
τοῦ Ἄγγελου Καλογερόπουλου
«Κάτι ἀλήθεια συμβαίνει ἐδῶ, κάτι μυστικό
κάτι πλούσιο καὶ παράξενο σὰν τοπίο τοῦ βυθοῦ».
Δὲν θὰ πρωτοτυπήσουμε ἂν ποῦμε ὅτι ὁ Σαββόπουλος, ὁ μεγάλος τραγουδοποιός, εἶναι ποιητής. Τὸ ποιητικὸ τραγούδι τοῦ Σαββόπουλου ἔχει ἕναν σαφὴ πνευματικὸ προσανατολισμό, ποὺ δὲν ἐξαντλεῖται μόνο στὸν ἐπαναστατικὸ κοινωνικὸ χαρακτήρα του (στὴ νεανική του περίοδο) ἢ στὴν ὀξυδερκὴ καὶ διεισδυτική του ματιά, ἀλλὰ ἀναζητᾶ πάντα (ἀπὸ τὸ «Περιβόλι τοῦ Τρελοῦ» μέχρι τὸ «Φῶς στὶς 10 τὸ πρωί») τὴν μυστικὴ πηγὴ ποὺ δίνει νόημα στὴν παρούσα ζωή. Ἀπὸ αὐτὸν τὸν πνευματικὸ ὁρίζοντα ὁδηγεῖται σὲ μιὰ πίστη («πίστη σὲ τί δὲν βρίσκω λόγια», λέει ὁ ἴδιος, «Canto», «Τραπεζάκια ἔξω») ποὺ τρέφει τὰ ὁράματά του.
Ὁ Διονύσης Σαββόπουλος στὰ πρῶτα του βήματα στὴν τέχνη τοῦ τραγουδιοῦ, μέσα ἀπὸ τὸν ἄστατο ἔρωτα, τοὺς πλανόδιους μάγους, τοὺς
ἀπόβλητους τοῦ καθωσπρεπισμοῦ, ἀναζητάει τὴ φωνὴ ποὺ θὰ διαμαρτυρηθεῖ γιὰ τὸν κόσμο τῆς μισθωτῆς σκλαβιᾶς, τῆς συμβατικῆς ὑποκρισίας, τοῦ διχασμοῦ, τοῦ πολέμου καὶ τῆς ἀπατηλῆς εὐμάρειας. Πολὺ γρήγορα ὅμως συνειδητοποιεῖ πὼς αὐτὴ ἡ φωνὴ θὰ σβήσει ἂν δὲν ἀναζητήσει τὴ μυστικὴ πηγὴ τοῦ φωτὸς ποὺ τὴν ζωοδοτεῖ.
Ἡ ἐνανθρώπιση αὐτῆς τῆς πηγῆς στὸ «Δέντρο» ὁδηγεῖ στὴν παραδείσια ἕνωση ποὺ μᾶς ἀπογειώνει στὸ «Περιβόλι τοῦ τρελοῦ». Ἑνότητα ποὺ θὰ ἀποκορυφωθεῖ στὸ «Ὀλαρία-ὀλαρά», τραγουδώντας τὴν ἀποκατάσταση τῶν πάντων. Ὅταν ὁ ΔΣ «γυρίζει σπίτι» («τὰ καλύτερα παιδιὰ κουράστηκαν καὶ γύρισαν στὸ σπίτι»), δὲν ἐπιστρέφει σὲ ἕναν πνευματικὸ ἐφησυχασμὸ ἢ κομφορμισμὸ ἀλλὰ ἀναζητάει μιὰ πνευματικὴ ἰθαγένεια, μιὰ ἀναβάπτιση σὲ μιὰ παράδοση ποὺ ἀνοίγει νέους ὁρίζοντες καὶ μουσικὰ μεταφράζεται στὸ «βαλκανικὸ ρὸκ» ἢ στὸ «ρὸκ τοῦ μέλλοντός μας», ὅπως θὰ πεῖ ἀργότερα. Ἀπὸ τὸ νεοκυματικὸ 9/8 τοῦ «Μία ἡ ἄνοιξη» καὶ τὴν ἀπογειωτικὴ «Θαλασσογραφία» περνάει στὸν «Μπάλλο», ὅπου ἐπανευρίσκει τὰ ὅρια τῆς τέχνης καὶ τῆς κοινότητας, γιὰ νὰ συνομιλήσει μὲ τὴν παράδοση τόσο τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, μὲ τελευταία της ἀπόληξη τὸ ρεμπέτικο («Ζεϊμπέκικο»), ὅσο καὶ τοῦ Βορρᾶ («Μαύρη θάλασσα»). Δύο δρόμοι πού, ἂν τοὺς βαδίσει κανείς, θὰ καταλήξει στὴν πνευματικὴ παράδοση τοῦ Βυζαντίου, ποὺ δίνει τὸν «χαρισμένο λόγο» («Ἂν δὲν εἶχες λόγο χαρισμένο / θἄσουνα ψωμὶ σκουληκιασμένο» ‒ «Κανονάκι»).
Σαββόπουλος, τὸ Βαλκανικὸ ρόκ
Ὁ «Μπάλλος» (1971) ὑπῆρξε ἡ πρώτη προσπάθεια τοῦ Σαββόπουλου νὰ χρησιμοποιήσει τὴ γλώσσα τῆς ρὸκ μουσικῆς συνυφασμένη μὲ τὴ γλώσσα τῆς μουσικῆς μας παράδοσης. Ὁ Σαββόπουλος επιδιώκει ὥστε καὶ ὁ λόγος του καὶ ἡ μουσική του νὰ βαφτιστοῦν σὲ μιὰ παράδοση ποὺ θέλει τὸν λόγο καὶ τὴν μουσικὴ σὲ μιὰν ἑνότητα ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀρχαία τραγωδία καὶ συνεχίζει νὰ ζεῖ στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες καὶ στὴ λαϊκὴ παράδοση τῶν Βαλκανίων, ἐνῶ παραλλάσσει τὸν περίφημο στίχο τοῦ Νίκου Ἐγγονόπουλου «ἐδῶ εἶναι Βαλκάνια/ δὲν εἶναι παῖξε γέλασε»!
Αὐτὸ τὸ βαλκανικὸ ὅραμα τοῦ Σαββόπουλου τὸ βλέπουμε νὰ ἐκφράζεται καὶ στὸ τραγούδι του «Μαύρη θάλασσα», ὄχι μόνο στοὺς στίχους («στα μάγια και στα όνειρα καμπάνα και καντήλα / Πόλη, Βάρνα, Οδησσός, Κοστάντζα και Μπραΐλα / και σε χρόνο μυστικό σαν ηφαίστειο του Αίμου / λεγεώνες του πολέμου»), ἀλλὰ καὶ στὴν μουσική, καθὼς μάλιστα κλείνει μὲ μιὰ παραλλαγὴ τοῦ Ζωναράδικου χοροῦ. Χωρὶς νὰ λησμονεῖ τὸ βυζαντινὸ ὑπόβαθρο: «Μυθικὸ πουλὶ μὲ δυὸ κεφάλια / Στοῦ Παλαιολόγου τὰ κόκκινα σανδάλια».
Στὴ συλλογή τραγουδιῶν «Μὴν πετάξεις τίποτα» ὁ Σαββόπουλος, ξεκινώντας ἀπὸ τὸ «βόρειο» αἴσθημά του (βλέπε «Ἀκτῖνες τοῦ Βορρᾶ»),ποὺ τὸ ἀντιπαραθέτει στὸ τουριστικὸ Αἰγαῖο, φωτίζει ἕναν γεωγραφικὸ τόπο ποὺ ἁπλώνεται στὴ Χερσόνησο τοῦ Αἵμου κι ἀναζητᾶ τὴν ἑνότητά του στὸ «θεῖο Βυζάντιο».
Ἀπὸ τὸν μικρὸ Πέτρο ποὺ βρέθηκε, ἀπὸ τὸ Βελιγράδι, μαζί του στὸ ἴδιο θρανίο καὶ μὲ τὸ παιδικό τους βιοὺ μάστερ νὰ βλέπουν ὄχι μόνο τὶς μαγικές του εἰκόνες, ἀλλὰ καὶ τὶς ταραχὲς στὴν Κύπρο καὶ στὴν Πόλη καὶ τὴν Οὐγγρικὴ ἐξέγερση τοῦ 1956 («Πρεσθλάβες»). Στὴν τραγικὴ ἐπικαιρότητα τῆς ἐποχῆς ποὺ γράφεται αὐτὸ τὸ τραγούδι, τὰ Βαλκάνια εἶναι πάλι σὲ ἀναστάτωση, ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’90. Πτώση τοῦ καθεστῶτος, διάλυση τῆς Γιουγκοσλαβίας, πόλεμοι, βομβαρδισμοὶ κατὰ τῆς Σερβίας κ.λπ.
Ἀναστάτωση ποὺ τὴν παρακολουθεῖ ἀπὸ τὴν ἔγχρωμη τηλεόρασή του κι ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὁ «παιδικός του ἐθνικισμὸς» στηρίζεται σὲ μιὰ οἰκουμενικότητα, ἡ ὁποία τώρα εἶναι βουβὴ κι ὅλοι τώρα οἱ ἀδελφοὶ λαοὶ ‒ποὺ τοὺς βλέπεις μετανάστες στὸ μετρὸ ν’ ἀναζητοῦν μιὰ καλύτερη τύχη‒ ἔχουν χάσει κάθε ἐπαφή, κάθε φῶς, κάθε ἐλπίδα. Ἀκόμα κι ὁ παιδικός του φίλος θὰ γελάει, ἀλλὰ τὸ βαθὺ αἴσθημα τοῦ τραγουδιστῆ
τὸν κάνει νὰ πιστεύει ὅτι τὸ αὐγὸ τοῦ ἀετοῦ θὰ γεννήσει πάλι ἕναν δικέφαλο.
Ἡ δική μας Εὐρώπη εἶναι οἱ τόποι τοῦ Ρήγα Φερραίου, ἐπαναλαμβάνει στὴν ἐπωδό. Τόποι ποὺ ἐμπνέουν ἕνα σταθερὸ ὅραμα σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ρευστὴ ροὴ τῶν εἰδήσεων καὶ τὴν τρέχουσα ἐπικαιρότητα. Τὰ ὁράματα εἶναι διαχρονικὰ καὶ δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν πρακτικὴ ἐφαρμογή τους στὴ μία ἢ στὴν ἄλλη ἱστορικὴ συγκυρία.
Ἡ πραγμάτωση τῶν ὁραμάτων ἐγκαινιάζεται μέσα σὲ μιὰ ἄλλη, ἀνώτερη σφαίρα, πνευματική. Καὶ γι’ αὐτὸ ὁ γεωγραφικὸς προσδιορισμός τους δὲν εἶναι ἀκριβής.
Ἡ ἑλληνικότητα, γιὰ τὸν Σαββόπουλο, εἶναι πνευματικὴ στάση ποὺ ἐνσαρκώνεται μέσα ἀπὸ τὴν βυζαντινὴ παράδοση (ἄλλο ἕνα στοιχεῖο ποὺ ἀγνόησε ἡ κριτική) κι ὄχι αὐτάρεσκος ἐθνικιστικὸς ἐγκλωβισμός. Ἡ οἰκουμενικότητα τῆς βυζαντινῆς παράσδοσης ‒καὶ ὄχι ὁ σφετερισμός της ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ ἐθνικισμό‒ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὸ ὅραμα τῆς βαλκανικῆς ἑνότητας καὶ συντελεῖ ὥστε οἱ βαλκανικοὶ λαοὶ καὶ ἡ βαλκανικὴ δημιουργία νὰ ἀναδείξουν μιὰ νέα ζωοποιό πνευματικότητα σὲ ἕνα ἑνιαῖο εὐρωπαϊκὸ ὅραμα. Αὐτοὶ εἶναι «τοῦ Φεραίου οἱ τόποι στὴν Εὐρώπη».
Καὶ μουσικὰ ἐξ ἄλλου ἀντλεῖ ἀπὸ αὐτὴν τὴν παράδοση σὰν ἕνας σύγχρονος ἄνθρωπος ποὺ δὲν ζητᾶ νὰ μιμηθεῖ ἕνα «ἰδανικὸ» παρελθόν.
Ξεκινώντας σχεδὸν μὲ μιὰ ἐμμελὴ ἀπαγγελία, δένει ἄμεσα τὸν λόγο μὲ τὸ μέλος, ἐνῶ ἡ ἐνορχήστρωση μὲ τὴν συνεκτικὴ παρουσία τοῦ μπάσου σμίγει χάλκινα πνευστά, νυκτὰ ἔγχορδα καὶ τὴ βουλγάρικη χορωδία τῶν γυναικείων φωνῶν σὲ ἕνα ἁρμονικὸ σύνολο, ποὺ κορυφώνεται στὴ μελωδικὴ ἐπωδό. Ἐπωδὸς στὴν ὁποία κυριαρχεῖ ἡ φωνή, τὸ κατ’ ἐξοχὴν ὄργανο τοῦ μέλους καὶ τῆς ὠδῆς.
Ἔτσι, ὁ Σαββόπουλος ἀπὸ τὶς μυθικές του Πρεσθλάβες συναντάει τὸν δικό του Βορρᾶ («τοῦ βορρᾶ σου ἀκτίνες οἰκουμενικές») στὴν νοτιοανατολικὴ Κύπρο καὶ χαιρετίζει τὴν ἐνθρόνιση τοῦ νέου ‒τότε‒ Ἀρχιεπισκόπου μὲ τὸν στίχο:
«Ὁ Βορρᾶς σου εἶναι ἐκεῖ στὴ Λευκωσία, στὸν Χρυσόστομο πλάι στὴν πράσινη γραμμή.Καὶ δὲ δέχεται ἄλλη Ὁμοσπονδία, μόνο τῶν Βαλκανίων τὴ Βυζαντινή».
Χριστιανική 23 Οκτωβρίου 2025
Η φωτογραφία εἶναι ἀπὸ ἔργο του Μπάμπη Πυλαρινού.




