Με αφορμή τη διπλή γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και της επετείου της Επανάστασης του 1821, το Κίνημα της Χριστιανικής Δημοκρατίας εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:

  1. Η 25η Μαρτίου είναι διπλή η γιορτή για τον νέο ελληνισμό: Του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, δηλαδή της χαρμόσυνης είδησης της σωτηρίας και την απελευθέρωσης ολόκληρης της ανθρωπότητας με την επερχόμενη γέννηση του Χριστού και ταυτόχρονα της  απελευθέρωσης από τον τυραννικό οθωμανικό ζυγό τετρακοσίων χρόνων.
  2. Η αναφορά στη χριστιανική διδασκαλία και στην ορθόδοξη Παράδοση, δεν αποτελεί διάκριση υπέρ ενός θρησκεύματος, αλλά διαχρονικό πνευματικό θεμέλιο και σημείο αναφοράς, προϋπόθεση για την επιβίωση ενός λαού. Έθνη που βασίζουν την επιβίωσή τους στην υλική υπεροχή, στην τυραννία και στη βία. ή ελπίζουν ότι θα επιβιώσουν ως υποτελείς των ισχυρών, είναι καταδικασμένα. Η Επανάσταση ξεκίνησε με σύνθημα «Για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία» και τα συντάγματα του ελληνικού κράτους ψηφίζονται από τότε «Στο όνομα της αγίας και ομοουσίου Τριάδος». Η αναφορά αυτή δεν συνιστά διάκριση υπέρ της επικρατούσας θρησκείας, αλλά πολιτικό σύνθημα και προτροπή για καθεστώς ελευθερίας και δικαιοσύνης για όλους.
  3. Όπως έγραφε ο ιδρυτής της ΧΔ Νίκος Ψαρουδάκης στις 20.3.1967 στην εφημερίδα μας, «Το 1821 άρχισε ο αγώνας της απελευθερώσεως, και ο αγώνας αυτός δεν έχει λήξει. Το έργο του 1821 είναι ημιτελές. Πρέπει να το ολοκληρώσουμε. Πλάι στην πολιτική ελευθερία που μας έδωσε, πρέπει ν’ αγωνισθούμε και για πνευματική και οικονομική (κοινωνική) ελευθερία. Σ’ αυτόν τον αγώνα καλεί την Νέα Γενιά η «Χριστιανική Δημοκρατία». Το 1821 αγωνίσθηκε «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος της ελευθερία.» Χωρίς την αλήθεια του Χριστού ελευθερία δεν αποκτάται: Οι λαοί που δεν κυβερνούνται από το Θεό, κυβερνούνται από τυράννους. Χρειαζόμαστε μια καινούργια 25η Μαρτίου.» 
  4. Εάν οι Επαναστάτες του 1821 συμπεριφέρονταν όπως το σημερινό πολιτικό σύστημα, θα είχαμε ακόμα Τουρκοκρατία, με δεδομένο ότι οι συσχετισμοί δυνάμεων ήταν συντριπτικοί εις βάρος τους. Θα έλεγαν δηλαδή, για να παραφράσουμε ένα σύγχρονο σύνθημα του «Ακραίου Κέντρου», το οποίο επικυριαρχεί στην πολιτική ζωή,  «Μένουμε Οθωμανική Αυτοκρατορία». Κράτος πανίσχυρο, με τη «χριστιανική Ευρώπη», κυριαρχημένη από την «Ιερά Συμμαχία», στο πλευρό της. Όμως, ο επαναστατικός αγώνας των Ελλήνων άντεξε απέναντι στην Οθωμανική αυτοκρατορία, προκάλεσε τη διάλυση της Ιεράς Συμμαχίας και ανέτρεψε τους διεθνείς συσχετισμούς υπέρ της Επανάστασης.
  5. Το Εικοσιένα είναι μια οριακή στιγμή, που γέννησε ο πόθος της ελευθερίας, περισσότερο η ψυχή παρά τα υλικά μέσα που το γέννησαν. Είναι γεγονός ότι η Επανάσταση στη διάρκειά της περιορίστηκε ως προς τις στοχοθεσίες της, η “ποιότητα της ελευθερίας”ελαττώθηκε, όπως ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης παραδέχτηκε. Αν και στην αρχή κλήθηκαν “και Ρωμιοί και Τούρκοι και Αρμένιοι”, κατά του Σουλτάνου, αργότερα η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων κατόρθωσε να περιορίσει το στόχο σε ένα βασίλειο στο Μωριά και τη Στερεά Ελλάδα στη βάση της νεωτερικής αρχής “ένα έθνος, ένα κράτος”. Επίσης, υπήρξαν και μεγάλα λάθη, έριδες και ενέργειες υπερβολικά παρορμητικές. Είναι όμως αναμφίβολο ότι επρόκειτο για μια τιτάνια προσπάθεια που δείχνει τη δύναμη του δικαίου, καθώς και την επίκληση της θείας βοήθειας εκ μέρους του Τριαδικού Θεού στην προσπάθεια που καταβάλλει ο άνθρωπος με τα δικά του μέσα να το βρει.
  6. Η Επανάσταση του 1821 είναι επίκαιρη στις μέρες μας, γιατί μας διδάσκει ότι δεν υπάρχουν «μονόδρομοι» για κανέναν λαό, από τη στιγμή που δεν τους αποδέχεται και έχει πίστη ότι ο υπέρ ελευθερίας αγώνας θα αποδώσει. Η ανατροπή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και η αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας με την επιστροφή στις εκλεγμένες κυβερνήσεις όλων των εξουσιών που έχουν μεταβιβαστεί στους ανεξέλεγκτους γραφειοκράτες των Βρυξελλών είναι στόχοι εφικτοί.

Στο πνεύμα της Επανάστασης του 1821, η Χριστιανική Δημοκρατία αγωνίζεται για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη με σημείο αναφοράς το κοινωνικό μήνυμα του Ευαγγελίου. Στα πλαίσια του συνολικότερου αγώνα για την απελευθέρωση και τη σωτηρία του ανθρώπου, τη χαρμόσυνη είδηση της οποία ανάγγειλε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ.

Με αφορμή την επέτειο του εορτασμού της Επανάστασης του 1821, το Κίνημα της Χριστιανικής Δημοκρατίας εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:

  1. Στις 25 Μαρτίου είναι διπλή η γιορτή: Του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, δηλαδή του καλού νέου για τη σωτηρία και την απελευθέρωση ολόκληρης της ανθρωπότητας με την αναγγελία της γέννησης του Χριστού. Και ταυτόχρονα της απελευθέρωσης του ελληνικού λαού από τον τυραννικό οθωμανικό ζυγό τετρακοσίων χρόνων.
  2. Παρά το γεγονός ότι οι Έλληνες έχασαν την ανεξαρτησία τους με την πτώση του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, φρόντισαν να επιβιώσουν στο καθεστώς της οθωμανικής κατοχής, αλλά ταυτόχρονα δεν παραιτήθηκαν από την πίστη και την ελπίδα ότι θα ανακτούσαν τη χαμένη τους ελευθερία. Με σταθερό σημείο αναφοράς την ορθόδοξη χριστιανική πίστη και συνεκτικό δεσμό την Ορθόδοξη Εκκλησία.
  3. Για το λόγο αυτό και η Επανάσταση ξεκίνησε με σύνθημα «Για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία» και τα συντάγματα του ελληνικού κράτους ψηφίζονται από τότε «Στο όνομα της αγίας και ομοουσίου Τριάδος». Η αναφορά αυτή δεν συνιστά διάκριση υπέρ της επικρατούσας θρησκείας, αλλά πολιτικό σύνθημα και προτροπή για καθεστώς ελευθερίας και δικαιοσύνης για όλους.
  4. Το όραμα των Επαναστατών δεν ήταν μόνον η πολιτική ανεξαρτησία, αλλά και η δημιουργία μιας κοινωνίας ελεύθερης και δίκαιης, με σημείο αναφοράς το κοινωνικό μήνυμα του Ευαγγελίου. Όπως έγραφε ο ιδρυτής της ΧΔ Νίκος Ψαρουδάκης στις 20.3.1967 στην εφημερίδα μας, «Το 1821 άρχισε ο αγώνας της απελευθερώσεως, και ο αγώνας αυτός δεν έχει λήξει. Το έργο του 1821 είναι ημιτελές. Πρέπει να το ολοκληρώσουμε. Πλάι στην πολιτική ελευθερία που μας έδωσε, πρέπει ν’ αγωνισθούμε και για πνευματική και οικονομική (κοινωνική) ελευθερία. Σ’ αυτόν τον αγώνα καλεί την Νέα Γενιά η «Χριστιανική Δημοκρατία». Το 1821 αγωνίσθηκε «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος της ελευθερία.» Χωρίς την αλήθεια του Χριστού ελευθερία δεν αποκτάται: Οι λαοί που δεν κυβερνούνται από το Θεό, κυβερνούνται από τυράννους. Χρειαζόμαστε μια καινούργια 25η Μαρτίου.» 
  5. Εάν οι Επαναστάτες του 1821 ήταν «ρεαλιστές» όπως σήμερα θέλει να λογίζεται το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, θα είχαμε ακόμα Τουρκοκρατία, με δεδομένο ότι οι συσχετισμοί δυνάμεων ήταν συντριπτικοί εις βάρος τους. Θα έλεγαν δηλαδή, για να παραφράσουμε ένα σύγχρονο σύνθημα πέριξ του Ακραίου Κέντρου, “Μένουμε Οθωμανική Αυτοκρατορία”. Με μια πανίσχυρη αυτοκρατορία και την «χριστιανική Ευρώπη», κυριαρχημένη από την «Ιερά Συμμαχία», στο πλευρό της. Όμως, ο επαναστατικός αγώνας των Ελλήνων άντεξε απέναντι στην Οθωμανική αυτοκρατορία, προκάλεσε τη διάλυση της Ιεράς Συμμαχίας και ανέτρεψε τους διεθνείς συσχετισμούς υπέρ της Επανάστασης.
  6. Το Εικοσιένα είναι μια οριακή στιγμή, που γέννησε ο πόθος της ελευθερίας, που έπεσε σαν τη βροχή μέσα σε όλο το έθνος, όπως αναφέρει ο Αρχιστράτηγος Θοδωρής Κολοκοτρώνης. Ήταν περισσότερο η ψυχή παρά τα υλικά μέσα που το γέννησαν. Είναι γεγονός ότι η Επανάσταση στη διάρκειά της περιορίστηκε ως προς τις στοχοθεσίες της, η “ποιότητα της ελευθερίας” ελαττώθηκε, όπως ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης παραδέχτηκε. Αν και στην αρχή κλήθηκαν “και Ρωμιοί και Τούρκοι και Αρμένιοι”, κατά του Σουλτάνου, αργότερα η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων κατόρθωσε να περιορίσει το στόχο σε ένα βασίλειο στο Μωριά και τη Στερεά Ελλάδα στη βάση της νεωτερικής αρχής “ένα έθνος, ένα κράτος”. Επίσης, υπήρξαν και μεγάλα λάθη, έριδες και ενέργειες υπερβολικά παρορμητικές. Είναι όμως αναμφίβολο ότι επρόκειτο για μια τιτάνια προσπάθεια που δείχνει τη δύναμη του δικαίου, καθώς και την επίκληση της θείας βοήθειας εκ μέρους του Τριαδικού Θεού στην προσπάθεια που καταβάλλει ο άνθρωπος με τα δικά του μέσα να το βρει.
  7. Η Επανάσταση του 1821 που γιορτάζουμε μας διδάσκει ότι δεν υπάρχουν «μονόδρομοι» για κανέναν λαό, από τη στιγμή που δεν τους αποδέχεται και έχει πίστη ότι ο υπέρ ελευθερίας αγώνας θα αποδώσει. Η ανατροπή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και η αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας με την επιστροφή στις εκλεγμένες κυβερνήσεις όλων των εξουσιών που έχουν μεταβιβαστεί στους ανεξέλεγκτους γραφειοκράτες των Βρυξελλών είναι στόχοι εφικτοί.

Στο πνεύμα της Επανάστασης του 1821, η Χριστιανική Δημοκρατία αγωνίζεται για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη με σημείο αναφοράς το κοινωνικό μήνυμα του Ευαγγελίου.

Θεὸς ὅπου βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις, φησὶν ὁ Ἀσώματος, καὶ τὰ ὑπὲρ ἄνθρωπον διαπράττεται

Όπου το θέλει ο Θεός, νικιέται η τάξη της φύσης και γίνονται πράγματα πάνω από τις δυνατότητες του ανθρώπου

(Από τον εσπερινό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου)

  1. Η επανάσταση του 1821 και ο υπέρ της ελευθερίας αγώνας του ελληνικού λαού ξέσπασαν σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες. Οι τότε μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης είχαν συγκροτήσει την πανίσχυρη «Ιερά Συμμαχία», που όχι μόνον ήταν αντίθετη σε οποιοδήποτε επαναστατικό κίνημα, αλλά και παρενέβαινε στρατιωτικά για την καταστολή του.
  2. Στα χρόνια της οθωμανικής τυραννίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία λειτούργησε ως σημείο αναφοράς και αυτοσυνειδησίας για τον υπόδουλο ελληνικό λαό. Όχι μόνον ήταν ο βασικός παράγοντας για την επιβίωση των Ελλήνων, αλλά και κράτησε ζωντανή την προσδοκία της ελευθερίας. Μια προσδοκία που επανειλημμένα εκδηλώθηκε με εκατοντάδες εξεγέρσεις στη διάρκεια της οθωμανικής σκλαβιάς.
  3. Το αναστάσιμο και απελευθερωτικό μήνυμα της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσής μας εκφράστηκε πολιτικά με την προσαρμογή στα ελληνικά δεδομένα των ιδεωδών της Γαλλικής Επανάστασης.
  4. Η ελληνική επανάσταση ξέσπασε με σύνθημα «Για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία». Εκδηλώθηκε, οργανωμένη από τη Φιλική Εταιρία, σε διαφορετικά μέρη, με σημείο αναφοράς την 25η Μαρτίου 1821, ημέρα εορτασμού του Ευαγγελισμού. Η εκκλησιαστική γιορτή του χαρμόσυνου αγγέλματος για τη σωτηρία και απελευθέρωση του ανθρώπινου γένους, συνδυάστηκε με το χαρμόσυνο άγγελμα του απελευθερωτικού αγώνα του γένους των Ελλήνων.
  5. Η ελληνική επανάσταση ξέσπασε παρά τους δυσμενείς συσχετισμούς. Όπως τόνισε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στην ομιλία του στην Πνύκα, « Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μια βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας» .
  6. Ο αγώνας των Ελλήνων ενέπνευσε τους λαούς της Ευρώπης και ανέτρεψε τους δυσμενείς συσχετισμούς. Συνέβαλε αποφασιστικά στην κατάργηση της «Ιεράς Συμμαχίας» και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη διεθνή αναγνώριση ενός νέου ελληνικού ανεξάρτητου κράτους. Όπως τονίζει ο βρετανός ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ, που αναδεικνύει τη σημασία της ελληνικής επανάστασης για τις τότε διεθνείς εξελίξεις, «Δεν είναι ότι απλά πυροδοτήθηκε μία επανάσταση, είναι ότι αυτή συνεχίστηκε περισσότερο απ’ ό, τι περίμενε ο οποιοσδήποτε, περισσότερο απ’ ό, τι περίμενε ο σουλτάνος, περισσότερο απ’ ό, τι περίμεναν οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες, περισσότερο ακόμη κι απ’ ό, τι περίμεναν πολλοί από τους λεγόμενους ήρωες της επανάστασης».
  7. Κατά συνέπεια η ελληνική επανάσταση, στο βαθμό που πέτυχε, το κατάφερε χάρη στον αγώνα των Ελλήνων, που συνεχιζόταν ακόμα και όταν πέρασε στις πιο δύσκολες φάσεις του και όχι στην «ελεημοσύνη» των ξένων δυνάμεων, όπως εσχάτως προβάλλεται από διάφορες εκδοχές του ιστορικού αναθεωρητισμού. Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου, που υπερπροβαλλόταν τα τελευταία χρόνια στα πλαίσια του ιστορικού προηγούμενου της Τρόικας και της σκανδαλώδους υποστήριξης των επιτετραμμένων της από τη νεοφιλελεύθερη δεξιά και το ακραίο κέντρο, στην πραγματικότητα έγινε εκτός και ενάντια στην επίσημη πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων.
  8. Ούτε, βεβαίως, η αναγνώριση του νέου ελληνικού Κράτους σήμανε τη δημιουργία νέου έθνους εκ του μηδενός, όπως οι ίδιες αυτές υποτελείς λογικές διατείνονται. Άλλωστε, άλλο είναι η νεωτερική εθνικότητα (nationality) από τις προγενέστερες μορφές εθνοτικών ταυτότητων. Αλλά αποτέλεσε την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας και της πολιτικής ελευθερίας της ρωμιοσύνης και του ελληνισμού. Που εκφραζόταν από τη Ρωμανία, το ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος που καταλύθηκε και υποκαταστάθηκε από μια νέα, ληστρική «έννομη τάξη», αυτή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
  9. Η κατάργηση της προστασίας των αδυνάτων προς όφελος των ολίγων και ισχυρών, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη εξάρτηση από ξένα κέντρα, ήταν οι βασικοί λόγοι που υπέσκαψαν το ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος οδήγησαν στην απώλεια της πολιτικής ελευθερίας των Ελλήνων, πρώτα από τους Λατίνους και στη συνέχεια από τους Οθωμανούς επιδρομείς.
  10. Για τους ίδιους λόγους σήμερα, η ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική και η κοινωνική δικαιοσύνη αποτελούν προϋποθέσεις της διατήρησης της πολιτικής μας ελευθερίας και της κυριαρχίας μας, που περιορίζεται και υπονομεύεται από τους λεγόμενους «ευρωπαϊκούς θεσμούς» και απειλείται από τα όνειρα του νέο-Οθωμανικού αναθεωρητισμού εκ μέρους του τυραννικού καθεστώτος της Άγκυρας.
  11. Η διατήρηση στο σημερινό Σύνταγμα του προοιμίου των επαναστατικών Συνταγμάτων που ψηφίζονταν «Στο όνομα της αγίας, ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος», δεν αποτελεί αναχρονιστική διάκριση υπέρ της επικρατούσας θρησκείας, όπως από πλάνη προβάλλεται, αλλά πολιτικό σύνθημα υπέρ της ελευθερίας και υπόμνηση ότι το Σύνταγμα πρέπει να ερμηνεύεται και το Κράτος να διοικείται στη βάση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Όπως, άλλωστε, έγραφε ο αείμνηστος Νίκος Ψαρουδάκης, ιδρυτής της Χριστιανικής Δημοκρατίας, για την επέτειο της 25ης Μαρτίου 1967, η επανάσταση του 1821 θα ολοκληρωθεί όταν εκτός από την πολιτική ελευθερία επικρατήσει και η κοινωνική δικαιοσύνη.

Του Ηρακλή Κανακάκη-

Δημοσιεύουμε ευρεία περίληψη της εισήγησης του Ηρακλή Κανακάκη με το πιο πάνω θέμα που παρουσιάσθηκε στο Β΄ διαδικτυακό Συνέδριο της ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ για το 1821, κατά τη Β΄ συνεδρία της 26ης Οκτωβρίου 2021. Details

Τοῦ Μοναχοῦ Ἀρτεμίου Γρηγοριάτη

Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι τὸ πρῶτο μέρος τῆς εἰσήγησης τοῦ μοναχοῦ Ἀρτεμίου Γρηγοριάτη κατὰ τὴν Δ’ Συνεδρία τῆς 1ης Νοεμβρίου 2021 τοῦ διαδικτυακοῦ Συνεδρίου τῆς «Χριστιανικῆς» γιὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821:

Ἀγαπητοί καί σεβαστοί ἐν Χριστῷ πατέρες καί ἀδελφοί!

Μέ τήν εὐλογία καί τήν εὐχή τοῦ Γέροντός μας καί Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους Ἀρχιμανδρίτου Χριστοφόρου, ἔρχομαι στίς παροῦσες συνεδρίες τῆς ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ γιά τήν ὁμιλία μου, πτωχή σέ λόγια μπροστά στά πλούσια αἰσθήματά σας. Εὐχαριστῶ λοιπόν τά μέλη τῆς ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ, τούς διοργανωτές αὐτῆς τῆς θεάρεστης συνάξεως, καθώς καί τόν σεβαστό Γέροντά μας πού μοῦ δίνουν ἀνεπιφύλακτα τήν εὐκαιρία νά μοιραστῶ κάποιες πνευματικές σκέψεις στήν ἀγάπη σας. Συγχρόνως εὐχαριστῶ καί ὅλους ἐσᾶς πού μέ θεῖο πόθο καί προφανῆ προθυμία σπεύδετε νά ἀκούσετε λόγους γιά τήν ψυχική σας ὠφέλεια, τούς ὁποίους πιστεύω πώς ἐνστερνίζεστε καί τούς ἐφαρμόζετε.

Μέ τήν εὐκαιρία αὐτῶν τῶν εὐλογημένων συνεδριῶν, στήν ἀγάπη σας θά ἀναπτύξω ἕνα ἑλληνορθόδοξο λόγο, πού ἀφορᾶ τήν ἐθνική ἐπέτειο τῆς 25ης Μαρτίου. Νομίζω πώς στή σημερινή ἐποχή, ὅπου ὅλες οἱ εὐλογημένες παραδόσεις μας τεμαχίζονται καί πωλοῦνται στήν εὐρωπαϊκή καί παγκόσμια ἀγορά, σήμερα πού ἡ χριστιανική εὐλάβεια θεωρεῖται ἀναχρονισμός καί σκοταδισμός, σήμερα πού στό βωμό τοῦ χρήματος καί τῆς ἐπίγειας δόξης τά ἱερά καί πατριωτικά μας αἰσθήματα χαρακτηρίζονται σωβινισμός καί φασισμός, ἀξίζει νά ἀναμοχλεύσουμε καί νά παρουσιάσουμε ὅλα ἐκεῖνα πού ἔθρεψαν προηγούμενες γενιές, ὅλα ἐκεῖνα πού ἄναψαν, φώτισαν καί δημιούργησαν τό ’21, τό ’12 καί τό ’40.

Γεώργιος Γρατσέας: Συστηματικὴ διάβρωση τῆς παιδείας μας

Μιά κοινή διαπίστωσις, μιά ἀδιάψευστη πραγματικότητα, εἶναι ἡ διάλυσις καί ἡ καταστροφή τῆς ἑλληνορθόδοξης παιδείας μας. Ἕνας πολύ σημαντικός θεολόγος, ἀληθινός φίλος καί φανατικός δημοκράτης, πρώην ἐπιθεωρητής στή μέση παιδεία καί κατόπιν καθηγητής Πανεπιστημίου, κεκοιμημένος πλέον, ὁ Γεώργιος Γρατσέας, στά φοιτητικά μας χρόνια, στόν καιρό τῆς μεταπολίτευσης, μᾶς ἔλεγε τί διέβλεπε καί τί προέβλεπε στό χῶρο πού ἐργαζόταν. Καί μᾶς τόνιζε μέ πόνο, θλῖψι καί ἀγανάκτησι: «Ἀπό τό 1967 μέχρι σήμερα γίνεται μιά συστηματική διάβρωσις τῆς παιδείας μας». Συστηματική διάβρωσις τῆς παιδείας μας! Σήμερα βλέπουμε τήν προφανῆ ἐπαλήθευσι τῶν λόγων του. Ἡ διάβρωσις καί διάλυσις τῆς παιδείας μας δημιούργησε ὅλον αὐτό τό συρφετό καί κυκεῶνα πού ζοῦμε τά τελευταῖα πενήντα χρόνια σέ ὅλα τά κοινωνικά, ἐθνικά καί ἐκκλησιαστικά ἐπίπεδα τῆς χώρας μας.

Ὅμως, γιά νά μή φανῶ πολύ μελοδραματικός, σέ διάφορες ὁμιλίες καί συζητήσεις τῶν τελευταίων ἐτῶν, ἄκουσα ἀπό σημαντικά πρόσωπα, καί μάλιστα ἀπό ἱερωμένους καί ἀρχιερεῖς, νά ἀμφισβητοῦν τόν αἱματοβαμμένο ἀγῶνα τοῦ 1821. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, ἐπηρεασμένοι ἀπό τό σύγχρονο ἀθεϊστικό καί εὐρωπαϊκό κλῖμα, ἰσχυρίζονται πώς ἡ ἐπανάστασις τοῦ ’21 ἔγινε γιά τά συμφέροντα τῆς Ἀγγλίας, ἤ τῆς Γαλλίας, ἤ τῆς Ρωσσίας, γιά νά γίνη ἡ Πελοπόννησος καί τά Ἑπτάνησα προτεκτοράτο τῶν εὐρωπαϊκῶν χωρῶν. Ἀλλά χωρίς νά ἀμφιβάλλουμε πώς τήν ἐπανάστασι τήν ἐκμεταλλεύτηκαν οἱ Εὐρωπαῖοι, διερωτώμεθα: Γιατί ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες δέν ψάχνουμε, ποιά ἦταν ἐκείνη ἡ φωτιά πού ἐπηρέασε τούς προγόνους μας, ἥρωες καί ἀγωνιστές, πῶς ἕνας φτωχός καί ὀλιγάριθμος λαός ξεσηκώθηκε καί πολέμησε μέ σκοπό ἤ νά ἐλευθερωθῆ, ἤ νά πεθάνη; Γιατί λοιπόν ψάχνουμε τίς ρίζες μας μέσα ἀπό τήν Εὐρώπη; Γιατί ἀμφισβητοῦμε τούς μακαριστούς ἐκείνους πιστούς συμπατριῶτες μας, πού θυσιάστηκαν, γιά νά ζοῦμε ἐμεῖς σήμερα ἐλεύθεροι; Γιατί δέν ἐρευνοῦμε μέσα ἀπό τά Ἀπομνημονεύματα τῶν ἀγωνιστῶν καί ἐθνομαρτύρων τοῦ ’21, τίς προϋποθέσεις, τά αἴτια καί τίς ἀφορμές τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως; Γιατί δέν μελετοῦμε τούς μεταγενέστερους, ἐμβριθεῖς, μεγάλους ἐπιστήμονες καί εἰλικρινεῖς ἐρευνητές, ὅπως τόν Παπαρρηγόπουλο, τόν Διονύσιο Κόκκινο, τόν Σπῦρο Μελᾶ, τόν Βακαλόπουλο καί τόν Γριτσόπουλο, γιά νά βροῦμε τήν ἀλήθεια ἐκείνων τῶν γεγονότων; Μήπως λοιπόν ὅλα αὐτά εἶναι συνέπειες τῆς διαβρώσεως τῆς παιδείας μας, ὅπως χαρακτηριστικά διετύπωσε ὁ καθηγητής Γρατσέας; Μήπως ἤδη ἔγινε ἡ ἀλλοτρίωσίς μας ἀπό τίς ξένες, ἄθεες καί ἀνθελληνικές δυνάμεις; Αὐτός λοιπόν εἶναι ὁ σκοπός τῆς παρούσας ὁμιλίας, ἡ ἀποκατάστασις τῆς ἀληθείας καί τό ὑγιές μνημόσυνο τῶν προγόνων μας ἐκείνων.

Ἡ ἀναδιοργάνωση τῆς ἑλληνορθόδοξης παιδείας ἄναψε τὴ φλόγα τῆς ἐλευθερίας

Ἀπό τό 1770 μέχρι τίς ἀρχές τῆς Ἐπαναστάσεως στήν Ἑλλάδα ἀναβίωσε ἕνα μεγάλο ἐκπαιδευτικό ρεῦμα, μιά ἀναζήτησις καί μιά ἀναγέννησις τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τοῦ ἔθνους καί τῆς πίστεώς μας, εἴτε ἀπό ἐντόπιους λογίους, κληρικούς καί λαϊκούς, εἴτε ἀπό σπουδασμένους στό ἐξωτερικό, ἀλλά μέ κορυφαῖο τόν ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό, πού ἐτόνισε στούς σκλαβωμένους ραγιάδες πώς τό ποθούμενο θά τό δοῦν τά ἐγγόνια τους. Καί ὄντως, 50 χρόνια μετά τό μαρτύριο τοῦ ἱερομάρτυρος αὐτοῦ, οἱ Ἕλληνες ξεκίνησαν τήν ποθουμένη ἀπελευθέρωσι. Συνεπῶς ἡ ἀναβίωσις τῆς ἑλληνορθόδοξης παιδείας, ἡ ἀναζωογόνησις τῆς ἀποσταμένης ἐλπίδας, ἄναψαν τή φλόγα τῆς ἐλευθερίας. Σημαντική εἶναι καί ἡ ἐκπαιδευτική ἐγκύκλιος τοῦ 1807, μέ τήν πρόνοια καί τήν προτροπή τοῦ ἱερομάρτυρος Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε΄, πού ἔπαιξε σημαντικό ρόλο στήν ἀνακαίνισι τῆς παιδείας.

Κι ἐδῶ διερωτᾶται κανείς, γιατί αὐτό τό μένος καί τό μῖσος τῶν συγχρόνων ἀθέων ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ὁ κλῆρος δέν βοήθησε τήν παιδεία καί συνεπῶς καί τήν ἐπανάστασι, ἐφ’ ὅσον γιά νά γίνη κανείς δάσκαλος, ἤ κληρικός, ἤ ψάλτης, ἔπρεπε πρῶτα ἀπ’ ὅλα νά ξέρη νά διαβάζη, καί μάλιστα ἀρχαῖα ἑλληνικά, γιά νά ἀνταποκριθῆ στίς τότε λατρευτικές ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας; Γιατί αὐτή ἡ παραχάραξις τῆς ἱστορίας, ὅτι δέν ὑπῆρξαν ποτέ κρυφά σχολεῖα, καί ὅτι τό κρυφό σχολειό ἦταν ἐφεύρεσις τοῦ ποιητοῦ Ἰωάννη Πολέμη; Δέν πείσθηκαν ἀπό τό λαϊκό ἄσμα «Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου νά περπατῶ», ὅπου τά ἑλληνόπουλα πήγαιναν κρυφά, μέ τό φεγγαρόφως μέσα στή νύχτα, γιά νά μάθουν τά ἑλληνικά γράμματα; Τί περίμεναν ὅλοι αὐτοί οἱ ἀμφισβητοῦντες ἱστορικοί, νά ὑπάρχει ἐπιγραφή στήν Τουρκοκρατία «Ἐδῶ κρυφό σχολειό»; Πῶς θά ἦταν κρυφό σχολειό, μέ φανερή ἐπιγραφή κρυφοῦ σχολειοῦ; Θά ἦταν πλέον φανερό σχολειό.

Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός

Ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅμως ὅτι συστηματικά ἡ παιδεία ἄρχισε νά ἀναβιώνη μετά τό 1770, μέ τήν ἀνοχή τῶν Ὀθωμανῶν, καί αὐτά στίς μεγάλες πόλεις, Κωνσταντινούπολι, Ἀθήνα, Θεσσαλονίκη, Ἄρτα, Ἰωάννινα κλπ. Ἀλλά τί παιδεία θά εἰσέπρατταν τά παιδιά τῆς ἐπαρχίας, πού οἱ κωμοπόλεις καί τά χωριά δέν εἶχαν καθόλου σχολεῖα καί στοιχειώδη μάθησι, προτοῦ ἀφυπνίση καί προτρέψη τούς Ἕλληνες ἐπισήμους στήν ἵδρυσι σχολείων ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός; Πῶς θά μάθαιναν τά σκλαβωμένα χωριατόπουλα τά ἑλληνικά γράμματα; Καί γιά νά μή παρατείνουμε ἄλλο αὐτή τήν διαπίστωσι τῆς παραχαράξεως, ὁ γνωστός ἱστορικός Γιάννης Κορδᾶτος, μολονότι ἀναφέρει τό λαϊκό ἄσμα «Φεγγαράκι μου λαμπρό», παραλείπει θεληματικά τήν τελευταία φράση: «τοῦ Θεοῦ τά πράγματα» , γιατί τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ προξενεῖ ἀλλεργία σέ κάποιους.

Πρώτη λοιπόν προϋπόθεσις καί αἴτιο τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ἦταν ἡ ραγδαία ἄνοδος τῆς ἐκπαιδεύσεως τῶν Ἑλλήνων, τόσο στήν Ἑλλάδα ὅσο καί στό ἐξωτερικό. Δεύτερο αἴτιο στάθηκε ἡ καταπίεσις τῶν ὑποδούλων στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Φτώχεια, πεῖνα, ἐξευτελισμός, οἰκονομική ἐξαθλίωσις, ὀπισθοδρόμησις τοῦ πολιτισμοῦ, ἀπαγορεύσεις, κακοποιήσεις, φορολογίες, ἀγγαρεῖες, καταδιώξεις, φυλακίσεις, ἐξανδραποδισμοί, ἐξομώσεις, βασανιστήρια καί θάνατοι ἐξήγειραν τό φιλελεύθερο ἑλληνικό φρόνημα ἐναντίον τῶν κατακτητῶν. Ὡς ἀντίβαρο ὅλων αὐτῶν στάθηκαν οἱ κλεφταρματωλοί, “ἡ μαγιά τῆς λευτεριᾶς” σύμφωνα μέ τόν Μακρυγιάννη, πού ἔγιναν ἀρχηγοί τῆς ἐπαναστάσεως στή διάρκεια τῶν ἐξεγέρσεων.

Τά χρόνια ἐκεῖνα προηγήθηκε ἡ Γαλλική Ἐπανάστασις, καί εἶχε δημιουργηθῆ στούς ὑπόδουλους λαούς, ἰδίως στούς φιλογάλλους, ἡ σκέψις πώς ὁ Ναπολέων θά ἡγηθῆ καί στή δική τους ἐπανάστασι. Τό πνεῦμα καί ἡ θυσία τοῦ Ρήγα Φεραίου ἐνέπνεε ὅλους τούς Ἕλληνες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ντυμένο φυσικά μέ ἑλληνορθόδοξο χαρακτῆρα. Μά μετά τήν πτῶσι καί τόν θάνατο τοῦ Γάλλου στρατηγοῦ καί αὐτοκράτορος Ναπολέοντος, οἱ ἐλπίδες τους στράφηκαν πρός τόν τσάρο, πρός τήν Ρωσία.

Συγχρόνως διάφοροι θρύλοι καί παραδόσεις δημιούργησαν στίς συνειδήσεις τῶν Ἑλλήνων τή Μεγάλη Ἰδέα, ἡ ὁποία κατά τούς ἱστορικούς ξεκινᾶ ἀπό τήν ἅλωσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἤ κατ’ ἄλλους ἀπό τή Φραγκοκρατία. Ὁ θρῦλος τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ, οἱ χρησμοί, οἱ διάφορες προφητεῖες, κυρίως τοῦ Ἀγαθαγγέλου, ἔτρεφαν τήν ἐλπίδα πώς ἡ Ρωσία θά βοηθήση τό ὑπόδουλο γένος. Παράλληλα μεγάλη ἐπίδρασι στήν ἐπανάστασι εἶχαν ἡ ἄνοδος τῆς ἀστικῆς τάξεως, ἡ πρόοδος τοῦ ἐμπορίου καί τῆς ναυτιλίας τῆς νεοελληνικῆς κοινωνίας, ἰδιαίτερα στά ρωσικά λιμάνια, καί ὅλα αὐτά ξυπνοῦσαν στούς εὐκατάστατους Ἕλληνες ἐμπόρους καί θαλασσοπόρους τό φρόνημα τῆς ἐξεγέρσεως.

Τό 1813 ἱδρύθηκε ἡ Φιλόμουσος Ἑταιρεία τῶν Ἀθηνῶν, μέ τήν ἔμμεση ὑποστήριξι τῶν Ἄγγλων, μέ σκοπό νά ὑψώση τό πνευματικό ἐπίπεδο τῶν ὑποδούλων, νά ἱδρύση σχολεῖα, νά περισυλλέξη, φυλάξη καί μελετήση τά ἀρχαῖα μνημεῖα, τά ὁποῖα καταστρέφονταν ἀπό τούς ἀμαθεῖς κατοίκους καί κυρίως ἀπό τούς κατακτητές, ἤ λεηλατοῦντο ἀπό τούς Εὐρωπαίους. Μέ τούς ἴδιους σκοπούς καί ὑπό τήν προστασία τοῦ τσάρου ἱδρύθηκε τό 1814 στή Βιέννη ἡ Φιλόμουσος Ἑταιρεία, μέ πρωτοβουλία τοῦ Ἀνθίμου Γαζῆ, τοῦ Ἰωάννου Καποδίστρια καί τοῦ Ἰγνατίου μητροπολίτου Οὐγγροβλαχίας. Βαθύτερος σκοπός τῆς Φιλομούσου Ἑταιρείας ἦταν ἡ ἐθνοθρησκευτική ἀφύπνισις τῶν Ἑλλήνων, μέ τελική ἐπιδίωξι τήν ἐκ τῶν ἔσω διάβρωσι τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἀφοῦ ἀναλάβουν οἱ Ἕλληνες ἀναίμακτα, χωρίς πόλεμο, τά ἡνία τῆς ἡγεσίας στή χώρα τους. Ὅλα αὐτά κίνησαν ὑποψίες στόν Μέττερνιχ, καί ἔβαλε κατασκόπους σέ ὅλη τήν Εὐρώπη νά παρακολουθῆ τίς κινήσεις τῆς Φιλομούσου Ἑταιρείας. Ἀργότερα στήν Ἑταιρεία αὐτή μπῆκε καί ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, καί τό ἔργο τῆς Φιλομούσου σταμάτησε, ἀφ’ ὅτου ὁ Ὑψηλάντης ἀνέλαβε τήν ἀρχηγία τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας καί κατόπιν τῆς Ἐπαναστάσεως.

Παρουσιάζουμε ὁλόκληρη τήν εἰσήγηση τῆς μοναχῆς Φιλοθέης, ἡγουμένης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βρυούλων στήν Ἀθήνα, στή Δ’ Συνεδρία (1.11.2021) τοῦ διαδικτυακοῦ Συνεδρίου τῆς “Χριστιανικῆς” γιά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821.    Details

Κυρίες και Κύριοι,

 

Προέκρινα, να επικεντρώσω την εισήγησή  μου στις πολύ κρίσιμες και καίριες αλήθειες του ΣαράντουΚαργάκου για τον χαρακτήρα και την ταυτότητα του ’21.  Όπου, φωτίζοντας, με έξοχη ερμηνευτική πειστικότητα, την εθνο-αναγεννητική και όχι εθνο/γενετική  ιστορική αλήθεια του Μεγάλου μας Ξεσηκωμού, κάνει, με την ευθύνη του επιστήμονα ιστορικού, «φύλλο-φτερό» τον ύπουλο και ύποπτο επιστημονικοφανή λόγο του επελαύνοντος, τα τελευταία χρόνια, νεο-ιστορικού αναθεωρητισμού και εθνο-αποδομητισμού.Που βάλθηκε να ξεθεμελιώσει παν τι το εθνικό και ελληνικό.

α.Στο  πρώτο μέρος θέλω να τονίσω:

Πρώτον, ότι ο Σαράντος Καργάκος ανήκει στους αληθινά μεγάλους της πνευματικής μας ζωής, όπως δείχνει και το τεράστιο συγγραφικό του έργο.  Υπερβαίνουν τα εκατό τα βιβλία που έχει γράψει, τα περισσότερα πολύτομα.  Ιδίως τα ιστορικά, χάρη στα οποία και ανήκει στους κορυφαίους Νεοέλληνες ιστορικούς.  Καθώς, σημαντικά συγγράμματά του, όπως η τρίτομη Ιστορία των Αθηνών, η δίτομη Ιστορία της Σπάρτης, η δίτομη ιστορία του Μ. Αλεξάνδρου,  η δίτομη Μικρασιατική Εκστρατεία, η τετράτομη Ιστορία του Β΄ Παγκόσμιου  Πολέμου και η τρίτομη Επανάσταση του ’21, για να αρκεστούμε σ’ αυτά, δικαίως τον ανυψώνουν στην πρώτη  κατηγορία των  ιστορικών μας.

            Δεύτερον, στην πνευματική προσωπικότητά του συν-υπάρχουν οι ιδιότητες: του ιστορικού, που είναι η κυρίαρχη, του μαχητικού διανοούμενου, με τις εκατοντάδες αρθρογραφικές και άλλες παρεμβάσεις του στην πνευματική ζωή του Τόπου μας, αλλά και του φωτισμένου εκπαιδευτικού, με την ιδιαίτερη συμβολή του στην παιδεία μας, διδακτική και συγγραφική.  Ήταν ένας μοναδικά προικισμένος, πολυδιάστατος και χαλκέντερος πνευματικός άνθρωπος, με βαθείς δημοκρατικούς και πατριωτικούς καημούς.

Τρίτον, Η Ελληνική Ιστορία του ’21, γραμμένη με επίγνωση πως είναι το τελευταίο μεγάλο σύγγραμμά του, γιατί, όπως σημειώνει στον επίλογο του τρίτου τόμου: «ουκέτι πλέον χρόνος ζωής για εργασίες μακράς πνοής», είναι η, οιονεί, ιστορική και εθνική παρακαταθήκη του, αν υπολογίσουμε τις εκτενείς ερμηνευτικές σελίδες και διδακτικές αποτιμήσεις του.  Καθώς, έχοντας βαθιά συνείδηση του τι διακυβεύεται σε τούτη την πολύ κακή, για μας,  καμπή των καιρών, θέλει να έχει ο ελληνικός λαός στα χέρια του, κυρίως όμως οι νεότερες γενιές, την αληθινήΙστορία του ’21.  Κι όπως γράφει:« να αποσπάσουμε το ’21 απ’ τα εργαστήρια των διάφορων «Μέγγελε» της ιστοριογραφίας».  (Τόμ.Α΄, σελ. 13). Εννοώντας, προφανώς, το κακοποιητικό θόλωμα της Εθνεγερσίας μας απ’ τα επιστημονικοφανή χαλκεία του «νεο-ιστορικού αναθεωρητισμού».Που,υποσκάπτοντας την ταυτότητά της, υποσκάπτουν και την ταυτότητα του ελληνισμού.

Τέταρτον, με το κύκνειο, αυτό, συγγραφικό άσμα του, εξαντλώντας το πάθος του για την ιστορία, ιδίως του ’21, και εκπληρώνοντας το πνευματικό του χρέος, που τον «βάραινε» για την αποκατάσταση όλων των βαλλόμενων μεγάλων αληθειών του, μας χαρίζει την πληρέστερη και τη συναρπαστικότερη ιστορία της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας.  Την πληρέστερη, γιατί φωτίζει και ερμηνεύει όλες της τις διαστάσεις, πρωτίστως τα πολύ σύνθετα πολεμικά και πολιτικά της γεγονότα, ως τις έσχατες λεπτομέρειές τους και με υποδειγματική, απ’ τη μεριά του, τήρηση της δεοντολογίας της ιστορικής επιστήμης.  Οπότε και χωρίς να διαπράττει, κι αυτός, κανένα απ’ τα «ατοπήματα», για τα οποία εγκαλεί κυρίως την αποδομητική «παρα-ιστορία».  Την συναρπαστικότερη, επίσης, ιστορία, γιατί είναι γραμμένη σε μια λαγαρή,  αβίαστα καταληπτή και απολαυστική «γλώσσα», ας μου επιτραπεί να πω,  μια λόγιας λαϊκότητας γλώσσα.  Που ποτέ, ακόμα κι όταν γίνεται «καυστική», εκεί που χρειάζεται, δεν χάνει την αισθητική της ποιότητα και το συνακόλουθο ήθος της.  Κι αν θα έπρεπε, δίπλα στην επιστημονική πληρότητα και τη συναρπαστική γραφή να πρόσθετα κι ένα τρίτο γνώρισμα, αυτό θα ήταν η ιστορική σοφία, με την οποία προσεγγίζει τα  «πολωτικά δίπολα» και τα «αμφιλεγόμενα» του Μεγάλου μας Αγώνα, όπως αυτά συνδέονται με τις «μαύρες τρύπες» του, όπως τις λέει, που δεν ήταν και λίγες.

β.Μη μπορώντας να επεκταθώ, δεν χωράνε εδώ, σ’ αυτές τις καίριες προσεγγίσεις του, αρθρωμένες με λόγο αντιμανιχαϊστικό και διαλεκτικό, για τα «πολωτικά δίπολα» (στρατιωτικοί – πολιτικοί, ολιγαρχικοί – δημοκρατικοί, «καλοί» – «κακοί» κλπ), αλλά και για τα μεγάλα «αμφιλεγόμενα» του Αγώνα (ρόλος προκρίτων, ξένων δυνάμεων κλπ), που είναι, με κριτήριο την τεκμηριούμενη ιστορική εγκυρότητα, το «μαντέμι» του έργου του, θα περάσω στο δεύτερο και κύριο μέρος της θεώρησής μου, που είναι οι ακόμα πιο καίριες ,  εξαιτίας και των καλλιεργούμενων συγχύσεων, ερμηνευτικές θεωρήσεις του για το ’21 για την ταλαιπωρημένη δηλαδή και εξακολουθητικά ταλαιπωρούμενη, ιδίως απ’ τη Μεταπολίτευση και εντεύθεν, ταυτότητά του.  Με δεδομένο, πάντοτε, πως οι καθόλου αθώες περί αυτής αμφισβητήσεις τείνουν να υποκαταστήσουν το ενδιαφέρον και για τα ίδια τα ιστορικά του γεγονότα.  Με σύνηθες επίδικο όχι μόνο το τί επανάσταση ήταν (εθνική, αστική, κοινωνική…), αλλά, σε πολύ ακραίες περιπτώσεις, ακόμα κι αν ήταν επανάσταση.  Καθώς, η κατεδαφιστική μανία, όπως, επισημαίνει, δεν αφήνει τίποτε…όρθιο!

Σε τούτο το κύριο μέρος θα προτάξω τρεις υποστηρικτικές παρατηρήσεις.

Πρώτη, ο Σ.Κ. δικαιούται να ερμηνεύει την Ιστορία, προπαντός την Ιστορία του ’21: αφενός γιατί την ξέρει καλά, ως ακάματος μελετητής και ερευνητής και όχι σαν ερανιστικός επισκέπτης της, αφετέρου, γιατί έχει, όπως προ-ανέφερα, την παιδεία του καθολικού φιλολόγου και πνευματικού ανθρώπου, οπότε και όλο το στοχαστικό βάθος για το δύσκολο αυτό πνευματικό άθλημα.  Με την αδογμάτιστη σκέψη του επιστήμονα ιστορικού και του φωτισμένου διανοητή να είναι και η εγγύηση της εγκυρότητας του ερμηνευτικού του λόγου.

Δεύτερη, χάρη σ’ αυτή του την «αρματωσιά», του επιστήμονα ιστορικού, που σέβεται την ιστορική δεοντολογία, και του πνευματικού ανθρώπου, με την πολυπρισματική πνευματική «όραση» του φωτισμένου διανοητή, που δεν θα μπορούσε να ανήκει στους θορυβώδεις μεταπράτες επιστημονικοφανών παρα-ιστορικών προϊόντων εξ Εσπερίας, αποφαίνεται με αμάχητη πειστικότητα και για το τί είναι και για το τί δεν είναι το ’21, έχοντας αναγνώσει εις βάθος και την ιστορική και την παρα-ιστορική «ύλη».  Κι αποφαίνεται, με στέρεη τεκμηρίωση, ότι το ’21 είναι εθνική επανάσταση, επανάσταση έθνους που δημιουργεί κράτος, αντιπαρατιθέμενος στην εισαγόμενη «θεωρία» αγγλο/σαξωνικής ιστοριογραφικής κοπής, που, αγνοώντας τους ιστορικούς λαούς, θέλει τα κράτη να κατασκευάζουν έθνη.  Με τη βαθιά του γνώση της Επανάστασής μας, που τη θεωρεί «πλάτανο με βαθύ ρίζωμα», «πύρωμα ψυχής», κατά Παλαμά, « πύρινο άνθος» και «ακατάλυτο καημό της Ρωμιοσύνης» κατά Χρήστο Μαλεβίτση, οι αναφορές σε Παλαμά και Μαλεβίτση δικές του,αναγνωρίζει το έθνος ως την αυτονόητη γεννητορική της «μήτρα».  Είναι, μάλιστα, πολύ χαρακτηριστική η φράση του: «Το έθνος είναι η «ζύμη» για να σχηματιστεί το «καρβέλι» του κράτους».

Τρίτη, τέλος,  παρατήρηση,  με τις κεραίες του υψωμένες στους πολύ θολούς ορίζοντες του Ελληνισμού και με βαθιά συνείδηση πως οι άμυνές μας ξεκινούν απ’ την «ψυχή» μας, απ’ τον εσώτερο αξιακό πυρήνα της ελληνικής ψυχής, είναι καταιγιστικός εναντίον του ιστορικού αποδομητισμού.   Ρίχνοντας άπλετο φως στην «παρα-ιστορική ύλη» και στις συνακόλουθές της υποσκαπτικές του χαρακτήρα και της ταυτότητας του ’21 παρερμηνείες.  Μιλώντας ξεκάθαρα και προειδοποιώντας: «Γράφονται πολλά με ύπουλο τρόπο και με ύποπτες προθέσεις.  Το ’21 είναι η ιστορική βάση μας.  Υπονόμευση του ’21 συνιστά κίνδυνο για την εθνική μας ανεξαρτησία, για την εθνική μας αυτονομία και την εθνική μας ακεραιότητα…  Το ’21 έχει πολύ πληγωθεί.  Πρέπει να κλείσουμε τις δικές του για να κλείσουν και οι δικές μας πληγές.  Πληγώνοντας το παρελθόν, πληγώνουμε και το μέλλον»(Τόμ. Α΄, σελ. 35 και 14).

            Κι έρχομαι, μετά και τις τρεις παρατηρήσεις, στις πολύ σημαντικές κριτικές και ερμηνευτικές απόψεις του, όπως αυτές κατατίθενται κυρίως στις πολλές εισαγωγικές σελίδες, αρκούντως αναλυτικές, του πρώτου και του τρίτου τόμου, αν όχι και όλου σχεδόν του τρίτου τόμου.  Για να μη μιλήσω για μια μοναδική ερμηνευτική επένδυση όλης της Ιστορίας του, όπου και αποκαθιστά όλες τις μεγάλες αλήθειες, για το ’21, που τόσο έχουν κακοπάθει: Πρώτον, από υμνολογικές (μεταφυσικές) υπερβολές, δεύτερον, από μηχανιστικές (μαρξολογικές) ιδεολογικοποιήσεις και τρίτον, όπερ και το μείζον, από αποδομητικές παραμορφώσεις.

Στην πρώτη κατηγορία, των υμνολογικών υπερβολών, που δίνει προσχήματα για…αμφισβητήσεις, κατατάσσει την ακραία εξιδανικευτική εκδοχή των παλαιών ιστορικών της καλούμενης εθνικής γραμμής για το ’21.  Στους οποίους, όμως, με τις ποιοτικές διαβαθμίσεις του, πέραν της ασκούμενης κριτικής, με μέτωπο πάντοτε κατά του «ρατσιστικού» εθνο-φυλετισμού, αναγνωρίζει: αφενός τις καλές τους προθέσεις κι αφετέρου τη φρονηματιστική λειτουργία των «ψιμυθιωμένων» ιστορήσεών  τους, ιδίως σε δύσκολες περιόδους της μετεπαναστατικής ιστορικής μας ζωής ( Βαλκανικοί πόλεμοι, Αντίσταση, αντιαποικιακός Κυπριακός Αγώνας!).

Στη δεύτερη κατηγορία, των μηχανιστικών ιδεολογικοποιήσεων, κατατάσσει την κοινωνική ή κοινωνιολογική εκδοχή του ’21 των πρώτων μαρξιστών ιστορικών, όπως ο Σκληρός, ο Κορδάτος και ο Ζεύγος, βάζοντας σε άλλο, προφανώς, επίπεδο, τον ύστερο και ώριμο μαρξισμό, με την αντιστοίχως ώριμη ιστορική σκέψη, του Νίκου Σβορώνου.  Όπου, πρώτος ο Σκληρός θεωρεί πως «η Επανάσταση του ’21 ήταν κατά βάθος αστική»ο κοινωνικό μας ζήτημα, 1907), το ίδιο και με μονομερή «απολυτότητα» ο Κορδάτος (Η κοινωνική σημασία της Επαναστάσεως του 1821, 1924), ενώ ο Ζεύγος, αλλάζοντας την ως τότε κομμουνιστική γραμμή (Κορδάτου), τη θεωρεί «αγροτο/λαϊκή επανάσταση».  Για να βάλει, όπως είπαμε, απ’ την πλευρά αυτής της «σχολής», της κοινωνικής – μαρξιστικής, τα πράγματα στη θέση τους ο Σβορώνος, που βλέπει «όλο το έθνος…στον κοινό αγώνα για την ανεξαρτησία» (Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχ.23-24, 1956).  Ο Σ.Κ., με την προσήλωση του σοβαρού επιστήμονα στον κώδικα της ιστορικής δεοντολογίας, προφανώς και δεν μπορεί να δεχτεί την πρόσδεση του ’21 στην προκρούστεια κλίνη των κοινωνικο/ιδεολογικών ή και κομματικών σκοπιμοτήτων.  Χωρίς, χάρη στην πολυ-πρισματική ιστορική ματιά του, να χάνει, κάθε άλλο, την επαφή του και με την υπαρκτή κοινωνική διάσταση της εθνικής μας επανάστασης, την οποία και αναδεικνύει, στα όριά της  όμως πάντοτε, χωρίς υπερβολές ή αποσιωπήσεις.  Όπως, επί παραδείγματι, όταν φωτίζει τις περιπτώσεις των Αντώνη Οικονόμου (Ύδρα), Καρατζά (Πάτρα) και Μπαλή(Άνδρος).

Στην τρίτη κατηγορία, τέλος, αυτή  των επιστημονικοφανών αμφισβητητικών παραναγνώσεων, κατατάσσει την ιστορικο-αναθεωρητική και ιστορικο-αποδομητική εκδοχή του ’21, την πλέον ιδεολογικοποιημένη, αλλά υπό τον μανδύα της…απο-ιδεολογικοποίησης.  Εναντίον της οποίας, μετά λόγου γνώσεως, όπως ήδη έχω τονίσει, βάλλει «κατά ριπάς», με την απολύτως πειστική τεκμηρίωση του έγκυρου ιστορικού του λόγου, απογυμνώνοντας:

Πρώτον, την προκλητικά μειωτική, διαστροφικά αποψιλωτική και μανιωδώς αποδομητικήπαρα-ιστορική «επιχείρηση» ισοπεδωτικής…απομάγευσης ηρωικών μορφών και ηρωικών γεγονότων της Εθνεγερσίας μας.  Που καθόλου δεν συνδέεται με τη λογική προσπάθεια απαλλαγής της ιστορίας του ’21 απ’ τις ακραίες υμνολογικές και μεταφυσικές υπερβολές της , με γνώμονα τη στέρεη ιστορική αλήθεια και μέλημα την αποκατάστασή της στις πραγματικές της διαστάσεις.

Δεύτερον, το πλέον σημαντικό, την πλήττουσα την ίδια την ταυτότητα του ’21, συνακολούθως και του Ελληνισμού, οργανωμένη «απόπειρα» αναιρετικής υπόσκαψης και αλλοίωσης του εθνο-αναγεννητικού, όπως ήδη έχω τονίσει, χαρακτήρα του Μεγάλου μας Ξεσηκωμού.  Με τους πρωταγωνιστές αυτής της «απόπειρας» να διακινούν, έχοντας προνομιακές προσβάσεις στο δημόσιο χώρο, τις απόψεις τους: περί του εθνογενετικού χαρακτήρα της Επανάστασης του ’21 και περί μονοσήμαντης σχέσης της με τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση.  Με άρνηση δηλαδή του ενδογενούς ιστορικού της βάθους,  οπότε και με άρνηση της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού έθνους, όπως το θέλει η  … νεο-φαλμεραγερικήαυτή ανάγνωση της νεότερης ιστορίας του Ελληνισμού.  Κι εδώ, ο Σ.Κ., έχει ανελέητο ιστορικό και υψηλής εθνικής ευθύνης πνευματικό και πατριωτικό λόγο, γνωρίζοντας πολύ καλά και εις βάθος τι θα γίνει,  αν δεν «τσιμεντωθούν» αυτοπροστατευτικά (ιστορικά, πνευματικά και ιδεολογικά) οι «κερκόπορτες», που ανοίγει ονεο-ιστορικόςεθνο-αποδομητισμός.  Με το ιδεολογικό «τσιμέντωμά» τους να προϋποθέτει ελληνικό φρονηματισμό σε «γραμμή» Ρήγα, Σολωμού, Κάλβου και Μακρυγιάννη.  Που είναι η «γραμμή» του δημοκρατικού πατριωτισμού, στην οποία ήταν κι ο ίδιος αμετάθετα ταγμένος σε όλη του τη ζωή.

 

Ολοκληρώνοντας: Η τρίτομη  ιστορία του , ένας συγγραφικός  άθλος, μας χαρίζει τη γνώση του αληθινού ’21, απαλλάσοντάς το όχι μόνο απ’ τις ως τώρα «παραμορφώσεις» της αλλά και προστατεύοντάς το, με στέρεη «οχύρωση», από μελλοντικές.

Ιδίως από όσους προσπαθούν, με επιστημονικοφανείς ιστορικοαναθεωρητικές«παραναγνώσεις», να καταστήσουν συμβατό το φλογερό μήνυμα της Εθνικής μας Ανεξαρτησίας με την κίβδηλη κανονικότητα της μετα-νεωτερικής επικυριαρχίας, απ’ τη Χρεοκοπία του ’10 και εντεύθεν, στον Τόπο μας.

Ματαιοπονούν, όμως, γιατί, όπως μας διδάσκει με την ιστορική παρακαταθήκη του, αλλά και με όλο το πνευματικό του έργο ο  Σαράντος Καργάκος:  Το ’21, με τις βαθιές του ρίζες στα αξιακά άχραντα των αιώνων του Ελληνισμού, είναι αθάνατο και μας δείχνει το δρόμο του Χρέους!-

 

Σας ευχαριστώ

Στο πλαίσιο των εορτασμών της επετείου των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821, η Μητρόπολη Μονεμβασίας και Σπάρτης τίμησε μία σπουδαία εκκλησιαστική μορφή, που συνετέλεσε τα μέγιστα στον Αγώνα, τον Επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο τον Β΄.

Το πρωί της Κυριακής 25 Ιουλίου 2021 τελέσθηκε, στον Ενοριακό Ιερό ναό Γεννήσεως της Θεοτόκου Βρεσθένων, Αρχιερατικό Συλλείτουργο προεξάρχοντος του Μητροπολίτη κ. Ευσταθίου, συλλειτουργούντος του Επισκόπου Ζηνουπόλεως κ. Ιακώβου, βοηθού Επισκόπου της Αρχιεπισκοπής Καναδά.

Προ της απολύσεως, ο Σεβασμιώτατος κ. Ευστάθιος αναφέρθηκε στον τιμώμενο Επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο Β΄, ο οποίος δεν διακρίθηκε μόνο για την πολυποίκιλη προσφορά του στον Αγώνα και την Εκκλησία, αλλά και για το πνεύμα ομονοίας σε ιδιαίτερα κρίσιμες περιόδους της Επανάστασης του 1821.

Εν συνεχεία, στον αύλειο χώρο του Ναού, τελέσθηκε Αρχιερατικό Μνημόσυνο, για τον Επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο Β΄, και έγινε κατάθεση στεφάνου, από τον Σεβασμιώτατο κ. Ευστάθιο και τον Θεοφιλέστατο κ. Ιάκωβο, στην προτομή του του Θεοδωργ´του. Τον πανηγυρικό της ημέρας εξεφώνησε ο επίτιμος Πρωτοσυγκελλεύων της Μητροπόλεως, Πρωτ. Γεώργιος Μπλάθρας.

 

Ο Επισκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος Β΄

Ο Θεοδώρητος, κατά κόσμον Θωμάς, επιφανής ιεράρχης της Πελοποννήσου που συμμετείχε στην Επανάσταση, γεννήθηκε στη Νεμνίτσα (Μεθύδριο) Αρκαδίας το 1787, ορεινό χωριό τής Γορτυνίας κοντά στη Βυτίνα, και ήταν γιος τού προεστού Β. Κωστάκη.

Τα γράμματα τα έμαθε από δασκάλους κληρικούς και από μόνος του. Ιδιοφυής, έμαθε άριστα να γράφει, να ομιλεί και αργότερα να κηρύττει. Εκ των υστέρων απεδείχθη ότι ήταν και άριστος θεολόγος.

Σπούδασε στη φημισμένη Σχολή τής Δημητσάνας. Έγινε επίσκοπος το 1813 με έδρα τα Βρέσθενα Λακωνίας. Στις 20 Ιουλίου 1818 μυήθηκε από τον Παναγιώτη Αρβάλη στη Φιλική Εταιρεία.

Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, πληροφορήθηκε την κρισιμότητα της μάχης στο Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου 1821), εγκατέλειψε προσωρινά την ποιμαντορική του ράβδο, περιζώθηκε τη ρομφαία και κατέβηκε από τον Ταΰγετο σε βοήθεια των αγωνιζομένων Ελλήνων. Γράφει ο Αμβρόσιος Φραντζής: «Περί το λυκαυγές της πρωΐας της 13ης Μαΐου, οι Αγιοπετρίται και οι Τσάκωνες, περίπου 800, τους οποίους διηύθυνε ο Επίσκοπος Βρεσθένης, έσπευσαν εις βοήθειαν των αγωνιζομένων αδελφών των».

Πρωτοστάτησε στην ίδρυση στρατοπέδου στα Βέρβενα από ομάδα Βρεσθενιτών και άλλων αγωνιστών και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην άλωση τής Τριπολιτσάς. Κατά τους πρώτους μήνες της Ελληνικής Επανάστασης ανέπτυξε στρατιωτική δράση ως επικεφαλής ενόπλων και μετείχε ενεργά στις πολιτικές διεργασίες του Αγώνα. Τον Μάιο του 1821 συμμετείχε στη Συνέλευση των Καλτεζών, η οποία τον εξέλεξε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και διετέλεσε πρόεδρός της μέχρι τον Μάρτιο του 1823, οπότε καταργήθηκαν οι τοπικοί οργανισμοί από τη Β΄ Εθνοσυνέλευση. Πολέμησε στο Βαλτέτσι, στα Βέρβενα και στα Δολιανά. Στα Βέρβενα από τα τέλη Μαρτίου 1821 είχε στηθεί το πρώτο σταθερό Ελληνικό στρατόπεδο το οποίο ήταν και το κέντρο εφοδιασμού των επαναστατικών δυνάμεων. Εκεί ο Θεοδώρητος μαζί με τον προεστό του Μυστρά Π. Κρεββατά, τον επίσκοπο Έλους Άνθιμο και τον Μαλτζίνης Ιωακείμ είχαν ηγετικό ρόλο. Ο Αυστριακός διπλωμάτης και ιστορικός Άντον Πρόκες φον Όστεν αποδίδει μείζονα σημασία στη σύμπραξη του Βρεσθένης για την ευτυχή έκβαση της μάχης του Βαλτετσίου, όπως και των μαχών στα Βέρβενα και στα Δολιανά. Ο Κολοκοτρώνης τού παρήγγειλε: «Καπετάν Δεσπότη, φύλαξε τη θέση σου και μετ’ ολίγον έρχομαι με αρκετά στρατεύματα». Φορώντας φουστανέλα αντί για ράσα ο «καπετάν Δεσπότης» φύλαξε τις θέσεις του με 150 παλικάρια. Κατά την πολιορκία τού Παλαμηδίου οι Τούρκοι, προαισθανόμενοι την ήττα τους, ζήτησαν να μεσολαβήσει στον Κολοκοτρώνη για να παραδώσουν το κάστρο. Ο Νικηταράς, αναφερόμενος στο πρώτο σταθερό ελληνικό στρατόπεδο που στήθηκε στα Βέρβενα, γράφει για τον επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο και τους επισκόπους Έλους Άνθιμο και Μαλτζίνης Ιωακείμ: «δεσποτάδες στα Βέρβενα εδιοικούσανε». Ένα περιστατικό από την παρουσία του Θεοδώρητου στις μάχες αναφέρει ο Αμβρόσιος Φραντζής σχετικά με τη μάχη Βερβένων-Δολιανών της 18 Μαΐου 1821. Σε κάποια κρίσιμη φάση της μάχης οι Τούρκοι είχαν καταλάβει ένα σημαντικό ύψωμα όπου έστησαν την ημισέληνο και έβαλαν κατά των Ελλήνων. Τότε δύο Έλληνες παρουσιάστηκαν στους αρχηγούς του στρατοπέδου και υποσχέθηκαν να φονεύσουν τον Τούρκο σημαιοφόρο, ζητώντας για αντάλλαγμα φυσέκια και την ευχή του επισκόπου Βρεσθένης. Πράγματι, σκότωσαν τον σημαιοφόρο και τον βοηθό του, έριξαν την Τουρκική σημαία και έστησαν την Ελληνική. Οι προληπτικοί Τούρκοι οπισθοχώρησαν και έχασαν τη μάχη.

Με την ιδιότητά του ως μέλους της Πελοποννησιακής Γερουσίας συμμετείχε το καλοκαίρι του 1822 στην επιτροπή που ανέλαβε διαπραγματεύσεις για την παράδοση του Ναυπλίου, με αποτέλεσμα να αιχμαλωτισθεί από τους Οθωμανούς και να παραμείνει φυλακισμένος με φοβερές κακουχίες στο Παλαμήδι, όπου «αντί άρτου εσιτίσθη βαμβακόσπορον» έως την οριστική κατάληψη της πόλης από τις επαναστατικές δυνάμεις (Νοέμβριος 1822). Έλαβε μέρος ως πληρεξούσιος Μυστρά στη Β΄ Εθνοσυνέλευση (1823) και εξελέγη αντιπρόεδρός της. Στη συνέχεια εξελέγη παραστάτης Μυστρά στο Β΄ Βουλευτικό, τα μέλη του οποίου τον ανέδειξαν στη θέση του αντιπροέδρου. Ωστόσο, για ολιγόμηνο διάστημα (Ιούλιος-Νοέμβριος 1823) απουσίαζε από τις εργασίες του Σώματος και τα προεδρικά καθήκοντα ασκούσε «επιτροπικώς» ο Πανούτσος Νοταράς. Αναδείχθηκε εκ νέου στη θέση του αντιπροέδρου, ενώ διορίστηκε σε επιτροπές για τη διευθέτηση εκκλησιαστικών ζητημάτων, καθώς και μέλος επιτροπών που ανέλαβαν την επικοινωνία με το Εκτελεστικό Σώμα. Τον Μάρτιο του 1827 συμμετείχε στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ενώ προηγουμένως είχε λάβει μέρος στη Συνέλευση της Ερμιόνης. Φυλακίστηκε πάλι (αυτή τη φορά από τους Έλληνες) στο Παλαμήδι. Πικραμένος αποσύρθηκε στο αγαπημένο του Λεωνίδιο της Τσακωνιάς. Στις 10 Αυγούστου 1827 ο Βρεσθένης κατευθυνόμενος προς το Λεωνίδιο από τους Μύλους απηύθυνε επιστολή στον Γ. Κουντουριώτη, στην Ύδρα. Με ύστατη έκκλησή του τον παρακάλεσε να σταματήσει η διχόνοια «ήδη της πατρίδος κινδυνευούσης» Μετά τη λήξη των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης διετέλεσε μέλος της Βουλής έως και την αυτοδιάλυσή της στον Ιανουάριο του 1828.  Μετά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια επέστρεψε στα ιερατικά του καθήκοντα, στην επισκοπή Βρεσθένης, ενώ από το 1831 ανέλαβε και τοποτηρητής της επισκοπής Μαντινείας. Υποστήριξε την παιδεία και ίδρυσε στην επισκοπή του το «Βρεσθένειο» και το «Βαμβακώο» Ελληνικό σχολείο, που φρόντισε να στελεχώσει με καλούς δασκάλους.

Ως Επίσκοπος ο Βρεσθένης Θεοδώρητος διακρίθηκε για την παρρησία του και δια την έως διωγμού του τήρηση των Ιερών Κανόνων. Αντιτάχθηκε στην κρατικοποίηση των Μητροπόλεων και των Επισκοπών, που προώθησε η Αντιβασιλεία. Λόγω της θαρραλέας στάσης του έναντι της εξουσίας έπεσε στη δυσμένεια της. Για «τιμωρία» τον απομάκρυναν από την Επισκοπή Βρεσθένης, στην οποία υπηρετούσε ήδη, το 1842, είκοσι οκτώ χρόνια, και, χωρίς να το θέλει  και να το ζητήσει τον «προήγαγαν» στην επισκοπή Αχαΐας.  Πικραμένος παρουσιάστηκε στη Σύνοδο και εξήγησε τους Κανονικούς, Εκκλησιαστικούς και προσωπικούς λόγους που δεν θέλησε τον «προβιβασμό». Οι Συνοδικοί τον παρέπεμψαν στην Κυβέρνηση, που εξέδωσε το σχετικό Βασιλικό Διάταγμα. Ο Θεοδώρητος απηύθυνε τότε επιστολή στον Όθωνα και του εξήγησε τους λόγους που αρνήθηκε τη μετάθεσή του. Εν τω μεταξύ η Σύνοδος άλλαξε το όνομα της Επισκοπής Βρεσθένης σε Σελλασίας. Ο Όθωνας προώθησε την επιστολή του Θεοδώρητου στη Σύνοδο, για να επιληφθεί. Εκείνη επικαλέστηκε το Βασιλικό Καταστατικό Διάταγμα του 1833 για την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος και ενημέρωσε τον Βασιλέα ότι λόγω της αρνήσεώς του τον εξεδίωξε από την Επισκοπή του και τον κατέστησε «πρώην Σελλασίας». Η κυβέρνηση «ίνα μη αποθάνη πράγματι εκ της πείνης»  χορήγησε στον Θεοδώρητο σύνταξη 200 δρχ., αργότερα την έκαμε 300 δρχ. Λόγω της ανέχειας του έμενε σε οίκημα «καλύβης μικρόν διαφέρον, πενιχρά έπιπλα και τράπεζα λιτή».

Το 1837 εξελέγη μέλος τής Ιεράς Συνόδου και ήρθε στην Αθήνα. Τότε έγινε και μέλος τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά το ενδιαφέρον του για την παιδεία. Πέθανε πάμφτωχος στην Αθήνα στις 26 Απριλίου 1843 σε ηλικία 56 ετών. Ετάφη με έξοδα φίλων συναγωνιστών και συγγενών. Τον επικήδειο εκφώνησε ο αιδεσιμότατος πρεσβύτερος Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων. Στη νεκρώσιμη ακολουθία, στο Ναό της Αγίας Ειρήνης οδού Αιόλου, συμμετείχε μέγα πλήθος λαού, που συνόδευσε στη συνέχεια τη σορό του έως τη Μονή Πετράκη, όπου και ετάφη. Προς τιμή του εγράφησαν τρία επιτύμβια. Στην αρχή του ενός γράφεται: «Παντολέτωρ ο χρόνος, δαμασίμβροτος, αλλ’ αρετάων των Θεοδωρήτου το κλέος αθάνατον». (Εξολοθρευτής των πάντων ο χρόνος, δαμάζει όλους τους θνητούς, αλλά το κλέος των αρετών του Θεοδωρήτου είναι αθάνατο).

“Χριστιανική” 5.8.2021

Η εκδικητική μανία των Τούρκων κατακτητών μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821 εκδηλώθηκε και στην Κύπρο. Στις 9 Ιουλίου 1821 θανατώθηκαν οι Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός , ο Καπουκεχαγιάς Γεώργιος Μασούρας, οι τρεις Μητροπολίτες Χρύσανθος Πάφου, Μελέτιος Κιτίου και Λαυρέντιος Κυρηνείας, ο Αρχιδιάκονος του Αρχιεπισκόπου Μελέτιος και ο Δημήτριος Βοσκός.

Details

Δύο συνέδρια μέ πέντε ἐπιμέρους διαδικτυακές συνεδρίες τό καθένα, προετοιμάζει ἡ “Χριστιανική” γιά νά τιμήσει τά 200 χρόνια τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Δίνουμε στή δημοσιότητα το πλῆρες πρόγραμμα τοῦ πρώτου ἀπό αὐτά, πού ἔχει προγραμματισθεῖ γιά τό διάστημα από 24 Μαΐου έως 1η Ἰουνίου 2021 καί ἐπικεντρώνει στήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας καί στήν προετοιμασία τοῦ Γένους γιά τήν ἀπελευθέρωση. Τό δεύτερο πού θά ἐπικεντρώνει στήν πραγματοποίηση τῆς ‘Επανάστασης προγραμματίζεται γιά τό διάστημα Ὀκτωβρίου-Νοεμβρίου 2021.   Details