• ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΤΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΕΠΑΝΟΡΘΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ

Κλείνουν σήμερα 79 χρόνια από τη συνθηκολόγηση της ναζιστικής Γερμανίας και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη στις 8 Μαΐου 1945. Ο πόλεμος συνεχίστηκε μέχρι τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς κατά της Ιαπωνίας. Αρχικά η υπογραφή έγινε στην πόλη Ρένς της Γαλλίας στις 7 του μήνα και επίσημα στο κατεχόμενο από τους Ρώσους Βερολίνο την επομένη (ΦΩΤΟ). Ο Χίτλερ είχε ήδη αυτοκτονήσει στις 30 Απριλίου στο υπόγειο καταφύγιο της Καγκελαρίας ενώ έπεφτε το Βερολίνο.

Η Ελλάδα είχε ήδη απελευθερωθεί τον Οκτώβριο του 1944. Μέχρι τη γερμανική συνθηκολόγηση, η γερμανική φρουρά της Κρήτης είχε περιχαρακωθεί στα Χανιά, ενώ γερμανικές φρουρές κρατούσαν τα ιτελοκρατούμενα Δωδεκάνησα. Τα οποία στο διάστημα 1945-1947 πέρασαν σε βρετανική κατοχή μετά τη συνθηκολόγηση των Γερμανών, πριν ενωθούν με την Ελλάδα.

Η Ελλάδα πέρασε ένα από τα σληρότερα κατοχικά καθεστώτα. Τεράστιες ήταν οι ελληνικές απώλειες, που υπολογίζονται σε 88.000 στρατιώτες που έπεσαν στα πεδία των μαχών και 715.000 πολίτες, θύματα βομβαρδισμών, εκτελέσεων και της πείνας ιδίως τον χειμώνα 1941-42. Τεράστιες ήταν και οι υλικές καταστροφές σε υποδομές και λεηλασίες προϊόντων πολιτισμού.

Το μέγεθος της εξαθλίωσης μεγάλου μέρους του πληθυσμού σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης είναι και βασική αιτία που δεν μπόρεσαν να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία των αντίπαλων πολιτικών δυνάμεων μετά την Κατοχή. Ήδη, οι κοινωνικές ανισότητες ήταν οξύτατες με το 1,5 εκατομμύριο των εξαθλιωμένων προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αντίθετα, στις άλλες κατεχόμενες χώρες της δυτικής Ευρώπης μετά την αποχώρηση των Γερμανών, παρά το γεγονός ότι και εκεί υπήρχαν αντιμαχόμενες αντιστασιακές ομάδες και διαφορές ανάλογες με αυτές στην Ελλάδα, μπόρεσε να βρεθεί κοινό πλαίσιο μεταπολεμικής διακυβέρνησης και ομαλής μετάβασης στην ειρηνική ζωή. Οδηγηθήκαμε σε εμφύλιο σπαραγμό, με πρώτο ξέσπασμα τα “Δεκεμβριανά”, το Δεκέμβριο του 1944 πριν ακόμα συνθηκολογήσει η Γερμανία και στη συνέχεια τον εμφύλιο πόλεμο 1946-49.

Η επέτειος της γερμανικής συνθηκολόγησης μας θυμίζει, ότι πάντοτε παραμένει επίκαιρο το αἰτημα των γερμανικών επανορθώσεων. Η ίδια η Γερμανία, προς αποτροπή των αρνητικών συνεπειών της σκληρότητας των όρων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έτυχε γενναιόδωρης μεταχείρισης από τους νικητές συμμάχους.

Στις 27 Φεβρουαρίου 1953 συμφωνήθηκε στο Λονδίνο η άμεση ακύρωση του 50% του δημόσιου χρέους για τη Δυτική Γερμανία και η μακροπρόθεσμη αναδιάρθρωσή του υπόλοιπου, το οποίο θα κατέβαλλε σταδιακά από το εμπορικό της πλεόνασμα. Οποιαδήποτε αποπληρωμή θα περιοριζόταν στο 3% των εσόδων από τις εξαγωγές της κάθε χρόνο. Έτσι, οι δανειστές της Γερμανίας έπρεπε να αγοράζουν τα εξαγώγιμα προϊόντα της, για να εξοφληθούν, ενώ η Δυτική Γερμανία πλήρωνε μόνο από καθαρά κέρδη, χωρίς προσφυγή σε νέα δάνεια.

Δικαιολογητική βάση αυτής της γενναιοδωρίας ήταν η ανάγκη για άμεση ανοικοδόμηση της Ευρώπης που δεν μπορούσε να γίνει υπό το βάρος καταθλιπτικών χρεών. Στους δανειστές της Γερμανίας συγκαταλεγόταν και η κατεστραμμένη Ελλάδα, η οποία όχι μόνο διέγραψε χρέος της Γερμανίας προς αυτήν, αλλά και δεν έχει διεκδικήσει τις οφειλόμενες γερμανικές επανορθώσεις.

Η σημερινή επέτειος αποτελεί υπόμνηση ότι η καταβολή των γερμανικών επανορθώσεων είναι επείγουσα προτεραιότητα.

Όπως και ότι προϋπόθεση της ανάπτυξης, είναι η διαγραφή του καταθλιπτικού χρέους. Οι όροι του 1953 πρέπει να αποτελέσουν βάση και για τη διαγραφή του επονείδιστου τμήματος του ελληνικού χρέους και τον διακνονισμό του εναπομένοντος.

«Κάνω ένα είδος σαρακοστιανής νηστείας, απαραίτητης για να προετοιμαστώ για την ασκητικότερη διατροφή που με περιμένει στον Μοριά, όποτε κληθώ εκεί», απαντάει ο Μπάυρον, στις 18 Σεπτεμβρίου 1823, σε πρόσκληση για γεύμα του πλοιάρχου του Βασιλικού Ναυτικού Κλίφορντ (Clifford), στην Κεφαλλονιά όπου βρίσκεται, αναζητώντας τρόπο να περάσει απέναντι, στην ηπειρωτική, όπως τη λέει ο ίδιος, Ελλάδα. Τη σαρακοστιανή αυτή νηστεία, όπως φαίνεται από τις αναμνήσεις του Ιταλού κόμητα Ντα Γκάμπα, που τον συνόδευσε στο Μεσολόγγι, την κράτησε –λόγω και στομαχικών προβλημάτων– μέχρι τον θάνατό του, το Πάσχα, 19 Απριλίου 1824, ανατρέποντας ο ίδιος τον έκλυτο βυρωνικό του μύθο. Στο μεταξύ, συνέτρεχε τους Έλληνες και οικονομικά, μοιράζοντας τα τελευταία απομεινάρια της πατρικής του περιουσίας: «ξόδεψα επίσης γύρω στα εκατό τάλιρα για να συντρέξω τους Έλληνες πρόσφυγες στην Ιθάκη» –σε αντίθεση με τους πατριώτες του Σολωμού καλοστεκούμενους Ζακυνθινούς–, όπως γράφει στον κολλητό του φίλο Χομπχάουζ (Hobhouse) λίγο πριν (11 Σεπτεμβρίου), αναγγέλοντάς του μαζί με άλλα τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη. Ο Μπότσαρης τον περίμενε απέναντι, όπως λέει ο ήρωας στο τελευταίο του γράμμα, προς τον ποιητή, μια μέρα πριν πέσει στο Κεφαλόβρυσο (9 Αυγούστου 1823). Ο Μπάυρον πέρασε απέναντι αλλά δεν έφτασε ποτέ στον Μοριά, αν και είχε προσφερθεί στον πασά της Πάτρας να ανταλλαχθεί ως όμηρος με Έλληνες αιχμαλώτους.

Διακόσια χρόνια πριν, η καρδιά του, που έμεινε για πάντα στο Μεσολόγγι, σταμάτησε να χτυπά. Διακόσια χρόνια τώρα, όμως, η καρδιά του Βύρωνος αναπαύεται στην Ελλάδα, στην οποία έδωσε, εκούσια όπως αχνοφαίνεται στα γράμματά του, εκτός από την περιουσία του και τη ζωή του.

Κ. Μ.

 

Η εικόνα του Μπάυρον είναι του Γιάννη Ψυχοπαίδη από το έργο του «Ο Βύρωνας στην Κεφαλλονιά» (2014). Τα αποσπάσματα των επιστολών του είναι από τη μετάφραση του Δημοσθένη Κούρτοβικ, στην ωραία έκδοση του «Ιδεογράμματος», «Λόρδου Μπάυρον. Επιστολές από την Ελλάδα».

Ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά άρθρου του κ Γεωργίου Ανδρουτσόπουλου, επίκουρου καθηγητή Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ στην εφημερίδα “Καθημερινή”, στα μέτρα που λήφθηκαν στην Ερμούπολη της Σύρου, τότε οικονομικού κέντρου της χώρας, για την αντιμετώπιση της επιδημίας της χολέρας τον Αύγουστο του 1854.

Σύμφωνα με την τοπική εφημερίδα «Αίολος» της 19 και 28 Αυγούστου 1854, η Ερμούπολη, «η αεικίνητος και θορυβώδης, ομοιάζει νεκρούπολιν φέρουσαν τον τρόμον και την αθυμίαν ζωγραφισμένην εις τας οδούς και τας αγοράς», τα σχολεία είναι κλειστά και οι δρόμοι έρημοι, «εις τρόπον ώστε η ωραία και πολύηχος Ερμούπολις μετεσχηματίσθη εις Ερημούπολιν»

Ο τοπικός Μητροπολίτης Σύρου και Τήνου Δανιήλ (Κοντούδης), για την αντιμετώπιση της επιδημίας μόλις έφτασε ατη Σύρο, «ευλογών τον λαόν, συμβουλεύει να παύσωσι της κακής τροφής…με καθαράν δίαιταν ολίγου ζωμού και βραστού κρέατος», αποδεχόμενος τη λύση της νηστείας του Δεκαπενταύγουστου για να διατρέφονται καλύτερα οι κάτοικοι και να θωρακιστούν στην επιδημία (εφημ. «Αιών» της 25 Αυγούστου 1854).

Επίσης, προς αποφυγή υπερβολικής συγκέντρωσης πιστών, συμφωνήθηκε ο περιορισμός των.ιερών ακολουθιών και η τέλεσή σύντομων λειτουργιών στις 7 το πρωί.

Η επιδημία νικήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου. Τότε, «έδραμον οι Χριστιανοί θαρραλεώτεροι εις τας εκκλησίας» και τέλεσαν και τις επιμνημόσυνες δεήσεις των προσφιλών τους ανθρώπων που είχαν υποκύψει στη νόσο και είχαν κηδευτεί μόνο με τα απαραίτητα πρόσωπα, για την αποφυγή της μετάδοσής της.

Το μέτρο μοιάζει με την απόφαση της Ιεράς Συνόδου της 16ης Μαρτίου, που επίσης προέβλεπε την τέλεση λιτής Θείας Λειτουργίας μόνο την Κυριακή, 7-8 το πρωί. Πρόταση που δεν έγινε δεκτή από τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος προχώρησε σε απαγόρευση κάθε ιεροπραξίας.

Ο κ. Ανδρουτσόπουλος σχολιάζει ότι η κυβερνητική απόφαση κινείται “στα όρια της αναλογικότητας. Και τούτο, διότι φαίνεται ότι δεν εξαντλήθηκε κάθε ηπιότερο μέσο, όπως η τέλεση των ιεροπραξιών από τον θρησκευτικό λειτουργό, χωρίς την παρουσία πιστών, αλλά με μόνη τη συμμετοχή του ψάλτη και του νεωκόρου. Τυγχάνει, πάντως, ευεξήγητη διότι η Εκκλησία δεν επέδειξε, ως ώφειλε, την απαιτούμενη ευελιξία… ”

Με δεδομένες τις εξελίξεις την Κυριακή, θείες λειτουργίες τελέστηκαν κεκλεισμένων των θυρών για τηλεοπτική μετάδοση σε διάφορα σημεία της χώρας, όπως στη Μητρόπολη Αθηνών, στον καθεδρικό ναό της Λαμίας από τον Μητροπολίτη Φθιώτιδας κ. Συμεών, στο Αγρίνιο και στην Πεύκη.

Όμως, με τη διατύπωση της ΚΥΑ, που κάνει λόγο για γενική απαγόρευση, και ο παραπάνω τρόπος τέλεσης ακολουθιών απαγορεύεται, όπως προκύπτει και από τη διατύπωση του κ. Ανδρουτσόπουλου.

Κατά συνέπεια, η κυβερνητική απόφαση, όπως είναι διατυπωμένη, δεν είναι απλώς “στα όρια της αναλογικότητας”, αλλά παραβιάζει ευθέως τις περί θρησκευτικής ελευθερίας διατάξεις του Συντάγματος.       .