Τη νύχτα της 30ής προς την 31η Μαΐου 1941, ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας αφαίρεσαν τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη της Αθήνας, προβαίνοντας σε μία από τις πρώτες αντιστασιακές πράξεις στην Ελλάδα και σ’ όλη την κατεχόμενη Ευρώπη. 

Πρώτη φορά χωρίς τον Μανώλη Γλέζο ανάμεσά μας, που μας άφησε τον περασμένο Μάρτιο και εννέα χρόνια μετά την εκδημία του Λάκη Σάντα. Θα παραμένουν και οι δύο αθάνατοι στη μνήμη μας.

Η πράξη τους αυτή ενέπνευσε την ελληνική νεολαία να αντισταθεί στους κατακτητές και τυράννους. Πράγμα που μαρτυρεί η επιστολή της Ιουλίας Μπίμπα, της νεαρής κατηχήτριας που πρωταγωνίστησε στην ανατίναξη του κτηρίου της προδοτικής ναζιστικής οργάνωσης Ε.Σ.Π.Ο. από την αντιστασιακή οργάνωση Π.Ε.Α.Ν.. Γράφει ότι “Μπορεί να μ’ έβαλαν στα αίματα κι εκείνα τα παλικάρια που κατέβασαν τη γερμανική σημαία απ’ την Ακρόπολη τον Μάιο του ’41…”

Ως ελάχιστη τιμή στους Μανώλη Γλέζο και Λάκη Σάντα, αναδημοσιεύουμε την επιστολή αυτή της Ιουλίας Μπίμπα, που αναφερόταν σ’ αυτούς κι ας μην ήξερε τ’ όνομά τους. Και δεν θα το μάθαινε ποτέ.

Διότι εκτελέσθηκε “δια πελέκεως”, με λαιμητόμο στη Βιέννη στις 26 Φεβρουαρίου 1943, τέσσερις μέρες μετά την εκτέλεση με τον ίδιο τρόπο στο Μόναχο, των τριών πρώτων συλληφθέντων μελών της αντιστασιακής οργάνωσης “Λευκό Ρόδο”, των αδελφών Χανς και Σοφίας Σολ και του Κρίστοφ Προμπστ. Τυπικοί και μέσα στην κτηνωδία τους, οι Γερμανοί Ναζί εφάρμοσαν το γράμμα του νόμου που επέβαλε μόνο με λαιμητόμο να εκτελούνται οι γυναίκες. Και τέτοια δεν υπήρχε στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα η Ιουλία να μεταφερθεί στη Βιέννη για να πεθάνει.

Η επιστολή της Ιουλίας Μπίμπα

Δεκέμβριος 1942

Αγαπητή Άννα, πολλές φορές με ρωτάνε εδώ στη φυλακή πώς βρήκα τη δύναμη εγώ, ένα άβγαλτο κορίτσι απ’ τη Σάμο ν’ ανακατευτώ στην Αντίσταση. Ούτε κι εγώ ξέρω να σου πω. Κάτι μέσα μου μ’ έτρωγε. Κάτι μου ‘λεγε «Πρέπει να κάνεις κι εσύ κάτι. Το ζητάει η ώρα». Μπορεί να μ’ έβαλαν στα αίματα κι εκείνα τα παλικάρια που κατέβασαν τη γερμανική σημαία απ’ την Ακρόπολη τον Μάιο του ’41. Δεν μάθαμε ακόμα τ’ όνομά τους. Ίσως να μην το μάθουμε ποτέ. Θυμάμαι ότι εκείνη τη μέρα, εκείνο το σούρουπο, ανέβηκα πάνω στου Φιλοπάππου και κοίταζα τον βράχο απέναντι. Κοίταζα τον Παρθενώνα και σκεφτόμουνα «Άραγε θα μπορέσω ποτέ να κάνω κι εγώ κάτι;». Ας είναι! Τώρα όλα αυτά είναι περασμένα. Τώρα έχω μπροστά μου τα κάγκελα. Απ’ την περασμένη βδομάδα μ’ έχουν στην απομόνωση. Θ’ αντέξω όμως. Κουράγιο….
Μέχρι πρόσφατα, που ανακαλύφθηκε το πιστοποιητικό θανάτου, δεν ήταν γνωστό τι είχε απογίνει η ηρωίδα της αντίστασης.

Η παρότρυνσή της “Πρέπει να κάνεις κι εσύ κάτι” παραμένει επίκαιρη και απευθύνεται στον καθένα μας προσωπικά. Καθώς και η κορυφαία πράξη αντίστασης η οποία την ενέπνευσε.

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/istoriki-apokalypsi-ti-apegine-i-ioulia-biba-i-iroiki-daskala-tis-katoxis-pou-egine-saboter-kai-tinakse-ston-aera-tin-prodotiki-espo-vrethike-to-pistopoiitiko-thanatou-stin-vienni-opou-ektelestike/

Οι κόρες του Απόστολου Σάντα, Αλεξάνδρα και Μαρία, του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, ο οποίος μαζί με το Μανώλη Γλέζο κατέβασε τη γερμανική ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη τη νύχτα της 30ής προς την 31η Μαΐου 1941, έστειλαν στη “Χριστιανική” την ακόλουθη επιστολή:  

30 Απριλίου 2020

Εννέα χρόνια αφότου έφυγε από κοντά μας ο Απόστολος Σάντας άνθρωπος βαθιά ανθρωπιστής και ανιδιοτελής

Η συμπλήρωση των εννέα χρόνων από τη μέρα που ο πατέρας μας Λάκης Σάντας αναχώρησε οριστικά και ανεπίστρεπτα, μας δίνει την αφορμή να καταθέσουμε ως οικογένειά του μερικές σκέψεις για την παρακαταθήκη που άφησε σε όλους εμάς, τόσο ο ίδιος όσο και όλη η γενιά του, η «Δρακογενιά» – όπως του άρεσε να την χαρακτηρίζει. Και αυτό γιατί θέλουμε να εκφράσουμε τον σεβασμό και την εκτίμησή μας, αλλά κυρίως την πεποίθησή μας ότι οφείλουμε να θυμόμαστε, τόσο εμείς όσο και οι επερχόμενες γενιές των
Ελληνίδων και Ελλήνων, τον πατέρα μας Λάκη Σάντα, αλλά και όλους τους συναγωνιστές και συναγωνίστριές του, που σήκωσαν το βάρος της Εθνικής Αντίστασης στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ενάντια στις ισχυρές δυνάμεις του «Άξονα» που εισέβαλαν και κατέκτησαν την Ελλάδα, αφού είχαν ήδη καταλάβει ολόκληρη τη μη ναζιστική και μη φασιστική Ευρώπη.
Πάντα έλεγε : «στην τότε κατεχόμενη Ευρώπη ένας μικρός λαός αντιστάθηκε με τόλμη στον τρόμο που είχαν σπείρει οι Ναζιστές, δείχνοντας ότι όσο μεγάλος, δυνατός και τρομακτικός είναι ο εχθρός εάν η αντίσταση είναι ενωμένη και έχει το δίκιο με το μέρος της, θα νικήσει, καμία ήττα δεν είναι αιώνια…» έτσι και σήμερα παίζει ρόλο η ποιότητα ενός λαού και όχι η αριθμητική του υπεροχή.
Οφείλουμε σ’ αυτή τη γενιά του ‘40, εάν δεν υπήρχαν αυτοί δεν θα υπήρχε ούτε η γενιά του Πολυτεχνείου, ούτε οι σημερινοί νέοι που αγωνίζονται για το δικαίωμα της εργασίας και μιας δίκαιης ζωής.
Οφείλουμε σ’ αυτή τη γενιά του ’40, για να μπορούμε εμείς σήμερα να ζούμε και να ονειρευόμαστε, αλλά και να αγωνιζόμαστε – μέσα στις συνθήκες της Δημοκρατίας – για μία δικαιότερη κοινωνία ισότιμων πολιτών στην Ελλάδα μας αλλά και παντού στον κόσμο. Άλλωστε, ένας λαός, – η πλειοψηφία έστω ενός λαού – δεν έχει επί της ουσίας κάτι να χωρίσει. Αντίθετα, είναι πολλά εκείνα που τον ενώνουν.
Ο Απόστολος Σάντας ήταν ένας άνθρωπος μιας επόμενης εποχής της ανθρωπότητας. Δεν ήταν φτιαγμένος για την συγκεκριμένη εποχή αυτή που ζούμε τώρα. Καταρχάς ήταν ένας άνθρωπος, ανιδιοτελής, μεγαλόψυχος, ευαίσθητος , γενναιόδωρος, και κυρίως ανθρωπιστής.
Επικοινωνούσε εξαιρετικά με τα παιδιά, τα οποία αγαπούσε ιδιαίτερα και πήγαινε με χαρά πάντα όταν τον προσκαλούσαν στις εκδηλώσεις σχολείων όλων των βαθμίδων, με αφορμή τις επετείους της 28ης Οκτωβρίου 1940, 30-31ης Μαΐου 1941 ή της 9ης Μαΐου 1945 και μετέφερε στα νέα παιδιά τα βιώματα του από τις συνταρακτικές στιγμές της πρόσφατης Ιστορίας μας.
Διέθετε ένα απαράμιλλο χάρισμα να εξιστορεί χωρίς να κουράζει, σε σημείο που δάσκαλοι και καθηγητές του ζητούσαν να τους αποκαλύψει πως κατάφερνε να μην αποσπάται η προσοχή των μαθητών από την πρώτη μέχρι την τελευταία λέξη της αφήγησης του και μάλιστα στο τέλος της ομιλίας του πάντα υπήρχαν ερωτήσεις από τα πιο μικρά παιδιά έως τα πιο μεγάλα.
Εκείνο που ήταν εξαίρετο εκ μέρους του και το οποίο ενστερνίζεται και η οικογένειά του, είναι ότι αντιμετώπιζε όλους τους Αντιστασιακούς -οποιονδήποτε είχε αντισταθεί στους Φασίστες, Ναζιστές ή κατοχικές δυνάμεις ως συναγωνιστές/ συναγωνίστριες του, ισότιμα… Δεν τον ενδιέφεραν οι ταμπέλες και εκεί ακριβώς είναι το αίσθημα της δικαιοσύνης που τον κατείχε.
Έλεγε : «όποιος αντιστάθηκε, είναι Αντιστασιακός». Αυτό για εμάς ειδικά τους Έλληνες και τις Ελληνίδες είναι ένα μεγάλο μάθημα.

Ευχαριστούμε πολύ για την φιλοξενία
Αλεξάνδρα και Γεωργία Σάντα
Κόρες του Λάκη Σάντα

Της Σοφίας Παπανικολάου

Μαζί με τον φίλο του Μανώλη Γλέζο (ΦΩΤΟ -αριστερά) κατέβασαν τη χιτλερική σημαία από την Ακρόπολη τη νύχτα της 30ής Μαΐου 1941, στην πρώτη αντιστασιακή ενέργεια των υπόδουλων Ελλήνων.

Ο Απόστολος (Λάκης) Σάντας, με καταγωγή από τη Λευκάδα, γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1922 στη Πάτρα, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του ως δημόσιος υπάλληλος. Το 1934 η οικογένεια Σάντα εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου ο Λάκης Σάντας θα ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές το 1940. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου εγγράφεται στη Νομική Σχολή τουΠανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία θα αποφοιτήσει μετά την Κατοχή.

Τη νύχτα της 30ής Μαΐου 1941 κατεβάζει, μαζί με το φίλο του Μανώλη Γλέζο, τη χιτλερική σημαία από το βράχο της Ακρόπολης. Το 1942, κυνηγημένος από τους Γερμανούς, εντάσσεται στο ΕΑΜ και στη συνέχεια στην ΕΠΟΝ. Με τον ΕΛΑΣ θα πάρει μέρος σε αρκετές μάχες εναντίον των κατακτητών στην Αιτωλοακαρνανία, στη Φθιώτιδα και την Αττικοβοιωτία και θα τραυματισθεί το 1944.

Μετά την απελευθέρωση θα κυνηγηθεί για τα αριστερά του φρονήματα από το επίσημο κράτος. Το 1946 εξορίζεται στην Ικαρία και τον επόμενο χρόνο, ενώ υπηρετεί τη θητεία του στο Ναυτικό, φυλακίζεται στην Ψυττάλεια, απ’ όπου το 1948 στέλνεται στη Μακρόνησο. Αποφυλακίζεται το 1950 και διαφεύγει στην Ιταλία. Τελικά, θα εγκατασταθεί στον Καναδά, όπου θα ζητήσει πολιτικό άσυλο.

Το 1963 επέστρεψε στην Ελλάδα, με προτροπή του πατέρα του, αλλά συνελήφθη και πάλι κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Μέχρι τη συνταξιοδότησή του έκανε διάφορες δουλειές για να συμπληρώσει τα απαραίτητα ένσημα. Τον Σεπτέμβριο του 2010 εκδόθηκε το βιβλίο του «Μια νύχτα στην Ακρόπολη: Μνήμες από μία σπουδαία εποχή» («Βιβλιόραμα»), στο οποίο εκφράζει τις σκέψεις του για εκείνη τη νύχτα που καθόρισε την υπόλοιπη ζωή του.

Πάντοτε ιδεολόγος και σεμνός, έλεγε: «Δεν κυνηγάω ποτέ τη δημοσιότητα, γιατί θεωρώ ότι έχει εξευτελιστεί το ζήτημα πάρα πολύ. Την αντίσταση δεν την κάναμε μόνο εμείς, έχουν σκοτωθεί χιλιάδες παλικάρια, γυναίκες και άνδρες».Με την πολιτική δεν ασχολήθηκε, όπως ο φίλος του Μανώλης Γλέζος, γιατί δεν ήταν του χαρακτήρα του. «Δεν μ’αρέσει η πολιτική. Εδώ στην Ελλάδα, εγώ τους πολιτικούς τους αποκαλώ πολιτικάντηδες. Δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί τους. Ειδικά μετά την υπογραφή της συνθήκης της Βάρκιζας που έλεγε πως μου αφαιρούν στην ουσία το δικαίωμα να λέω ότι αγωνίστηκα για τον ελληνικό λαό.

Όταν δε διάβασα το κατάπτυστο έγγραφο που είχαν υπογράψει δικοί μας αρχηγοί του ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, που αγωνίστηκαν εναντίον των καταπατητών για ειρήνη, είπα ότι δεν είναι δυνατόν να υπέγραψαν αυτό το έγγραφο» είπε σε μία συνέντευξή του. Ξεχώριζε, πάντως, τον Μανώλη Γλέζο, για τον οποίο έλεγε ότι είναι ένας άνθρωπος και πολιτικός με αρχές και ιδεώδη.

Ο Λάκης Σάντας πέθανε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2011, σε ηλικία 89 ετών.
ΠΗΓΗ:sansimera.gr

Ποίημα του Μανώλη Γλέζου αφιερωμένο στον Λάκη Σάντα,

«ΣΤΑ ΚΥΚΛΑΔΟΝΗΣΙΑ Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΣΤΟ ΦΩΣ ΣΤΙΧΟΥΡΓΕΙ».

Η ΜΕΛΩΔΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

στον Απόστολο Σάντα

Από τα χαράματα ξεκίνησε το μελτέμι.

Παίζει με τα κύματα, παίζει με τα φύλλα,

παίζει με τις καλαμιές, παίζει με τα βράχια,

παρέα με τον ήλιο παίζει τα παιχνίδια των ήχων.

Απαλά ξεκίνησε, σε κλίμακα adagio

κι όσο πήγαινε δυνάμωνε, φορτσάριζε,

ως να σμίξει τον ουρανό με τη θάλασσα

και να σπάσει και τα πιο γερά τύμπανα.

Στις μελιχρές τις ώρες, όταν θα πέσει να κοιμηθεί,

ο Αρπιστής κι ο Αυλητής της Κέρου θα μέλψουν

το ταξίδι του μέσα από τα Κυκλαδονήσια,

θα παίξουν τη μελωδία της ζωής τ’ ανθρώπου.