Τις τελευταίες μέρες στη Βουλή, με αφορμή κάποια απομονωμένη αποστροφή του λόγου του τομεάρχη Άμυνας της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ξεκίνησαν διάφορες αντεγκλήσεις οι οποίες όμως λίγο ακουμπούν, κατά τη γνώμη μας, τα πραγματικά προβλήματα στον πυρήνα τους.
Το ερώτημα Άμυνα ή Διπλωματία ή, για να το πούμε αλλιώς, διπλωματικές οδοί ή “εθνικοαμυντική θωράκιση” είναι ιστορικά και σε επίπεδο αρχής μάλλον λυμένο. Η διπλωματία στην υπερχιλιόχρονη βυζαντινή αυτοκρατορία, προφανώς υπό την επίδραση της ορθόδοξης χριστιανικής “κατά Θεόν φιλοσοφίας”, ήταν το καίριο στοιχείο στην επίλυση των διαφορών. Οι αυτοκράτορες είχαν διάφορες πρακτικές καλλιέργειας της ειρήνης και των φιλικών σχέσεων με τα γειτονικά κράτη, για παράδειγμα τα χριστιανικά κράτη της Δύσης ή τα ισλαμικά κράτη-χαλιφάτα της Ανατολής. Ένα από αυτά τα στοιχεία ήταν και η προσφορά και η ανταλλαγή δώρων, μια πρακτική που δε γινόταν στη βάση της υποτέλειας αλλά στη βάση της ελευθερίας και ισοτιμίας. Άλλοτε, καλλιεργούνταν μέχρι και οικογενειακές σχέσεις. Ο Νίκος Ψαρουδάκης σωστά κατήγγελλε τη διπλωματία ως το “επίσημο ψέμα” μεταξύ των κρατών, που σε μια μέλλουσα (διεθνή) χριστιανική κοινωνία θα έπρεπε να καταργηθεί. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι ένα τέτοιο “κατά συνθήκη” ψεύδος έχει καλό σκοπό: την αποφυγή του πολέμου, που, με τη φθορά και την καταστροφή ανθρώπινων ζωών, είναι το μεγαλύτερο ίσως από τα κακά που επισωρεύει ο κόσμος της Πτώσης στον σύγχρονο άνθρωπο.
Για παράδειγμα, η ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, σε μεταγενέστερη εποχή, στα πλαίσια και της διπλωματίας, καλλιέργησε ως ένα βαθμό αυτό που θα λέγαμε σήμερα ανοχή ή θρησκευτική ελευθερία για τους υπηκόους της που προέρχονταν από άλλα κράτη. Με αφορμή τις καλές σχέσεις με τον μουσουλμάνο ηγέτη Σαλαχαντίν, κατά τα τέλη του 12ου αιώνα, επί δυναστείας των Αγγέλων (1185-1195), οικοδομήθηκε ένα τζαμί στην Κωνσταντινούπολη για τις θρησκευτικές λατρευτικές συνήθειες των μουσουλμάνων, το οποίο αργότερα (1203) καταστράφηκε από τους Σταυροφόρους. Φυσικά, η αλήθεια δε φοβάται το ψέμα, απεναντίας η συμπαράταξη αλήθειας και ψέματος αναδεικνύει περισσότερο την αλήθεια.
Ένα δεύτερο κρίσιμο θέμα είναι η αναγκαιότητα ή μη των εκάστοτε εξοπλισμών. Η χώρα μας, όπως επισημαίνεται συχνά από ανεξάρτητους στρατιωτικούς αναλυτές, δεν αγοράζει εξοπλισμούς στη βάση κάποιας αναγκαιότητας ή ενίσχυσης της “αποτρεπτικής ισχύος” της, αλλά στη βάση της εξάρτησης και της υποτέλειάς της έναντι ισχυρότερων χωρών του “ελεύθερου κόσμου”. Έτσι, συσσωρεύει άχρηστους ή και κακής ποιότητας εξοπλισμούς, αντί να δαπανήσει καλύτερα τα χρήματά της, ώστε να εξυπηρετηθούν οι βιομηχανίες όπλων και τα κράτη (οι πολιτικοί αχυράνθρωποι) τα οποία αυτές επηρεάζουν.
Αυτά είναι τα ερωτήματα τα οποία πρέπει να απαντηθούν σε παρόμοιες συζητήσεις. Αλλά, δυστυχώς, δε μπορεί κανείς να περιμένει κάτι τέτοιο από ένα πολιτικό προσωπικό που δεν έχει ούτε τη μορφωτική σκευή ούτε πολύ περισσότερο τη σοφία και την ανεξαρτησία να θέσει τα παραπάνω στον ελληνικό λαό…
Γ.-Ν. Π.