Όχι, δεν είναι κάποιος της άκρας αριστεράς ή «μ-λ», χαρακτηρισμούς με τους οποίους μας περιέλουζαν το 2010 ολσοι θεωρούσαν ακραία την αντίδρασή μας στο «Μνημόνιο». Είναι ο τεέως πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, που παραδέχεται –και αυτός– ότι το «Μνημόνιο» έσωζε τις γαλλικές και γερμανικές τράπεζες και όχι την Ελλάδα: «Παρατήρησα ότι σπάνια αναφέρονταν στο ότι οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες ήταν από τους μεγαλύτερους δανειστές της Ελλάδας ή ότι μεγάλο μέρος του συσσωρευμένου χρέους των Ελλήνων είχε δημιουργηθεί από την αγορά γερμανικών και γαλλικών εξαγωγών – γεγονότα που θα μπορούσαν να καταστήσουν σαφές στους ψηφοφόρους ότι το να σώσουν τους Έλληνες από τη χρεωκοπία ισοδυναμούσε με τη σωτηρία των τραπεζών και των βιομηχανιών τους. Ίσως ανησυχούσαν ότι μια τέτοια παραδοχή θα αποσπούσε την προσοχή των ψηφοφόρων από τις αποτυχίες των διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων έναντι των αποτυχιών εκείνων των Γερμανών και Γάλλων αξιωματούχων που ήταν επιφορτισμένοι με την εποπτεία των πρακτικών τραπεζικού δανεισμού». Αυτά, μεταξύ πολλών άλλων αναφέρει για τους Σαρκοζί και Μέρκερ ο κ. Ομπάμα στο βιβλίο του «Promised Land» («Γη της Επαγγελίας»), που πρόσφατα κυκλοφόρησε. Μάλιστα, σύμφωνα με τον τέως πρόεδρο, αυτοί οι ευρωπαίοι ηγέτες προσπαθούσαν να οικοδομήσουν την ευρωπαϊκή ενότητα σε στερεότυπα, από αυτά που πικρά γευτήκαμε και που ακόμα, δυστυχώς, γευόμαστε: «Αυτοί (οι Έλληνες δηλαδή) δεν είναι σαν κι εμάς!» Τι σημαίνει αυτό; Οι Έλληνες είναι τεμπέληδες, ανεύθυνοι, διευθαρμένοι και άλλα όμοια, που ο καθείς καταλαβαίνει ότι μικρή σχέση έχουν με την οικονομική «επιστήμη», η οποία μας επέβαλε 99 χρόνια μνημονιακή φαγούρα. Έχουν όμως σχέση με την άτεγκτη προτεσταντική ηθική που έχει (ξε)μείνει στο «οφθαλμόν αντί οφθαλμού». Λέει ο κ. Ομπάμα: «Η επιθυμία εφαρμογής ενός είδους δικαιοσύνης της Παλαιάς Διαθήκης και αποθάρρυνσης του ηθικού κινδύνου αντικατοπτρίστηκε στην αρχική προσφορά της Ευρώπης: ένα δάνειο ύψους 25 δισεκατομμυρίων ευρώ, μόλις ικανό να καλύψει δυο μήνες ελληνικού χρέους, εξαρτώμενο από βαθιές περικοπές στις συντάξεις εργαζομένων, απότομες αυξήσεις φόρων και πάγωμα των μισθών του δημόσιου τομέα, που θα επέβαλλε η νέα ελληνική κυβέρνηση».
Αλλά εδώ, φίλοι, δεν πρόκειται ακριβώς για την παλαιοδιαθηκική αρχή της σκληρής τιμωρίας μόνο. Πρόκειται για την ευαγγελική ιστορία του τελώνη και του φαρισαίου: «Αυτοί δεν είναι (ενάρετοι) σαν κι εμάς». Ευτυχώς, δηλαδή! Γιατί πώς θα σας φαινόταν αν εμείς τα κάναμε αυτά; Δηλαδή, να δανείζαμε κάποιον για να πάρει τα δικά μας πανάκριβα προϊόντα, για να έχουν δουλειές τα δικά μας παιδιά, οι δικές μας βιομηχανίες και τράπεζες παναπεί, και μετά να του κόβαμε και πρόστιμο, διάρκειας 99 ετών, αρπάζοντας την περιουσία του, που του την παραχωρούμε έπειτα με δάνειο! Ναι, ευτυχώς, δεν γίναμε (ακόμα) σαν κι αυτούς. Και ο Θεός να δώσει να μη γίνουμε. Καλύτερα φτωχοί και πάμφτωχοι.
Κων. Μπλάθρας
Ένα είδος δικαιοσύνης Παλαιάς Διαθήκης
Για του λόγου το αληθές, ιδού μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο του κ. Ομπάμα, σε δική μας μετάφραση:
«Για να αποφύγουμε πιθανές μεταδοτικές επιπτώσεις της κρίσης στην υπόλοιπη Ευρώπη, προτείναμε επίσης στους Ευρωπαίους να ιδρύσουν ένα αξιόπιστο «τείχος προστασίας» – κυρίως, ένα κοινό ταμείο δανείων με ικανή επάρκεια, για να δίνει στις κεφαλαιαγορές την εμπιστοσύνη ότι σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης η Ευρωζώνη υποστηρίζει τα χρέη των μελών της. Για ακόμα μια φορά, οι Ευρωπαίοι ομόλογοί μας είχαν διαφορετικές ιδέες. Όσο οι Γερμανοί, οι Ολλανδοί και πολλά από τα άλλα μέλη της Ευρωζώνης επικέντρωναν στο ότι οι Έλληνες ήταν οι ίδιοι υπεύθυνοι για τα προβλήματά τους με την κακή τους διακυβέρνηση και τους δαπανηρούς τους τρόπους. Παρόλο που η Μέρκελ με διαβεβαίωσε ότι «δεν θα έχουμε μία Lehman» αφήνοντας την Ελλάδα να χρεοκοπήσει, τόσο αυτή όσο και ο επικεντρωμένος στη λιτότητα υπουργός οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, φάνηκαν αποφασισμένοι να συναρτήσουν την οποιαδήποτε βοήθεια με επαρκή μετάνοια, παρά τις προειδοποιήσεις μας ότι η υπέρμετρη συμπίεση της ήδη πληττόμενης ελληνικής οικονομίας θα ήταν αντιπαραγωγική. Η επιθυμία εφαρμογής ενός είδους δικαιοσύνης της Παλαιάς Διαθήκης και αποθάρρυνσης του ηθικού κινδύνου αντικατοπτρίστηκε στην αρχική προσφορά της Ευρώπης: ένα δάνειο ύψους 25 δισεκατομμυρίων ευρώ, μόλις ικανό να καλύψει δυο μήνες ελληνικού χρέους, εξαρτώμενο από βαθιές περικοπές στις συντάξεις εργαζομένων, απότομες αυξήσεις φόρων και πάγωμα των μισθών του δημόσιου τομέα, που θα επέβαλλε η νέα ελληνική κυβέρνηση. Μη θέλοντας να αυτοκτονήσει πολιτικά, η ελληνική κυβέρνηση είπε ευχαριστώ, αλλά όχι, ειδικά μετά τις εκτεταμένες ταραχές και απεργίες με τις οποίες απάντησαν οι ψηφοφόροι της χώρας στην ευρωπαϊκή πρόταση. […]
Συνειδητοποίησα τότε ότι η ελληνική κρίση χρέους ήταν τόσο γεωπολιτικό πρόβλημα όσο και παγκόσμιο χρηματοοικονομικό πρόβλημα, που έφερε στο φως τις ανεπίλυτες αντιφάσεις στην καρδιά της δεκαετίας όπου η Ευρώπη πορεύονταν προς μεγαλύτερη ολοκλήρωση. […]
Καθώς η συζήτηση για την Ελλάδα οξυνόταν, η δημόσια συζήτηση εντός ορισμένων από τις ιδρυτικές χώρες της ΕΕ, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και οι Κάτω Χώρες, μερικές φορές θα ξέφευγε από την αποδοκιμασία των πολιτικών των ελληνικών κυβερνήσεων σε ένα ευρύτερο κατηγορητήριο κατά του ελληνικού λαού – πώς ήταν περισσότερο ανέμελοι στην εργασία ή πώς ανέχονται τη διαφθορά και θεωρούν βασικές υποχρεώσεις όπως το να πληρώνει κανείς φόρους ως απλώς προαιρετικές. Ή, καθώς θα άκουσα έναν αξιωματούχος απροσδιόριστης προέλευσης της ΕΕ να λέει σε κάποιον άλλο, ενώ έπλυνα τα χέρια μου σε μια τουαλέτα στη σύνοδο κορυφής των G8: «Δεν σκέφτονται σαν εμάς». […]
Ηγέτες όπως η Μέρκελ και ο Σαρκοζί είχαν κατά πολύ επενδύσει την ευρωπαϊκή ενότητα στην μεταφορά τέτοιων στερεοτύπων, αλλά η πολιτική τους υπαγόρευσε να προχωρήσουν προσεκτικά στη συμφωνία οποιουδήποτε σχεδίου διάσωσης. Παρατήρησα ότι σπάνια αναφέρονταν στο ότι οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες ήταν από τους μεγαλύτερους δανειστές της Ελλάδας ή ότι μεγάλο μέρος του συσσωρευμένου χρέους των Ελλήνων είχε δημιουργηθεί από την αγορά γερμανικών και γαλλικών εξαγωγών – γεγονότα που θα μπορούσαν να καταστήσουν σαφές στους ψηφοφόρους ότι το να σώσουν τους Έλληνες από τη χρεωκοπία ισοδυναμούσε με τη σωτηρία των τραπεζών και των βιομηχανιών τους. Ίσως ανησυχούσαν ότι μια τέτοια παραδοχή θα αποσπούσε την προσοχή των ψηφοφόρων από τις αποτυχίες των διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων έναντι των αποτυχιών εκείνων των Γερμανών και Γάλλων αξιωματούχων που ήταν επιφορτισμένοι με την εποπτεία των πρακτικών τραπεζικού δανεισμού.»