12.1973 ο Ιερώνυμος καθίσταται Αρχιεπίσκοπος πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος».
  5. IV. ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ (ΤΙΚΑΣ) ΚΑΙ 12 ΕΚΠΤΩΤΟΙ

Η κατάρρευση του ιερωνυμικού καθεστώτος παίρνει μορφή χιονοστιβάδας. Αφήνουμε στην άκρη την δικτατορία του Δ. Ιωαννίδη και μένουμε στην πρακτική εφαρμογή της κανονικής συγκρότησης της Ιεραρχίας και δη της μικρής Ι.Σ. κατά τα πρεσβεία και όχι με τους επιλεγμένους «αρίστους»! Η Δ. Εκκλησία στην Ελλάδα περνά σε μια νέα φάση, που θα διαρκέσει πάνω από 20 χρόνια με τιμονιέρη τον από Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκα). Όσον αφορά το ζήτημα, που μελέτησε ο συγγραφέας, οι βασικοί σταθμοί που σημειώνει είναι οι εξής:

  1. Στις 11 Ιανουαρίου 1974 τον λόγο πλέον τον έχει η «πρεσβυτέρα Ιεραρχία»,[6] δηλαδή οι ζώντες μητροπολίτες, εκλεγμένοι πριν την κατάλυση της κανονικής διοίκησης το 1967: «…με τη Συντακτική Πράξη 3/1974 και το Ν.Δ. 274 συγκροτείται η «Πρεσβυτέρα» Ιεραρχία και δρομολογούνται οι διαδικασίες για την εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου. Την 12η.01.1974 ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκας) με ψήφους 20 έναντι 7 του Μητροπολίτου Κοζάνης Διονυσίου (Ψαριανού) εκλέγεται υπό της «Πρεσβυτέρας» Ιεραρχίας (παρισταμένων 28 εκ των 32 μελών της) νέος Αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας της Ελλάδος».
  2. Ξεκινούν οι εσωτερικές συζητήσεις για το τι θα συμβεί με όσους μητροπολίτες επιλέχθηκαν (και χειροτονήθηκαν βεβαίως) από τον 8μελή επιτροπή (Αριστίνδην Σύνοδο). Κεντρικό ζήτημα αποτέλεσε η επιστροφή στην νομοκανονική παράδοση της Δ. Εκκλησίας (πριν την 21.04.1967) και η αποδοχή της από όλους τους Μητροπολίτες, ανεξάρτητα αν είχαν εκλεγεί πριν ή μετά την 21.04.1967.

Έτσι τον Ιούνιο και Ιούλιο του 1974: «…Με απόφαση της ‘’Πρεσβυτέρας Ιεραρχίας’’ που στηρίχθηκε στην Συντακτική Πράξη 7/1974 κηρύσσονται έκπτωτοι από τους θρόνους τους δώδεκα (12) Μητροπολίτες, εκ των οποίων οι δύο της παλαιάς (προδικτατορικής) Ιεραρχίας[7] και οι δέκα (10) εκ των εκλεγέντων επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου. Οι δύο πρώτοι με την κατηγορία της ‘’απειθείας κατά της εκκλησιαστικής αρχής’’ και της ‘’διασαλεύσεως της ενότητος της Εκκλησίας’’ και οι δέκα υπόλοιποι με την κατηγορία της ‘’αντικανονικής εκλογής’’ αλλά και της ‘’απειθείας’’»[8].

  1. V. ΟΙ ΕΙΚΟΣΑΕΤΕΙΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ, Η ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΩΝ «12» ΚΑΙ Η ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

Η Ι. Σ. του Ιανουαρίου του 1974 (υπ’ αριθμ. 3/1974 Σ. Π.) ουσιαστικά σημειώνει για του «12» τα εξής: «…Η Σύνοδος αύτη, εξαντλήσασα αρχικώς τα όρια ανοχής και μη τελεσφορήσασα επιεικεία χρωμένη, άτε των Ιερωνυμικών μη στεργόντων εις συνεργασίαν εν ομονοία και αγάπη, προήλθεν ακολούθως εις την λήψιν δραστικών, πλήν αναγκαίων, μέτρων υποβοηθηθείσα υπό της εν τω μεταξύ εκδοθείσης υπ’ αριθμ. 7/1974 Συντακτικής Πράξεως, η οποία εξεδόθη δια να επαναφέρη την κανονικήν τάξιν εις την Εκκλησίαν…».

Επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή (μετά το 1974) έγινε προσπάθεια προσεταιρισμού των «12» και των οπαδών τους με απόπειρα για δικαίωμα προσφυγής στο Σ.Ε. Σημειώνει ο συγγραφέας σχετικά:

«…Προς αυτή τη κατεύθυνση κατατέθηκε εκ μέρους 155 βουλευτών της κυβερνώσας παράταξης (Νέα Δημοκρατία) πρόταση νόμου προς ψήφιση στη Βουλή, δια της οποίας προεβλέπετο να δοθεί το δικαίωμα προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας στους δώδεκα εκπτώτους Μητροπολίτες, το οποίο τους το στερούσαν οι Συντακτικές Πράξεις έκπτωσής τους. Η προσπάθεια, όμως, δεν καρποφόρησε και η πρόταση νόμου έμεινε στο ‘’ψυγείο’’…».

Ήδη από το 1975 έγιναν τόσο νομοθετικές απόπειρες, όσο και ενδοεκκλησιαστικές, αλλά, κατά τον συγγραφέα, προσέκρουαν στην απόλυτη στάση των «12» ότι έγιναν έκπτωτοι «αντικανονικά»! Έβλεπαν μόνο το δέντρο κι όχι το δάσος. Πάντως ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ δεν έμενε με σταυρωμένα τα χέρια, αλλά απευθύνθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο[9] και απέκτησε έτσι μεγάλο στήριγμα.

Όταν κάποιοι απ’ αυτούς προσέφυγαν για την έκκλητο (δηλαδή έφεση) στο Οικ. Πατριαρχείο κοινώς «έφαγαν πόρτα». Στην ουσία, οι μεν των «Νέων Χωρών» γιατί τώρα το θυμήθηκαν, ενώ είχαν καταπατήσει την πράξη του 1928, ενώ οι της παλαιάς Ελλάδας, διότι είχαν καταπατήσει την πράξη αναγνώρισης της Εκκλησίας της Ελλάδας του 1950.

Στην Οικουμενική κυβέρνηση του 1990 ο υπουργός εκ της Ν.Δ. και στέλεχος της «Ζωής» Γιάννης Παλαιοκρασάς, κατάφερε και πέρασε «νυχτιάτικα» μία τροπολογία γενική για δημοσίους υπαλλήλους που διώχτηκαν στην επταετία, η οποία όμως έδινε το πράσινο φως και για τους ζώντες από τους «12» να προσφύγουν. Αυτή έμεινε στα χρονικά ως «τροπολογία Παλαιοκρασά»!

Γράφει ο συγγραφέας, μετά τη νομική δικαίωση λόγω της τροπολογίας: «…Οι αποφάσεις αυτές του Σ.τ.Ε. όχι μόνο δεν έλυσαν, αλλά αντιθέτως περιέπλεξαν ακόμη περισσότερο το ανοικτό και πάλι εκκλησιαστικό πρόβλημα, μετατρέποντάς το (και) σε νομικό αφού η ακύρωση των διαταγμάτων εκπτώσεως των ‘’ιερωνυμικών’’ Μητροπολιτών από τους θρόνους τους δεν έθιγε την εκλογή των νέων Μητροπολιτών στους ίδιους αυτούς θρόνους…».[10]

Το Σ.τ.Ε., λοιπόν, αρχικά δικαίωσε νομικά τους προσφυγόντες από τους «12» κι έτσι η Δ. Εκκλησία προσπάθησε να βρει συναινετικές λύσεις. Υπήρξαν πολλές. Τελικά βρέθηκε λύση «…για τρείς ‘’ιερωνυμικούς’’ Μητροπολίτες και συγκεκριμένα τον από Παραμυθίας Παύλο (Καρβέλη) που δέχθηκε και τοποθετήθηκε στην Αγιά, τον από Ζακύνθου Απόστολο (Παπακωνσταντίνου) που δέχθηκε και τοποθετήθηκε στο Κιλκίς και τον από Τρίκκης Σεραφείμ (Στεφάνου) που τοποθετήθηκε συναινετικά στη Καλαμπάκα και έτσι οι τρείς αυτοί έκπτωτοι Μητροπολίτες εισήλθαν κανονικά στην Ιεραρχία.

Σε εκκρεμότητα παρέμειναν οι ‘’ιερωνυμικοί’’ Μητροπολίτες από Λαρίσης Θεολόγος, από Αττικής Νικόδημος και από Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνος που παρέμεναν ανένδοτοι στο αίτημά τους για επαναφορά τους στις παλαιές έδρες τους, κάτι, όμως, που ρητά αρνούνταν η Ιερά Σύνοδος.

Από δω και πέρα το πρόβλημα πήρε νέα μορφή και συγκεκριμένα ως ‘’Πρόβλημα των Τριών Μητροπολιτών’’…».

Τονίζει ο συγγραφέας: «Στις 11 Ιουνίου 1993 δημοσιεύεται η υπ’ αριθμ. 1028 απόφαση της ολομελείας του Σ.τ.Ε. με την οποία ακυρώνεται η από 8ης/01/1992 πράξη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου που έθεσε σε διαθεσιμότητα τον Μητροπολίτη από Λαρίσης Θεολόγο, δικαιώνοντας ταυτόχρονα και τους άλλους δύο Μητροπολίτες, τον από Αττικής Νικόδημο και τον από Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνο, ως εν ενεργεία Μητροπολίτες Αττικής και Θεσσαλιώτιδος, αντιστοίχως, ως νομιμοποιουμένους και άρα δικαιουμένους να συμμετέχουν στα διοικητικά σώματα της Εκκλησίας (Δ.Ι.Σ. και Ι.Σ.Ι.).

Η Δ.Ι.Σ, όμως, με ανακοίνωσή της (23.06.1993) αποφαίνεται ότι ‘’η απόφαση του ΣτΕ είναι ανεφάρμοστη διότι άπτεται θεμάτων πνευματικού και κανονικού χαρακτήρος της Εκκλησίας’’, έτσι η ένταση μεταξύ των δύο πλευρών, όχι μόνο δεν αποκλιμακώνεται, αλλά οξύνεται…».[11]

Ακολούθησαν πολλά θλιβερά γεγονότα, κυρίως στη Μητρόπολη Αττικής και Λαρίσης, για λίγα χρόνια. Την οριστική λύση έδωσε ο νέος Πρωθυπουργός Ανδρέας Γ. Παπανδρέου νομικά. Στηρίχτηκε σε μία σοφή κίνηση της Ιεραρχίας, που με αφορμή τα θλιβερά γεγονότα στους ναούς, επέβαλλε το εκκλησιαστικό επιτίμιο της «ακοινωνησίας».

Με βάση αυτό, το Σ.τ.Ε.[12] δικαίωσε τελεσίδικα την έκπτωση των τριών, που είχαν απομείνει. Με το θάνατο αυτών[13] έληξε μια θλιβερή εκκλησιαστική κατάσταση, που είχε για τον συγγραφέα δύο αιτίες. Μία ηθικιστική ενάντια σε Μητροπολίτες την δεκαετία του 1960 από τις θρησκευτικές κυρίως οργανώσεις και μία πολιτική / χουντική με το πραξικόπημα στις 21.04.1967. Το σύστημα της νόμω κρατούσης Πολιτείας ήταν πάντα ορατό για τριάντα ολόκληρα χρόνια, δηλαδή μέχρι το 1996!

 

*  Ο Παναγιώτης Α. Μπούρδαλας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρτεζη. Είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός ως φυσικός, πτ. θεολογίας, συγγραφέας και ειδικός ερευνητής της Κέρτεζη

[1] Πρόκειται για τον (έκπτωτο τελικά) πρώην Αλεξανδρουπόλεως Κωνστάντιο (Χρόνη). Αφιέρωμα σε σειρά από τον ΙΩΑΝΝΗ Δ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟ, Δικηγόρο στην Αθήνα, από του Πλανητέρου Καλαβρύτων. Το Ζ΄ και τελευταίο αφιέρωμα στο φ. 55, ΙΟΥΝΙΟΣ 2022, σελ. 23.

[2] Αναφέρει ο συγγραφέας στην υποσημείωση 11 και σελ. 19: «Ήταν δε οι εξής: 1) ο Πατρών Κωνσταντίνος (Πλατής), 2) ο Τρίκκης και Σταγών Διονύσιος (Χαραλάμπους), 3) ο Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Δαμασκηνός (Κοτζιάς), 4) ο Κυθήρων Μελέτιος (Γαλανόπουλος) της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος και 5) ο Νικοπόλεως και Πρεβέζης Στυλιανός (Κορνάρος), 6) ο Ξάνθης Αντώνιος (Κλαουδάτος), 7) ο Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος Κωνσταντίνος (Πούλος) και 8) ο Κασσανδρείας Συνέσιος (Βισβίνης) των «Νέων Χωρών». Βάσει ποίων κριτηρίων επελέγησαν;…».

[3] Ο συγγραφέας στην υποσημείωση 17 και σελ. 24 αναφέρει: «Οι εκλεγέντες ήταν: 1) Φωκίδος Χρυσόστομος (Βενετόπουλος), ο από Κερνίτσης, 2) Νικαίας Γεώργιος (Παυλίδης), ο από Τριμυθούντος της Κύπρου, 3) Σιδηροκάστρου Ιωάννης (Πάπαλης), 4) Θηβών και Λεβαδείας Νικόδημος (Γραικός), ο οποίος παραιτήθηκε, αντικατασταθείς (10-4-1981) υπό του τότε αρχιμανδρίτου της Ι.Μ Θηβών και νυν Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου (Λιάπη), 5) Αλεξανδρουπόλεως Κωνστάντιος (Χρόνης), 6) Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανός (Οικονομίδης), 7) Δημητριάδος Ηλίας (Τσακογιάννης), 8) Χίου Χρυσόστομος (Γιαλούρης), 9) Εδέσσης Καλλίνικος (Πούλος), 10) Φλωρίνης Αυγουστίνος (Καντιώτης), 11) Κερκύρας Πολύκαρπος (Βαγενάς), 12) Υδρας Ιερόθεος (Τσαντίλης), 13) Λαγκαδά Σπυρίδων (Τραντέλλης), 14) Ζακύνθου Απόστολος (Παπακωνσταντίνου), 15) Ελασσώνος Σεβαστιανός (Ασπιώτης), 16) Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνος (Σακελλαρόπουλος), 17) Θεσσαλονίκης Λεωνίδας (Παρασκευόπουλος), 18) Ν. Πελαγονίας (Ενόπλων Δυνάμεων) Νικόλαος (Ξένος), 19) Αττικής και Μεγαρίδος Νικόδημος (Γκατζιρούλης), 20) Λαρίσης, Πλαταμώνος και Τυρνάβου Θεολόγος (Πασχαλίδης), 21) Λευκάδος Νικηφόρος (Δεδούσης), 22) Καρυστίας Σεραφείμ (Ρόρρης), 23) Χαλκίδος Νικόλαος (Σελέντης), 24) Βερροίας Παύλος (Γιαννακόπουλος), 25) Ηλείας Αθανάσιος (Βασιλόπουλος), 26) Παραμυθίας Παύλος (Καρβέλης), 27) Γόρτυνος Θεόφιλος (Καναβός), 28) Τρίκκης Σεραφείμ (Στεφάνου) και 29) Μονεμβασίας και Σπάρτης Ιερόθεος (Κυριαζόπουλος). Από τους ανωτέρω οι είκοσι οκτώ (28) εκοιμήθησαν και παραμένει εν ζωή – και εν ενεργεία – ένας (1), ο – και Αντιπρόεδρος της Ι.Σ.Ι. – ο Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ (Ρόρρης)».

[4] Αναφέρει ο συγγραφέας στις σελ. 24 και 25: «Οι πλείστοι εκ των νεοεκλεγέντων Μητροπολιτών, όπως και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ήταν φιλικά προσκείμενοι προς την αδελφότητα θεολόγων ‘’Ζωή’’. Οι πέντε εξ αυτών μάλιστα ήταν και μέλη – αδελφοί της ‘’Ζωής’’ και συγκεκριμένα οι εκλεγέντες στις Μητροπόλεις Αλεξανδρουπόλεως Κωνστάντιος (Χρόνης), Ζακύνθου Απόστολος (Παπακωνσταντίνου), Θεσσαλονίκης Λεωνίδας (Παρασκευόπουλος), Αττικής Νικόδημος (Γκατζιρούλης) και ο εκλεγείς ως (τιτουλάριος) Μητροπολίτης Ενόπλων Δυνάμεων Νικόλαος (Ξένος)».

[5] «Ο κατά κόσμον Δημήτριος Πούλος γεννήθηκε στα Σιταράλωνα Αιτωλοακαρνανίας το 1919. Σπούδασε τη Θεολογία στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Διάκονος και Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε το 1957 από τον αδελφό του Μητροπολίτη Διδυμοτείχου Κωνσταντίνο. Υπηρέτησε ως Γραμματέας της Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας, λαϊκός Ιεροκήρυκας και Πρωτοσύγκελλος αυτής. Στις 25 Ιουνίου 1967 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας. Προηγουμένως στις 22 Ιουνίου 1967 η Ιερά Σύνοδος με απόφασή της προσήρτησε στη Μητρόπολη Εδέσσης και την Επαρχία Αλμωπίας, την οποία απέσπασε από τη Μητρόπολη Φλωρίνης. Η χειροτονία τελέσθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου Αθηνών… Η μνήμη του εορτάζεται στις 8 Αυγούστου», ekklisiaonline.gr, 08.08.2020.

[6] Αναφέρει κατά τα πρεσβεία ιεροσύνης ο συγγραφέας στις σελ. 37 και 38: «Επρόκειτο για τους Μητροπολίτες: 1) Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Γεώργιο (Πάτση), 2) Πειραιώς Χρυσόστομο (Ταβλαδωράκη), 3) Μυτιλήνης Ιάκωβο (Κλεόμβροτο), 4) Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκα), 5) Μαρωνείας Τιμόθεο (Ματθαιάκη), 6) Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιο (Ψαριανό), 7) Κίτρους Βαρνάβα (Τζωρτζάτο), 8) Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο (Νικολάου), 9) Σερρών και Νιγρίτης Κωνσταντίνο (Καρδαμένη), 10) Θήρας και Αμοργού Γαβριήλ (Καλοκαιρινό), 11) Μεσσηνίας Χρυσόστομο (Θέμελη), 12) Άρτης Ιγνάτιο (Τσίγκρη), 13) Καστορίας Δωρόθεο (Γιανναρόπουλο), 14) Κορινθίας Παντελεήμονα (Καρανικόλα), 15) Φθιώτιδος Δαμασκηνό (Παπαχρήστου), 16) Τριφυλλίας και Ολυμπίας Στέφανο (Ματακούλια), 17) Γρεβενών Χρυσόστομο (Παπαϊγνατίου), 18) Παροναξίας Επιφάνιο (Καλαφάτη), 19) Ιερισσού και Αγίου Ορους Παύλο (Σοφό), 20) Λήμνου Παντελεήμονα (Μερτύρη), 21) Φιλίππων και Νεαπόλεως Αλέξανδρο (Καντώνη), 22) Σύρου και Τήνου Δωρόθεο (Στέκα), 23) Αιτωλίας και Ακαρνανίας Θεόκλητο (Αβραντινή), 24) Γυθείου και Οιτύλου Σωτήριο (Κίτσο), 25) Σάμου και Ικαρίας Παντελεήμονα (Χρυσοφάκη), 26) Μαντινείας και Κυνουρίας Θεόκλητο (Φιλιππαίο), 27) Δράμας Διονύσιο (Κυράτσο), 28) Κεφαλληνίας Προκόπιο (Μενούτη), 29) Πολυανής και Κιλκισίου Χαρίτωνα (Συμεωνίδη), 30) Ζιχνών και Νευροκοπίου Νικόδημο (Βαλληνδρά), 31) Αργολίδος Χρυσόστομο (Δεληγιαννόπουλο) και 32) Μηθύμνης Ιάκωβο (Μαλλιαρό)…».

[7] Αναφέρει ο συγγραφέας στην υποσημείωση 18 και σελ. 24: «Oι δυό εκ των ‘’12’’ που είχαν εκλεγεί κανονικώς προ Ιερωνύμου ήταν: ο ένας, o Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου Χαρίτων (Συμεωνίδης) o oποίος είχε εκλεγεί και χειροτονηθεί Μητροπολίτης Κιλκισίου από κανονική Ιεραρχία, επί αρχιεπισκοπείας Χρυσοστόμου (Χατζησταύρου, του από Φιλίππων) το 1965… και ο άλλος, ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος Κωνσταντίνος (Πούλος), ο οποίος είχε, επίσης, κανονική εκλογή, καθώς είχε αναδειχθεί Μητροπολίτης Διδυμοτείχου από κανονική Ιεραρχία, επί αρχιεπισκοπίας Θεοκλήτου (Παναγιωτοπούλου, του από Πατρών), το 1957…».

[8] Από τον συγγραφέα αναφέρονται μαζί με τα Π.Δ. συνοπτικά οι «9», στην υποσημ. 75 και σελ. 55: «Με τρία Π.Δ. της 22ας Ιουλίου 1974 (Ε.τ.Κ. , Γ΄ 284 της 23ης Ιουλίου 1974): α) κηρύχθηκαν έκπτωτοι οι Μητροπολίτες Πολυανής και Κιλκισίου Χαρίτων (Συμεωνίδης), Αλεξανδρουπόλεως Κωνστάντιος (Χρόνης), Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος Κωνσταντίνος (Πούλος), Χαλκίδος Νικόλαος (Σελέντης) και Τρίκκης και Σταγών Σεραφείμ (Στεφάνου), β) ανακλήθηκε το Β.Δ. περί αναγνωρίσεως και καταστάσεως του Μητροπολίτη Λεωνίδα (Παρασκευόπουλου)(από 28.3.1968), γ) ανακλήθηκαν τα Β.Δ. περί αναγνωρίσεως και καταστάσεως των Μητροπολιτών Δημητριάδος Ηλία (Τσακογιάννη) (από 11.12.1968), Λαρίσης, Πλαταμώνος και Τυρνάβου Θεολόγου (Πασχαλίδη) (από 9.7.1968) και Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου Παύλου (Καρβέλη) (από 19.12.1968)».

Επίσης γίνεται ειδική μνεία για τον 10ο, στη σελ. 51 και 52: «β) Η δεύτερη απόφαση ελήφθη στις 25 Ιουνίου 1974 και αφορούσε αποκλειστικώς στο Μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος Νικόδημο (Γκατζιρούλη). Η εισήγηση του Αρχιεπισκόπου ερείδεται σε δύο αντικανονικότητες που συρρέουν στην εκλογή του εν λόγω Μητροπολίτη ως Αττικής. Αφενός ότι ο θρόνος, τον οποίο κατέλαβε, δεν ήταν κενός, διότι ο κανονικός και νόμιμος Μητροπολίτης Αττικής, ο πρώην Αθηνών Ιάκωβος (Βαβανάτσος), είχε απομακρυνθεί με βάση του Α.Ν. 214, για εκκλησιαστικό δηλαδή παράπτωμα που για πρώτη φορά καθιερωνόταν με το νόμο αυτό και δεν προβλεπόταν στους ιερούς κανόνες. Αφετέρου ότι είχε εκλεγεί από αντικανονική σύνοδο, σύνοδο δηλαδή που προεδρευόταν από αντικανονικό Αρχιεπίσκοπο…».

[9] Με το υπ’ αριθμ. 1791 από 9ης Απριλίου 1976 γράμμα του.

[10] Σελ. 79.

[11] Σελ. 95.

[12] Σελ. 120 και 121: «…14 Ιουνίου 1996 δημοσιεύονται  αποφάσεις της ολομελείας του ανωτάτου δικαστηρίου, με τις οποίες κηρύσσονται έκπτωτοι, οριστικά και αμετάκλητα, οι τρεις “ιερωνυμικοί” Μητροπολίτες Αττικής και Μεγαρίδος Νικόδημος (Γκατζιρούλης), Λαρίσης και Τυρνάβου Θεολόγος (Πασχαλίδης) και Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων Κωνσταντίνος (Σακελλαρόπουλος). Οι αποφάσεις με τις οποίες τέθηκαν οριστικά εκτός Μητροπόλεων οι «3» είναι συνολικά 37 και έλαβαν τους διαδοχικούς αριθμούς 2976 – 3005/96…».

[13] Σελ. 124 και 125: «Το 2007 (27 Mαρτίου) εκοιμήθη και ο Μητροπολίτης πρώην Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνος και στις 2 Απριλίου 2013 ο Μητροπολίτης πρώην Αττικής Νικόδημος (Γκατζιρούλης).

Εκ των «12» του 1974 ο τελευταίος έφυγε από το ζωή το 2017 ο Μητροπολίτης ην Τρίκκης Σεραφείμ (Στεφάνου), ο οποίος αποδεχθείς την υπό της Ιεραρχίας εν έτει 1991 προταθείσα κατ΄ οικονομίαν λύση της διχοτομήσεως της Ιεράς Μητροπόλεως Τρίκκης, είχε επανέλθει στην ενεργό υπηρεσία τοποθετηθείς στην Ιερά Μητρόπολη Σταγών και Μετεώρων την οποία νομίμως και κανονικώς επί 26ετία εποίμανε ως φωτεινό παράδειγμα ποιμενάρχη, ιεράρχη της καρτερίας και της προσευχής».


 

*Το βιβλίο διατίθεται από τη “Χριστιανική” σε μορφή cd-rom προς 5 ευρώ. Δωρεάν για τους συνδρομητές της “Χ”, με ευγενή προσφορά του συγγραφέα.

  • Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση του προβλήματος των εκπτώτων Μητροπολιτών από την Επταετία (1967-1974) έως και τη Μεταπολίτευση (1990-1996)

Στην παρούσα μελέτη του Δρος Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ, Σχολικού Συμβούλου Θεολόγων Χαράλαμπου Μ. Ανδρεόπουλου, αναπτύσσεται το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε το εκκλησιαστικό πρόβλημα, το οποίο ταλάνισε την ελλαδική διοικούσα Εκκλησία εσωτερικά, αλλά και δημιούργησε τριβές στις σχέσεις της με την Πολιτεία, σχεδόν επί μια 30ετία. Συγκεκριμένα πρόκειται για το διάστημα από το 1967 (με τo διορισμό από τη δικτατορία – και σε αντικατάσταση της κανονικής 56μελούς Ιεραρχίας – της λεγομένης 8μελούς «Αριστίνδην» Συνόδου εκ της οποίας εξελέγησαν ο νέος Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Κοτσώνης και 29 νέοι Μητροπολίτες) μέχρι το 1996 (οπότε το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας απέρριψε τις προσφυγές των λεγομένων «ιερωνυμικών»  Mητροπολιτών, εκείνων που διεκδικούσαν την επάνοδό τους στις έδρες απ’ τις οποίες εξέπεσαν το 1974, μετά τη πτώση του Aρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Κοτσώνη και την ανάρρηση στην Αρχιεπισκοπή του από Ιωαννίνων Μητροπολίτου Σεραφείμ Τίκα). Εξετάζονται και αναλύονται οι πολιτικές και εκκλησιαστικές συνθήκες που το προκάλεσαν. Παράλληλα με την ιστορική παράθεση των γεγονότων  εξετάζονται υπό το πρίσμα των ιερών κανόνων και των νόμων οι πράξεις της κεντρικής (Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας)  εκκλησιαστικής διοίκησης της επίμαχης περιόδου, χωριζομένης με αντίστοιχα κεφάλαια σε τρία διαστήματα:

α) από το 1967 – έτος κατά το οποίο δημιουργήθηκε το πρόβλημα με την ανάρρηση σε επισκοπικούς θρόνους υποψηφίων, όχι από κανονική Ιεραρχία, αλλά από τη λεγόμενη «Aριστίνδην» Ιερά Σύνοδο – μέχρι και το 1974, οπότε οι ούτω πως εκλεγέντες αρχιερείς (οι δέκα τον αριθμό «ιερωνυμικοί», αποτελέσαντες μαζί με τους δύο, επίσης, κηρυχθέντες εκπτώτους προϊερωνυμικούς Μητροπολίτες, την λεγόμενη ομάδα των «12») κηρύχθηκαν έκπτωτοι,

β) από το 1974 μέχρι το 1989, οπότε το πρόβλημα είχει μπεί στο αρχείο και, ουσιαστικά, τελούσε σε «λήθαργο», παρά τις παρασκηνιακές κινήσεις για επανεξέτασή του, η οποία επιδιώχθηκε  μέσω επαφών των εκπτώτων – σχολαζόντων αρχιερέων με πολιτικούς και εκκλησιαστικούς παράγοντες, επί σκοπώ την επάνοδό τους στην ενεργό  δράση και

γ) από το 1989 μέχρι το 1996, διάστημα, κατά τη διάρκεια του οποίου παραχωρήθηκε το δικαίωμα προσφυγής των εκπτώτων στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) και εκδόθηκε απόφαση που τους δικαίωνε (1990), ωστόσο, το 1996 εκδόθηκε (μέσω νομικών ελιγμών εκ μέρους της πολιτείας, συνεργούσης της τότε διοικήσεως της Εκκλησίας) νέα, καταδικαστική απόφαση από το ίδιο το δικαστήριο (ΣτΕ), που σήμανε ουσιαστικά την λήξη του ζητήματος από νομικής, τουλάχιστον, πλευράς, και την οριστικοποίηση της αρχικώς επιβληθείσης ποινής της έκπτωσης από το θρόνο των 12 Μητροπολιτών.

Στη μελέτη έχουν περιληφθεί (μετά σχολιασμού και κριτικών παρατηρήσεων) και οι κύριες αποφάσεις των εκκλησιαστικών πειθαρχικών οργάνων της Εκκλησίας της Ελλάδος καθώς και του  ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας (ΣτΕ), οι οποίες εκδόθηκαν μ’ αφορμή το «πρόβλημα των δώδεκα» (1967 και εντεύθεν) και αποτελούν τη σύγχρονη νομολογία σε θέματα εκλογής, αναγνώρισης και κατάστασης αρχιερέων της Εκκλησίας της Ελλάδος.

To βιβλίο (σσ.196) έχει κυκλοφορήσει (2022) από τις Εκδόσεις «ΑΙΑΚΟΣ», www.aiakosedunet.org,  οδ. Σουρή Γ. 20 – 18547 Πειραιάς. ISBN: 978-618-5666-48-4. Με την άδεια του συγγραφέα, μέσω της «Χριστιανικής», προσφέρεται σε ηλεκτρονική έκδοση (e-Book) δωρεάν στους συνδρομητές της εφημερίδας μας ενώ στους φίλους αναγνώστες διατίθεται στη συμβολική τιμή των 5 ευρώ ως έσοδο-ενίσχυση για την οικονομική στήριξη της «Χ». Η προσφορά-διάθεση γίνεται σε μορφή CD-ROM. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επικοινωνούν με τα Γραφεία της «Χ», στο τηλ.: 210-3806863 ή στο e-mail:  efim.xristianiki@gmail.com

«Εκκλησία και αντίσταση: Ο λαός του θεού στην πρώτη γραμμή στους αγώνες για Ελευθερία, Δικαιοσύνη και Δημοκρατία» ήταν το θέμα της εκδήλωσης που διοργάνωσε το κίνημα της «Χριστιανικής Δημοκρατίας» με αφορμή την 46η επέτειο από την εξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείου κατά της δικτατορίας 1967-1974. 

Η εκδήλωση, η οποία πραγματοποιήθηκε το πρωί της Κυριακής, 17 Νοεμβρίου 2019 και ώρα 11.30 π.μ. στο Δημοτικό Κέντρο «Μελίνα Μερκούρη» στο Κερατσίνι της Ν. Αττικής, σημείωσε μεγάλη επιτυχία καθώς υπήρξε μεγάλη συμμετοχή κοινού, αναπτύχθηκαν λίαν ενδιαφέρουσες, εμπεριστατωμένες ομιλίες ιστορικού περιεχομένου που κράτησαν αμείωτο το ενδιαφέρον των παρευρισκομένων, ακολούθησε πλούσιος διάλογος ενώ η όλη εκδήλωση συνδυάσθηκε με ένα όμορφο μουσικό πρόγραμμα. Τα θέματα που αναπτύχθηκαν είναι ιδιαίτερα επίκαιρα στη σημερινή μαύρη επέτειο της 21ης Απριλίου 1967.

Η εκδήλωση ξεκίνησε με την ομιλία του δικηγόρου, Προέδρου του κινήματος «Χριστιανική Δημοκρατία» Γιάννη Ζερβού, ο οποίος εστίασε στην περίοδο της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944 παρουσιάζοντας την αντιστασιακή δράση που εκδηλώθηκε εναντίον των ιταλών και γερμανών κατακτητών από ιεράρχες της εποχής, όπως οι Μητροπολίτες Ηλίας Αντώνιος (Πολίτης), Κοζάνης Ιωακείμ (Αποστολίδης), Σάμου Ειρηναίος (Παπαμιχαήλ), Χαλκίδος Γρηγόριος (Πλειαθός), Χίου Ιωακείμ (Στρουμπής), οι οποίοι έδρασαν σε συνεργασία με το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), καθώς και κληρικών όπως ο τότε αρχιμανδρίτης Σεραφείμ Τίκας, ο από Άρτης, εν συνεχεία Ιωαννίνων και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (1974 – 1998) ο οποίος οργανώθηκε στην αντιστασιακή οργάνωση του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου (Ε.Δ.Ε.Σ.) υπό τον στρατηγό Ναπολέοντα Ζέρβα, ο ηγούμενος της Μονής Αγάθωνος της Υπάτης, αρχιμανδρίτης π. Γερμανός Δημάκης (παπα – «Ανυπόμονος») ο οποίος συμμετείχε στις υπό τον Αρη Βελουχιώτη ανταρτικές ομάδες του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (Ε.Α.Μ.), κ.α.

Δεύτερος ομιλητής ήταν ο θεολόγος καθηγητής και συγγραφέας, Δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Α.Π.Θ. Χάρης Ανδρεόπουλος ο οποίος αναφέρθηκε στην περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών 1967-1974 και στις απροκάλυπτες παρεμβάσεις της στα εσωτερικά της Εκκλησίας, παρεμβάσεις οι οποίες, όπως τόνισε ο ομιλητής, αποσκοπούσαν στον έλεγχο της εκκλησιαστικής διοίκησης προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ιδεολογικο – πολιτικές σκοπιμότητες του δικτατορικού καθεστώτος. Η πλειονότητα των τότε αρχιερέων, επεσήμανε ο ομιλητής, όχι μόνο δεν στάθηκε στο ύψος του ορθοδόξου χριστιανού ποιμένα, αλλά βρέθηκαν και αρκετοί «πρόθυμοι» που συνέπραξαν με τη δικτατορία. Ευτυχώς, όμως, υπογράμμισε, υπήρξαν και τιμητικές εξαιρέσεις, ελάχιστες έστω, και γι΄ αυτό αξιομνημόνευτες, όπως αυτές του τότε Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β΄ (Χατζησταύρου) ο οποίος αρνήθηκε να παραιτηθεί, όπως του ζητήθηκε επειδή δεν ήταν αρεστός, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί με νομοθετική μεθόδευση (δια της θεσπίσεως ορίου ηλικίας) και ν΄ αντικατασταθεί από τον πρωθιερέα των Ανακτόρων, αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη, ο οποίος θ΄ αναδειχθεί νέος Αρχιεπίσκοπος όχι από την (65μελή) Ιεραρχία, αλλά από διορισμένη 8μελή «Αριστίνδην» Σύνοδο. Επίσης αναφέρθηκε στις περιπτώσεις των Μητροπολιτών Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου (Νικολάου) και του Φλωρίνης Αυγουστίνου (Καντιώτη) οι οποίοι με τις δικαστικές προσφυγές τους στο Συμβούλιο της Επικρατείας αποδόμησαν και εν τέλει κατεκρήμνισαν το «σύστημα Ιερωνύμου» (Κοτσώνη), καθώς και των Μητροπολιτών Πειραιώς Χρυσοστόμου (Ταβλαδωράκη), Κορίνθου Παντελεήμονος (Καρανικόλα), Κίτρους Βαρνάβα (Τζωρτζάτου), Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Γεωργίου (Πάτση) και του τότε Ανδρούσης και νυν Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου (Γιαννουλάτου), οι οποίοι υπερασπίσθηκαν την κανονική τάξη και στάθηκαν στο πλευρό του δοκιμαζόμενου λαού.

Εν συνεχεία ο θεολόγος καθηγητής Κλήμης Πυρουνάκης , γιός του αείμνηστου αγωνιστή ιερέα παπα – Γιώργη Πυρουνάκη, αναφέρθηκε στις διώξεις που είχε υποστεί ο πατέρας του από το δικτατορικό καθεστώς λόγω της αντίθεσής του στη χειραγώγηση που αυτό ήθελε να επιβάλλει στην Εκκλησία. Εξιστόρησε σκηνές από τις σκληρές ανακρίσεις που είχε υποστεί ο παπα – Γιώργης στην τότε ΕΣΑ («Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία») προκειμένου «να σταματήσει τα κηρύγματά του περί ελευθερίας και να περιορισθεί στα εκκλησιαστικά», μαρτυρίες για τις απειλές που είχε δεχθεί για τη ζωή του και τη ζωή των παιδιών του, για τα εμπόδια που του δημιουργούσε η Ασφάλεια μέχρι και για την επιτέλεση και αυτού του ιερού καθήκοντος της Θείας Λειτουργίας, χωρίς, ωστόσο, όλες αυτές οι διώξεις να κάμψουν το φρόνημα του παπα– Γιώργη ο οποίος συνέχισε να οργανώνει συζητήσεις στηλιτεύοντας το ανελεύθερο καθεστώς.

Τέλος, ο θεολόγος καθηγητής, συγγραφέας και πρώην Σχολικός Σύμβουλος Ανδρέας Αργυρόπουλος έκανε ιδιαίτερη μνεία στους αγώνες της «Χριστιανικής Δημοκρατίας» και του Προέδρου της Νίκου Ψαρουδάκη εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος και της τότε δοτής (διορισμένης) – και γι΄ αυτό αντικανονικής – εκκλησιαστικής ηγεσίας υπό τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Α’ (Κοτσώνη). Αναφέρθηκε, επίσης, και στην αντίσταση που προέβαλλαν ενάντια στο τυραννικό καθεστώς απλοί κληρικοί, παπάδες που στάθηκαν στο πλευρό του λαού και της αγωνιζόμενης νεολαίας όπως ο π. Γιώργης Πυρουνάκης, ο διάκονος Τιμόθεος Λαγουδάκης, ο π. Πέτρος Γαβαλάς στη Κρήτη, οι οποίοι γι΄ αυτό το λόγο διώχθηκαν και βασανίσθηκαν απ΄ το καθεστώς. «Ο αγώνας τους θα΄ πρεπε να καταγραφεί στα σχολικά βιβλία και να διδάσκεται στα σημερινά παιδιά, ως αγώνας ελευθερίας και χριστιανικής ορθοπραξίας», τόνισε ο κ. Αργυρόπουλος. Καταλήγοντας υποστήριξε ότι το όλο θέμα των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας της περιόδου της Επταετίας (1967-1974) θα πρέπει να πάψει να αντιμετωπίζεται ως «ταμπού» και κάλεσε τη σημερινή διοίκηση της Εκκλησίας να το συζητήσει ανοικτά και να λάβει επίσημα θέση για τα γενόμενα της περιόδου της δικτατορίας.

Στην εκδήλωση παραβρέθηκε ως εκπρόσωπος του Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμ ο πρωτοπρεσβύτερος π. Χρήστος Χριστοδούλου, εφημέριος του ιερού ναού Αγ. Κωνσταντίνου Πειραιώς ο οποίος και μετέφερε στους παρευρισκομένους τους «αγωνιστικούς χαιρετισμούς» του Σεβασμιωτάτου κ. Σεραφείμ. Σημειώνεται ότι ο π. Χρήστος Χριστοδούλου τον Φεβρουάριο του 1973 ήταν ένας από τους φοιτητές της Θεολογικής Αθηνών και νέος, τότε, κληρικός που βρέθηκε μαζί με τον νυν Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας, τότε (τιτουλάριο) Επίσκοπο Ανδρούσης και καθηγητή της Θεολογικής κ. Αναστάσιο Γιαννουλάτο στην εξέγερση των φοιτητών της Νομικής και μοίρασαν φάρμακα και τρόφιμα στους έγκλειστους φοιτητές.

* Μετά το πέρας των ομιλιών ακολούθησε διάλογος τον οποίο συντόνισε ο επίτιμος Πρόεδρος της Χ.Δ. Mανώλης Μηλιαράκης και η εκδήλωσε έκλεισε μουσικά με πρόγραμμα που επιμελήθηκε ο Γιώργος Μαντζούνης και το οποίο περιελάμβανε αντιστασιακά τραγούδια και μελοποιημένους εκκλησιαστικούς ύμνους.

ΦΩΤΟ ΚΟΡΥΦΑΙΑ: Στο Πάνελ της εκδήλωσης από αριστερά : Ανδρέας Αργυρόπουλος, Κλήμης Πυρουνάκης, Μανώλης Μηλιαράκης, Χάρης Ανδρεόπουλος και Γιάννης Ζερβός  

ΦΩΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΠΆΝΩ ΠΡΟΣ ΤΑ ΚΑΤΩ: Άποψη από το κοινό της εκδηλωσης και ο π. Χρήστος Χριστοδούλου με τους Χάρη Ανδρεόπουλο και Ανδρέα Αργυρόπουλο

ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΟΥ ΧΑΡΗ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΤΜ. ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ  ΤΟΥ ΠΑΝ/ΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ 

Στο θέμα των σχέσεων Πολιτείας – Εκκλησίας κατά την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας 1967-1974 αναφέρθηκε ο Δρ. Θεολογίας, Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου Θεολόγων Στερεάς Ελλάδος Χάρης Ανδρεόπουλος, σε διδασκαλία – διάλεξή του στους τελειοφοίτους φοιτητές του Τμήματος Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του υποχρεωτικού μαθήματος (Ζ΄ εξαμήνου) της Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Ελλάδος.

Ο κ. Ανδρεόπουλος έχει ασχοληθεί με την περίοδο της Επταετίας στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής και είναι συγγραφέας του βιβλίου “Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση” (εκδ. Επίκεντρο, με Πρόλογο του Καθηγητή Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Αθηνών κ. Ιωαν. Μ. Κονιδάρη) το οποίο έχει από διετίας συγκαταλεχθεί  στην κατηγορία των επιστημονικών συγγραμμάτων (υπηρεσία διαχείρισης συγγραμμάτων “ΕΥΔΟΞΟΣ” ) ως εγχειρίδιο διδασκαλίας σε ΑΕΙ (στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών / Τμήμα Ιερατικών Σπουδών, ανάμεσα στα επιλεγόμενα συγγράμματα για το μάθημα του 6ου – εαρινού – εξαμήνου «Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος»).  Πραγματοποίησε (τη Δευτέρα, 04.11.2019) τη δίωρη διδασκαλία του στο Τμήμα Θεολογίας του ΕΚΠΑ μετά από πρόσκληση της διδάσκουσας το μάθημα, επίκουρης καθηγήτριας του Ιστορικού τομέα του Τμήματος κ. Δέσποινας Μιχάλαγα, παρουσιάζοντας τις ποικίλες διαστάσεις και προεκτάσεις που είχε η προβληματική αυτή σχέση στη διοίκηση και στη ζωή της ελλαδικής Εκκλησίας καθ΄ όλη τη διάρκεια της Επταετίας (1967-1974) και σε αμφότερες τις φάσεις της, ήτοι τόσο επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου Κοτσώνη (Μάιος 1967 – Δεκέμβριος 1973), όσο και επί αρχιεπισκοπείας Σεραφείμ Τίκα (Ιανουάριος 1974 – Ιούλιος 1974, κ.ε.).

Ο κ. Ανδρεόπουλος ανέλυσε ζητήματα της εν λόγω περιόδου που αφορούσαν την νομοκανονική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας και τον βαθύ τραυματισμό της (σήμερα κατοχυρωμένης) αυτοδιοικήσεώς της ο οποίος εκδηλώθηκε με σωρεία απροκαλύπτων παρεμβάσεων της δικτατορίας στα εσωτερικά της, παρεμβάσεων που αποσκοπούσαν στον έλεγχο της εκκλησιαστικής διοικήσεως προκειμένου να υπηρετηθούν ιδεολογικές σκοπιμότητες του καθεστώτος. Ως ιδιαίτερης σημασίας ζητήματα αναλύθηκαν στους φοιτητές τα θέματα αφ΄ ενός μεν της διαταραχθείσας κατά το διάστημα της πρώτης φάσης της δικτατορίας (1967 – 1973) νομοκανονικής σχέσεως της ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφ΄ ετέρου δε των δώδεκα (12) εκπτώτων – “ιερωνυμικών” λεγομένων – Μητροπολιτών που δημιουργήθηκε στη δεύτερη φάση της δικτατορίας (Ιούνιος – Ιούλιος 1974) και το οποίο – ως απότοκο της Επταετίας πρόβλημα – ταλαιπώρησε τη ζωή της Εκκλησίας μέχρι και τα πρόσφατα χρόνια (1990 – 1996). Επίσης, ο κ. Ανδρεόπουλος αναφέρθηκε και ανέλυσε τις πολιτικές με τις οποίες στα πρώτα κρίσιμα χρόνια της μεταπολιτεύσεως, επί πρωθυπουργίας Κων/νου Καραμανλή (1974 – 1980), αντιμετωπίσθηκε και εξομαλύνθηκε η κρίση στην Εκκλησία, αλλά και θεμελιώθηκε ο εκδημοκρατισμός της με σειρά συνταγματικών διατάξεων και νομοθετημάτων που ρύθμισαν θετικά τόσο την εσωτερική της λειτουργία, όσο και τις σχέσεις της με την Πολιτεία.

Τέλος, απάντησε σε ερωτήματα και τοποθετήθηκε σε προβληματισμούς που κατέθεσαν οι φοιτητές γύρω από το θέμα τόσο της περιόδου της Επταετίας, όσο και ευρύτερα των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας.