• Σκεπτικισμός και περίσκεψη από τις δημοσκοπήσεις

του πρωτ. Βασιλείου Καλλιακμάνη

Η εμπειρική διερεύνηση της θρησκευτικής ζωής δεν είναι εύκολη υπόθεση. Έ­στω και αν η σύγχρονη επιστημονική έρευνα έχει να επιδείξει μεγάλα άλματα σε διά­φο­ρους το­μείς και ειδικότερα στη στατιστική ανάλυση και την κοινωνιολογική ερμη­νεία των σύνθετων κοι­νω­νι­κών φαινομένων, η θρησκευτική ζωή δεν μπορεί να α­πο­τυπωθεί και να ερμηνευθεί στις πρα­γμα­τικές της δια­στάσεις. Υπεισέρχονται διά­φορες μετα­βλητές που καθιστούν πολυσήμαντα τα ευρήματα των ερευ­νών. Καταρχάς, είναι αμφίβολο εάν η θρησκευτική εμπειρία μπορεί να αποτυπωθεί αυθεντικά σε εξωτερικές έρευνες ή αν μπορεί να ανιχνευθεί μέσα από κάποιες ερωτήσεις. Ακόμη,  η παγκο­σμιο­ποί­ηση, η λεγόμενη σύγκρουση των πολιτισμών, η πολυπολιτι­σμικότητα, η με­τά­βαση από την παραδοσιακή στην αστική κοινωνία, η μει­κτή ή ρευστή θρησκευτική ταυτότητα που πα­ρα­τηρείται στις σύγχρονες ανοιχτές κοινωνίες, τα αθεϊστικά και αντιχριστιανικά κι­νή­ματα αλλά και η τρεπτότητα του ανθρώπου ως χαρακτηριστικό ιδίωμα κάθε εποχής, δυσκο­λεύουν στην εξα­γω­γή αξιόπιστων και ασφα­λών συμπερασμάτων. Επίσης, ση­μα­ντι­κό ρόλο διαδρα­ματίζει και η στάση του κράτους απέναντι στο θρησκευτικό φαι­νό­μενο, που σαφώς επηρεάζει τους πολίτες στη συμμετοχή ή μη σε θρησκευτικές εκδη­λώσεις. Αλλού η θρησκευτική ζωή ασκείται ελεύθερα και διευκο­λύ­νε­ται, αλλού το κρά­τος είναι ουδε­τε­ρόθρησκο, ενώ αλλού είναι εχ­θρικό σε κάθε θρη­σκευ­τι­κή εκδή­λωση. Διαφο­ρο­ποιήσεις παρατηρούνται και μεταξύ των διαφόρων χριστια­νικών ομο­λογιών. Η προ­σέ­λευση λ.χ. στη θεία Λειτουργία δεν έχει το ίδιο νόημα και την ίδια εκφραστική βαρύ­τη­τα στον Ρωμαιοκαθολικισμό, τον Προτεσταντισμό και την Ορθόδοξη Εκκλησία[1]. Εξάλλου, στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχουν πολλές λαοφιλείς Ιερές Ακο­λουθίες, όπως οι Χαι­ρε­τισμοί της Παναγίας, οι Παρακλητικοί Κα­νό­νες στην Πα­να­γία, οι Ακολουθίες της Μεγά­λης Εβδομάδος αλλά και τα διά­φορα προ­­σκυνήματα που συγκεν­τρώνουν πλήθος προ­σκυ­νητών και μάλλον δεν ανι­χνεύονται στις εμπειρικές έρευνες. Ένα άλλο στοι­χείο που προ­κύπτει από ανάλογες έρευνες είναι ότι η θρησκευτικότητα δεν συ­μπίπτει με την εκ­κλησιαστικότητα. Κάποιος μπορεί να θρησκεύει, αλλά να μη διατηρεί σχέ­σεις με την Εκκλησία, για διάφορους λόγους. Η θρη­σκευ­τικό­τητα εκδηλώνεται και πέρα από την εκκλησιαστική ζωή. Αυτό κυρίως συμ­βαίνει, όταν υπάρχουν σκάνδαλα που συνδέονται με πρόσωπα που κατέχουν θέσεις στην Εκκλησία ή από τη σχε­τικο­ποί­ηση του ευαγγελικού μηνύματος στη ζωή των χριστιανών, κληρικών και λαϊκών.

Παρ’ όλα αυτά, όπως και στις άλλες περιπτώσεις σφυγμομέτρησης της κοινής γνώμης, οι έρευνες σχετικά με τη θρησκευτική ζωή διατηρούν τη δική τους αξία, καθώς τα σχετικά ευρήματα φέρνουν στην επιφάνεια πολύ χρήσιμα συμπεράσματα. Γι’ αυτό και κατά το παρελθόν έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες συστηματικής παρατήρησης και περι­γρα­φής της θρησκευτικής και εκκλησιαστικής ζωής εδώ και πολλά χρόνια. Ήδη ο Ga­bri­el Le Bras (1891-1970), πρωτοπόρος στη Γαλλία  για τις μελέτες του στην κοι­νω­νιο­λογία της θρησκείας τη δεκαετία του ’60, κατατάσσει ως εξής τις κατηγορίες των πι­στών ανα­φο­ρικά με τον εκκλησιασμό τους και τη συμμετοχή τους στα μυστήρια της Εκ­κλη­σίας: α) Τους περι­στα­σιακούς χριστιανούς, που παραδοσιακά ανήκουν στην Εκ­κλη­σία και συνδέονται μαζί της με τρεις βασικές τελετές: το βάπτισμα, το γάμο και την κηδεία. β) Τους πιστούς χρι­στια­νούς, που προσέρχονται στη θεία Λειτουργία και κοινω­νούν τουλάχιστον το Πάσχα. γ) Τους ευλαβείς χριστιανούς, που επισκέπτονται συ­χνά την Εκκλησία όχι μόνο για τη θεία Λειτουργία, αλλά και για άλλες Ακολουθίες, και κοι­νω­νούν κάθε εβδομάδα ή κάθε μήνα ή τουλάχιστον κάθε μεγάλη γιορτή του χρό­νου[2].

Αλλά και στις μέρες μας βλέπουν συχνά το φως της δημοσιότητας έρευνες που δια­κρί­νονται για τη μεθοδολογική αξιοπιστία και τα αξιόλογα ευρήματά τους. Αυτές δεν πρέπει να αγνοούνται, αλλά είναι ανάγκη να γίνουν ευρύτερα γνωστές και να αξιο­ποι­ηθούν από την Ποιμαίνουσα Εκκλησία. Και μπορεί οι έρευνες αυτές να στηρί­ζονται σε εξωτερικές θρησκευτικές εκδηλώσεις και να αδυνατούν να ερμηνεύσουν πώς εσωτε­ρι­κεύεται, πώς προσλαμβάνεται και πώς βιώνεται στην καθημερινή ζωή η θρησκευτική πίστη, όμως, είναι ιδιαίτερα χρήσιμες κατά την άσκηση της ποιμαντικής της Εκκλησίας. Η κοινωνιολογική μη αξιολογική προσέγγιση του χριστιανισμού ως κοινωνικού φαι­νο­μένου και η ακριβής περιγραφή της κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής μπορούν αφενός να βοηθήσουν τη θεολογία να διαλεχθεί  με το σύγχρονο κόσμο, και αφετέρου την Εκ­κλη­σία να αναπτύξει ευχερέστερα το έργο της διακονίας του λαού του Θεού.

Εντός του παραπάνω πλαισίου ο Μανόλης Δρεττάκης, γνωστός κι από πολλές άλ­λες μελέτες του, πολυγραφότατος και αξιόπιστος τόσο για την επιστημονική ακρί­βεια των δημοσιευμάτων του αλλά και την αυξημένη κοινωνική του ευθύνη, αφού δια­κόνησε εντίμως το δημόσιο βίο ως υπουργός και βουλευτής, μας παρουσιάζει στο βι­βλίο αυτό δύο σύγχρονες έρευνες που αφορούν τη θρησκευτική ζωή σε παγκόσμιο και ε­θνι­­κό επίπεδο.

Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, η πρώτη έρευνα είναι του Pew Research Ce­nter, ενός ανεξάρτητου ερευ­νητι­κού κέντρου με έδρα τις Η.Π.Α., το οποίο διεξάγει έ­ρευ­νες για ένα πλήθος κοινωνικών, πολιτικών, πολιτιστικών και άλλων θεμάτων, και ει­δι­κότερα τη θρησκευτικότητα των λαών (σ. 5). Η δεύτερη έρευνα είναι της διαΝΕΟσις,  ενός Οργανισμού Έρευνας και Ανάλυσης ο οποίος, ανάμεσα στα άλλα, αναθέτει σε Πα­νεπιστήμια ή σε έγκυρες εταιρείες δημοσκοπήσεων τη διεξαγωγή ερευνών για πολύ ζωτικά προβλήματα της χώρας. Η διαΝΕΟσις ανέθεσε στην εταιρεία δημοσκοπήσεων MRB μια έρευνα για μια σειρά θεμάτων: από τις αντιλήψεις των ερωτηθέντων για την Ευ­ρωπαϊκή Ένωση και τη θέση της Ελλάδας σε αυτήν, μέχρι τις απόψεις τους για την οι­κο­νομία, τη μετανάστευση, τα ατομικά δικαιώματα, την εκπαίδευση, τη θρησκεία, τη σεξουαλική παρενόχληση, ακόμα και τον ίδιο τους τον εαυτό (σ. 7).

Μέσα από τα ευρήματα των δύο αυτών ερευνών μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την παρουσία της χριστιανικής Ορθόδοξης πίστης τόσο σε παγκό­σμιο επίπεδο γενικότερα όσο και στην Ελλάδα ειδικότερα. Μάλιστα, τα αποτελέσματα της πρώτης έ­ρευνας δίνονται συνδυαστικά με τα αντίστοιχα ενός αιώνα νωρίτερα (του 1910, συ­γκε­κριμένα), οπότε έτσι αναδεικνύεται η ανάπτυξη της Ορθοδοξίας μέσα στα 100 αυτά χρό­νια. Σχετικά με την αύξηση των χρι­­στι­α­νών σε παγκόσμιο επίπεδο από το 1910-2010, τη μικρότερη αύξηση παρου­σία­σαν οι ορθόδοξοι, οι οποίοι υπερδι­πλα­σιά­στηκαν, ενώ οι ρωμαιοκαθολικοί σχεδόν τετρα­πλα­σιά­­στη­καν και οι προτεστάντες υπερ-τετρα­πλασιάστηκαν (σ. 10). Υπάρχουν προφανώς πολλές αιτίες που συνέβαλαν σε αυτή την εξέλιξη. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι ορθόδο­ξοι χρι­στια­νοί εξαρχής ήταν λι­γό­τε­ροι σε σχέση με τις άλλες χριστιανικές ομολογίες, ιστορικά δεν ανέπτυξαν κάποια «ε­πι­­­θε­τι­κή ιεραποστολή» σε μη χριστια­νικές χώ­ρες και ταυτόχρονα συρρικνώ­θηκε η πα­ρου­σία τους στα μέρη της Μέσης Ανατολής και της Μικράς Ασίας με την άνοδο του Ισλάμ. Καθοριστική υπήρξε η μαχητική αθεϊστική στάση της κρατικής ε­­ξου­σίας σε χώρες της Ανα­το­λικής Ευ­ρώπης κατά τον ει­κοστό αιώνα, που συνέβαλε στην απο­δυ­νά­μω­ση της ορθόδοξης πί­στης. Δεν πρέπει επίσης να υποβαθμίζεται ο ρόλος της ουνίας, μέσω της ο­ποίας πλή­θη ορθοδόξων σε παραδο­σια­κά ορθόδοξες χώρες υπήχθησαν παλαιότερα στον Ρωμαιο­κα­­θο­λι­κι­σμό.

Η εγκυρότητα των δύο αυτών ερευνών είναι τέτοια, ώστε δίνει τη δυνατότητα σε κάποιον να μιλήσει υπεύθυνα για το εύρος και την εμβέλεια της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο. Ειδικά λ.χ. για την πρώτη έρευνα, σε αυτή φαίνεται η παρουσία της Ορ­θόδοξης Ιεραποστολής και η δυναμική γενικότερα που αυτή φέρει. Όσο για την κα­τά­σταση στην Ελλάδα, αναδεικνύονται ορισμένα αισιόδοξα στοιχεία για τη σχέση των Ελλήνων με την Εκκλησία, ενώ άλλα τα οποία αφορούν επιμέρους πτυχές της πνευ­μα­τικής ζωής προκαλούν οπωσδήποτε σκεπτικισμό και περίσκεψη. Πέραν αυτών, θα πρέπει να εξαρθεί οπωσδήποτε το γεγονός ότι ο συντάκτης της εν λόγω παρου­σία­σης φροντίζει να διευκολύνει τον αναγνώστη, ώστε να εξάγει αξιόπιστα συ­μπε­ρά­σμα­τα, τόσο με τα εύστοχα σχόλιά του όσο και με τις επιμέρους συσχετίσεις στις ο­ποίες προ­βαίνει ή τον τρόπο της παράθεσης των αριθμών. Λ.χ. αθροίζει τις κα­τη­γο­ρίες ό­σων εκ­κλη­σιάζονται κάθε εβδομάδα με όσους εκκλησιάζονται 1-2 φορές το μή­να.

Πολύ σωστά, συνεπώς, κατά τη γνώμη μας, επισημαίνει ο κ. Μανόλης Δρεττάκης ότι οι αριθμοί αυτοί που βλέπουν το φως της δημοσιότητας οφείλουν να τύχουν ευρύ­τερης αξιοποίησης από τους υπεύθυνους της Ποιμαίνουσας Εκκλησίας αλλά και από το επιστημονικό δυναμικό των Θεολογικών Σχολών και των Εκκλησιαστικών Ακαδημιών της πατρίδας μας. Η ορθή άσκηση του ποιμαντικού έργου προϋποθέτει εξάλλου τη σαφή γνώση της απήχησης του εκκλησιαστικού λόγου προς το πλήρωμα των πιστών. Γι’ αυτό, θεωρώ ότι οφείλουμε χάριτας και ευγνωμοσύνη προς το συγγραφέα του πα­ρό­ντος πονήματος για τον κόπο και τη φιλοτιμία του. Στο βιβλίο αυτό δημοσιεύεται  πρω­τογενές και αξιόλογο ερευνητικό υλικό, το οποίο μπορούν να αξιοποιήσουν οι υ­πεύ­θυνοι ποιμένες και να μελετήσουν προσεκτικά οι θεολόγοι, ώστε να διαλεχθούν δη­μιουργικά με τους ανθρώπους της σύγχρονης κοινωνίας και να σχεδιάσουν την ποι­μα­ντική του μέλλοντος.

Ο Πρωτοπρσβύτερος. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης είναι Καθηγητής Τμήματος Θεολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Σημείωση της “Χριστιανικής”

Πριν χρόνια, με πρωτοβουλία του αείμνηστου Μανώλη Μηλιαράκη, είχε ξεκινήσει μια προσπάθεια ανεύρεσης εισηγήσεων εισαγωγικών προς μια μελέτη του Μανώλη Δρεττάκη που αφορούσε την παγκόσμια Ορθοδοξία στη σύγχρονη εποχή.
Δυστυχώς, εκείνη η προσπάθεια απέβη άκαρπη, εφόσον δεν ανταποκρίθηκε ικανός αριθμός ερευνητών στο κάλεσμα, ώστε να συγκροτηθεί ένας σχετικός τόμος. Εντούτοις, ο π. Βασίλειος Καλλιακμάνης, με την προσιτότητα, την ευγένεια, καθώς και τη στιβαρή επιστημοσύνη και την ευρύτερη ποιότητα των κριτηρίων που τον χαρακτηρίζει, είχε ανταποκριθεί εντός σύντομου χρονικού διαστήματος με ένα ενδιαφέρον και εμπεριστατωμένο κείμενο.
Με χαρά και, ασφαλώς, ζητώντας την απαιτούμενη συγγνώμη για την τόση καθυστέρηση, το φέρνουμε τώρα στη δημοσιότητα μέσα από τις στήλες της “Χ”.

Χριστιανική 6 Νοεμβρίου 2025


[1] Βλ. Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 358.

[2] Βλ. Έtudes de sociologie religieuse, 1, Paris 1955, p. 5-6, όπως παρουσιάζονται στου Γ. Ι. Μαντζαρίδη, ό.π.,  σ. 357.

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *
You may use these HTML tags and attributes: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>