“Η στάθμιση των πλεονεκτημάτων, των ευκαιριών και των κινδύνων” πρέπει να είναι η βάση για οποιαδήποτε συζήτηση σε σχέση με την υιοθέτηση του Ευρώ, έχει δηλώσει στη πολωνική Βουλή (“Σέιμ”) ο υφυπουργός οικονομικών Λέσεκ Σκίμπα τον Απρίλιο του 2018. Διευκρινίζοντας σαφώς ότι “Η Πολωνία θα έπρεπε να εισέλθει στην Ευρωζώνη, όχι όμως προς το παρόν”.
Καμμία τέτοια συζήτηση δεν έγινε στην Ελλάδα, ούτε καν λήφθηκε υπόψη αν η χώρα πληρούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις. επί Κυβερνήσεων Σημίτη στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Η ένταξη στο Ευρώ είχε θεωρηθεί μονόδρομος χωρίς προϋποθέσεις. Έτσι, η περίοδος της ένταξης στην Ευρωζώνη ξεκίνησε με εντυπωσιακά αποτελέσματα, τα οποία αποδείχθηκαν εξίσου εντυπωσιακή “φούσκα”.
Η Πολωνία επωφελήθηκε όχι μόνον από τα ευρωπαϊκά κονδύλια, αλλά και τις μετακινήσεις βιομηχανιών από τη Δυτική Ευρώπη, προσφέροντας φθηνότερη εργασία. Όπως και από την ελεύθερη διακίνηση των εργαζομένων και τα εμβάσματα που στέλνουν. Έτσι, πετυχαίνει ρυθμούς ανάπτυξης 4-5%, με αποτέλεσμα να έχει περιθώρια να εφαρμόζει κοινωνική πολιτική. Μένοντας εκτός Ευρωζώνης, ΄μεγιστοποιεί τα οφέλη από αυτήν. Ο πληθωρισμός κυμαίνεται στο 3,5%, η ανεργία στο 3% και το δημόσιο χρέος στο 50% του ΑΕΠ.
Το 2017, σε αντίθεση με όσα επιβάλλονται στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη, μείωσε τα όρια ηλικίας της συνταξιοδότησης από το 67ο έτος για όλους, στο 65ο για τους άνδρες και το 60ό για τις γυναίκες. Ο κατώτερος μισθός στην Πολωνία ήταν 158 ευρώ το 1999 και ήδη έχει φτάσει τα 523 τον Ιούλιο του 2019, μετά την τελευταία αύξηση κατά 7,1%, ανταγωνιζόμενος αυτόν της Ελλάδας και ξεπερνώντας τον, αν υπολογιστεί η αγοραστική δύναμη.
Η πολωνική κυβέρνηση προβάλλεται ως “υπερσυντηρητική” από τα ΜΜΕ. Όμως, δεν κατέφυγε στη σώρευση πλεονασμάτων, αλλά πήρε μέτρα στην κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης, σε αντίθεση με τους Γερμανούς Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες, που ακολουθούν πολιτική σώρευσης πλούτου χωρίς να τον ανακατανέμουν στο Λαό.
Θα μπορούσε να αντικρούσει κανείς ότι σε μεγάλο βαθμό, η Πολωνία έχει επωφεληθεί από το κλείσιμο βιομηχανιών στη Δυτική Ευρώπη και τη μετεγκατάστασή τους στο έδαφός της. Τούτο δεν συνιστά αναδιανομή του πλούτου εις βάρος των ισχυρών, αλλά όφελος και πλουτισμό από την ανεργία και την σταδιακή εξαθλίωση των εργαζομένων της πρώην Δυτικής Ευρώπης. Που βλέπουν κατακτήσεις δεκαετιών να εξανεμίζονται εξαιτίας της προσφοράς φθηνής εργασίας στις πρώην ανατολικές χώρες.
Αν, όμως οι πολωνικές κυβερνήσεις ορθώς επωφελούνται από την Ε.Ε. με βάση το εθνικό συμφέρον της ΄χώρας τους, είναι αξιοκατάκριτες όταν ενσυνείδητα συντελούν στην άδικη επιβάρυνση άλλων λαών. Για το μεταναστευτικό- προσφυγικό ο λόγος και με την άρνησή τους να αναλάβουν ακόμα και ελάχιστο από το βάρος που σηκώνουν οι χώρες υποδοχής και διέλευσης των προσφυγικών./μεταναστευτικών ροών. Χώρες που – όπως η Ελλάδα- δεν αποτελούν τον τελικό προορισμό όλων αυτών των ανθρώπων.
Ήδη, οι σχέσεις Πολωνίας -Ε.Ε. περνάνε κρίση, εξαιτίας θεσμικών αλλαγών που πραγματοποίησε η Πολωνία, με τις οποίες διαφωνεί η Ε.Ε.