Μέχρι και τον Προκόπη Παυλόπουλο, οι διατελέσαντες Πρόεδροι της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας μετά την πτώση της δικτατορίας ήταν πρόσωπα, τουλάχιστον με κάποιο επίπεδο, ευρύτερη αποδοχή και σχετικό κύρος. Άσχετα με τις όποιες διαφωνίες, ακόμα και έντονες και ριζικές,  μπορούσε να έχει κανείς με τις αντιλήψεις, τις ιδέες ή τα έργα τους.

Παρά το γεγονός ότι όπως έγραφε η “Χριστιανική” μετά την πτώση της Χούντας, ο Παναγιώτης Κανελόπουλος ήταν εκείνος που άξιζε να γίνει πρώτος εκλεγμένος Πρόεδρος λόγω της αντιδικτατορικής του στάσης και της ακαδημαϊκής του προσφοράς, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος που ψηφίστηκε μόνο από τη Νέα Δημοκρατία το 1975, ήταν κι εκείνος, εκτός από κομματικό στέλεχος και υπουργός, καθηγητής Πανεπιστημίου με μεγάλο έργο και γνώσεις. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής που υπηρέτησε τις πενταετίες 1980-1985 και 1990-1995 ήταν πολιτική προσωπικότητα με αναντίρρητη εμβέλεια, όσες διαφωνίες κι αν υπάρχουν με την πολιτική του παρουσία, ιδίως στο εθνικό θέμα της Κύπρου. Ο Χρήστος Σαρτζετάκης που υπηρέτησε την πενταετία 1985-1990 ήταν ο αδέκαστος ανακριτής που ξεσκέπασε το πανίσχυρο μετεμφυλιακό Παρακράτος που δολοφόνησε τον Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963 και που δεν δίστασε να βάλει φυλακή ανώτατους αξιωματικούς της Χωροφυλακής, σύμβολο διεθνώς αναγνωρίσιμο. Ο Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος (1995-2005), κοινής αποδοχής Πρόεδρος, εκτιμήθηκε από το Λαό και αγαπήθηκε για την εντιμότητά του, παρά το γεγονός ότι αυτό δεν μεταφράστηκε σε ψήφους όσο ήταν αρχηγός κόμματος. Ο Κάρολος Παπούλιας, Υπουργός των Εξωτερικών του Ανδρέα Παπανδρέου (2005-2015), ήταν κι εκείνος κοινής αποδοχής και υπηρέτησε δύο πενταετίες. Ο Προκόπης Παυλόπουλος (2015-2020), διαπρεπής καθηγητής Πανεπιστημίου, ήταν κοινής αποδοχής και εκφραστής της κοινωνικής Δεξιάς. 

Ανακόλουθος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν στήριξε δεύτερη πενταετία του Προκόπη Παυλόπουλου, παρά το γεγονός ότι το κόμμα του τον είχε στηρίξει. Φαίνεται πως στην επιλογή του αυτή βάρυνε η “σταλινικού” τύπου προσήλωσή του στο νεοφιλελευθερισμό, τάση που απεχθανόταν το κοινωνικό πρόσωπο του κ. Παυλόπουλου. Πρότεινε την απερχόμενη κα Σακελαροπούλου, η οποία παρά το γεγονός ότι έτυχε κοινής αποδοχής, δεν δικαίωσε καμμία προσδοκία. Εάν τα ΜΜΕ ήταν και μαζί της το ίδιο επιθετικά όπως και προς τον συνάδελφό της δικαστικό αείμνηστο Χρήστο Σαρτζατάκη, πιθανόν να είχε αφήσει έντονα αρνητικό αποτύπωμα, χωρίς απλώς να  αρκεστεί στην ανυπαρξία και στη μετριότητα. Το γεγονός ότι δεν ξαναπροτάθηκε από τον κ. Μητσοτάκη αποτελεί σε μεγάλο βαθμό ομολογία ατυχούς επιλογής της. Διότι εάν η επιλογή ήταν επιτυχής, δεν θα είχαν θέμα να την ξαναψηφίσουν και τώρα, οι ίδιοι που την πρότειναν και την ψήφισαν το 2020. 

Ήδη, για λόγους μικροκομματικούς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρότεινε κομματικό Πρόεδρο, που εκλέχτηκε με 160 ψήφους. Ο κ. Τασούλας, ούτε ακαδημαϊκή διάκριση έχει, ούτε έχει παρουσιάσει ξεχωριστό στίγμα στην πολιτική, πνευματική και κοινωνική ζωή της χώρας. Στη θέση του θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, που πειθήνια υπηρέτησε τις κυβερνητικές επιλογές. Για να μείνουμε στις ελλείψεις και να μην επεκταθούμε σε πράξεις και παραλείψεις, οι οποίες καταλογίζονται στον κ. Τασούλα, στις οποίες έχει αναφερθεί και η “Χ”.  

Η απαξίωση αυτή του ανώτατου πολιτειακού θεσμού, του ρυθμιστή του δημοκρατικού Πολιτεύματος, μπορεί να οδηγήσει σε δυσλειτουργία του, ακόμα και σε μείζον πολιτειακό πρόβλημα, σε περίπτωση που ζήσουμε περιόδους αστάθειας.                          

Η επιλογή του Προέδρου της Βουλής κ. Κωνσταντίνου Τασούλα ως υποψηφίου της κυβερνητικής παράταξης για την Προεδρία της Δημοκρατίας αποτελεί απόπειρα του κ. Μητσοτάκη να ανακόψει τη διαρροή των απογοητευμένων οπαδών του προς τα άλλα κόμματα της Δεξιάς που αποσπούν ψηφοφόρους από τη Νέα Δημοκρατία.

Δεν θα πούμε ότι τα κόμματα αυτά είναι κατ’  ανάγκη δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας, αφού η τελευταία έχει ήδη απορροφήσει την ακροδεξιά σε επίπεδο προβεβλημένων στελεχών, αλλά και αυταρχικών πολιτικών επιλογών που ενίοτε παραπέμπουν σε ακροδεξιό πολιτικό πρόγραμμα, όπως η αυστηροποίηση του Ποινικού Κώδικα με τη γενίκευση της εφαρμογής της προσωρινής κράτησης πριν τη δίκη, αλλά και της έκτισης της ποινής φυλακισης.  

Άλλη πολιτική δύναμη δεν είναι, έτσι κι αλλιώς, ικανή να αμφισβητήσει την επικυριαρχία του στο χώρο του “ακραίου κέντρου”.

Οπότε, ο κ. Μητσοτάκης έσπευσε, με την επιλογή του κ. Τασούλα ως υποψηφίου Προέδρου της Δημοκρατίας, να καλύψει τις απώλειες προς την κατεύθυνση της παραδοσιακότερης  Δεξιάς, αφού η απουσία αντιπολίτευσης αποδεσμεύει κεντρόφυγες δυνάμεις στο ίδιο του το κόμμα.

Μια επιλογή που καταγράφει και την μετατόπιση του πολιτικού συστήματος προς τα δεξιά, ως συνέπεια και της απαξίωσης και της πολυδιάσπασης των δυνάμεων που έχουν ως σημείο αναφοράς την Κεντροαριστερά και την Αριστερά, οι οποίες στην πράξη έχουν δοκιμαστεί ως κυβερνήσεις, φθαρεί και απαξιωθεί στη συνείδηση του λαού.

Αντίθετα, τα νέα κόμματα της “δεξιάς πολυκατοικίας”, δεν έχουν υποστεί κυβερνητική φθορά και ενώ ουδόλως επισημαίνουν ή αμφισβητούν τα αίτια των δεινών της πατρίδας, τους περιορισμούς στην εθνική κυριαρχία που έχουν προκύψει από τις λεγόμενες “ευρωπαϊκές συνθήκες”  και την κοινωνική αδικία, με προφανή συνέπεια και τους περιορισμούς στις δυνατότητες μιας εκλεγμένης κυβέρνησης να ασκήσει πολιτική, με άνεση επιδίδονται σε φιλολαϊκές εξαγγελίες χωρίς αντίκρυσμα, όπως ακριβώς και ο ΣΥΡΙΖΑ έπραττε πριν κυβερνήσει. 

Έσπευσε επίσης επιπλέον, όπως εκ των πραγμάτων προκύπτει, να αναπροσαρμοσθεί σε επίπεδο “ύφους” με τη νέα διακυβέρνηση Τραμπ που αναλαμβάνει την άλλη βδομάδα την εξουσία στις ΗΠΑ. Παραείχε επενδύσει και συνταυτιστεί με το καθεστώς Μπάιντεν, το οποίο είχε ως σημείο αναφοράς τον προσχηματικό δικαιωματισμό … Την τελευταία στιγμή είχε επιχειρήσει να αποκαταστήσει επαφή με τον Πομπέο, πρώην Υπουργό Εξωτερικών του Τραμπ, ο οποίος όμως δεν μετέχει στο νέο κυβερνητικό σχήμα.

Απομένει να δούμε σε ποιο βαθμό η πολιτική αλλαγή στις ΗΠΑ θα επηρεάσει και το καθεστώς των εν Ελλάδι εντολοδόχων και τοποτηρητών τους και θα οδηγήσει σε ανατροπές στο πολιτικό σκηνικό.

Στην κατεύθυνση αυτή, φιλοδοξούν να αναλάβουν αναβαθμισμένο ρόλο αρκετοί “ένοικοι” της “δεξιάς πολυκατοικίας”, ορισμένοι από τους οποίους δεν το κρύβουν. Εντός και εκτός Νέας Δημοκρατίας.