Ποιά ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας μας;

Ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ξεκάθαρη.

Τό χριστιανικό πνεῦμα θέτει τόν ἄνθρωπο πολύ ψηλά καί πάνω ἀπό ὁποιεσδήποτε  στενόκαρδες, ἐγωιστικές καί ζημιογόνες φυλετικές διακρίσεις καί κοινωνικές διαφορές.

Ἡ χριστιανική θέση ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἴσοι ἀδιακρίτως φυλῆς, ἐθνικότητας, χρώματος δέρματος, θρησκείας καί τάξεως.

Ἡ δουλεία, ὡς ἀρνητικό σύμπτωμα τῆς ἀνθρωπότητας, μετά τήν πτώση, ὑπῆρχε καί στήν ἐποχή τῆς Π. Διαθήκης. Ὁ Μωσαϊκός νόμος θεσπίζει, ὅμως, δίκαιο τοῦ δούλου (Ἔξοδος 21:1 κ. ἑξ., Δευτ. 15:15 κ. ἑξ.) καί περιφρουρεῖ αὐτόν προστατεύοντάς τον ἀπό τήν αὐθαιρεσία τοῦ κυρίου του. Ἔχει δικαιώματα μέσα στήν κοινωνία.

Τά παιδιά καί ἡ γυναίκα διασφαλίζουν τό πρόσωπό τους καί τά δικαιώματά τους μέσα στή Χριστιανική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία συμβάλλει στήν ἐξύψωση καί προστασία τους.

Ἔρχεται τό Εὐαγγέλιο καί μᾶς δίνει τόν «Καταστατικό Χάρτη»  τῆς ἰσότητας  τῶν ἀνθρώπων καί καταργεῖ τίς κάθε εἴδους ἐθνικές καί κοινωνικές διακρίσεις: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ, πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστ Ἰησοῦ»˙ καί, «οὐκ ἔνι Ἕλλην καί Ἰουδαῖος,…βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός» (Γαλ. 3:28 καί Κολοσ. 3:11). Δέν ὑπάρχουν δηλαδή διαφορές καί διακρίσεις ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους: «Οὐκ ἔστι διαστολή Ἰουδαίου τε καί Ἕλληνος˙ ὁ γάρ αὐτός Κύριος πάντων» (Ρωμ. 10:12), θά διακηρύξει ὁ Ἀπ. Παῦλος.

Προμετωπίδα αὐτοῦ τοῦ «Χάρτη» μπορεῖ νά τεθεῖ τό «ἐντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάν. 13:44) καί μάλιστα καί «τούς ἐχθρούς ὑμῶν…» (Ματθ. 5:44).

Αὐτό τό νόημα ἔχει καί ἡ παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη (Λουκ. 10:30-37).

Ἡ Χριστιανική διδασκαλία εἶναι πρωτοπόρος στό θέμα τῆς κατανόησης τῆς ἀπόλυτης ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, πάνω στήν ὁποία πρέπει νά στηρίζονται τά ἀνθρώπινα δικαιώματα.

Ὁ Ρατσισμός 5, πού ἀποτελεῖ στίγμα τῆς ἐποχής μας, εἶναι παράλογος, ἀνήθικος καί ἀπάνθρωπος, ἀφοῦ στηρίζεται στόν ἐγωισμό, τή βία, τή διάκριση καί τόν παραγκωνισμό τοῦ ἀνθρώπου.

Ὅλοι εἴμαστε ἀδέλφια, πρόσωπα, «εἰκόνα θεοῦ», μέ κοινό πατέρα τόν Δημιουργό ὅλων τῶν Ἐθνῶν (Πράξ. 17:26), ὅπως   εἶπε καί ὁ Ἀπ. Παῦλος στήν σημαντική Ὁμιλία του πάνω στόν Ἄρειο Πάγο (Ἀθήνα).

Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά σταματήσει νά εἶναι γιά τόν συνάνθρωπο λύκος, ὅπως ἔλεγαν καί οἱ Λατίνοι 6. Ἀλλά νά ὑπάρχει ἀμοιβαία ἀγάπη καί ἀλληλοσεβασμός μεταξύ τῶν ἀνθρώπων.

Οἱ αἰώνιες πνευματικές, ἠθικές και κοινωνικές ἀξίες (πίστη, ἀγάπη, ἀδελφοσύνη, ἰσότητα, εἰρήνη, ἐλευθερία, δικαιοσύνη…) πρέπει νά διέπουν τίς κοινωνικές σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι ἡ βία καί ὁ πόλεμος, πού μόνο κακά προξενοῦν.

Ἡ ζωή τοῦ καθενός ἀνθρώπου, μαύρου, λευκοῦ καί κίτρινου,  χριστιανοῦ ἤ μη, εἶναι δῶρο θεοῦ καί ὑπερτάτη ἀξία, καί δέν ἔχει δικαίωμα κανείς νά τῆς στερήσει ὅ,τι τῆς ἀνήκει ἤ τό χειρότερο νά τήν ἀφαιρέσει γιά λόγους οἰκονομικούς κ.ἄ. (Ὅλοι μας ἔχουμε γίνει θεατές τέτοιων τραγικῶν περιστατικῶν δολοφονίας καί σφαγῆς χριστιανῶν κ.ἄ. σέ μουσουλμανικές χῶρες ἤ καί στή χώρα μας ἀκόμη, γιά θρησκευτικούς καί οἰκονομικούς λόγους).

Ὁ Χρυσοῦς κανόνας τῆς Χριστιανικῆς Ἠθικῆς, ὅπως ὀρίζεται ἀπό τό Εὐαγγέλιο, δηλαδή «ὅλα ὅσα ἄν θέλετε νά σᾶς κάνουν οἱ ἄνθρωποι, νά κάνετε καί σεῖς ὁμοίως» (Ματθ. 7:12) ἥ τῆς Π. Διαθήκης «κάτι τό ὁποῖο ἐσύ μισεῖς νά μή το κάνεις στόν ἄλλο» (Τωβίτ 7:15), πρέπει νά μπεῖ σέ ἐφαρμογή πλέον ἀπό ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, ἄσχετα τοῦ τί πιστεύει θρησκευτικά ὁ καθένας μας.

Ἔτσι θά γίνει ἡ ἐσωτερική ἀλλαγή τοῦ ἀνθρώπου καί θά μπορέσει νά μεταμορφώσει τό «ἄηθες ἦθος» τῆς κοινωνίας μας. Διαφορετικά οἱ ψυχροί νόμοι, οἱ «διακηρύξεις» καί τά ἡμίμετρα δέν θά δώσουν τή λύση τους ποτέ, μά ποτέ.

Τό ριζοσπαστικό μήνυμα τοῦ Χριστιανισμοῦ γιά τήν κατάργηση τῶν κάθε λογῆς φυλετικῶν καί κοινωνικῶν διακρίσεων προηγήθηκε ὅλων τῶν γνωστῶν ἀνθρωπίνων «διακηρύξεων», καί ἀναφέρθηκε ἤδη ἀνωτέρω.

Καί δέν στάθηκε ἡ Ἐκκλησία μόνο στή θεωρητική διατύπωση, στήν πρόταση, ἀλλά προχώρησε καί στήν πράξη.

Παλαιά, μέ τόν ἀγῶνα τῶν προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων καί τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.

Σήμερα, μέ διακηρύξεις, συνελεύσεις, διαμαρτυρίες, ἐγκυκλίους καί μέ διαλόγους ὑπέρ τῆς εἰρήνης καί τοῦ σεβασμοῦ τῶν ἀνθρωπίνων πολιτικῶν, γλωσσικῶν,  θρησκευτικῶν καί λοιπῶν δικαιωμάτων.

Ἀλλά καί μέ ἔμπρακτο ἀγώνα˙ μέ τή «Θεολογία τῆς ἐπανάστασης» ἤ τῆς «ἀπελευθέρωσης». Δηλαδή, ἀξιόλογοι ἀγωνιστές Ἐπίσκοποι καί παπάδες (ἀντάρτες) ἀγωνίζονται ἥ ἀγωνίσθηκαν στό παρελθόν, στή Λατινική Ἀμερική, Βραζιλία, Χιλή, Κολομβία (π.χ.  Χέλντερ Καμάρα, Καμίλο Τόρες), Τουλούζη Γαλλίας (ὀνομαστός φυλακισμένος ἀπό τούς Ναζί στό Ἄουσβιτς Ἐπίσκοπος Σέελ Ἐρρίκος Ντερουά), Ἀφρική (Ντέσμου Τούτο).

«Χριστός καί Ἐπανάσταση πάνε ἀντάμα», εἶχε δηλώσει παλαιότερα ὁ ὑπουργός ἐξωτερικῶν τῆς Νικαράγουα πατήρ Μιγουέλ Ντ’ Ἐσκότο.

Στήν Ἀμερική, ἐμπνεόμενοι ἀπό τό καθαρῶς χριστιανικό πνεῦμα τῆς ἰσότητας καί ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀγωνίσθηκαν ἐναντίον τῆς δουλείας καί τῶν φυλετικῶν διακρίσεων: Ὁ 16ος πρόεδρος τῶν Η.Π.Α. (1809-1865), ὁ Ἀβραάμ Λίνκολν, πού κατάργησε τή δουλεία (γύρω στά 6.000.000 δούλων βρήκαν τήν ἐλευθερία τους) καί τελικά δολοφονήθηκε ἀπό φανατικό ὀπαδό τῆς δουλείας. Καί ὁ Μάρτιν Λούθερ Κίγκ γιά τά δικαιώματα τῶν Μαύρων, πού καί  αὐτός εἶχε τήν ἴδια τύχη (δολοφονήθηκε τό 1968).

Νομίζουμε ὅτι εἶναι ἀρκετά τά στοιχεῖα πού ἀναφέραμε, γιά νά μᾶς προβληματίσουν καί νά βγάλουμε τά συμπεράσματά μας.

«Ἦλθε τό φῶς στόν κόσμο καί οἱ ἄνθρωποι ἀγάπησαν μᾶλλον τό σκότος παρά τό Φῶς˙ διότι ἦταν πονηρά τά ἔργα τους…» (Ἰωάν. 3:19-21).

Γι’ αὐτό οἱ ρατσιστές εἶδαν τόν Χριστιανισμό σάν τόν ἀσυμβίβαστο ἀντίπαλό τους.

Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί πάντως, δέν θά παύσουμε νά ἀγωνιζόμαστε γιά τήν χριστιανική παγκοσμιότητα καί κατά τῆς παγκοσμιοποίησης, ἡ ὁποία «πολτοποιεῖ» τήν ἀνθρωπότητα.

Πιστεύομε ἀκράδαντα ὅτι ὅλα τά κοινωνικά προβλήματα θά βροῦν τή λύση τους, μόνο ἄν βάλουμε σέ ἐφαρμογή τήν μοναδική καί ἀξεπέραστη διδασκαλία τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Διαφορετικά  τό  παράλογο  καί τό ἀνήθικο θά βρίσκουν χῶρο ὕπαρξης μέ τή μορφή τοῦ ρατσισμοῦ ἤ τοῦ ὅποιου ὑποκατάστατου αὐτοῦ.

Πάντως, καί τά ἐφετινά Χριστούγεννα, καί πάντοτε, καί εἰς τόν αἰῶνα θ’ ἀκούγεται τό διαχρονικό μήνυμα τῶν μεγάλων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας:

«Αὐτός γάρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» 7, καί, «κατῆλθεν ἵν’ὑψωθῶμεν» 8. Καί ὁ ἐκκλησιαστικός ὑμνογράφος θά συνηγορήσει  λέγοντας: «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεόν τόν Ἀδάμ ἀπεργάσηται» 9.

Στήν ἀνθρωπότητα ὅλη ἐναπόκειται πλέον ν’ ἀνοίξει τόν «δέκτη» τῆς ψυχῆς της, γιά νά τ’ ἀκούσει καί νά τό συνειδητοποιήσει καλά, ἄν θέλει νά ὀρθοποδήσει καί νά εὐτυχήσει. Διαφορετικά θά ἀντιμετωπίζει τίς τραγικές συνέπειες τῶν ἁμαρτιῶν της. Ἐκεῖνος, ὅμως, πάντοτε θά περιμένει τή μετάνοια, τήν ἀλλαγή πορείας τῆς ζωῆς της, τόν ἄσωτο υἱό της!

 

  1. Σωκράτη Νίκα, Ἐκκλησία ὁ Λαός τοῦ Θεοῦ σέ πορεία, Ἀθήνα 1992, σελ. 122: «Στήν ἐποχή τοῦ Κλαυδίου (37-41 μ.Χ.) οἱ δοῦλοι εἶχαν φτάσει τά 60 ἑκατομ., ἐνῶ οἱ κάτοικοι ὅλης τῆς αὐτοκρατορίας ἦταν 120 ἑκατομμύρια»!
  2. Ρατσισμός-ρασισμός (ἀπό τό λατιν. ratio) εἶναι πολιτική ἰδεολογία πού πρεσεύβει τήν ἀνωτερότητα καί καθαρότητα συγκεκριμένης φυλῆς ἥ ἔθνους. Ἐκφράζεται κάτω ἀπό διάφορες ἰδεολογίες (παραλλαγές) πού στηρίζονται ὅμως στήν ρατσιστική θέση, πού εἴπαμε παραπάνω, ὅπως λ.χ. ὁ Σωβινισμός, ὁ Ἐθνοφυλετισμός, τό Ἀπαρτχάϊντ, ὁ Ναζισμός κ.ἄ.
  3. Homo homini lupus. [Πλαῦτος, (254/250;-184 π.Χ.), Asinaria (ἡ κωμωδία τῶν γαϊδάρων), ΙΙ, 4, 88].
  4. Μ. Ἀθανασίου, Ε.Π.Ε., τόμ. 1, 366.
  5. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος Α΄ εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, Ε.Π.Ε., τόμ. 1, σελ. 68.
  6. Δοξαστικό αἴνων Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.

του Παναγιώτη Μπούρδαλα

Για να ρίξουμε φως σε αυτή τη σχέση, νομίζω είναι αναγκαίο από πριν να βάλουμε κάποιες γενικές παραδοχές. Θεωρώ ότι εν πολλοίς είναι αποδεκτές.

α) Η Ορθόδοξη χριστιανική Εκκλησία δεν ταυτίζεται με τους κληρικούς της, οι οποίοι θεανθρωπολογικά θεωρούνται διάκονοι του όλου σώματος και όχι το σώμα, πολύ δε περισσότερο εξουσιαστές του.

β) Η χριστιανική ιδιότητα πλάθεται τόσο «εντός», όσο και εκτός του σώματος αυτού.

γ) Οι παράγοντες επίδρασης είναι ποικίλοι, οι ταχύτητες αλληλεπίδρασης διάφορες, ενώ οι ουσιώδεις μεταμορφωτικοί καταλύτες είναι τόσο οριζόντιοι με όλους τους ανθρώπους, όσο και κατακόρυφοι στη σχέση με τα θεϊκά χαρίσματα, μέσω της συνείδησης.

δ) Όσο υπάρχουν κρατικές δομές, αλλά και άλλα ιδιωτικά μικρότερα έως μεγάλα συμφέροντα, εκ των πραγμάτων είναι αδιαμφισβήτητες οι μεταξύ τους σχέσεις. Αυτό που είναι υπό συζήτηση κάθε φορά, είναι το περιεχόμενο αυτής της σχέσης.

ε) Η αντιμετώπιση των επιστημών, και επομένως των εφαρμογών της, έχει να κάνει και με τη θεανθρωπολογία της εκκλησίας, αλλά και με τα διάφορα φιλοσοφικά και ιδεολογικά ρεύματα παγκόσμια πλέον. Επομένως τα ίδια ισχύουν και για τα ζητήματα περί την πανδημία.

Details

-του Γιάννη Αλεξόπουλου-

 Έχω την εικόνα ενός “μεσαίωνα” που αναδύεται συγκαλυμμένα, πονηρά κρυμμένος πίσω από τη μάσκα ενός εξορθολογισμού που ανάθεμα αν έχει λογική…

   Βλέπεις από τη μιά, την απρόσκοπτη λειτουργία supermarket, μαζικών μέσων μεταφοράς, λαϊκών αγορών, δημοσίων υπηρεσιών κλπ.

   Από την άλλη η Εκκλησία του Χριστού τελεί υπό μια ιδιότυπη απαγόρευση. Details

ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΟΥ ΧΑΡΗ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΤΜ. ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ  ΤΟΥ ΠΑΝ/ΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ 

Στο θέμα των σχέσεων Πολιτείας – Εκκλησίας κατά την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας 1967-1974 αναφέρθηκε ο Δρ. Θεολογίας, Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου Θεολόγων Στερεάς Ελλάδος Χάρης Ανδρεόπουλος, σε διδασκαλία – διάλεξή του στους τελειοφοίτους φοιτητές του Τμήματος Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του υποχρεωτικού μαθήματος (Ζ΄ εξαμήνου) της Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Ελλάδος.

Ο κ. Ανδρεόπουλος έχει ασχοληθεί με την περίοδο της Επταετίας στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής και είναι συγγραφέας του βιβλίου “Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση” (εκδ. Επίκεντρο, με Πρόλογο του Καθηγητή Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Αθηνών κ. Ιωαν. Μ. Κονιδάρη) το οποίο έχει από διετίας συγκαταλεχθεί  στην κατηγορία των επιστημονικών συγγραμμάτων (υπηρεσία διαχείρισης συγγραμμάτων “ΕΥΔΟΞΟΣ” ) ως εγχειρίδιο διδασκαλίας σε ΑΕΙ (στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών / Τμήμα Ιερατικών Σπουδών, ανάμεσα στα επιλεγόμενα συγγράμματα για το μάθημα του 6ου – εαρινού – εξαμήνου «Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος»).  Πραγματοποίησε (τη Δευτέρα, 04.11.2019) τη δίωρη διδασκαλία του στο Τμήμα Θεολογίας του ΕΚΠΑ μετά από πρόσκληση της διδάσκουσας το μάθημα, επίκουρης καθηγήτριας του Ιστορικού τομέα του Τμήματος κ. Δέσποινας Μιχάλαγα, παρουσιάζοντας τις ποικίλες διαστάσεις και προεκτάσεις που είχε η προβληματική αυτή σχέση στη διοίκηση και στη ζωή της ελλαδικής Εκκλησίας καθ΄ όλη τη διάρκεια της Επταετίας (1967-1974) και σε αμφότερες τις φάσεις της, ήτοι τόσο επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου Κοτσώνη (Μάιος 1967 – Δεκέμβριος 1973), όσο και επί αρχιεπισκοπείας Σεραφείμ Τίκα (Ιανουάριος 1974 – Ιούλιος 1974, κ.ε.).

Ο κ. Ανδρεόπουλος ανέλυσε ζητήματα της εν λόγω περιόδου που αφορούσαν την νομοκανονική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας και τον βαθύ τραυματισμό της (σήμερα κατοχυρωμένης) αυτοδιοικήσεώς της ο οποίος εκδηλώθηκε με σωρεία απροκαλύπτων παρεμβάσεων της δικτατορίας στα εσωτερικά της, παρεμβάσεων που αποσκοπούσαν στον έλεγχο της εκκλησιαστικής διοικήσεως προκειμένου να υπηρετηθούν ιδεολογικές σκοπιμότητες του καθεστώτος. Ως ιδιαίτερης σημασίας ζητήματα αναλύθηκαν στους φοιτητές τα θέματα αφ΄ ενός μεν της διαταραχθείσας κατά το διάστημα της πρώτης φάσης της δικτατορίας (1967 – 1973) νομοκανονικής σχέσεως της ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφ΄ ετέρου δε των δώδεκα (12) εκπτώτων – “ιερωνυμικών” λεγομένων – Μητροπολιτών που δημιουργήθηκε στη δεύτερη φάση της δικτατορίας (Ιούνιος – Ιούλιος 1974) και το οποίο – ως απότοκο της Επταετίας πρόβλημα – ταλαιπώρησε τη ζωή της Εκκλησίας μέχρι και τα πρόσφατα χρόνια (1990 – 1996). Επίσης, ο κ. Ανδρεόπουλος αναφέρθηκε και ανέλυσε τις πολιτικές με τις οποίες στα πρώτα κρίσιμα χρόνια της μεταπολιτεύσεως, επί πρωθυπουργίας Κων/νου Καραμανλή (1974 – 1980), αντιμετωπίσθηκε και εξομαλύνθηκε η κρίση στην Εκκλησία, αλλά και θεμελιώθηκε ο εκδημοκρατισμός της με σειρά συνταγματικών διατάξεων και νομοθετημάτων που ρύθμισαν θετικά τόσο την εσωτερική της λειτουργία, όσο και τις σχέσεις της με την Πολιτεία.

Τέλος, απάντησε σε ερωτήματα και τοποθετήθηκε σε προβληματισμούς που κατέθεσαν οι φοιτητές γύρω από το θέμα τόσο της περιόδου της Επταετίας, όσο και ευρύτερα των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας.

Εισήγηση στην στρογγυλή τράπεζα «Πλούσιοι και φτωχοί στην Καινή Διαθήκη, τον πρώιμο μοναχισμό και το Βυζάντιο» (Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, Τομέας Ιστορίας, Δόγματος και Διαχριστιανικών Σχέσεων), Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019.

 

Το 1935 ο Μπέρτολντ Μπρεχτ  μας χάρισε το ποίημα «Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει». Με το ποίημα αυτό, ως γνωστό, ο Μπρεχτ διατύπωσε υπό τύπον ερωτήσεων την εξής απλή διαμαρτυρία: Πίσω από πολλά έργα υψηλού πολιτισμού (πίσω από την επτάπυλη Θήβα, από το Σινικό τείχος, από τις αψίδες της Ρώμης, από τα παλάτια του Βυζαντίου) υπάρχει κάτι πραγματικό, αλλά αθέατο: Ο κόπος και ο πόνος των φτωχών, οι οποίοι έστησαν αυτά τα έργα, κι όμως, όχι απλώς μένουν ανώνυμοι, αλλά ούτε καν υπάρχουν στον οπτικό ορίζοντα του ανθρώπου που θαυμάζει αυτά τα επιτεύγματα.

Κι αν άραγε ο Μπρεχτ συναντούσε τον άγιο Ισίδωρο Πηλουσιώτη, στα τέλη του 4ου αιώνα;

Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος ήταν υπέρμαχος της δογματικής ορθοδοξίας. Έμενε όμως -επιτρέψτε μου- μεταξεταστέος στην ορθοπραξία. Έκτιζε λαμπρούς ναούς (προς δόξαν Κυρίου, όπως συχνά λέγεται), αλλά τους έχτιζε με αυταρχισμό και αδικία. Εδώ, λοιπόν, τον έλεγχε ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης.

 

Έχεις γίνει (του έλεγε) λιθομανής και χρυσολάτρης.

 

Κτίζεις στο Πηλούσιο εκκλησία, λαμπρή […], αλλά με ελεεινά μέσα: με χρηματισμούς από χειροτονίες, με αδικίες […] και με υπεξαίρεση των χρημάτων που προορίζονται για τους φτωχούς […]. Δεν χρειάζεται ο Θεός θυσίες που προέρχονται από αδικία. Αντιθέτως, τις σιχαίνεται σαν να πρόκειται για θυσία σκύλου. Σταμάτα, λοιπόν, και να κτίζεις και να αδικείς, ώστε να μη βρεθεί στην κατάκριση του Θεού αυτό το [λαμπρό] οικοδόμημα. Αιώνια θα στέκει μετέωρο και θα σου καταμαρτυρεί με ποια κακά κτίστηκε, θα σου γυρεύει πίσω τα μεροκάματα που στέρησες και θα συνηγορεί υπέρ όσων έβλαψες.

Details