• Τον έθαψαν ζωντανό σύμφωνα με μαρτυρία του Ηλία Βενέζη

  • Δεν τον άκουσαν που τους προέτρεπε να φύγουν, έμεινε και μαρτύρησε μαζί τους

  • Από 3000 άνδρες που έπιασαν οι Τούρκοι στο Αϊβαλί, γλίτωσαν 23

 

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΕΓΕΙΩΤΗ

Το Αϊβαλί, μια πολιτεία με τριάντα χιλιάδες ελληνικό πληθυσμό, πατρίδα και του επίσης ονομαστού Φώτη Κόντογλου, ανέβαινε τον δικό της Γολγοθά. Ήταν οι πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Καιροί δύσκολοι και αβάστακτοι για τον Ελληνισμό της Μικρασίας. Το σταυρό της πολιτείας αυτής τον έπαιρνε στον ώμο του πρώτος και καλύτερος, ο δεσπότης, ο Κυδωνίων Γρηγόριος, ο ωρολογάς. Τον φορτώθηκε χρόνια πολλά πριν, καθώς μαρτυρεί ένας του ποιμνίου του, ο Ηλίας Βενέζης.
«Γνώρισα στα εφηβικά μου χρόνια τον Κυδωνιών Γρηγόριον. Ενέπνεε σέβας και ηρεμία. Και ακτινοβολούσε αγαθότητα: τίποτε ηρωικό, τίποτε το βίαιο. Δεν είχε στη ματιά τη φλόγα των ασκητών, των φανατικών και των μαρτύρων. Αυτό είναι το μεγαλείο του: δεν φώναζε, δεν έδειχνε καν τι ήταν άξιος να πράξει αν εσήμαινε η ώρα.
Σαν άρχισαν οι πρώτοι διωγμοί, την άνοιξη του 1914, έφτασε στο Αϊβαλί ο Ταλαάτ πασάς. Ο περιβόητος Τούρκος Υπουργός των Εσωτερικών πάσκιζε να ξεσπιτώσει τους Έλληνες. Ο ποιμενάρχης δεν τον φοβήθηκε. Στάθηκε μπρος του, μίλησε, δεν σκιάχτηκε το αξίωμα, την κακή φήμη του Τούρκου. Η πόλη είχε προνόμια, τα πιστοποιούσε ένα παλιό σουλτανικό φιρμάνι. Το είχε στα χέρια του. Το έδειχνε με σιγουριά. Είχε το δίκιο με το μέρος του.
Η ζωή του κινδύνεψε. Οι Τούρκοι βάλαν έναν φονιά να σκοτώσει τον Δεσπότη, ο φονιάς πυροβόλησε δυο φορές, δεν τον πέτυχε.
Όσο ζούσε ο άφοβος Δεσπότης, το Αϊβαλί θα έμενε ελληνικό. Οι ενέργειές του δεν ήταν τυχαίες. Ο Δεσπότης συγκρατούσε το ποίμνιό του συνεννοημένος με την Ελληνική Κυβέρνηση.
Τρία χρόνια μετά, μιαν άλλη άνοιξη μέσα στη φωτιά του Πρώτου Παγκόσμιου, μια πόλη, ανθρώπινο σκοτάδι έσερνε τη μοίρα του στον δρόμο της εξορίας. Αυτή η πορεία του προσωρινού ξεριζωμού ήταν ένα προανάκρουσμα, τραγικός μαντατοφόρος του οριστικού ξεσπιτωμού.
Στους δρόμους του Αϊβαλιού ο αγέρας συντρόφευε τα λίγα σκυλιά, τη μοναδική παραφωνία στην ερημιά που βασιλεύει παντού. Είναι αρχές Μαΐου. Λίγο πριν φύγει το τελευταίο απομεινάρι από το θλιβερό καραβάνι, ο Κυδωνιών Γρηγόριος γράφει ένα συγκλονιστικό πρακτικό στον Κώδικα της Δημογεροντίας:
«Τετέλεσται»
Η ιστορικότατη πόλις μας ετάφη ως νεκρά. Και ήδη, αναχωρούντες σήμερον και ημείς μετά των τεσσαράκοντα πέντε ορφανών του Ορφανοτροφείου και τριάκοντα γερόντων του Γηροκομείου, ίνα φάγομεν μετά του ποιμνίου Ημών τον πικρόν του μετοικισμού και του πλανήτος βιου άρτον, τίθεμεν επί του τάφου αυτής την παγεράν της καταστροφής πλάκα, επ΄ελπίδι λίαν προσεχούς Αναστάσεως, καθ΄ήν τα τέκνα αυτής, δοκιμασσθέντα και καθαρθέντα ως χρυσός εν χωνευτηρίω, θα επανέλθωσιν απηλλαγμένα πλέον ανθρωπίνων ταπεινών παθών, ίνα άρωσι τον λίθον, εμφυσήσωσι την ζωήν εις την νεκροφανή μάρτυρα πόλιν και συνεχίσωσι τα μεγάλα έργα της φιλανθρωπίας, της εκπαιδεύσεως και πάσης άλλης υλικής και ηθικής προόδου.
Ο θάνατος του γαλανού ονείρου της Μικρασίας, πέντε χρόνια αργότερα, θα σημάνει και την ώρα του μαρτυρίου της. Οι Μικρασιάτες απέμειναν μόνοι. Ο ελληνικός στρατός φεύγει τσακισμένος. Από τη μεγάλε προέλαση, από ολόκληρη την εκστρατεία απομένουν τα κουρασμένα τούτα τμήματα στρατού που ανεβαίνουν, με την ντροπή και την πίκρα στο πρόσωπο, τις σκάλες των καραβιών.
Στο Αϊβαλί ο μητροπολίτης Γρηγόριος αγωνίζεται να πείσει τους προεστούς της πόλης. Όλες οι υπηρεσίες της Ελληνικής Υπάτης Αρμοστείας μάζεψαν τα αρχεία τους και φεύγαν για τα απέναντι νησιά. Η καταστροφική είσοδος των Τούρκων στο Αϊβαλί ήταν θέμα χρόνου. Μοναδική λύση επιβίωσης ήταν η φυγή.
Σ΄ αυτή την ύστατη δυνατότητα σωτηρίας αντιστάθηκαν φανατικά όλα σχεδόν τα μέλη της δημογεροντίας. «Φοβόνταν ένα νέο ξεριζωμό, ύστερα από τον πρώτο που είχαν δοκιμάσει στις αρχές του παγκοσμίου πολέμου. Έλεγαν πως θα ήταν οριστικός».
Μάταια προσπαθούσε ο Γρηγόριος να μεταπείσει τους δημογέροντες.
Ο φόβος ενός οριστικού ξεσπιτωμού τους έσπρωχνε σε μια επιμονή ακατανόητα δολοφονική: Με οπλισμένη πολιτοφυλακή που δημιούργησαν οι ίδιοι στέρησαν το δικαίωμα φυγής σε όσους ήθελαν να αναχωρήσουν για τα νησιά. Ακόμη και τα επείγοντα τηλεγραφήματα με τις περιγραφές των σφαγιασμών δεν στάθηκαν ικανά να τους μεταπείσουν. Κι ας ήταν τόσο ξεκάθαρα: «Τουρκικός στρατός κατερχόμενος δεν φείδεται ουδέ νηπίων ζωής. Εξορκίζω αναχωρήσατε απαξάπαντες».
Μαρτύριο και Μαρτυρία
Ο τουρκικός στρατός, άλλοι πεζοί κι άλλοι καβαλλαραίοι, μπήκε στο Αϊβαλί στις έξι του Σεπτέμβρη. Εκείνο το καλοκαιριάτικο φθινόπωρο του ΄22 ήταν το τελευταίο ελληνικό στη Μικρασία. Μια πομπή τραγική μέσα στις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες της αγωνιζόταν με λάβαρα συντεχνιών και την παρουσία του μητροπολίτη και του δημάρχου να διαψεύσει τον θάνατο που παντού πλανιόταν εκδικητικός.
Ο Γρηγόριος αγωνιζόταν απεγνωσμένα να αποτρέψει τη σφαγή. Ήταν όμως αναπότρεπτη. Το στρατιωτικό νόμο ακολούθησε η διαταγή του θανάτου: «Να παρουσιαστούν όλοι οι άνδρες από δεκαοχτώ μέχρι σαράνταπέντε χρόνων». Τους έδεσαν και τους τραβούσαν έξω από την πόλη. Κανείς δεν ήξερε τι τους περίμενε.
Την κατάληξή τους τη μάθανε τα γυναικόπαιδα. Εκεί έξω από την πόλη, στις χαράδρες των μεταλλείων του Φρενέλι, απέμειναν χιλιάδες τα κουφάρια.
Ο σταυρός του μαρτυρίου ήταν τώρα εκεί πλάι του. Δεν τον αρνήθηκε. Τον πήρε στα χέρια. Τον ανέβασε στους ώμους.
Στην πόλη απέμειναν μόνο τα γυναικόπαιδα.
Έπρεπε να σωθούν. Γνώριζε πως η ζωή του έφτανε στο τέλος. Ο θάνατος παραμόνευε παντού. Υπήρχαν όμως οι άνθρωποι του ποιμνίου του, όσοι απέμειναν ζωντανοί. Γι αυτούς έπρεπε να νοιαστεί όχι για τον εαυτό του.
Σαν έφτασαν στην παραλία βαπόρια με αμερικάνικη σημαία προσπάθησε να παρατείνει τη δολοφονική προθεσμία που έβαλαν οι Τούρκοι. Μάταια όμως. Η προθεσμία παρέμεινε. «Η άδεια της αναχωρήσεως ισχύει μόνο για είκοσι τέσσερις ώρες. Όσοι δεν προλάβουν να φύγουν θα μεταφερθούν στο εσωτερικό της Ανατολής».
Ο χρόνος κυλούσε δυσκίνητα μέσα στις κακουχίες και το συνεχές παζάρεμα της ζωής με τους Τούρκους αξιωματικούς και το μίσος τους. Στις τριάντα του Σεπτέμβρη του 1922 έδωσαν άδεια αναχώρησης στο της πόλης ιερατείο της πόλης. Ο Δεσπότης αρνήθηκε επειδή έμειναν ακόμη χριστιανοί στην πόλη.
Η μέρα του μαρτυρίου πλησίαζε. Χωρίς φόβο ο Γρηγόριος ανάμενε. Ο θάνατος γι αυτόν ήταν μια επιλογή καθαρά συνειδητή. Γνώριζε ότι θα τον συναντούσε με ένα από τα αγριότερά του προσωπεία.
«Τέλος πιάσαν τον Δεσπότη και τους παπάδες. Ύστερα από τέσσερις μέρες φυλακή και βασανιστήρια, τους σηκώσανε και τους οδήγησαν έξω από την πόλη. Τους συνοδεύανε στρατιώτες και Τσέτες οπλισμένοι. Τους γυμνώσανε, τους δέρνανε, τους βιάζανε να περπατούν ξυπόλυτοι».
Από τότε έχουν περάσει εξήντα έξι σχεδόν χρόνια. Για το τέλος του Μητροπολίτη Κυδωνιών Γρηγόριου Ωρολογά έχουν γίνει γνωστές κάποιες εκδοχές. Την πραγματικότητα όμως του μαρτυρικού θανάτου διέσωσε μέχρι τις μέρες μας ο παθιασμένος Μικρασιάτης Ηλίας Βενέζης:
«Αλλά εγώ θα αφηγηθώ την αυθεντική ιστορία. Ήμουν με την προτελευταία αποστολή σκλάβων που οι Τούρκοι οδηγούσαν στο εσωτερικό της Ανατολής. Γυμνοί, πεινασμένοι, διψασμένοι, καταματωμένοι, είχαμε φτάσει στην Πέργαμο. Μας ρίξαν σε μιαν αποθήκη. Την άλλη μέρα, κατά το μεσημέρι, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένα νέο κοπάδι σκλάβων. Ήταν, σε αξιοθρήνητη κατάσταση, οι παπάδες του Αϊβαλιού: αλλοσούσουμοι, καταματωμένοι κι αυτοί, με ξεσκισμένα ράσα, πεινασμένοι, ξυπόλυτοι, άγριοι από τη μαρτυρική πορεία.
Ο Κυδωνιών Γρηγόριος, αν και είχε ξεκινήσει μαζί τους, δεν έφτασε στην Πέργαμο. Έξω από το Αϊβαλί οι Τούρκοι τον ξεχωρίσανε μαζί με άλλους από το κοπάδι και τον παραδώσανε σ΄ ένα απόσπασμα εκτελεστικό που είχε εκτός από τα όπλα και φτυάρια.
Οι άλλοι οι παπάδες συνεχίσανε το δρόμο. Σαν πέρασε λίγη ώρα, ακούσανε πίσω τους ντουφεκιές. Το απόσπασμα ενώθηκε μαζί τους αργότερα. Ένας Τούρκος του αποσπάσματος είπε:
«Τον Δεσπότη τον θάψαμε ζωντανό. Οι ντουφεκιές ήταν για τους άλλους».
Πλάι στο μαρτύριο του Αρχιερέα ο Βενέζης διασώζει και τον θάνατο μιας άλλης μορφής, σημαντικής γι’ αυτόν.
«Η πομπή σταμάτησε. Φασαρία. Οι στρατιώτες βλαστημούσαν, φώναζαν. Ο γερο-παπάς δεν ήθελε να προχωρήσει. Έπεσε.
• Πιάστε τον δυο από τα χέρια! διατάζει ο αρχηγός.
Τον πιάσαμε δυο από τις μασχάλες και προχωρήσαμε. Μα τα ποδάρια του έμεναν, σέρνουνταν.
Σταματήσαμε πάλι.
Ο λοχίας, έξω φρενών, έρχεται από πίσω. Με την μπούκα του τουφεκιού του φέρνει μια, δυο, τρεις στη μέση, να τον ζωντανέψει.
Ξέφυγε από τα χέρα μας, βάρυνε, έπεσε.
Οι στρατιώτες είδαν κι απόειδαν, τον τράβηξαν στην άκρη του δρόμου τον αμόραλαν μπρούμυτα κι άρχισαν να του κατεβάζουν απανωτές κοντακιές. Μήτε καν στέναζε. Μονάχα η γλώσσα του έγλειφε τη γης – να δοκιμάσει στυφή είναι, πικρή είναι;
Από τον λόφο, αντίκρυ στον Άτταλο, λίγα μέτρα από μας, τα παιδάκια τα τουρκιά που παίζαν ροβόλησαν κατά τη σκηνή.
Οι στρατιώτες αποτραβήχτηκαν για να ξεκινήσουμε. Τα παιδάκια άρχισαν όλοι μαζί να πετροβολούν από σιμά το σώμα που ξεψυχούσε.
Κάμποση ώρα ακούγαμε τον βουβό χτύπο που έκαναν οι πέτρες όσο ολοένα στοιβάζουνταν. Τρεις φορές μου είχε δώσει, μικρόν, τη θεία μετάληψη. Φορούσα τα καλά μου».
Ο Ηλίας Βενέζης δημοσίευσε το βιβλίο του «Μικρασία χαίρε» ολόκληρη μια σειρά από κείμενα που πρωτοείδαν ο φως της δημοσιότητας το 1972 στην εφημερίδα «Το Βήμα». Ήταν η αγωνία ενός ανθρώπου πενήντα χρόνια μετά τα πάθη της χαμένης πατρίδας μορφοποιημένη σε μια σημαντική, για τους καιρούς μας, μαρτυρία:
Από 3000 άνδρες που πιάσανε οι Τούρκοι στο Αϊβαλί, τον ανθό του πληθυσμού, σωθήκαμε και φτάσαμε , ύστερα από δεινά πολλά στην Ελλάδα είκοσι τρεις ψυχές.
Αυτήν τη μαρτυρία καταθέτω για την Ορθοδοξία της Μιρασίας, που έδιδε αγίους και μάρτυρες ταπεινούς και αφανείς, επειδή τους οδηγούσε ένα μόνο: η πίστη και το χρέος.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΓΕΙΩΤΗΣ

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

Μετά την άτακτη φυγή του στρατού μας από τα εδάφη της Μικράς Ασίας και τον σφαγιασμό του ελληνισμού αυτής, οι νικητές του Α΄ μεγάλου πολέμου του 20ου αιώνα έσπευσαν να υπογράψουν συμφωνία με την Τουρκία, του Μουσταφά Κεμάλ πλέον και όχι του σουλτάνου. Αυτή υπογράφηκε στις 25 Σεπτεμβρίου και είναι γνωστή ως συνθήκη των Μουδανιών. Πριν ακόμη αφιχθούν στη σύσκεψη οι εκπρόσωποι της Ελλάδος οι «σύμμαχοι» έκαναν αποδεκτή την απαίτηση των Τούρκων να αποσυρθεί ο ελληνικός στρατός από την Ανατολική Θράκη. Αυτό συνεπαγόταν την προσφυγοποίηση ακόμη 250.000 Ελλήνων της περιοχής. Στην άρνηση των Ελλήνων να αποδεχθούν τον όρο ασκήθηκαν έντονες πιέσεις. Μάλιστα παρενέβη και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, για να πεισθεἰ η προσωρινή ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί τον όρο! Ο Βενιζέλος ήταν απών κατά το μακρό διάστημα της μεγάλης δοκιμασίας του στρατού μας, λόγω της αφροσύνης των φιλοκωνσταντινικών αντιπάλων του (ο όρος φιλοβασιλικός δεν απηχεί την πραγματικότητα, καθώς φιλοβασιλικός ήταν και ο Βενιζέλος). Δεν έπραξε ουδέν προς τους ισχυρούς «φίλους» του, ώστε να παρέμβουν, για να αποφευχθεί η ατίμωση και ο αφανισμός των ομογενών μας της Ιωνίας. Στις εκκλήσεις των μελών της «Μικρασιατικής Άμυνας» (πρόεδρος αυτής ο εθνοϊερομάρτυς μητροπολίτης Χρυσόστομος) για υποστήριξη, προκειμένου να οργανώσουν την άμυνα στην περιφέρεια Σμύρνης, έδωσε τη συμβουλή να συνεργασθούν με τον ανεκδιήγητο αρμοστή Σμύρνης, πρόσωπο της επιλογής του και μη αντικατασταθέντα από τους φιλοκωνσταντινικούς, που είχαν σπεύσει να αντικαταστήσουν τους πλείστους των αξιωματικών του στρατού μας. Και ο Στεργιάδης, που είχε έλθει κατ’ επανάληψη σε σύγκρουση με τους ομοεθνείς μας στη Σμύρνη, αφού εισηγήθηκε στην κυβέρνηση της Αθήνας την απαγόρευση αναχώρησης των ομοεθνών μας, που δεν έφεραν ελληνικό διαβατήριο, και η πρότασή του έγινε δεκτή, αναχώρησε, αφού παρέλαβε όλη την οικοσκευή του, με τη βοήθεια αγήματος του βρετανικού στρατού. Τώρα ο Βενιζέλος εμφανιζόταν και πάλι, τρέφοντας βάσιμες ελπίδες ότι δινόταν η ευκαιρία να διαδραματίσει σημαντικό πολιτικό ρόλο. Τί θα ήταν για την «ένδοξη» Ελλάδα 250.000 επί πλέον πρόσφυγες. Η κυβέρνηση της συμφοράς όμως είχε δηλώσει στον Στεργιάδη ότι αδυνατούσε να διαθρέψει 500 ορφανά, που έπρεπε να μεταφερθούν στην Ελλάδα!

Σταμάτησαν, με την υπογραφή της συνθήκης, τα δεινά των εγκαταλειφθέντων στην εκδικητική μανία των Τούρκων ομοεθνών μας, στρατιωτικών και αμάχου πληθυσμού; Ασφαλώς όχι. Μόλις τον Δεκέμβριο του 1922 η Τουρκία απάντησε στις εκκλήσεις της ελληνικής κυβέρνησης για γνωστοποίηση της τύχης των αιχμαλώτων του στρατού μας. Και ενώ ο υπολογισμός από πλευράς του ελληνικού Επιτελείου ξεπερνούσε τις 55.000 χιλιάδες, οι Τούρκοι αντέτειναν ότι δεν ξεπερνούσε τις 32.000, για να παραδώσουν τελικά μόλις 17.000, αρκετοί από τους οποίους απεβίωσαν κατά το ταξίδι και άλλοι φθάνοντας στον Πειραιά!

Τα δεινά των αμάχων, που είχαν συρρεύσει στη Σμύρνη έχουν περιγράψει αυτόπτες μάρτυρες, Έλληνες και άλλων εθνοτήτων. Συγκλονιστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το έργο της Διδούς Σωτηρίου «Ματωμένα χώματα»: «Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σιρίτια, οι διπλωμάτες και οι πρόξενοι της Αντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μη φτάνουν ίσαμε τα’ αυτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα εκείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δεν ρίχτηκε κι η εντολή δεν δόθηκε!» . Και άλλος λογοτέχνης μας, ο Ηλίας Βενέζης, αιχμάλωτος των Τούρκων, έγραψε στο έργο του «Το νούμερο 31328»: «Ένα πρωί μας παίρνουν, καμιά εξηνταριά σκλάβους, για μια μικρή αγγαρεία. Δίπλα στις ράγες του σιδηροδρόμου τελειώνει μια μεγάλη χαράδρα, ανάμεσα στο Σίπυλο. Μέσα σ’ αυτή θα σκοτώθηκαν ίσαμε σαράντα χιλιάδες Χριστιανοί από τη Σμύρνη και τη Μικρά Ασία τις πρώτες μέρες της καταστροφής. Τα κορμιά λυώσανε με τον χειμώνα και το νερό της χαράδρας, που κατέβαινε από ψηλά έσπρωχνε τα κουφάρια προς τα κάτω ίσαμε τον δρόμο. Η δουλειά μας ήταν όλη τη μέρα να σπρώχνουμε τα κουφάρια προς τα μέσα, να μη φαίνονται».

ΟΙ σφαγές δεν έπαψαν με την υπογραφή της συνθήκης των Μουδανιών, που αποτέλεσε το προανάκρουσμα της συνθήκης της Λωζάνης, με την οποία πλήθος χριστιανών και μουσουλμάνων πήραν το δρόμο της προσφυγιάς, για να σχηματισθούν αμιγώς εθνικά κράτη, κατά το πρότυπο του δυτικού εθνικισμού. Ο δυτικός τύπος σίγησε και οι λαοί δεν ενημερὠθηκαν για τα φρικτά συμβάντα. Τα οικονομικά συμφέροντα κάλυψαν με πέπλο λήθης τα εγκλήματα των «πολιτισμένων» Νεοτούρκων, που είχαν ανατρέψει τον «βάρβαρο» και αυταρχικό σουλτάνο! Μάλιστα αρκετές εφημερίδες έγραψαν ότι τη φωτιά στη Σμύρνη την προκάλεσαν χριστιανοί. Ο Τζώρτζ Χόρτον, Αμερικανός πρόξενος τότε στη Σμύρνη δίνει εξήγηση και για τη σιγή των «χριστιανών» αυτοπτών μαρτύρων των εγκλημάτων. Σκέπτονταν τις συνέπειες για τις ιεραποστολές τους, αν τολμούσαν να καταγγείλουν τις φρικαλεότητες. Αλλά ποιους ήλπιζαν πλέον να προσηλυτίσουν; Χριστιανοί είχαν πάψει να υπάρχουν και είναι γνωστή η τιμωρία, που το Κοράνιο ορίζει για τους αρνησίθρησκους. Όσο για τον Πάπα μάλλον ενθουσιασμό προκάλεσε ο, επί τέλους, αφανισμός των σχισματικών της Ανατολής!

Κάποιοι Οθωμανοί, πιστοί στον σουλτάνο, κατέφυγαν στη Δυτική Θράκη. Εκεί άρχισαν να εκδίδουν εφημερίδα, τη «Γιαρίν», φύλλα της οποίας σώζονται. Σε ένα από αυτά καταγγέλλουν τους Νεοτούρκους, που επιχείρησαν να επιρρίψουν τις ευθύνες για τα έκτροπα στον τουρκικό λαό, στους ατάκτους και μόνο, ενώ υπάρχουν πλήθος μαρτυριών ότι οι διαταγές για τη γενοκτονία και τις σφαγές δόθηκαν από το νεοτουρκικό Κομιτάτο! Οι Παλαιότουρκοι αυτοί είχαν γίνει άκρως ενοχλητικοί στον Μουσταφά Κεμάλ. Ζήτησε αυτός από τον «φίλο» του Βενιζέλο, όταν επανήλθε εκείνος στην εξουσία, να τους εκδιώξει. Και ο «εθνάρχης» δεν του χάλασε το χατίρι. Απελάθηκαν και εγκαταστάθηκαν στη Συρία! Λίγο αργότερα (1930) ο Βενιζέλος πρότεινε να δοθεί το βραβείο Nobel ειρήνης στον σφαγέα των χριστιανών της Μικράς Ασίας. Και όταν ο σφαγέας απεβίωσε (1938) ο δικτάτωρ Μεταξάς έπλεξε το εγκώμιό του και είχε την πρόθεση να μετονομάσει τη στενή οδό, έναντι του τουρκικού προξενείου, που ο μικρόψυχος νέος ελληνισμός αφιέρωσε στον Απόστολο των εθνών Παύλο, σε οδό Μουσταφά Κεμάλ!

Σήμερα βέβαια, που θριάμβευσε η «δημοκρατία» ο Βενιζέλος έχει αποκληθεί εθνάρχης και πλήθος ανδριάντων έχουν στηθεί και πλήθος οδών έχουν λάβει το όνομά του. Και άλλοι, μετά από αυτόν, έχουν αποκληθεί εθνάρχες! Οι βασιλιάδες έχασαν έδαφος και ο Μεταξάς δεν τιμάται, δεν είναι όμως λίγοι αυτοί, που ονειρεύονται την επάνοδο βασιλιά «σωτήρα» και το καθεστώς του Μεταξά, αντίγραφο του οποίου υπήρξε το άλλο της επτάχρονης δικτατορίας. Όσο για τους κομμουνιστές, που συνέβαλαν στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, στην πτώση του ηθικού του καταταλαιπωρημένου στρατού μας στη Μικρά Ασία, αυτοί εμμένουν ότι η εκστρατεία υπήρξε ιμπεριαλιστική. Και ο λαός μας παραμένει διασπασμένος και εύκολο, ως εκ τούτου, θύμα των ισχυρών που εξακολουθούν να μας διαφεντεύουν, αφού παραμένουμε προτεκτοράτο τους, καθώς δεν αισθανόμαστε ότι έχουμε από καιρού απολέσει την ελευθερία, για την οποία οι πρόγονοι έχυσαν ποταμούς αιμάτων.

  • Η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ “ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ”

του Γεωργίου Τσακαλίδη*

Αν θέλει να γνωρίσει κανείς την Τραπεζούντα, την πρωτεύουσα των Κομνηνών, θα δυσκολευθεί να το πετύχει, αν το επιχειρήσει χωρίς προηγούμενη  μελέτη του κλασσικού και μνημειώδους έργου (908 σελίδων) «Η Εκκλησία Τραπεζούντος»[1], που συνέγραψε ο Χρύσανθος Φιλιππίδης και εξέδωσε το 1933 η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών. Αν θέλει να μιλήσει κανείς για τον συγγραφέα του μνημειώδους αυτού έργου και κορυφαία προσωπικότητα του ποντιακού ελληνισμού, τον τελευταίο Μητροπολίτη Τραπεζούντος και κατόπιν Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Χρύσανθο Φιλιππίδη, θα πρέπει προηγουμένως να γνωρίσει τουλάχιστον τους σπουδαιότερους σταθμούς της ζωής του, τους οποίους παραθέτω ευθύς αμέσως έχοντας ως πηγή τις δικές του «Βιογραφικές αναμνήσεις»[2], αλλά και τη διπλωματική εργασία, του μακαριστού Μητροπολίτη Δράμας κυρού Παύλου[3].

Η βιογραφία του

Ο Χαρίλαος Φιλιππίδης –αυτό ήταν το κοσμικό του όνομα- γεννήθηκε στην Κομοτηνή το 1881, ως έβδομο παιδί του ζεύγους Ζήση και Ξανθώς Φιλιππίδη. Τον πατέρα του, που ήταν έμπορος σιτηρών και κουκουλιών, δεν πρόλαβε να γνωρίσει, αφού πέθανε από ημιπληγία, όταν ο Χαρίλαος ήταν πολύ μικρός.

Παρακολούθησε το σχολαρχείο της Κομοτηνής, ενώ τις γυμνασιακές του σπουδές ολοκλήρωσε στην Ξάνθη. Φοίτησε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, κοντά σε επιφανείς κληρικούς και λαϊκούς θεολόγους. Παράλληλα επιδόθηκε στην εκμάθηση της γαλλικής, της γερμανικής και της τουρκικής γλώσσας. Η γλωσσομάθειά του όχι μόνο θα διευρύνει τους ορίζοντές του, αλλά θα τον αναδείξει σε υπερεθνική προσωπικότητα, αφού χάρη σ’ αυτή, όπως θα δούμε στη συνέχεια, θα εκπροσωπήσει σε διεθνείς συναντήσεις  το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και την Οικουμενική Ορθοδοξία.

Ύστερα από τις επταετείς  σπουδές του έλαβε το πτυχίο του διδασκάλου της Ορθοδόξου Εκκλησίας το 1903. Αμέσως μετά χειροτονείται διάκονος. Στη χειροτονία του παρίσταται και ο μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος, ο μετέπειτα μητροπολίτης Σμύρνης, που μαρτύρησε το 1922 και ανακηρύχθηκε άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Λόγω των ιδιαίτερων ικανοτήτων του διορίζεται ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Τραπεζούντος. Σε ηλικία μόλις 23 ετών διορίζεται από τον Μητροπολίτη Κωνστάντιο γενικός του επίτροπος λόγω αναχωρήσεώς του ως συνοδικού στην Κωνσταντινούπολη. Ως διάκονος-αναπληρωτής του Μητροπολίτη επιλύει δύο δύσκολα προβλήματα για τον ελληνισμό της Τραπεζούντος, που αυξάνουν κατακόρυφα το γόητρό του και τη συμπάθεια των Ελλήνων στο πρόσωπό του. Το πρώτο: Σώζει με παρέμβασή του στις τουρκικές αρχές από βέβαιη θανατική καταδίκη Έλληνα βιβλιοπώλη, που βρέθηκαν στο κατάστημά του αφίσες της επανάστασης του 1821. Το δεύτερο είναι η δυναμική παρέμβαση απελευθέρωσης ανήλικης κόρης από την περιοχή Ματσούκας, την οποία απήγαγαν οι Τούρκοι, με σκοπό να την εξισλαμίσουν[4].

Το 1907 συνεχίζει μεταπτυχιακές σπουδές στη Λειψία, όπου σπουδάζει για τέσσερα χρόνια φιλοσοφία καθώς και μαθήματα κανονικού και ρωμαϊκού δικαίου[5]. Μετά ταύτα μεταβαίνει στη Λωζάννη της Ελβετίας, όπου παρακολουθεί μαθήματα θεολογικά, νομικά και κοινωνιολογικά. Με τις σπουδές του αυτές σε ευρωπαϊκά κέντρα οικοδομεί μια πολύπλευρη ηγετική προσωπικότητα, που θα παίξει καθοριστικό ρόλο σε εθνικό και υπερεθνικό, οικουμενικό επίπεδο.

Ενώ βρίσκεται ακόμη στη Λωζάννη προσκαλείται τον Απρίλιο του 1911 από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ να αναλάβει την περίοπτη θέση του Διευθυντή και Αρχισυντάκτη  της εφημερίδας του Πατριαρχείου «Εκκλησιαστική Αλήθεια», όπου δημοσιεύει σπουδαία άρθρα. Το άρθρο του «Στώμεν καλώς» στις 10 Σεπτεμβρίου του 1911 τάσσεται υπέρ της συνεννόησης των εθνοτήτων απέναντι στη νεοτουρκική κυβέρνηση, στην οποία ασκεί έντονη κριτική. Εξοργίζεται η νεοτουρκική κυβέρνηση και διατάζει την παύση έκδοσης της εφημερίδος μέχρι το τέλος του έτους. Ο ελληνισμός της Πόλης όμως ενθουσιάζεται. Η Πηνελόπη Δέλτα χαρακτηρίζει το άρθρο «προφητεία». Όσες φορές οι τουρκικές εφημερίδες βάλλουν κατά του Πατριαρχείου ο Πατριάρχης Ιωακείμ δίνει εντολή στον Χρύσανθο να απαντήσει στα τουρκικά φύλλα. Εκείνος απαντά μέσω των πολιτικών εφημερίδων χρησιμοποιώντας τα αρχικά του Χ.Φ. Η εθνική δράση του Χρύσανθου τον συνδέει με την «Οργάνωση της Κωνσταντινουπόλεως», ιδρυτής της οποίας είναι ο φίλος του Ίων Δραγούμης.

Την επίσημη ημέρα των Χριστουγέννων του 1911 χειροτονείται από τον ίδιο τον Πατριάρχη πρεσβύτερος, δείγμα της μεγάλης εκτίμησης που έχαιρε. Τον Ιούλιο του 1912 αποστέλλεται ως πατριαρχικός έξαρχος στη Βενετία για την κατάπαυση των εκεί κοινοτικών ερίδων, μια αποστολή που στέφεται με πλήρη επιτυχία.

Στις 2.4.1913 προάγεται ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Κωνσταντίνος σε Μητροπολίτη Κυζίκου αφήνοντας κενή τη Μητρόπολη Τραπεζούντας. Η ελληνική κοινότητα, εκτιμώντας τα ηγετικά του προσόντα, ζητεί επίμονα με τηλεγραφήματα στο Πατριαρχείο και στην ελληνική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη την ανάδειξη του Χρύσανθου στο θρόνο της Τραπεζούντας. Τελικά εκλέγεται ο Χρύσανθος στις 18 Μαΐου 1913 σε ηλικία μόλις 32 ετών[6], παρότι είχε ως συνυποψηφίους τον Μητροπολίτη Αγκύρας Γερβάσιο και τον επίσκοπο Ροδοστόλου Αλέξανδρο. Στις 26 Μαΐου γίνεται η χειροτονία του στον πατριαρχικό ναό του αγ. Γεωργίου με προεξάρχοντα της χειροτονίας τον θρυλικό Μητροπολίτη Αμασείας Γερμανό Καραβαγγέλη. Στις 3 Οκτωβρίου γίνεται η ενθρόνισή του στην Τραπεζούντα, όπου ο λαός του επιφυλάσσει ενθουσιώδη υποδοχή.

 

Εθνική προσωπικότητα

 

Τίθεται το ερώτημα: Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί κανείς να χαρακτηρισθεί  εθνική προσωπικότητα; Ο τίτλος -είναι προφανές- ότι δεν απονέμεται από κάποιο ανώτατο ίδρυμα ως ένα είδος διδακτορικού διπλώματος, αλλά αναγνωρίζεται από τον λαό ύστερα από προσφορά αδιαμφισβήτητων εθνικών υπηρεσιών. Θα δούμε ευθύς αμέσως  ποιες εθνικές υπηρεσίες προσέφερε ο Χρύσανθος, εξ αιτίας των οποίων δικαιωματικά χαρακτηρίστηκε εθνική προσωπικότητα.

Υπάρχει η εσφαλμένη αντίληψη, την οποία εκπροσωπούν άνθρωποι από τον χώρο κυρίως της πολιτικής, αλλά  και των Μ.Μ.Ε. ότι οι δραστηριότητες των ιεραρχών και του ιερού κλήρου γενικότερα θα πρέπει να περιορίζονται εντός των τεσσάρων τειχών των ιερών ναών και να αφήνουν τα άλλα θέματα: εθνικά και κοινωνικά σε άλλους αρμοδιότερους. Ο Χρύσανθος Φιλιππίδης δεν συμμεριζόταν την αντίληψη αυτή. Βεβαίως και έδινε προτεραιότητα στην πνευματική καλλιέργεια του ποιμνίου του, χωρίς όμως να παραμελεί την εθνική και κοινωνική του αποστολή. Λειτουργεί και κηρύττει κάθε Κυριακή αναφερόμενος στα εθνικά και κοινωνικά προβλήματα, αφού κυρίως αυτά απασχολούν την επικαιρότητα και την καθημερινότητα του ποιμνίου του.  Ο λόγος του είναι σαγηνευτικός. Οι ναοί κατακλύζονται από πιστούς. Στο πρόσωπό του αναγνωρίζει ο κόσμος την εθνική εκείνη προσωπικότητα που τον εκφράζει στα ανατολικά σύνορα του ελληνισμού. Είναι εξαιρετικά δραστήριος ιεράρχης. Αναφέρω επί τροχάδην ελάχιστες μόνο από τις δραστηριότητές του και μερικά μόνο γεγονότα που αποδεικνύουν την εθνική και υπερεθνική προσωπικότητά του:

  1. Ιδρύει το περιοδικό «Οι Κομνηνοί», στο οποίο είναι ο κύριος αρθρογράφος.
  2. Μεριμνά για την παιδεία των ελληνοπαίδων, στην οποία τεράστιο ρόλο διαδραματίζει το περίφημο Φροντιστήριο Τραπεζούντος, στην εφορία του οποίου προεδρεύει ο ίδιος.
  3. Επιλέγει συνεργάτες όχι μόνο άνδρες, αλλά και γυναίκες. Αξιοποιεί ή ιδρύει γυναικείες Οργανώσεις:  τη Σχολή Θηλέων π.χ. στη γυναικεία μονή της Θεοσκεπάστου, όπου οι τρόφιμες διαπαιδαγωγούνται ηθικά και μαθαίνουν την υφαντική τέχνη. Οι γυναικείες οργανώσσεις «Η μέριμνα»  και η «Φιλόπτωχος Αδελφότης», «κατά την περίοδο της ρωσικής κατοχής (1916-18) διαχειρίστηκαν με τιμιότητα πολλά εκατομμύρια ρούβλια»[7].
  4. Η παρουσία του και ο μεστός λόγος του στις λατρευτικές συνάξεις προσδίδει ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια και τονώνει όχι μόνο το θρησκευτικό, αλλά και το εθνικό αίσθημα. Οι γιορτές Χριστουγέννων, Θεοφανείων, Πάσχα, Τριών Ιεραρχών λαμβάνουν ευρύτερο εθνικό χαρακτήρα και με τη μεγαλοπρέπειά τους εντυπωσιάζουν ακόμη και Τούρκους πολίτες.
  5. Η εθνική του δράση δεν τον καθιστά αυτόματα και εθνικιστή ιεράρχη. Συνεργάζεται αρμονικά με τις άλλες μειονότητες της Τραπεζούντας και με τους Τούρκους αξιωματούχους.
  6. Μεριμνά για την εκλογή Ελλήνων βουλευτών στην τουρκική βουλή.     Ο ελληνισμός της Τραπεζούντας, που ζει τόσο μακριά από το εθνικό κέντρο αναγνωρίζει στο πρόσωπο του πολυτάλαντου και δυναμικού ιεράρχη τον εθνικό του ηγέτη, τον εθνάρχη του.
  7. Όταν το 1914 στρατεύτηκαν και οι Έλληνες και Αρμένιοι (ηλικίας 28-50 ετών) Ο Χρύσανθος κατάφερε με τις καλές σχέσεις που δημιούργησε με τον βαλή της Τραπεζούντας, να εξαιρεθούν από τη στράτευση όχι μόνο οι ιερείς και οι διάκονοι, που προέβλεπε η διαταγή του υπουργού εσωτερικών Ταλαάτ, αλλά και οι ψάλτες, οι επίτροποι των ναών, αλλά και οι δάσκαλοι και καθηγητές. Έτσι κατάφερε να λειτουργήσουν απρόσκοπτα και στη διάρκεια του πολέμου τα ελληνικά σχολεία.
  8. Όταν αρχίζει η σφαγή των Αρμενίων, πολλές Αρμένισσες μητέρες άφηναν τα παιδιά τους στην προστασία του Χρύσανθου, στο ορφανοτροφείο της Μητρόπολης Τραπεζούντας. Περιέθαλψε μεν τα ορφανά Αρμενόπουλα σεβάστηκε όμως απεριόριστα τη θρησκευτική τους ιδιοπροσωπία. Απαγόρευσε να εκκλησιάζονται στους ορθόδοξους ελληνικούς ναούς, για να αποφύγει την έγερση υπόνοιας ότι ασκεί προσηλυτισμό. Έστειλε αμέσως επιστολή στον Αρμένιο Πατριάρχη να στείλει εκπρόσωπό του στην Τραπεζούντα για την κάλυψη των θρησκευτικών αναγκών των ορφανών.
  9. Στη ρωσική κατοχή, πριν καν αναλάβει ο ρωσικός στρατός, παραδίδει σ’ αυτόν ο Βαλής της Τραπεζούντας Τζεμάλ Αζμή βέης την κυβέρνηση με τα λόγια: «από Έλληνας παρελάβομεν την Τραπεζούντα, εις τους Έλληνας και την παραδίδομεν. Έχω πεποίθησιν … ότι θα προστατεύσητε και τους εγκαταλειπομένους μουσουλμάνους όπως και τους Χριστιανούς με την εγνωσμένην μεγαλοψυχίαν και αγάπην σας»[8].
  10. Ο Χρύσανθος προστατεύει τον μουσουλμανικό πληθυσμό από τη φτώχεια. Κέρδισε τόσο πολύ την εμπιστοσύνη του ώστε οι ίδιοι να ζητούν για μεταξύ τους διαφορές τη μεσολάβησή του. Όταν μερικοί Έλληνες εκμεταλλευόμενοι την αναχώρηση του τουρκικού στρατού θέλησαν να λεηλατήσουν ορισμένες αποθήκες στο λιμάνι της Δαφνούντας ήταν τόσο άμεση η επέμβασή του, ώστε «έσπασε το μπαστούνι του στην πλάτη ενός επιδρομέα»[9].
  11. Στη δημαρχία προώθησε τον Φωστηρόπουλο, ωστόσο τοποθέτησε και Τούρκο, στο δημαρχιακό συμβούλιο ως εκπρόσωπο του τουρκικού πληθυσμού.
  12. Η σώφρων πολιτική που εφάρμοσε απέναντι στους μουσουλμάνους και η προστασία που τους παρέσχε «έσωσε την Τραπεζούντα από πολλά δεινά, όταν οι Τούρκοι ανακατέλαβαν την περιοχή»[10]. Έτσι εξηγούσαν και οι δικοί μας πρόσφυγες, όταν ήρθαν στην Ελλάδα το γεγονός ότι ο Ανατολικός Πόντος είχε μόνο το 20% των θυμάτων της γενοκτονίας, και το απέδιδαν αυτό στη συνετή διοίκηση του Χρυσάνθου έναντι του μουσουλμανικού πληθυσμού.
  13. Στις πανσλαβιστικές βλέψεις των Ρώσων να υπαχθούν οι κατεχόμενες από τους Ρώσους επαρχίες στη Ρωσική Εκκλησία δεν ενέδωσε ο Χρύσανθος ακολουθώντας τη γραμμή του Πατριαρχείου[11].
  14. Για να αποφευχθούν βιαιοπραγίες του τουρκικού πληθυσμού και των Τούρκων τσετών εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού οργάνωσε αφ’ ενός ομάδες αυτοάμυνας με ρωσικό πολεμικό υλικό και μεσολάβησε αφ’ ετέρου στο μπολσεβικικό κομιτάτο να παραδώσουν την Τραπεζούντα όσο ταχύτερα γίνεται στον επίσημο τουρκικό στρατό, πράγμα που έγινε και είχε ευεργετικές επιπτώσεις στον ελληνικό πληθυσμό. Μετά την ανακατάληψη της Τραπεζούντας από τον τουρκικό στρατό επισκέφθηκαν τον Χρύσανθο ο υπουργός των στρατιωτικών και οι δύο ανώτατοι διοικητές στρατού και ναυτικού και τον ευχαρίστησαν για την άψογη στάση του απέναντι στους μουσουλμάνους[12].

Ο διοικητής μάλιστα της τρίτης Οθωμανικής Στρατιάς Βεχήπ σε επιστολή του προς τον Χρύσανθο αναγνωρίζει: «Είναι  τελείως αλησμόνητος η όλως πατρική και πρόφρων μέριμνα και προστασία της Υμετέρας Σεβασμιότητος απέναντι του οθωμανικού στοιχείου»[13]

 

Ένα γεγονός όμως που τον εξύψωσε στα μάτια των απανταχού Ποντίων, ήταν η ανάμιξή του στην κίνηση για τη δημιουργία ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου.

 

Ο Μητροπολίτης Χρύσανθος και η κίνηση για δημιουργία της Δημοκρατίας του Πόντου

 

Τον Ιανουάριο του 1918 το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον καλεί τηλεγραφικά να μεταβεί στο Παρίσι, στο εκεί Συνέδριο της Ειρήνης μαζί με την επιτροπή που θα πρόβαλε τα δίκαια του αλύτρωτου ελληνισμού. Του αναθέτει δηλαδή το Πατριαρχείο εθνική αποστολή. Το Φεβρουάριο αναχωρεί ο Χρύσανθος μέσω Βατούμ για Κων/πολη. Οι Έλληνες της Τραπεζούντος, αλλά και του Βατούμ τον κατευοδώνουν με συγκίνηση και εκδηλώσεις αποθεωτικές. Ο ελληνισμός ελπίζει ότι ήρθε ο καιρός της εκπλήρωσης των πόθων του.  Οι Τούρκοι θορυβούνται και δημοσιεύουν λίβελλο εναντίον του, η εφημερίδα «Εποχή» όμως του Καπετανίδη δίνει αποστομωτική απάντηση[14].

Στην Κων/πολη διαβάζοντας τα πρακτικά της επιτροπής διαπιστώνει με έκπληξη ο Χρύσανθος ότι ο Βενιζέλος παραχωρούσε ελληνικώτατες περιοχές, όπως το βιλαέτιο της Τραπεζούντας, στο οποίο υπαγόταν σχεδόν όλος ο Πόντος στο υπό ίδρυση αρμενικό κράτος. Στο Παρίσι που μετέβη συνάντησε τον Βενιζέλο και του εξήγησε ότι οι στατιστικές που είχε υπόψη του για τον ελληνικό πληθυσμό του Πόντου ήταν εντελώς εσφαλμένες. Ο πληθυσμός ήταν τουλάχιστον διπλάσιος από εκείνον που νόμιζε ο Βενιζέλος. Του εξήγησε ότι την περίοδο 1916-18 λειτούργησε ένα είδος αυτονομίας στον Πόντο με επιτυχία. Ο Βενιζέλος αναγκάσθηκε να ομολογήσει την πλάνη του για το ποντιακό ζήτημα και υποσχέθηκε ότι, αν είναι δυνατόν, θα διορθώσει όσα έγραψε στο υπόμνημά του για τον Πόντο. Ο Χρύσανθος είχε αναγνωρισθεί ήδη εν τοις πράγμασι ως επικεφαλής της αντιπροσωπείας του Πόντου. Ως πραγματικός εθνάρχης είχε στο Παρίσι επαφές με τον Γάλλο Πρωθυπουργό Πουανκαρέ, με τον Κλεμανσώ, με τα μέλη της αγγλικής αποστολής, τον Πρόεδρο των Η.Π.Α. Ουίλσον[15].

Ο Βενιζέλος άλλαξε στάση αρκετές φορές, και η αντιφατικότητα αυτή απογοήτευσε τους Ποντίους, οι οποίοι χαρακτήρισαν την όλη στάση της κυβέρνησης ως «άστοχη, άστοργη και ατυχή[16]». Ο ίδιος ο Χρύσανθος ήταν αρκετά αισιόδοξος, και αντλούσε την αισιοδοξία του από τις υποσχέσεις που εισέπραττε από διαφόρους εκπροσώπους των ξένων δυνάμεων.

Είναι χαρακτηριστικό αυτό που άκουσε από τον Πρόεδρο των Η.Π.Α. Ουίλσον μετά την παρουσίαση εκ μέρους του Χρυσάνθου του όλου θέματος και συγκεκριμένα για τη δημιουργία ανεξάρτητου Πόντου υπό αμερικανική εντολή στις 16 Μαΐου 1919: «Είναι θαυμασίως πειστικά όσα μου λέγετε. Ο Πόντος πρέπει να γίνει ανεξάρτητος». Ο Χρύσανθος μετέφερε στον Βενιζέλο όσα του είπε ο Ουίλσον. Ο Βενιζέλος όμως ενδιαφερόταν να μάθει αν τον διέψευσε ο Χρύσανθος στον Ουίλσον. Δυστυχώς δεν υπήρχε συντονισμένη ενιαία γραμμή εκ μέρους της ελληνικής πλευράς με ευθύνη της κυβέρνησης πάνω στο εθνικό ζήτημα της ανεξαρτησίας του Πόντου και η υπόθεση ναυάγησε εξ αιτίας και της στάσεως των συμμάχων, που πρωτίστως επεδίωκαν τα συμφέροντα των χωρών τους. Ο Χρύσανθος βέβαια δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια. Μετέβη στο Λονδίνο στις 23 Ιουλίου 1919, προκειμένου να κερδίσει την υποστήριξη της βρετανικής κυβέρνησης  και της αγγλικανικής Εκκλησίας, αλλά η υπόθεση μάλλον ήδη είχε χαθεί.

Με την επιστροφή του στην Κων/πολη συναντήθηκε με παλιούς γνωρίμους του Τούρκους, ακόμη και με τον πρώην Τούρκο πρωθυπουργό Τζετ πασά, για τους όρους της ισοπολιτείας σε περίπτωση αυτονομίας του Πόντου. Στους 10 όρους που κατέληξαν συμπεριλαμβάνονταν: η Τουρκία θα διατελεί υπό την εντολή της Κοινωνίας των Εθνών, θα διατηρηθεί το εκπαιδευτικό, εκκλησιαστικό και κοινοτικό καθεστώς.    Έγιναν προτάσεις για θέματα απόδοσης δικαιοσύνης, ίσης συμμετοχής Ελλήνων και Τούρκων στην αστυνομία και στη χωροφυλακή, αναλογικής συμμετοχής των Ελλήνων στον καταρτισμό Υπουργείου, ίδρυσης ιδιαίτερων ελληνικών ταγμάτων, καθιέρωσης της ελληνικής γλώσσας ως επίσημης παράλληλα προς την τουρκική. Όλα αυτά φανερώνουν τις σπάνιες διοικητικές, αλλά και διπλωματικές ικανότητες του Μητροπολίτη Χρύσανθου. Εάν στις προσπάθειες αυτές είχε την πλήρη στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης, είναι βέβαιο ότι θα υπήρχε ελπίδα επιθυμητής λύσης του προβλήματος αυτονομίας του Πόντου.

Παρότι αρχική επιδίωξή του δεν είναι ένα  ομόσπονδο κράτος με τους Αρμενίους, αλλά μια ανεξάρτητη δημοκρατία του Πόντου, όταν η πλάστιγγα από τις υποχωρήσεις του Βενιζέλου κλείνει προς τα εκεί, είναι εκείνος που θα αναλάβει να διεξαγάγει τις συζητήσεις με την αρμενική πλευρά και να υπερασπίσει τα δίκαια των Ελλήνων του Πόντου. Συνομιλίες διεξήγαγε με τον πρωθυπουργό της Αρμενίας Χατισιάν. Η ποντιακή πλευρά πρότεινε στις διαπραγματεύσεις μια Ποντο-αρμενική Ομοσπονδία, στην οποία κάθε ένα ομόσπονδο κράτος θα απολαμβάνει πλήρη αυτονομία, με δική του βουλή, δική του νομοθεσία δικούς του υπουργούς και δικό του στρατό. Ο στρατός θα διαθέτει ενιαία διοίκηση. Θα υφίσταται ενιαία εξωτερική πολιτική και ενότητα νομισματική. Θα υπάρξει ανώτατη επιτροπή των δύο κρατών επιφορτισμένη με τον κανονισμό των κοινών υποθέσεων των δύο κρατών. Τελικά όμως οι αντιπροσωπείες δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν στις λεπτομέρειες της σύστασης της Ομοσπονδίας.

 

Ο Χρύσανθος ως υπέρ-εθνική και οικουμενική προσωπικότητα

 

Ο Μητροπολίτης Χρύσανθος αναδείχθηκε λόγω της σύνεσης και των άλλων ικανοτήτων του εν γένει σε μία κοινά αποδεκτή εκκλησιαστική, οικουμενική προσωπικότητα. Δεν είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι αυτόν επιλέγει το Οικουμενικό Πατριαρχείο να μεταβεί στη Γεωργία και να μελετήσει την κατάσταση της Γεωργιανής Εκκλησίας που είχε ανακηρύξει την αυτοκεφαλία της. Ο Χρύσανθος μετέβη στην Τιφλίδα, όπου είχε επανειλημμένες επαφές τόσο με τις εκκλησιαστικές αρχές όσο και με τον πρωθυπουργό και τον υπουργό εξωτερικών. Τον Ιούλιο δε του 1920 σε εμπεριστατωμένη έκθεσή του τάχθηκε υπέρ της αυτοκεφαλίας της Γεωργιανής Εκκλησίας, για να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τη ρωμαιοκαθολική προπαγάνδα, που απειλούσε την ενότητά της. Την αναγνώριση της υπερεθνικής και οικουμενικής προσωπικότητας του Μητροπολίτη Χρύσανθου καταδεικνύει και το γεγονός ότι τον Νοέμβριο του 1920 αναθέτει σ’ αυτόν η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου την προεδρία της επιτροπής για τον διάλογο της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους Παλαιοκαθολικούς.

Ο Χρύσανθος υπήρξε οικουμενική όχι όμως οικουμενιστική προσωπικότητα. Στις πατριαρχικές εκλογές του 1921 π.χ. τάσσεται αναφανδόν υπέρ της υποψηφιότητας του Αμασείας Γερμανού και εναντίον της υποψηφιότητας του Μελετίου Μεταξάκη, για τον οποίο είχαν διατυπωθεί πολλές ενστάσεις επί αντικανονικότητι στην εκλογή του ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών με έντονη παρέμβαση της κοσμικής εξουσίας. Ας σημειωθεί ότι ο Μεταξάκης δεν δίστασε να αναγνωρίσει τις χειροτονίες των Αγγλικανών και εισήγαγε με αντιδημοκρατικό τρόπο (χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του λαού) το γρηγοριανό ημερολόγιο, που ταλαιπώρησε και οδήγησε σε σχίσμα το πλήρωμα της Εκκλησίας.

Οι εθνικές και υπερεθνικές αρμοδιότητες, με τις οποίες είναι εξοπλισμένος ο Χρύσανθος, ανησύχησαν τους Τούρκους, οι οποίοι δεν έπαψαν να παρακολουθούν όλες τις κινήσεις του και να γράφουν εναντίον του. Αυτές έγιναν και η αιτία να καταδικασθεί ερήμην σε θάνατο από το δικαστήριο ανεξαρτησίας στην Αμάσεια στις 7/20 Σεπτεμβρίου του 1921. Ευτυχώς δεν βρισκόταν στην Τραπεζούντα, όταν βγήκε η απόφαση. Θα είχε και αυτός την τύχη των συνεργατών του: του βουλευτή Ματθαίου Κωφίδη και του εκδότη και δημοσιογράφου Νίκου Καπετανίδη, που απαγχονίστηκαν και οι δύο. Το 1922 αναχώρησε από την Κων/πολη στην Αθήνα, όπου για μεγάλο διάστημα διετέλεσε αποκρισάριος του Πατριαρχείου στην Αθήνα και έλυσε πολλά ζητήματα που του ανατέθηκαν, μεταξύ των οποίων και το ζήτημα της Αλβανικής Εκκλησίας..

Το 1938 εκλέχτηκε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Στην γερμανική κατοχή έδειξε λαμπρό παράδειγμα αντίστασης, αρνούμενος τόσο την υποδοχή του στρατού κατοχής όσο και την τέλεση δοξολογίας στη Μητρόπολη καθώς και την ορκωμοσία  της κατοχικής Κυβέρνησης Τσολάκογλου. Όταν μάλιστα του παρατήρησαν πως με την άκαμπτη στάση του διακινδυνεύει τη θέση του, απάντησε: «όχι μόνον τον θρόνον μου αλλά και την ζωήν μου είμαι έτοιμος να θυσιάσω δια το καθήκον μου»[17]. Η αγέρωχη εθνοπρεπής στάση του απέναντι στους κατακτητές ώθησε την  Γκεστάπο και τους Έλληνες συνεργάτες της να εξεύρουν τρόπο αποπομπής του Χρυσάνθου με συντακτική πράξη. Έκτοτε αποσύρθηκε στο φτωχικό σπίτι του στην οδό Σουμελά στην Κυψέλη. Αν και του δόθηκε η ευκαιρία μετά την απελευθέρωση από τη γερμανική κατοχή να διεκδικήσει και να καταλάβει εκ νέου τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, αποβλέποντας μόνο στην ειρήνευση της Εκκλησίας και του ελληνικού έθνους, το οποίο δεν ήθελε να διχάσει, ουδέποτε επεδίωξε την επάνοδό του στο θρόνο, αποδεικνύοντας το μεγαλείο της ψυχής του. Ευχαριστώ

*Ο κ. Γεώργιος Χαρ. Τσακαλίδης είναι Δρ Θεολόγος-Θρησκειοπαιδαγωγός

[1] Σύγκρ. Φιλιππίδης Χρύσανθος, Μητροπολίτης Τραπεζούντος, Η Εκκλησία Τραπεζούντος, Αθήνα 1933

[2] Σύγκρ. Φιλιππίδης Χρύσανθος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Βιογραφικαί αναμνήσεις, Αθήνα 1970

[3] Σύγκρ. Αποστολίδης Παύλος, Μητροπολίτης Δράμας, Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος Φιλιππίδης 1913-1923), η αρχιερατεία του στην Τραπεζούντα, β΄έκδ. Θεσσαλονίκη 2008

[4]Σύγκρ. Φιλιππίδης Χρύσανθος,  Βιογραφικαί αναμνήσεις, 38

[5] Σύγκρ. Αποστολίδης Παύλος,  Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύ-σανθος,  40

[6] Σύγκρ. ό. π. 42 εξ.

[7] Ό. π. 48

[8] Φιλιππίδης Χρύσαθος, Βιογραφικαί αναμνήσεις 126 εξ.

[9] Αποστολίδης Παύλος,  Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, 73.

 

[10] Αποστολίδης Παύλος,  Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος,76.

[11] Σύγκρ. ό. π. 76 – 78.

[12] Σύγκρ. ό. π. 87.

[13] Ό. π. 172εξ.

[14] Σύγκρ. «Εποχή 5.3.11919 σ.1-4. Σύγκρ. επίσης  Αποστολίδης Παύλος,  Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, 181-197.

[15] Σύγκρ. Αποστολίδης Παύλος,  Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, 102.

[16] Σύγκρ. ό. π. 97

[17] Παπαδόπουλος Άνθιμος, …227

  • Γ’ ΣΥΝΕΔΡΙΑ Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 7.30 μ.μ.

Εισηγήσεις 20΄
1. Ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος , μια εθνική και υπερεθνική ορθόδοξη προσωπικότητα, από τον Γεώργιο Τσακαλίδη, δρ. Θεολογίας, συγγραφέα.
2. Η Καππαδοκία της Μ. Ασίας, χώρα Αγίων και σπουδαίων προσωπικοτήτων, από τον Ιντζεσίλογλου Νικόλαο, ομότιμο καθηγητή Πανεπιστημίου.
3. Η Μικρασιατική Καταστροφή, Κεμαλισμός και Ερντογανισμός, από τον Ηρακλή Κανακάκη, πρώην Διευθυντή Δημοτικού Σχολείου, δημοσιογράφο.
4. Η αποκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων στην Ελλάδα το 1923. Η περίπτωση των Ελλήνων της Μακεδονίας, από τον Πελαγίδη Ευστάθιο, ομ. Καθηγητή Πανεπιστημίου.
ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Συντονιστής: Γιάννης Ζερβός, νομικός, δημοσιογράφος.
Ηλεκτρονικός σύνδεσμος πλατφόρμας “ζουμ” για παρακολούθηση και συμμετοχή στη συζήτηση:

https://us02web.zoom.us/j/89621518224

Παρακολούθηση δυνατή και από το κανάλι της “Χριστιανικής” στο youtube, από το οποίο θα γίνει απευθείας μετάδοση.

https://www.youtube.com/user/XRISTIANIKH

Εἰς τὰ περίχωρα τῆς Σμύρνης

 

Βουρνόβας

 

Πολύκλαυστη ἡ Σμύρνη· καὶ ποιός δὲν ἔχυσε ἕνα δάκρυ γι’ αὐτήν. Μὰ θὰ τὴν συναξαρίσουμε παρακάτω, κατὰ πὼς τῆς ταιριάζει. Σήμερα, μέρες ποὖναι, ἂς μείνουμε στὰ προάστειά της, ποὺ καὶ τ’ ὄνομά τους μόνο θυμίζει τὶς μέρες της τὶς εὐτυχισμένες. Ἀπ’ ὅλα τὸ πιὸ διάσημο εἶναι ὁ Μπουρνόβας ἢ εὐγλωττότερα Βουρνόβας· ἂς ὄψεται τὸ τραγούδι: «Παποράκι τοῦ Μπουρνόβα καὶ καρότσα τῆς στεριᾶς, πόσα τάληρα γυρεύεις στὴ Βραΐλα νὰ μὲ πᾶς», ὅπως στὴν ἀρχὴ ἐκεῖ τραγουδήθηκε. Λένε μάλιστα πὼς τὄλεγαν λιποτάκτες ἕλληνες στρατιῶτες τοῦ εἰκοσιδύο.

Ο Βουρνόβας (τουρκικὰ σήμερα Bornova) εἶναι, κατὰ τοὺς ἀρχαιολόγους, ἐκεῖ ὅπου πρωτοκατοικήθηκε ἡ Σμύρνη, τὴ νεολιθικὴ ἐποχή. Στὴ νεώτερη ἀκμὴ τῆς πόλης –τέλη τοῦ 19ου, ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα– ἦταν τὸ ἀριστοκρατικό της προάστειο, μὲ ἐξοχὲς καὶ ἐπαύλεις, γιὰ τοὺς πλούσιους ἀστοὺς της. «Κεῖται ΒΑ τῆς Σμύρνης (σήμερα ἀξεχώριστο κομμάτι τοῦ ἀστικοῦ τῆς κορμοῦ), εἰς τοὺς νοτίους πρόποδας τοῦ Σιπύλου, εἰς τὸ μέσον ὡραιοτάτων κήπων, εἶναι πολίχνη σύσκιος καὶ κατάρρυτος, ἔχει κομψὰς ἐπαύλεις, εἶναι δὲ ἡ ἀρχαιοτάτη ἀπ’ ὅλας τὰς ἐξοχὰς τῆς Σμύρνης […] Ἔχει δὲ ὡραῖα καὶ ψυχαγωγικὰ κέντρα εἰς τὸν σταθμὸν τοῦ σιδηροδρόμου καὶ ἐντὸς αὐτοῦ». Στὰ βυζαντινὰ χρόνια λεγόταν Πρινόβαρις ἢ Ἁγιασοφίτικη Χώρα, καθὼς στὴν περιοχὴ ὑπῆρχαν κτήματα ποὺ ἀνῆκαν στὴν Ἁγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως. Στὰ ὀθωμανικὰ χρόνια ο Βουρνόβας ἦταν ἕνα μικρὸ χωριὸ μέσ’ σὲ πυκνὸ δάσος κι οἱ κάτοικοί του εἶχαν ἀπὸ τὸν Σουλτάνο τὴν ὑποχρέωση νὰ φυλάνε τὰ ὀρεινὰ περάσματα ποὺ ὁδηγοῦν στὴ Σμύρνη, μὲ ἀντάλλαγμα φοροαπαλλαγές. Ἀργότερα, μετὰ τὴν ἀστικὴ ἀνάπτυξη τῆς Σμύρνης καὶ τὴ ραγδαία αὔξηση τοῦ πληθυσμοῦ της, ἀπὸ τὰ μισὰ τοῦ 19ου αἰώνα, ἄρχισαν νὰ χτίζονται στὸ χωριὸ ἐπαύλεις γιὰ παραθερισμὸ τῶν πλουσίων ἐμπόρων τῆς πόλης, ὥστε νὰ γίνει μὲ τὸ χρόνο ἀριστοκρατικὸ προάστειο Λεβαντίνων καὶ Ἑλλήνων, μὲ τοὺς κατοίκους του νὰ φτάνουν τὶς 15.000, σύμφωνα μὲ τὸν Κοντογιάννη.

Ἀπὸ τὸν Βουρνόβα ξεκίνησε καὶ ἡ ἀθλητικὴ δραστηριότητα τῶν Ἑλλήνων τῆς Σμύρνης. Πρὶν τὸ 1900 εἶχε κατασκευαστεῖ ἐδῶ στάδιο, ὅπου ξεκίνησαν οἱ Πανιώνιοι Ἀγῶνες καὶ διέθετε τρεῖς ἀθλητικοὺς συλλόγους, τὸν Ὀρφέα, τὸν Ἑρμῆ καὶ τὸν ἀγγλικὸ Ἀθλητικὸ Ὅμιλο. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ, στὴν ἀκμή της, ἡ ἑλληνικὴ κοινότητα τοῦ Μπουρνόβα διέθετε τρία σχολεία (ἀρρεναγωγεῖο, παρθεναγωγεῖο, νηπιαγωγεῖο), τρεῖς ἐκκλησίες, θέατρο, λέσχες, ἀκόμα καὶ κινηματογράφο. Ἡ πόλη διέθετε ἐπίσης τουρκικὸ σχολεῖο –Ἕλληνες ἦταν ἡ πλειοψηφία–, καθὼς καὶ φράγκικα σχολεῖα καὶ ἰδρύματα, μιὰ μικρογραφία τῆς γειτονικῆς μητρόπολης τῆς Ἰωνίας, τῆς Σμύρνης. Ἀκόμα σήμερα σώζονται οἱ βίλλες τῶν Γουίνταλ, Μαλτάς, Πάτερσον, Γκιρόντ, Ἔντουαρντς, Μπελόμ καὶ Παντεσπάνιαν.

Γιατὶ καὶ ὁ Βουρνόβας εἶχε τὴν τύχη τῆς Σμύρνης. Τὸ 1919 ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἀναπτύχθηκε στὴν περιοχὴ καὶ στὰ τέλη Αὐγούστου τοῦ 1922, ὅταν ἡ Ἑλλάδα ἐγκατέλειπε τὴν περιοχή, μετὰ ἀπὸ μικρὴ ἀντίσταση ποὺ κατὰφεραν οἱ ντὀπιοι, ὑπὸ τὸν ὁπλαρχηγὸ Ξηρό, μπῆκαν στὸν Βουρνόβα οἱ Τοῦρκοι καὶ ἀκολούθησε σφαγὴ Ἑλλήνων καὶ Ἀρμενίων. Μετὰ τὴ δήωσή του ἀπὸ τοὺς Τσέτες τίποτα πιὰ δὲν θύμιζε τὸν ἄλλοτε εὔχαρη Μπουρνόβα. Ἔμεινε μόνο στὰ τραγούδια καὶ τὶς ἀναμνήσεις ὅσων ἐπέζησαν καὶ πῆραν, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Σμυρνιούς, τὸν δρόμο τῆς προσφυγιᾶς. Σήμερα ὁ Βουρνόβας εἶναι μέρος τοῦ μητροπολιτικοῦ δήμου τῆς Σμύρνης, ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἕδρα τοῦ τουρκικοῦ Πανεπιστημίου Αἰγαίου καὶ εἶναι γνωστὸς στὴν Τουρκία γιὰ τὸ μεγάλο σύγχρονο πανεπιστημιακὸ νοσοκομεῖο του. Σώζεται δὲ, ὡς λέγουν, ἡ ἐκκλησία στὴ γειτονιὰ Ντογκανλάρ. Ἕνα μεγάλο πάρκο ἀναψυχῆς τοῦ σημερινοῦ Μπουρνόβα ἔχει τὸ ὄνομα τοῦ Ὀμήρου, καθώς, ἀνάμεσα σὲ ἄλλες ἰωνικὲς πόλεις, ἡ Σμύρνη σεμνύνεται ὡς γενέτειρά του.

 

Βουρλά

 

Περίπου 40 χλμ. Δ τῆς Σμύρνης, περίπου στὴ μέση τῆς διαδρομῆς πρὸς τὸν Τσεσμέ, βρίσκονται τὰ Βουρλὰ ἢ Βρουλά, μιὰ ἄλλοτε μὲ ἀκμάζοντα ἑλληνικὸ πληθυσμὸ πόλη, 30 περίπου χιλιάδων κατοίκων. Ο Κοντογιάννης ἀναφέρει 5  χιλιάδες Τούρκους κι ἄλλους τόσους περίπου ἕλληνες ὑπηκόους –μὴ γηγενεῖς δηλαδή– ἐκτὸς τῶν αὐτοχθόνων. Τὰ Βουρλὰ ταυτίζονται μὲ τὶς ἀρχαίες Κλαζομενές. Εἶναι ἡ γενέτειρα τοῦ ποιητὴ Γιώργου Σεφέρη καὶ τῆς ἀδελφῆς του Ἰωάννας (Τσάτσου). Σήμερα καὶ τὰ Βουρλὰ ἀνῆκουν στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ μητροπολιτικοῦ δήμου τῆς Σμύρνης.

Στὰ Βουρλὰ τῶν Ἑλλήνων, λοιπόν, οἱ ὁποίοι ἀσχολοῦνταν κυρίως μὲ τὰ ἀμπέλια, τὰ σῦκα καὶ τὶς ἐλιές, ἀναφέρεται ὅτι λειτουργοῦσε ἤδη ἀπὸ τὸ 1760 ἡ Ἄναξαγόρειος Σχολή. Ἡ πόλη «εἶναι ἐκτισμένη ἐπὶ ὑψωμάτων. Τὴν νοτίαν πλευράν της κατέχει ὁ λόφος “δέκα μύλοι”… ὡς βαστάζων 10 ἀνεμόμυλους. Χείμαρρος ρέων ἀπὸ Ν πρὸς Β διαχωρίζει τὰς συνοικίας τῶν ὁμογενῶν ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴν καὶ τὴν ἑβραϊκήν. Ὀλίγον δὲ ἔξω ἀπὸ τῆς πόλεως ὑπάρχει ἐπὶ γραφικῆς τοποθεσίας πηγὴ καὶ ἀπὸ τὴν δεξαμενήν της ὑδρεύεται ἐπαρκῶς ἡ πόλις. […] Ἡ συνοικία Μανιάτ μαχαλὲ δεικνύει ὅτι ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκαν ἄποικοι Μανιᾶται. Προσῆλθον ὅμως εἰς τὰ Βρίουλα Πελοποννήσιοι πολλοί, Νάξιοι καὶ ἄλλοι ἐξ ἄλλων μερῶν τοῦ ἑλληνικοῦ βασιλείου διὰ τὴν εὐφορίαν τοῦ τόπου».

Ὡς ἐμᾶς ἀκόμα φθάνουν οἱ νοσταλγικὲς ἀφηγήσεις τοῦ μακαριστοῦ γέροντα Γαβριήλ (Τσάφου), τῆς ὁδοῦ Λευκωσίας, βουρλιώτη στὴν καταγωγή, μὲ γονεὶς πρόσφυγες, σφηνωμένους στὶς κατωφέρειες τῶν Τουρκοβουνίων, στὴν Ἀθήνα. Μὲ ὅλες τὶς πικρὲς καὶ τραγικές τους μνῆμες παρέα μὲ τὴ φτώχεια τους. Ὁ π. Γαβριήλ κατάφερε μὲ τὰ χρόνια νὰ ἀναστήσει τὸ προσκύνημα τῆς Παναγίας τῶν Βρυούλων, περιμαζεύοντας ἀπὸ ἕνα προσφυγόσπιτο τὴν είκόνα της, χτίζοντας ἕνα γυναικεῖο Μοναστήρι στὴν ὁδὸ Ἰβήρων, στὰ Πατήσια, στὴν περιοχὴ τῆς πλατείας Ἀμερικῆς. Μὲ τὸ Μετόχι τους στὸν Ὡρωπὸ, οἱ μοναχὲς προσφέρουν σήμερα μαζὶ μὲ τὴν παρηγορία τῆς Θεοτόκου σὲ μιὰ δύσκολη γειτονιὰ τῆς πρωτεύουσας καὶ λίγο βουρλιώτικο ἁγίασμα θαρρεῖς, ἀπὸ τὴν ἀλησμόνητη πατρίδα.

 

Γκιούλ-μπαχτζές

 

Ὁ Γκιούλ-μπαχτζὲς πάλι, ἦταν ἀξιόλογο χωριό, σφηνομένο κι αὐτὸ στὸν κόλπο ποὺ σχηματίζει ἡ χερσόνησσος τῆς Ἐρυθραίας, ἀπὸ Β πρὸς Ν, ἐγγὺς κι αὐτὸ τῆς Σμύρνης. Ἀπὸ τοὺς 2 χιλιάδες κατοίκους του, τὴ δεκαετία τοῦ 1920, οἱ περισσότεροι ἦταν Ἕλληνες. Ὅπως σημειώνει καὶ πάλι ὁ Π. Κοντογιάννης, εὐρύτερα στὴ χερσόνησσο τῆς Ἐρυθραίας «ὁ πληθυσμὸς εἶναι ἑλληνικὸς κατὰ μέγα μέρος καὶ τουρκικὸς ὀλίγος. Οἱ Ἕλληνες δὲ (ἐδῶ) εἶναι ἀναμφιβόλως ἑλληνικῆς καταγωγῆς καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας δὲν διακρίνονται οὐδ’ ἐπ’ ἐλάχιστον. Εἶναι δὲ συγκεντρωμένοι εἰς πολίχνας, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ Ἀλάτσατα καὶ τὸ Ρεΐς-δερὲ εἶναι σχεδὸν καθ’ ὁλοκληρίαν ἑλληνικά, ὁ Τσεσμὲς καὶ τὰ Βρουλὰ μὲ ὀλίγους Τούρκους. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ μικρότερα χωρία ἑλληνικὰ ὡς καὶ μικτά. Πολλὰ ἑλληνικὰ χωρία ἔχουν τουρκικὰ ὀνόματα, τὸ ὁποῖον δεικνύει προέλασιν καὶ εἰσχώρησιν ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ εἰς χωρία πρότερον μόνον τουρκικά».

Τοὺς Ἕλληνες αὐτούς, ποὺ «δὲν διακρίνονται οὐδ’ ἐπ’ ἐλάχιστον» ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἐγκατέλειψε ὡς μὴ ὄφειλε ἡ Ἑλλάδα στὰ 1922, ἀφοῦ κατὰ τὴν κατάπτυστη ἐκδοχὴ τοῦ «Οἴκαδε», ποὺ εἶναι ταὔτὸ μὲ τὸ πιὸ σύγχρονο «Ἡ Κύπρος κεῖται μακράν», ὡς Ἕλληνες θεωρήθηκαν μόνο ὅσοι κατοικοῦσαν νοτίως τοῦ Πηνειοῦ (!), στὴν παλιὰ μικρή, «νοικοκυρεμένη» Ἑλλάδα, τὴν τάχατες ἔντιμη. Ἡ χερσόνησσος τῆς Ἐρυθραίας, φερ’ εἰπεῖν, μιὰ περιὰ μόνον ἀπέχουσα ἀπὸ τὴν ἐπίσης καμμένη ἀπὸ τὸ τουρκικὸ μένος Χίο, ἦταν σχεδὸν ἑλληνικὴ χώρα πρὶν τὴν Καταστροφή, τόσο ἑλληνικὴ ὅσο καὶ ἡ Χαλκιδικὴ ἢ καὶ ἡ Πελοπόνησσος ἀκόμα πρὶν τὴν Ἐπανάσταση. Γιὰ νὰ μὴ μιλήσουμε βεβαίως γιὰ τὴ Σμύρνη ἢ τὴν Προποντίδα καὶ τὸ Βόσπορο.

Ὁ Γκιούλ-μπαχτζές εἶχε καταστραφεῖ τὸ 1883 ἀπὸ σεισμούς. Ξαναχτίστηκε, ὡστόσο, μὲ τὴν πλειοψηφία τῶν κατοίκων νὰ εἶναι «ἕλληνες χριστιανοὶ νοικοκυραῖοι, ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τὴ γεωργία, κτηνοτροφία καὶ τὴ θάλασσα (ἁλιεία-ναυσιπλοΐα)». Κι ὅπως διαβάζουμε σὲ μιὰ ἀνάμνηση ἐκείνης τῆς τραγωδίας, «ἐκεῖ, στὸν Γκιούλ-μπαχτζέ, μιὰ γραφικὴ κωμόπολη χτισμένη στὰ μικρασιατικὰ γαλανὰ παράλια… ἔμελλε νὰ παιχτεῖ ἡ τελευταία πράξη ἑνὸς δράματος, ἀποτέλεσμα τοῦ τραγικοῦ καὶ φοβεροῦ πολέμου. Ὁ βίαιος καὶ σκληρὸς ἀποχωρισμὸς ἀγαπημένων προσώπων. Γονεῖς ποὺ ἀναζητοῦσαν τὰ χαμένα παιδιά τους, ἔγγαμα ζευγάρια ποὺ χωρίζονταν, μὴ μπορῶντας καὶ οἱ δυὸ ν’ ἀνεβοῦν στὰ πλοῖα, ρασοφόροι κληρικοί, γέροντες καὶ γερόντισσες ἀνήμποροι καὶ μὲ κλονισμένη τὴν ὑγεία τους στοιβαγμένοι στὴν ἀποβάθρα. Κοπέλες σὰν τὰ κρύα τὰ νερά, ποὺ θρηνοῦσαν τοὺς ἀγαπημένους τους…» (Θανάσης Δ. Καλογιάννης).

Κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς βρῆκαν καταφύγιο στὶς ὑπώρειες τῆς Πεντέλης, στὴν Πηγὴ Μελισσίων, ὅπου ἀναβιώνουν τὰ ἀρχαῖα ἔθιμα τῆς πατρίδας, ὅπως τὸ Κεσκέκι, κοινὸ γεῦμα ὑπὸ τὴ σκέπη τοῦ Ἁη-Γιώργη, ποὺ κι αὐτὸν τὸν ἔφεραν σηκωτὸ μαζί τους ἀπ’ τὸν Γκιούλ-μπαχτζὲ οἱ πρόσφυγες, γεῦμα κοινοτικό, πανηγυρικό, ποὺ μοιράζεται σὲ ὅλους, ντόπιους καὶ ξένους ἀδιακρίτως. Ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀρχαία πατρίδα κι ἀπ᾽ τὸ κοινὸ μ’ ὅλον τὸν ἑλληνισμὸ μικρασιατικὸ γεῦμα ἀκόμα οἱ τῆς Ψωροκώσταινας ψωμιζόμαστε.

 

Στὸ ἑπόμενο: Γάγγρα, Γιάλοβα, Γκέρεμε.

 

Κων. Μπλάθρας

 

Πηγὲς: Παντ. Μ. Κοντογιάννη, Γεωγραφία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, Γιάννη Καψῆ, Χαμένες πατρίδες, en.m.wikipedia.org, www.eleftheria.gr, 13-9-2008. www.mikrasiatis.gr.

  • ΝΕΟΤΟΥΡΚΟΙ 1911: “ΝΑ ΕΞΟΝΤΩΘΟΥΝ ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΑΥΤΑ ΧΟΡΤΑ ΠΟΥ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ”

Η Χριστιανική Δημοκρατία εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση με αφορμή την συμπλήρωση των 100 χρόνων από την καταστροφή της Σμύρνης: Details

  • Η ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΟΚΑΘΑΡΣΗ ΤΟΥ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΘΡΑΚΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Η Χριστιανική Δημοκρατία εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση με αφορμή την συμπλήρωση των 100 χρόνων από την καταστροφή της Σμύρνης:

Details

  • Η ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

του Απόστολου Παπαδημητρίου

Η μεγαλύτερη συμφορά του ελληνισμού στη μακραίωνη ιστορία του έχει ως επέτειο ημέρα τη 13η Σεπτεμβρίου. Τότε, με βάση το νέο ημερολόγιο, που ακόμη δεν είχε τεθεί σε χρήση στη χώρα μας, ολοκληρώθηκε η τελευταία φάση του δράματος, δηλαδή οι σφαγές του αμάχου πληθυσμού, που δεν πρόφθασε να επιβιβασθεί σε πλεούμενο, και η πυρπόληση της πολύκλαυστης Σμύρνης.

Διχασμένοι και σήμερα, όπως και τότε, αδυνατούμε να αντλήσουμε διδάγματα από τη συμφορά, με συνέπεια να παραμένουμε στο έπακρο ευάλωτοι και στην απόλυτη διάθεση των ισχυρών, οι οποίοι, αν τα συμφέροντά τους το απαιτήσουν, είναι πρόθυμοι να μας οδηγήσουν σε νέες συμφορές.

Η εκστρατεία, κατ’ εντολή των «συμμάχων» μας, επιχειρήθηκε την άνοιξη του 1919. Έχει γραφεί πολύ χαρακτηριστικά ότι, τότε, οι μισοί Έλληνες μισούσαν τους άλλους μισούς, λόγω του εθνικού διχασμού που είχε προηγηθεί, περισσότερο απ’ ότι μισούσαν τους Τούρκους! Παρά τα διατυμπανιζόμενα, ο ελληνικός στρατός δεν είχε σταλεί ως ελευθερωτής τμήματος της Μικράς Ασίας, αλλά για να επιβάλει την τάξη και να συμβάλει στον αφοπλισμό των Τούρκων, που δεν αποδέχονταν τη συμφωνία ανακωχής του Μούδρου. Και αποδεχθήκαμε τον ρόλο αυτό χωρίς οι «σύμμαχοί» μας να διαθέσουν ούτε ένα στρατιώτη! Αυτοπεποίθηση ή δουλικότητα; Οι τότε κυβερνώντες (πρωθυπουργός Βενιζέλος) δεν αποκάλυψαν πλήρως τον σκοπό της παρουσίας του ελληνικού στρατού στην Ιωνία, με συνέπεια οι ομοεθνείς μας να πανηγυρίσουν υπέρμετρα την απελευθέρωσή τους. Και ο στρατός μας βρέθηκε εξ αρχής αντιμέτωπος με Τούρκους αποφασισμένους να προβάλουν αντίσταση στον διαφαινόμενο διαμελισμό και του τελευταίου εδάφους, που τους είχε απομείνει, μετά την αρπαγή των αραβικών χωρών από τους νικητές «συμμάχους» μας. Ο ελληνικός στρατός φάνταζε στα μάτια τους ως στρατός κατοχής.

Ευθύς εξ αρχής οι Τούρκοι απέκτησαν πραγματικό σύμμαχο τους Ιταλούς, που είχαν χολωθεί, επειδή οι «σύμμαχοι» είχαν αντιταχθεί στη βουλιμία τους να συστήσουν αυτοκρατορία. Στις αρχές του 1920 άλλαξε και η γαλλική πολιτική, αν και ο στρατός του Μουσταφά Κεμάλ είχε προκαλέσει σημαντικές απώλειες στους Γάλλους στην Κιλικία. Τί είναι κάποιες χιλιάδες στρατιώτες νεκροί, οι περισσότεροι από τις αποικίες, μπροστά στα οικονομικά συμφέροντα; Απόμειναν οι Άγγλοι «σύμμαχοί» μας, ύπουλοι και ραδιούργοι. Με εντολή τους προωθήθηκε ο στρατός μας και προς την Προύσα. Το θέρος εκείνου του έτους υπεγράφη (πανηγυρίζουμε ακόμη και σήμερα) η περίφημη συνθήκη των Σεβρών, με την οποία σχηματιζόταν η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Μη θέλοντας να δούμε τη σκληρή πραγματικότητα, παραβλέπουμε ότι αυτή έπρεπε να επικυρωθεί από τα κοινοβούλια των χωρών που συμμετείχαν στην υπογραφή της συμφωνίας, όμως δεν επικυρώθηκε από κανένα. Το πλέον σημαντικό όμως ήταν ότι δεν είχε κανένα νόημα η υπογραφή του Τούρκου εκπροσώπου του σουλτάνου, υποχειρίου των νικητών, αφού ο Κεμάλ όχι μόνο την είχε απορρίψει, αλλά είχε ισχυροποιηθεί στην Ανατολία με την υποστήριξη των Μπολσεβίκων, οι οποίοι μας εκδικούνταν για την εκστρατεία στην Ουκρανία, κατά τον εκεί εμφύλιο πόλεμο.

Τα κομματικά πάθη, τα οποία είχαν φυτέψει στον λαό μας πολιτικοί με πολύ μεγαλύτερη λατρεία προς άσκηση εξουσίας απ’ ότι αγάπη προς την πατρίδα, οδήγησαν στην έξαρση της παραφροσύνης. Ενώ τα στρατευμένα παιδιά της πατρίδας μάχονταν για ξένα πρωτίστως συμφέροντα μακριά από την πατρίδα, οι «δημοκράτες» πολιτικοί προκήρυξαν εκλογές, αντί να επιχειρήσουν προσέγγιση και σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας, καθώς διαφαινόταν πλέον καθαρά ότι οι εξελίξεις θα ήταν δυσοίωνες! Η εκλογική νίκη των φιλοβασιλικών έδωσε πρώτης τάξεως άλλοθι στους «συμμάχους» μας να πάψουν να μας στηρίζουν έστω και με τα λόγια. Και οι της νέας κυβέρνησης μη έχοντας συναίσθηση ότι είχαμε εγκαταλειφθεί από τους πάντες, επιχείρησαν, αντί σύμπτυξης, την εκστρατεία, που έφερε το στράτευμά μας, το καταπονημένο από την ελλιπή διατροφή, τα ανεπαρκή εφόδια και τις φρικτές συνθήκες υπό τις οποίες διέσχισε την αλμυρή έρημο, στον Σαγγάριο. Και πριν ξαποστάσει κάπως ο στρατός μας δόθηκε η διαταγή σύμπτυξης, απ’ εκείνους, που καλούσαν ξένους αξιωματικούς και δημοσιογράφους να πιούν μαζί τους τον καφέ στην Άγκυρα! Και εμείς ειρωνευόμαστε τον Μουσολίνι!

Ο στρατός μας υποχώρησε πάλι στη γραμμή που κατείχε τον Ιούνιο του 1921. Παρέμεινε εκεί μέχρι τον Αύγουστο του 1922, οπότε ο τουρκικός στρατός εξαπέλυσε την επίθεση, με την οποία μας σάρωσε. Τί άραγε να προσδοκούσαν οι κυβερνώντες στο σημαντικό διάστημα που μεσολάβησε; Ο στρατός είχε καταπονηθεί υπέρμετρα και οι κομμουνιστές, οραματιζόμενοι τη λαϊκή «δημοκρατία» και στη χώρα μας, παρακινούσαν σε ανταρσία ή λιποταξία, ενώ οι Τούρκοι σύντροφοί τους στήριξαν με όλες τους τις δυνάμεις  την επιχείρηση σωτηρίας του Κεμάλ! Ακόμη και σήμερα θεωρούν την επιχείρηση ιμπεριαλιστική. Αγνοούν την προαιώνια παρουσία ελληνισμού στη Μικρά Ασία. Αγνοούν, όπως αγνόησαν βενιζελικοί και βασιλικοί τη γενοκτονία, που είχε εξαπολυθεί ήδη από το 1913 κατά των ομοεθνών μας εκεί, και εγκατέλειψαν παντελώς αβοήθητους τους αντάρτες του Πόντου και τους αμάχους στη μανία των ατάκτων (τσετών). Αγνοούν την πληθυσμιακή υπεροχή των Ελλήνων και φίλα προσκείμενα προς αυτούς στην περιφέρεια της Σμύρνης.

Ο ελληνικός στρατός με την εξαπόλυση της τελικής τουρκικής επίθεσης (13 Αυγούστου 1922) εμφάνισε τάχιστα σημεία διάλυσης, με συνέπεια να συλληφθούν πλήθος αιχμαλώτων. Σε 55.000 περίπου τους εκτίμησε η ελληνική πλευρά, σε 30.000 τους υπολόγισαν αρχικά οι Τούρκοι, για να κατέλθουν κατά τη διάρκεια των συνομιλιών σε 17.000, δηλώσαντες ότι έκαναν λάθος στην αρχική καταμέτρηση! Δεν έκαναν λάθος. Οι λοιποί έσβησαν στα κολαστήρια των στρατοπέδων, όπως οι γηγενείς ομοεθνείς μας στα τάγματα εργασίας.

Στη συνθήκη της Λωζάνης υπάρχει το ακόλουθο άρθρο: «Η Ελλάς αναγνωρίζει την υποχρέωσιν αυτής όπως επανόρθωση τας προξενηθείσας εν Ανατολία ζημίας εκ πράξεων του ελληνικού στρατού ή της ελληνικής διοικήσεως αντιθέτων προς τους νόμους του πολέμου. Εξ άλλου η Τουρκία, λαμβάνουσα υπʹ όψιν την οικονομικήν κατάστασιν της Ελλάδος, ως αύτη προκύπτει εκ της παρατάσεως του πολέμου και των συνεπειών αυτού, παραιτείται οριστικώς πάσης απαιτήσεως κατά της Ελληνικής Κυβερνήσεως περί επανορθώσεων». Με την υπογραφή του από τους εκπροσώπους της χώρας μας, αυτή είχε αποδεχθεί ότι ο στρατός μας διέπραξε και εγκλήματα. Κανένας στρατός δεν απαρτίζεται από αγγελούδια. Ακόμη και στον καλύτερο υπάρχουν άνθρωποι της συμφοράς. Όμως το εκπληκτικό είναι ότι ενώ εμείς αποδεχθήκαμε τα συμβάντα, δεν περιλαμβάνεται στη συνθήκη η παραμικρή αναφορά στη γενοκτονία του μικρασιατικού ελληνισμού! Υποτέλεια, ηττοπάθεια, συμφορά.

Και ενώ οι στρατιωτικές αρχές φρόντισαν να περισυλλέξουν τα υπολείμματα του στρατού μας και να τα επιβιβάσουν σε πλοία για την επάνοδο στην πατρίδα, δεν έλαβαν ουδέν μέτρο για τον γηγενή πληθυσμό, τον οποίο εγκατέλειψαν στη μανία των εξαγριωμένων ανδρών του τακτικού στρατού, των αιμοβόρων ατάκτων και του όχλου, ο οποίος επιχείρησε να επωφεληθεί από τη σύγχυση και να αρπάξει τις περιουσίες των Ρωμηών. Στις 24 Αυγούστου (6 Σεπτεμβρίου) επιβιβάστηκε και το τελευταίο στρατιωτικό τμήμα. Το δράμα του εντοπίου πληθυσμού, Ρωμηών και Αρμενίων, κορυφωνόταν. Θα το παρουσιάσουμε στο επόμενο άρθρο.

 

Ἐνῶ κλείνουν ἑκατὸ χρόνια ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τῆς Σμύρνης, ὁ νοῦς πηγαίνει στὶς τεράστιες εὐθύνες τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους ποὺ οὔτε μπόρεσε, ἀλλὰ καὶ δεν θέλησε νὰ προστατέψει τὸν μικρασιατικὸ ἑλληνισμό.
Ἠ Σμύρνη εἶχε ἰσοπεδωθεῖ καὶ τὸ 1402 ἀπὸ τοὺς Μογγόλους τοῦ Ταμερλάνου. Ὅμως, ἤδη ἀπὸ τὸν 17ο μ.Χ. αἰώνα ἡ ἀέναη κίνηση τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ τοῦ Αἰγαίου στὴν ἄλλη, εἶχε ξαναζωντανέψει τὴν πόλη, ἡ ὁποία ἄκμαζε καὶ πάλι.

Ἡ τότε κυβέρνηση τῶν βασιλοφρόνων καὶ ὁ ἁρμοστὴς Στεργιάδης κατ’ ἐντολή της, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ κατάσταση στὸ μέτωπο ἀνατρεπόταν σὲ βάρος τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, ὄχι μόνον δὲν ὀργάνωσαν σχέδιο προστασίας καὶ ἐκκένωσης τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ, ἀλλὰ καὶ παρεμπόδιζαν τὴν ἀναχώρηση τῶν Μικρασιατῶν. Ἐπειδὴ οἱ Μικρασιάτες ἦταν βενιζελικοὶ στην πλειοψηφία τους, φοβοῦνταν ἀνατροπὴ τῶν κομματικῶν «συσχετισμῶν».

Στὶς 26 Αὐγούστου (μὲ τὸ παλαιό-Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο), παράτησαν τὴν ἑλληνικὴ Σμύρνη «σὰν τοὺς κλέφτες», μὲ τὸν λαὸ νὰ τὸ ἀντιλαμβάνεται μόλις σήκωσαν ἄγκυρα τὰ ἑλληνικὰ πολεμικὰ πλοῖα.

Ἔτσι, στὴν Ἑλλάδα κατέφυγαν ὅσα ταλαιπωρημένα γυναικόπαιδα κατάφεραν νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὴν κεμαλικὴ βαρβαρότητα, θερισμένα ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὶς ἀρρώστιες. Οἱ ἄνδρες στὴν πλειοψηφία τους αἰχμαλωτίστηκαν καὶ ἐξοντώθηκαν στὶς πορεῖες καὶ στρατόπεδα θανάτου, ποὺ μὲ ἐνάργεια περιγράφει ὁ συγγραφέας Ἠλίας Βενέζης.

Ἡ σύγκριση τῶν δημογραφικῶν στοιχείων τοῦ πληθυσμοῦ πρὶν τὸν πόλεμο μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν καταγεγραμμένων προσφύγων δὲν ἀφήνει ἀμφιβολία ὅτι ἀπὸ τὸ 1912 καὶ μετὰ συντελέστηκε μεγάλης ἔκτασης γενοκτονία σὲ βάρος τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τῆς τάξης τοῦ ἑνὸς ἑκατομμυρίου ἀνθρώπων, κορύφωση τῆς ὁποίας ἦταν ἡ καταστροφὴ τοῦ 1922.

Ἡ 27η Αὐγούστου μὲ τὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο ποὺ ἴσχυε τότε, ἦταν ἡ μέρα εἰσόδου τῶν κεμαλικῶν στρατευμάτων στὴ Σμύρνη καὶ τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, Μητροπολίτη Σμύρνης. Ἐδῶ οἱ συγκλονιστικὲς μαρτυρίες.

Ἀπὸ τὸ 1997, ἡ 14η Σεπτεμβρίου ἔχει ἀνακηρυχθεῖ ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ Βουλὴ ὡς ἡμέρα μνήμης τῆς γενοκτονίας τοῦ μικρασιατικοῦ ἑλληνισμοῦ. Ὁ ξεριζωμὸς τοῦ 1922-24 μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ πληθυσμῶν ἔβαλε τέλος σὲ μιὰ ἱστορία τριῶν χιλιάδων ἐτῶν καὶ ἄνω τοῦ μικρασιατικοῦ ἑλληνισμοῦ. Ἡ ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν ὁλοκλήρωσε αὐτὸ ποὺ εἶχαν ἀρχίσει οἱ Νεότουρκοι το 1908. Θεωροῦσαν ὡς προϋπόθεση ἐπιβίωσης τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας τὴν ἐθνοκάθαρση τῶν μειονοτήτων, ἰδίως τῶν Χριστιανικῶν. 

Ὅμως, πέρα ἀπὸ τὸν ξεριζωμό, ἔλαβε χώρα καὶ ἐκτεταμένη φυσικὴ ἐξόντωση τῶν Ἑλλήνων. Ἡ ὀθωμανικὴ ἀπογραφὴ τοῦ 1915 ἀνεβάζει τοὺς Ἕλληνες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Πόλης σὲ 2.601.312. Ἡ ἑλληνικὴ ἀπογραφὴ τοῦ 1928 καταγράφει 1.164.267 πρόσφυγες, περιλαμβανομένων καὶ -λιγότερων- ἀπὸ τὸν Καύκασο (47.091), τὴ Ρωσία (11.435), τὴ Ρουμανία (722) καὶ τὰ Δωδεκάνησα (738). Ἀκόμα καὶ ἂν ἀφαιρεθοῦν ὅσοι Μικρασιάτες πρόσφυγες μετανάστευσαν ἀλλοῦ μεταξὺ 1922 καὶ 1928, ἢ δὲν πέρασαν καθόλου ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, παραμένει μιὰ διαφορὰ τῆς τάξης τοῦ 1.000.000 ψυχῶν ποὺ ἀφανίστηκαν, στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ στὸν Πόντο.              Details