Συζήτηση με αφορμή το πρόσφατο αφιέρωμα του περιοδικού ΣΥΝΑΞΗ στην Δημοκρατία
ΣΑΒΒΑΤΟ 8 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ
ΩΡΑ 12 μ.
Ομιλητές:
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
κριτικός λογοτεχνίας
Πάνος Νικολόπουλος
αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Αθηνών
Συντονιστής:
Θανάσης Ν. Παπαθανασίου
αρχισυντάκτης της Σύναξης

  • ΜΙΚΡΗ ΕΝΘΥΜΗΣΗ ΜΕ ΑΦOΡΜΗ ΤΑ 70ΧΡOΝΑ ΤΗΣ «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΔΗΜOΚΡΑΤΙΑΣ»

    Του Θανάση Παπαθανασίου 

Ήταν βράδυ της παραμονής πρωτομαγιάς του 1976. Για την ακρίβεια, πρέπει να ήταν δυο – τρεις ώρες μετά
τα μεσάνυχτα. Δεν είχαν συμπληρωθεί ακόμη δυο χρόνια από την πτώση της χούντας, και στην ατμόσφαιρα της ελληνικής κοινωνίας δέσποζε η πολιτικοποίηση. Παλιρροιακή και υπερπολύμορφη. Μεταμεσονύκτια ώρα λοιπόν στον Βύρωνα της Αττικής, τρεις μαθητές της Ε’ Γυμνασίου (αντίστοιχης της σημερινής Β΄ Λυκείου) κολλούσαμε στον μαντρότοιχο του σχολείου μας φωτοτυπίες μιας χειρόγραφης αφισούλας για την εργατική πρωτομαγιά. Φυσικά ασπρόμαυρες, μεγέθους Α4, σε λίγα αντίτυπα που τα άντεχε το μαθητικό μας χαρτζιλίκι.
Στην αφισούλα είχα χωρέσει (όλα ζωγραφισμένα και γραμμένα με το χέρι) επάνω μια υψωμένη γροθιά με
φόντο έναν σταυρό, δίπλα του μνεία της εργατικής πρωτομαγιάς και από κάτω το απόσπασμα της Καινής Διαθήκης, όπου ο απόστολος Ιάκωβος ξεστομίζει φοβερές απειλές κατά των πλουτοκρατών που στερούν το δίκαιο μεροκάματο από τους θεριστάδες. Η αφισούλα ήταν ανυπόγραφη. Δεν ήταν κάποιας οργάνωσης.
Τον μαντρότοιχο του σχολείου ήδη τον κάλυπτε ένα αδιανόητο κολάζ από πολύχρωμες κομματικές αφίσες. Κενός χώρος, ούτε για δείγμα! Έτσι, κάποιες από τις αφισούλες μας έπεσαν πάνω σε αφίσες του ΕΚΚΕ. Και, ω του θαύματος! Ακριβώς εκείνη τη στιγμή έσκασαν μύτη από τα σκοτεινά τρεις θηριώδεις αφισοκολλητές του ΕΚΚΕ σε φοιτητική ηλικία, κι αυτοί με τον κουβά και τις βούρτσες στο χέρι! Και άρχισε σύρραξη…
Μετά τις πρώτες φωνές, οι εξηγήσεις μας ότι τυχαία οι αφισούλες μας κάλυψαν τις αφισάρες τους, φαινόταν να πηγαίνουν καλά. Μόλις όμως οι θηριώδεις κοίταξαν καλύτερα και είδαν τον σταυρό, η σύρραξη έγινε Αρμαγεδδών! «Χούντα, χουνταία εκκλησία, πατρίς – θρησκεία – οικογένεια…», και τα λοιπά καταιγιστικά, με την ανά χείρας βούρτσα έτοιμη να γίνει όπλο. Και τότε, προσπαθώντας μέσα στον κακό χαμό να τους εξηγήσω πως μιλούσαν για άλλου είδους χριστιανική αντίληψη απ’ ό,τι εμείς, ξεστόμισα τη φράση: «Εμείς
είμαστε του Ψαρουδάκη!».
Πώς άνοιγε αυτοστιγμεί ο βράχος μόλις ο Αλή Μπαμπάς ξεστόμιζε, «Άνοιξε, σουσάμι»; Αυτό έγινε. Τα ντερέκια
του ΕΚΚΕ μαρμάρωσαν επί τόπου. «Ο Ψαρουδάκης είναι αλλιώς», είπαν. Βαθύς σεβασμός γλύκανε τη βραδιά. Και οι δυο ομάδες χώρισαν με χειραψίες και ευχές…
Προφανώς περιστατικά τέτοια και απείρως σημαντικότερα μπορούν να μνημονευθούν μυριάδες. Αλλά είπα να το καταθέσω τόσες δεκαετίες μετά, ως μικρό δείγμα, ως αποτύπωμα προσωπικού βιώματος και ως σταγονίτσα στους ιστορικούς ταμιευτήρες του χριστιανοσοσιαλιστικού κινήματος. Στο ολιγόλεπτο αυτό περιστατικό συμπυκνώθηκε το απίστευτο βάρος που έχει η στάση ζωής, το ήθος, η έμπρακτη μαρτυρία.
Δεν είχα πει ολότελα αλήθεια στους θηριώδεις, καθόσον ουδέποτε εντάχθηκα στην «Χριστιανική Δημοκρατία» που είχε ιδρύσει ο Ψαρουδάκης. Ούτε και οι άλλοι δύο συμμαθητές μου (ο Μανώλης και ο Νίκος) οργανώθηκαν εκεί.
Αλλά ήμασταν, ας πούμε, μαθητούδια της οπτικής του, την οποία πρόσφατα είχαμε ανακαλύψει.
Ήδη λίγους μήνες μετά την πτώση της δικτατορίας, στην Δ΄ Γυμνασίου τότε, ολόκληρο σχεδόν το τμήμα μου
είχε κατέβει ένα πρωινό με τα πόδια από τον Βύρωνα στο Ζάππειο (ήταν μέρα απεργίας ή συνέλευσης των καθηγητών, κάτι τέτοιο). Σε μια κολώνα αίφνης πρόσεξα ένα αυτοκόλλητο όπου κυριαρχούσε το πράσινο χρώμα, και το οποίο έλεγε ότι επανακυκλοφορεί μια εφημερίδα με τίτλο «Χριστιανική Δημοκρατία», την οποία είχε κλείσει η χούντα. Ρωγμή στην δεσπόζουσα ατμόσφαιρα, γέφυρα με την παραδοσιακά εξισωτική και μη στρατωνισμένη θρησκευτικότητα της γονεϊκής μου οικογένειας.
Στις επόμενες μέρες εντόπισα το βιβλιοπωλείο «Μήνυμα» και ξεκίνησα τη σχέση μου με την εφημερίδα, καθώς και όσα βιβλία επέτρεπε το χαρτζιλίκι.
Θυμάμαι ακόμη ότι από τα πρώτα ήταν το μικρό του Ψαρουδάκη, «Η αμοιβή της εργασίας…». Από δικά του κείμενα πληροφορήθηκα την ύπαρξη του κειμένου του Ιακώβου. Έκπληξη λυτρωτική, και ταυτόχρονα πρόσκληση για γνωριμία με ολόκληρη την Καινή Διαθήκη…
Οσμή χώματος σε καιρό σποράς, λύσιμο κάβων για απόπλου… κάτι τέτοιο φέρνουν στον νου και στην καρδιά όλα αυτά. Και τι να ‘χουν γίνει άραγε οι τρεις θηριώδεις ΕΚΚΕτζήδες; Πώς άραγε πορεύτηκαν, μέσα από ποιες επιμονές ή ματαιώσεις ή μεταλλάξεις; Εύχομαι να τους έχει καλά ο Θεός εκείνου τον οποίον σεβάστηκαν τόσο αποκαλυπτικά ένα ανοιξιάτικο βράδυ πριν 48 σχεδόν χρόνια. Κι εύχομαι, κάποια στιγμή να βρω το αφισάκι, που το ‘χω κάπου φυλαγμένο…

Προ ημερών εξομολογήθηκα τον βασανισμό μου για το είδος της συμμετοχής μου στις επικείμενες εκλογές. Το σκεπτικό που εξέφρασα εκεί με οδήγησε στο να αποδεχτώ εντέλει την πρόταση που μου είχε γίνει από μια πρωτοβουλία ενεργών πολιτών του Βύρωνα. Το βασάνισα, βασανίστηκα και τους βασάνισα, και απάντησα στις 30 Αυγούστου – dancing to the end of love – συνειδητά μια μέρα πριν από την εκπνοή της προθεσμίας.
Έκρινα ότι έχει νόημα να στηριχτεί η πρωτοβουλία αυτή, διότι εκφράζει μια δυναμική για ζυμώσεις οι οποίες κατά τη γνώμη μου είναι επείγον ζητούμενο. Και την στηρίζω συμμετέχοντας στο ψηφοδέλτιό της. Μιλώ για τον τριπολικό συνδυασμό «ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΒΥΡΩΝΑ – ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΕΝΩΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΒΥΡΩΝΑ – ΣΕΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΕΣ-ΟΙ. ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΠΟΡΕΥΣΗ». Προσωπικά, όντας ανένταχτος, δηλώνομαι στον τρίτο πόλο (τους  Συνεργαζόμενους), με δεδομένο ότι με τους αγωνιστές των δύο κινήσεων οι οποίες ήρθαν σε συμφωνία (της πρεσβύτερης «Αριστερής Παρέμβασης Πολιτών Βύρωνα» και της νεότερης «Ριζοσπαστικής Ενωτικής Κίνησης Βύρωνα») γνωριζόμαστε επί χρόνια πολλά, συνοδοιπορούμε πολύ συχνά, και τελούμε σε έναν έμπρακτο διάλογο ο οποίος αλλού μπορεί και να είναι
αδιανόητος. […]
Σε μια δυστοπική κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα – όπου οι αθλιότητες δεν επισύρουν λογοδοσία, αλλά αντιθέτως κερδίζουν επιβράβευση, – όπου η εθελοδουλεία γίνεται εισιτήριο για απαστράπτουσες καριέρες, – όπου η αντικατάσταση των οραμάτων κοινωνικής δικαιοσύνης από τον ατομοκεντρικό δικαιωματισμό ανοίγει δρόμους για μερδικό στην αδιατάρακτη
εξουσία, – όπου η διαβόητη «προτεραιότητα στην ανθρώπινη ζωή» νοεί τον άνθρωπο κατά τον πιο απάνθρωπο τρόπο: ως
σωματική ατομικότητα, δίχως το πλέγμα σχέσεων και δίχως τις κοινωνικές συναρτήσεις που συναποτελούν το ανθρώπινο πρόσωπο, σε αυτή την δυστοπική πραγματικότητα, λοιπόν, οι πεισματάρικα οραματικές φωνές είναι πολλαπλά πολύτιμες, ώστε να προσκαλούν τις τοπικές κοινωνίες σε ριζικούς αναστοχασμούς. Σε αναστοχασμούς οι οποίοι δεν αναγνωρίζουν την
οικονομία ως αυτόνομη λογιστική, αλλά την συναρτούν με την ανθρωπολογία και την πολιτική. Σε αναστοχασμούς που
τρέφονται από την λαϊκή παράδοση η οποία δεξιώνεται το οικουμενικό και δεν ξεφτιλίζεται σε νατιβισμό. Για όλα αυτά λοιπόν, το ζήτημα δεν είναι μια ατομική εκλογή. Είναι (το επαναλαμβάνω) η στήριξη μιας δυναμικής που χρειάζεται να καρπίσει, και μάλιστα να ανταμώσει κάθε έντιμο άνθρωπο ο οποίος –όπου βρίσκεται τώρα– προβληματίζεται με αυτά.
Και ας επαναλάβω κάτι που είναι αυτονόητο για μένα και δεδομένο για τους φίλους με τους οποίους συνεργάζομαι: η οπτική μου, ο βασανισμός μου, οι αποφάσεις μου έρχονται από το ότι είμαι θεολόγος. Όχι παρά το ότι είμαι θεολόγος.
ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,
Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023.

του Θανάση Παπαθανασίου*

Ο Γεώργιος Ροδίτης ήταν θεολόγος. Νομίζω όμως πως δεν θα πέφταμε έξω αν τον αποκαλούσαμε και καπετάνιο παγοθραυστικού. Αυτή την ιδιότητα προσέλαβε εν τοις πράγμασι με τη συγγραφή του βιβλίου του «Χριστιανισμός και πλούτος. Το πρόβλημα της κατανομής και της χρήσης των βιοτικών αγαθών υπό το φως της Αγίας Γραφής και της εκκλησιαστικής παραδόσεως των τεσσάρων πρώτων αιώνων».
Ο Ροδίτης κόπιασε για τη διάνοιξη περασμάτων σε ένα πολικό τοπίο, με μαχητική πλώρη τη μαρτυρία του Ευαγγελίου και τον πόθο της Βασιλείας του Θεού. Με δυο λόγια, το εμβληματικό πλέον αυτό βιβλίο φωτίζει το δράμα που εκτυλίσσεται ασταμάτητα στο μάτι της
βελόνας (Λουκ. 18:25). Και καταδεικνύει ότι η πείνα για κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι στοιχείο παράπλευρο (ή και αντίρροπο!) προς την πνευματική προκοπή του Χριστιανού, αλλά σύμφυτο προς αυτήν. Ουσιώδης όρος της και καρπός της, ταυτόχρονα!
Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1970 από τη Χριστιανική Δημοκρατία. Δεν γεννήθηκε απλώς καταμεσής της επταετούς δικτατορίας,αλλά και καταμεσής μιας θρησκευτικότητας η οποία επί δεκαετίες σκαρφιζόταν πλήθος θεολογίες που νομιμοποιούσαν την ταξική αδικία και στήριζαν μεταφυσικά τον καπιταλισμό. Ακριβώς αυτό προσδίδει στο βιβλίο επικαιρότητα και σήμερα, σε εποχή κατά την οποία διατυπώνονται, με νέα γλώσσα, λογιών ραφιναρισμένες θεολογίες που αποδέχονται την ανισότητα ως μοχλό της ανάπτυξης. Χαρακτηριστικές είναι οι συγκρούσεις του συγγραφέα με επιχειρήματα (ο ίδιος τα αποκάλεσε «κωμικά σοφίσματα») όπως ότι η ανισότητα πρέπει να είναι αποδεκτή σαν την ανισότητα μεταξύ των δαχτύλων του χεριού, ή ότι ο Χριστός υποστήριζε τον έντοκο δανεισμό, επειδή στις παραβολές του είχε χρησιμοποιήσει την κοινή στην εποχή του εμπειρία τοκισμού (σσ. 174-5,122-3 της α΄ έκδοσης / 252-3, 153-4 της γ΄ έκδοσης, 2009). Ο Ροδίτης απάντησε εδραζόμενος στη χριστιανική ανθρωπολογία (η προσωπική ετερότητα δεν συνεπάγεται κοινωνική – οικονομική ανισότητα) και στη βιβλική ερμηνευτική (διάκριση μεταξύ του μηνύματος και των τρόπων διατύπωσής του).
Το βιβλίο είναι κυριολεκτικά χρυσωρυχείο παραθεμάτων. Το ιδιαίτερο στίγμα του ήταν η εκτεταμένη χρήση της πατερικής γραμματείας. Σφύζει ριζοσπαστικών πατερικών αναφορών σε πάμπολλες παραμέτρους του ζητήματος του πλουτισμού: στον θεσμό της ιδιοκτησίας, στις πραγματικές ανάγκες του ανθρώπου, στην εκμετάλλευση του εργατικού κόπου κλπ. Βασικός άξονας όλων αυτών είναι η ασυμβατότητα Χριστιανισμού και πλούτου. Ασυμβατότητα!
Τίποτα λιγότερο, για τον Γεώργιο Ροδίτη. Ο συγγραφέας καταδεικνύει, κοντολογίς, δύο αλήθειες: Αφ’ ενός, ότι η συσσώρευση πλούτου καθίσταται δυνατή μέσω της κοινωνικής αδικίας (η παραχώρηση προτεραιότητας από τον εκκλησιαστικό χώρο στην εκ των υστέρων φιλανθρωπία, και όχι στην εξάλειψη της αδικίας, κρατά καλά ακόμη). Αφ’ ετέρου, ότι ο πλούτος πάντα (δηλαδή ακόμη και στις λιγοστές περιπτώσεις που δεν οφείλεται σε άμεση αδικία) αποτελεί παγίδα για την ψυχή, ψευδαίσθηση παντοδυναμίας, όπως, αντίστοιχα, η φτώχεια αποτελεί παγίδα απόγνωσης.
Αξίζει να προσέξει κανείς μια ιδιαίτερη αρετή του βιβλίου, η οποία έχει κολοσσιαία σημασία για τον τρόπο πρόσληψης της εκκλησιαστικής παράδοσης και των πατερικών κειμένων. Ο Ροδίτης (υπενθυμίζω: εδώ και μισόν αιώνα) είχε την πολύτιμη επίγνωση ότι η εκκλησιαστική γραμματεία δεν είναι ένα συμπαγές και αδιαφοροποίητο πράγμα, αλλά εμπεριέχει διάφορα ρεύματα και τάσεις. Βασική δουλειά της θεολογίας, συνεπώς, είναι να ερμηνεύει, να διακρίνει και να αναδεικνύει την απελευθερωτική δυναμική. Ενδεικτική είναι η επισήμανση του Ροδίτη ότι με τον Κλήμη Αλεξανδρέα (τέλη 2ου – αρχές 3ου αι.) καθιερώνονται οι προβληματικοί ισχυρισμοί ότι ο πλούτος δεν είναι καθ’ αυτόν επικίνδυνος και ότι, αν εφαρμοστεί η προτροπή του Χριστού για απεμπλοκή από την ιδιοκτησία, θα διασαλευθεί η κοινωνική τάξη (σσ. 40, 209-12 / 49, 282-7, 295-6). Το χρέος διάκρισης μεταξύ των πατερικών απόψεων το υπερασπίστηκε ο Ροδίτης επικαλούμενος και τον άγιο Νικόδημο Αγιορείτη: «Ημίν ου μέλλει τι είπον, ή τι εφρόνησαν μερικοί Πατέρες. Αλλά τι λέγει η Γραφή, και αι οικουμενικοί σύνοδοι, και η κοινή των Πατέρων δόξα. Ου γαρ δόγμα συνιστά η γνώμη τινών εν τη Εκκλησία» (σ. 25 / 28).
Το παγοθραυστικό του Γεώργιου Ροδίτη αξίωνε και την πρακτική εφαρμογή των πατερικών κριτηρίων στο σήμερα και στην πολιτική πράξη. Αποζητεί τη λύση του κοινωνικού προβλήματος πρώτα εντός της εκκλησιαστικής κοινότητας (σσ. 12-13 / 21), επιθυμεί την
επέκταση αυτής της προοπτικής σε όλη την κοινωνία, αντιδιαστέλλει τη χριστιανική πρόταση και από την καπιταλιστική και από την κομμουνιστική, προσπαθεί να ψηλαφίσει τον ρόλο του κράτους (σ. 278 / 328) και αντιλαμβάνεται την Εκκλησία ως την Βασιλεία του Θεού επί γης.
Είναι βεβαίως ακανθώδη ζητήματα, τα οποία χρειάζονται ιδιαίτερη συζήτηση.
Κοντοστέκομαι μόνο στην ταύτιση Εκκλησίας και Βασιλείας. Θεωρώ ακριβές κάτι άλλο, την εννόηση της Εκκλησίας ως πρόγευσης και ως «σημείου» της Βασιλείας. Αλλά σε κάθε περίπτωση η διατύπωση του Ροδίτη δείχνει το δέον.
Δεν εννοεί ότι η Εκκλησία πορεύεται ορθά κατά αυτόματο τρόπο, αλλά ότι οφείλει έμπρακτα να γίνεται αυτό που οφείλει να είναι, ότι χρεωστά να αποδεικνύεται συνεπής στην ταυτότητά της και πιστή στον Κύριό της (σ. 277 / 333-5).
Το πρώτο αγιογραφικό χωρίο άλλωστε το οποίο συναντά ο αναγνώστης του βιβλίου (στο εξώφυλλο της α΄ έκδοσης και στη σελίδα τίτλου της β΄ έκδοσης) είναι το: «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά» (Ματθ. 6:24).
Ο Θεός να αναπαύει τον καπετάνιο, να φωτίζει τις επιλογές των επόμενων γενεών και να δυναμώνει τα κουράγια τους για ρηγμάτωση των πολικών αδιεξόδων.

*Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου είναι Διδάσκων (ΕΔΙΠ) στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθήνας και Αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη». “Χριστιανική”  3.9.2020

ΦΩΤΟ:  Ο άφρων πλούσιος. Πηγή: “Ποιμήν”