τοῦ Δημήτρη Μπαλτᾶ

Τὸ 2025 συμπληρώνονται 80 χρόνια ἀπό τον ἑκούσιο κατά τίς μαρτυρίες, ἀλλά βίαιο σέ κάθε περίπτωση, θάνατο σέ στρατόπεδο συγκέντρωσης μιᾶς ἰδιαίτερης προσωπικότητας, τῆς ποιήτριας, θρησκευτικῆς φιλοσόφου, ζωγράφου, καί ἀπό τό 1932 μοναχῆς Μαρίας [Ἐλιζαβέτα Γιούργιεβνα, τό γένος Πιλένκο, ἀπό τόν πρῶτο γάμο της Κουζμινά-Καραβάεβα/ἀπό τόν δεύτερο γάμο της Σκομπτσόβα

Φαίνεται ὅτι ἡ ποίηση ἦταν γιά τήν Μαρία Σκομπτσόβα μία σταθερή καταφυγή, ὅπως ἡ Ἐκκλησία. […]

Εἶναι εὐρύτερα παραδεκτό ὅτι συνολικά ἡ ζωή της διακρινόταν ἀπό ὁρισμένη γενναιότητα και ἐν τέλει ἀντισυμβατικότητα: Ἐκινεῖτο μεταξύ τῶν λογοτεχνικῶν κύκλων, παντρεύτηκε καί χώρισε δύο φορές, ἀπέκτησε καί ἔχασε για διαφόρους λόγους τρία παιδιά, διετέλεσε δήμαρχος τήν ἐποχή μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 [Βλ. σχετικά Юрий Данилов (=Е. Ю. Скобцова), «Как я была городским головой» [«Ὅταν ἤμουν δήμαρχος»], Воля России № 4, σσ. 63-80 και № 5, 1925, σσ. 68-88], ἀσχολήθηκε μέ τό δοκίμιο καί ἰδιαίτερα τό φιλοσοφικό, καί, τέλος, ἔλαβε το μοναχικό σχῆμα.

Προσφορά στόν Ἄνθρωπο

Πέρα ἀπό τά ἀναφερθέντα, στό Παρίσι, ἐπέδειξε μιά μοναδική προσφορά στόν Ἄνθρωπο, τόν ἀλλοεθνῆ, τόν ἄνεργο, τόν πεινασμένο, τόν ψυχιατρικά βασανισμένο. Στό πλαίσιο αὐτό, γράφει ἡ ἴδια ὅτι «θά πρέπει νά ψάχνω ποῦ νά καταθέσω τά δῶρα πού ὁ Θεός μοῦ ἐμπιστεύτηκε γιά νά τά δώσω».

Αὐτή ἡ ἀντισυμβατικότητα προκαλοῦσε, ἴσως νά προκαλεῖ ἀκόμα, τήν ἀντίδραση τῶν συντηρητικῶν κύκλων τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ἔχει παρατηρηθεῖ σχετικά ὅτι «πολλοί ἦταν ἐκεῖνοι πού ἐνοχλήθηκαν ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ Μητέρα Μαρία ἀπέρριπτε τίς συμβάσεις τίς ὁποῖες ἐκεῖνοι ἁπλοϊκά ταύτιζαν μέ τήν παράδοση. Δέν ἦταν μοναχή; Πῶς μποροῦσε, λοιπόν, κανείς νά ἐξηγήσει τήν λειτουργική της ζωή; Τήν οἰκειότητά της μέ τόν ὑπόκοσμο; Τήν κατάσταση τοῦ ράσου της; Τό ὅτι κάπνιζε (καί μάλιστα δημοσίως); Τον αὐθαίρετο τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετώπιζε τίς νηστεῖες; Ὄχι μόνο ἀδιαφοροῦσε ἐντελῶς για τούς κανόνες, ἀλλά δέν κρατοῦσε οὔτε κἄν τά προσχήματα» (π. Σ. Χάκελ, Ἡ ἁγία Μαρία τῶν Παρισίων. Μαρία Σκομπτσόβα-Ἡ ζωή της, Ἐκδόσεις Ἀκρίτας, σ. 129).

Ἀλλά, σέ κάθε περίπτωση, ἡ ἀντισυμβατικότητα τῆς Μητέρας Μαρίας πού ἐκδηλωνότα ὡς ἀγάπη, ἀλληλεγγύη, προσφορά στούς ἀναγκεμένους ἀδελφούς, εἶχε μία εὐαγγελική ἀφετηρία.

Γράφει ἀκριβῶς ἡ ἴδια: «Στήν [Ἔσχατη] Κρίση δέν θά ἐρωτηθῶ ἄν ἐκπλήρωσα τίς ἀσκητικές μου προσπάθειες μέ ἐπιτυχία ἤ πόσες μετάνοιες και κομποσκίνια ἔκανα, ἀλλά θά ἐρωτηθῶ ἄν τάϊσα τούς πεινασμένους, ἄν ἔντυσα τούς γυμνούς, ἄν ἐπισκέφθηκα τούς ἀρρώστους καί τούς φυλακισμένους». Καί ἐν τούτοις, αὐτό δέν μποροῦσε νά γίνει ἀπολύτως κατανοητό στόν τυπικό χριστιανισμό.

Στό ἴδιο πλαίσιο αὐτῆς τῆς γενναιότητας, κινήθηκε τό τέλος της, ὁ ἑκούσιος ἀλλά σέ κάθε περίπτωση βίαιος θάνατός της. Ὅπως φαίνεται ἀπό τίς σχετικές μαρτυρίες, δέν ἐπελέγη ἀπό τούς ναζιστές ὥστε νά ἐκτελεστεῖ, ἀλλά ἐπέλεξε ἡ ἴδια νά ἀντικαταστήσει τήν ἐπιλεγεῖσα πρός ἐκτέλεση συγκρατούμενή της.

  • Ο Δημήτρης Μπαλτάς παρουσίασε το βιβλίο του Σεργκέι Μπουλγκάκοφ «Φιλοσοφία της οικονομίας-ο κόσμος ως οικονομία»

  • Κοπή της Βασιλόπιττας από τον π. Χρίστο Χριστοδούλου

  • Δείτε το βίντεο

Το Σάββατο 1 Φεβρουαρίου στις 12 το μεσημέρι στα γραφεία της εφημερίδας “Χριστιανική” μίλησε ο φιλόλογος και συγγραφέας, Δημήτρης Μπαλτάς με θέμα  «Η οικονομία μεταξύ της ιστορίας και της μετα-ιστορίας» και παρουσίασε το βιβλίο του Ρώσου φιλόσοφου Σεργκέι Μπουλγκάκοφ με τίτλο «Φιλοσοφία της οικονομίας-ο κόσμος ως οικονομία», το οποίο ο ίδιος έχει μεταφράσει απευθείας από τα ρωσικά, σχολιάσει, επιμεληθεί και εκδώσει. Ο Σεργκέι Μπουλγκάκοφ (1871-1944) ήταν γιος ιερέα και διακρίθηκε ως ορθόδοξος φιλόσοφος, θεολόγος, οικονομολόγος, δημοσιολόγος και πολιτικός. Στο βιβλίο γίνεται μια θεώρηση της λειτουργίας της οικονομίας από χριστιανική σκοπιά. Να σημειωθεί ότι όπως είπε ο Δημήτρης Μπαλτάς, ο Σεργκέι Μπουλγκάκοφ πριν τη ρωσική επανάσταση είχε μετάσχει στις εκλογές για τη ρωσική Δούμα ως επικεφαλής χριστιανοσοσιαλιστικού κόμματος.
Ακολούθησε συζήτηση.

Η εκδήλωση έκλεισε με την ακολουθία της κοπής της βασιλόπιτας της Χριστιανικής Δημοκρατίας και της “Χριστιανικής” , την οποία τέλεσε ο π. Χρίστος Χριστοδούλου.

  • Με ομιλία του Δημήτρη Μπαλτά για τον ορθόδοξο φιλόσοφο και θεολόγο Σεργκέι Μπουλγκάκοφ

Το Σάββατο 1 Φεβρουαρίου στις 12 το μεσημέρι θα τελεστεί η ακολουθία της κοπής της Βασιλόπιτας της «Χριστιανικής» και της ΧΔ στα γραφεία μας επί της οδού Ακαδημίας 78Δ, 5ος όροφος απέναντι στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής.
Στη συνέχεια, θα μιλήσει ο φιλόλογος και συγγραφέας, Δημήτρης Μπαλτάς με θέμα «Η οικονομία μεταξύ της ιστορίας και της μετα-ιστορίας» και θα παρουσιάσει το βιβλίο του Ρώσου φιλόσοφου Σεργκέι Μπουλγκάκοφ με τίτλο «Φιλοσοφία της οικονομίας-ο κόσμος ως οικονομία», το οποίο ο ίδιος έχει μεταφράσει απευθείας από τα ρωσικά, σχολιάσει, επιμεληθεί και εκδώσει.
Ο Σεργκέι Μπουλγκάκοφ (1871-1944) ήταν γιος ιερέα και διακρίθηκε ως ορθόδοξος φιλόσοφος, θεολόγος, οικονομολόγος, δημοσιολόγος και πολιτικός.

Λόγω ἐκτακτης υποχρέωσης του Αντιπροέδρου της ΧΔ Γιώργου Νεκτάριου Παναγιωτίδη, η παρουσίαση που είχε οριστεί για αυτή τη μέρα θα αναβληθεί σε άλλο χρόνο, σε συνεννόηση με τους εισηγητές.

Ἡ ὁμιλία τοῦ Δημήτρη Μπαλτᾶ στὴν ἐκδήλωση τῆς “Χριστιανικῆς” γιὰ τὰ 150 χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Νικολάου Μπρντιάγιεφ ποὺ ἔγινε στὶς 16 Δεκεμβρίου 2024 στὴ Βιβλιοθήκη τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς στὴν Ἀθήνα (Πλάκα).   

τοῦ Δημήτρη Μπαλτᾶ

Στήν παροῦσα ὁμιλία θά κάνω λόγο γιά τήν «Αὐτοβιογραφία» τοῦ Ρώσου φιλοσόφου Ν. Μπερντιάγιεφ (1874-1948). Γιά τίς συγκεκριμένες ἀναφορές σέ πρόσωπα καί ζητήματα τοῦ βιβλίου χρησιμοποίησα τό ρωσικό πρωτότυπο , το ὁποῖο μάλιστα φέρει τόν τίτλο «Αὐτογνωσία. Δοκίμιο φιλοσοφικῆς αὐτοβιογραφίας», καί ὄχι τήν γαλλική πού ἐπιγράφεται «Δοκίμιο πνευματικῆς αὐτοβιογραφίας» ἤ τήν ἀγγλική πού ἔχει τόν τίτλο «Ὄνειρο καί πραγματικότητα. Δοκίμιο αὐτοβιογραφίας» .
Μία βασική εἰσαγωγική παρατήρηση εἶναι ὅτι τό συγκεριμένο βιβλίο δέν μπορεῖ χαρακτηριστεῖ ὡς «αὐτοβιογραφία», «ἀπομνημονεύματα» ἤ ἔστω «ἡμερολόγιο» κατά τήν συνήθη ἔννοια τῶν ὅρων αὐτῶν. Σέ γενικές γραμμές ὁ συγγραφέας δίνει ὁρισμένη σημασία στήν χρονολογική σειρά παρουσίασης τῶν γεγονότων, ἀλλά ὄχι ἀποκλειστική, καθ’ ὅσον τόν ἐνδιαφέρει περισσότερο ἡ προσέγγιση καί ἡ διασάφιση ζητημάτων τῆς φιλοσοφικῆς σκέψης του.

Α΄.

Γενικά, σέ μία αὐτοβιογραφικοῦ χαρακτήρα παρουσίαση βιβλίου, ἐνδιαφέρει καί τονίζεται ἡ παρουσία τῶν ἄλλων προσώπων στήν ζωή καί τό ἔργο ἑνός συγγραφέα. Ἐδῶ λοιπόν ἡ καταγραφή τῶν προσώπων στήν συγκεκριμένη ἰδιάζοντος χαρακτήρα αὐτοβιογραφία μπορεῖ νά ταξινομηθεῖ ὡς ἑξῆς.
α΄. Ὁ Ρῶσος φιλόσοφος ἀναφέρεται σέ πρόσωπα τοῦ ἄμεσου συγγενικοῦ του περιβάλλοντος, γιά τά ὁποῖα ἀφιερώνει κυρίως τό 1ο κεφάλαιο, μέ ἰδιαίτερες ἀναφορές στήν καταγωγή του, τήν στρατιωτική ἀπό τήν πλευρά τοῦ πατέρα του καί τήν ἀριστοκρατική ἀπό τήν πλευρά τῆς μητέρας του. Θυμᾶται λοιπόν ὁ φιλόσοφός μας τούς παπποῦδες του, τούς γονεῖς του καί τόν ἀδελφό του ἀλλά ἐπίσης καί συγγενεῖς τῆς μητέρας του, στούς ὁποίους περνοῦσε ὁ ἴδιος διαστήματα διακοπῶν ἀκόμη καί ὡς φοιτητής. Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία θυμᾶται τήν νταντά του, ὀνόματι Ἄννα Ἰβάνοβνα Καραμένκοβα. Στό 6ο κεφάλαιο τῆς αὐτοβιογραφίας του θά μιλήσει γιά τήν γνωριμία του τό 1904 μέ τήν μετέπειτα συζυγό του Λύντια, ἐνῶ στίς «Προσθῆκες 1940-1946» τοῦ βιβλίου του θά ἀναφερθεῖ στην ἀπώλειά της τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1945. Μία ἰδιαίτερη ἀναφορά θά κάνει ὁ Μπερντιάγιεφ στήν ἀδελφή τῆς συζύγου του, τήν Εὐγενία, ἡ ὁποία ἔμενε μαζί τους ἀπό τό 1914 καί στήν ὁποία μάλιστα ἀφιέρωσε τό παρόν βιβλίο του: «Στήν Εὐγενία Ράπ, τήν καλύτερή μου φίλη».
β΄. Ἐξ ἄλλου, ὁ Μπερντιάγιεφ καταγράφει προσωπικότητες τῆς μετέπειτα ρωσικῆς Διανόησης, μέ τίς ὁποῖες εἶχε ἐπικοινωνία, μέ σχετικές συζητήσεις καί διαφωνίες, ἀπό τόν χῶρο τῆς φιλοσοφίας, τῆς λογοτεχνίας καί τῆς πολιτικῆς. Ἀκριβῶς στό 6ο κεφάλαιο παρουσιάζονται τά ὀνόματα τῶν συμμετοχόντων σέ αὐτό πού ἀποκαλεῖται καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Μπερντιάγιεφ ὡς «ρωσική πολιτιστική ἀναγέννηση» τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰ. Συγκεκριμένα, θά ἀναφέρει, μεταξύ ἄλλων, τόν Σ. Μπουλγκάκωφ, τόν Π. Στροῦβε, τόν Σ. Φράνκ. Ἐδῶ συζητοῦνται ἀρκετά καί τά ὀνόματα τῶν Μερεζκόφσκι, Ζ. Γκίππιους, Ρόζανωφ, Μπέλι, Σεστώβ, Ε. Τρουμπετσκόι, τόν Β. Ἰβάνωφ, πού διαδραμάτισαν ἰδιαίτερο, μεγαλύτερο ἤ μικρότερο, ρόλο στήν ζωή καί τήν σκέψη τοῦ Μπερντιάγιεφ.
Στό σημεῖο αὐτό, καί μέ βάση αὐτά πού παραθέτει ὁ αὐτοβιογραφούμενος φιλόσοφος, ἔχει ἐνδιαφέρον νά προσθέσω ὅτι στά χρόνια τῆς ἐξορίας ὁ ἴδιος ἤ οἱ ἄλλοι παλιοί του φίλοι, δέν διατηροῦν πλέον ἐπικοινωνία μεταξύ τους. Ἕνας ἀπό τούς λόγους αὐτῆς τῆς ἀπομάκρυνσης εἶναι τό γεγονός ὅτι οἱ περισσότερο τῶν Ρώσων ἐμιγκρέδων ἦταν προσκολλημένοι στήν μοναρχική παλαιά Ρωσία καί δέν κατανοοῦσαν τήν νέα πολιτική πραγματικότητα: «Δέν ὑπάρχει ἐπιστροφή σέ ὅ,τι ὑπῆρχε πρίν ἀπό τήν ἐπανάσταση τῶν Μπολσεβίκων», γράφει χαρακτηριστικά ὁ Μπερντιάγιεφ στό 9ο κεφάλαιο τῆς αὐτοβιογραφίας του, παρά τίς ἐπιφυλάξεις του γιά τήν νέα πολιτική πραγματικότητα. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ Μπερντιάγιεφ διατήρησε φιλική σχέση μόνον μέ τόν Λέβ Σεστώβ, καί σχεδόν καμία, ἤ ἁπλῶς τυπική, σχέση μέ τούς καθηγητές τοῦ Θεολογικοῦ Ἰνστιτούτου τοῦ Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι, μέ τούς ὁποίους εἶχε φιλικές σχέσεις καί μέ τούς ὁποίους εἶχε συνεργαστεῖ ἐκδοτικά στήν προεπεναστατική Ρωσία. Φυσικά, αὐτό δέν θά ἐμποδίσει τόν Μπερντιάγιεφ νά γράψει ἕνα μνημειῶδες ἄρθρο μέ τίτλο «Τό πνεῦμα τοῦ Μεγάλου Ἱεροεξεταστῆ» πρός ὑπεράσπιση τοῦ παλαιοῦ του φίλου Σεργίου Μπουλγκάκωφ, ὅταν ὁ τελευταῖος κινδύνευσε νά καταδικαστεῖ σάν αἱρετικός ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας. Ἀπό τίς πιό σημαντικές φιλικές σχέσεις πού ἀνέπτυξε κατά τήν περίοδο τοῦ Παρισιοῦ, ὁ Μπερντιάγιεφ θεωρεῖ αὐτήν μέ τήν μοναχή Μαρία Σκομπτσόβα.
Ἔπειτα, ἀπό τόν χῶρο τοῦ μαρξισμοῦ καί τῆς προεπαναστατικῆς μαρξιστικῆς Διανόησης, ὁ Μπερντιάγιεφ γνώριζε στά νιᾶτα του προσωπικά τόν Λουνατσάρσκι καί τήν Κολοντάι, μέ τούς ὁποίους συχνά διαφωνοῦσε, ὅπως ἀναφέρει καί ὁ ἴδιος. Προεπαναστατικά, συνάντησε μία φορά, σέ συνέδριο στήν Ἑλβετία, τόν Γεώργιο Πλεχάνωφ, ὁ ὁποῖος, ὅπως διατείνεται ὁ Μπερντιάγιεφ, δέν διέθετε ἰδιαίτερη φιλοσοφική παιδεία.
γ΄. Ἐκτενῶς ἀναφέρεται ὁ φιλόσοφός μας σέ προσωπικότητες τῆς εὐρωπαϊκῆς Διανόησης, μέ τίς ὁποῖες ἀνέπτυξε προσωπικές σχέσεις στά χρόνια τῆς ἐξορίας του, ἀρχικά στό Βερολίνο, ὅπου γνώρισε τόν φιλόσοφο Μάξ Σέλερ καί τόν καθηγητή Κεΐσερλινγκ, ὁ ὁποῖος μάλιστα μετέφρασε «Τό νόημα τῆς ἱστορίας» τοῦ Μπερντιάγιεφ στά γερμανικά , καί ἐν συνεχείᾳ καί κυρίως στό Παρίσι. Γιά τά πρόσωπα μέ τά ὁποῖα εἶχε κάποια ἰδιαίτερη σχέση σέ αὐτές τίς πόλεις, ὅπου ἔζησε, θά ἀνατρέξω στό 10ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου, τό ἐπιγραφόμενο «Ἡ Ρωσία καί ὁ κόσμος τῆς Δύσης». Στό Παρίσι, καί σέ συναντήσεις μεταξύ Ρωμαιοκαθολικῶν καί Προτεσταντῶν, στίς ὁποῖες συμμετέχει ὁ Μπερντιάγιεφ χωρίς νά ἐκπροσωπεῖ, ὅπως ὁ ἴδιος διαευκρινίζει, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γνώρισε καί διατήρησε φιλίες μέ τούς Ζάκ Μαριταίν , Ἐτιέν Ζιλσόν, Γκαμπιέλ Μαρσέλ, Ἐμμανουέλ Μουνιέ, Ἀντρέ Ζίντ, Ζάν Βάλ, Φρίτς Λίμπ, Ρομαίν Ρολάν καί πολλούς ἄλλους λιγότερο γνωστούς στό ἑλληνικό ἀναγνωστικό κοινό.
Να προσθέσω παρενθετικά ὅτι πολύτιμες πληροφορίες τῆς περιόδου αὐτῆς τοῦ Παρισιοῦ, σχετικά μέ τήν καθημερινή ζωή τῶν Μπερντιάγιεφ, τίς συζητήσεις στό πάντοτε ἀνοιχτό στούς ἐπισκέπτες σπίτι τους, ἀλλά καί τήν συγγραφική δημιουργικότητα τοῦ φιλοσόφου, παρέχει τό βιβλίο τῆς συζύγου του Λύντιας Μπερντιάγιεβα πού εἶχε ἐκδοθεῖ τό 2002 στά ρωσικά καί προσφάτως στα γαλλικά .
Θά ἦταν θέμα ἄλλης ὁμιλίας νά καταγράψω συστηματικά καί νά σχολιάσω τά ὀνόματα τῶν συγγραφέων, φιλοσόφων, θεολόγων καί λογοτεχνῶν, τούς ὁποίους διάβαζε ὁ Μπερντιάγιεφ σέ ὅλη του τήν ζωή. Ἐδῶ θά σημειώσω μόνον ὅτι αὐτές οἱ ἀναφορές στήν αὐτοβιογραφία του εἶναι ἐκτενέστατες, ἀπό τόν Πλάτωνα καί τόν Ἀριστοτέλη, καί τόν Αὐγουστίνο μέχρι τούς Γερμανούς Μυστικούς (Ἔκκχαρτ, Μπαῖμε, Ἄγγελο Σιλέσιο) καί ἀργότερα τούς ἐκπροσώπους τοῦ γερμανικοῦ ἰδεαλισμοῦ (μεταξύ ἄλλων τόν Κάντ, ἀπό τόν ὁποῖο κατάγεται, ὅπως γράφει, φιλοσοφικά), ἀλλά καί μεγάλους Ρώσους (τούς λεγόμενους Σλαβόφιλους καί Δυτικόφιλους, ὅπως καί κυρίως τόν Βλαδίμηρο Σολοβιώφ) καί Εὐρωπαίους (ἰδιαίτερα τόν Σοπενχάουερ, τόν Νίτσε καί τόν Μάρξ) φιλοσόφους τοῦ 19ου αἰ. Σέ αὐτήν τήν ἀναγνωστική διαδρομή, φθάνει ὁ Μπερντιάγιεφ μέχρι τήν εὐρωπαϊκή Διανόηση τοῦ 20οῦ αἰ. καί συγκεκριμένα τούς ἐκπροσώπους τῆς ὑπαρξιακῆς φιλοσοφίας. Παράλληλα, ὑπάρχουν ἀναφορές καί σέ πολλούς λογοτέχνες, ἐπίσης Ρώσους (ἰδιαίτερα στόν Τιοῦτσεφ, τόν Ντοστογιέφσκι καί τόν Τολστόι) ἀλλά καί Εὐρωπαίους (κυρίως στούς Ἕλληνες τραγικούς, τόν Σαίξπηρ, τόν Γκαῖτε, καί ἰδιαιτέρως στόν Ἴψεν), τούς ὁποίους διάβαζε ὁ φιλόσοφός μας. Αὐτή ἡ ἀναγνωστική καταγραφή δείχνει ἀσφαλῶς τήν εὐρύτητα ποῦ γνωστικοῦ ἐξοπλισμοῦ τοῦ φιλοσόφου μας.

Β΄.

Ἡ δεύτερη πτυχή τῆς παρούσης ὁμιλίας εἶναι τά ζητήματα πού θίγει ὁ Μπερντιάγιεφ μας στήν αὐτοβιογραφία του. Ἐδῶ θά πρέπει νά ἑστιάσει κανείς, νομίζω, ἰδιαίτερα στά ἑξῆς.
Κατ’ ἀρχάς, ὁ Μπερντιάγιεφ συζητεῖ σέ πολλά σημεῖα τοῦ βιβλίου του τήν εἰκόνα του καί τόν χαρακτηρισμό του ὡς φιλοσόφου. Στο 4ο κεφάλαιο ἰσχυρίζεται ὅτι δέν εἶναι φιλόσοφος ὑπό τήν ἀκαδημαϊκή ἔννοια τοῦ ὅρου. Σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἴδιου κεφαλαίου αὐτοπροσδιορίζεται ὡς φιλόσοφος «πού ἀσχολεῖται μέ τήν κατανόηση τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς καί πού παρεμβαίνει συνεχῶς στόν ἀγώνα τῆς ζωῆς γιά νά ἀλλάξει τήν ζωή σύμφωνα μέ αὐτό τό νόημα. Κατά τόν φιλοσοφικό μου τύπο, εἶμαι πρωτίστως φιλόσοφος τῆς ἠθικῆς, τῆς ἱστορίας καί τῆς θεοσοφίας. Τά περισσότερα βιβλία μου σχετίζονται μέ τήν φιλοσοφία τῆς ἱστορίας καί τῆς ἠθικῆς, μέ τήν μεταφυσική τῆς ἐλευθερίας». Ἐπίσης, ὑποστηρίζει ὅτι ἀνήκει στήν φιλοσοφία πού τόν 20ό αἰ. ἀποκαλεῖται «ὑπαρξιακή». Ἀλλά ἐδῶ προβαίνει σέ μία παρατήρηση πού μπορεῖ νά συζητηθεῖ: «Θεωρῶ ὑπαρξιστές φιλοσόφους ὄχι τόν Χάιντεγγερ καί τόν Γιάσπερς, ἀλλά τόν ἱερό Αὐγουστίνο, τόν Πασκάλ, τόν Κίρκεγκωρ καί τόν Νίτσε».
Ἕνα δεύτερο ζήτημα πού ἐνδιαφέρει καί τό ἑλληνικό ἀναγνωστικό κοινό, καί μάλιστα τό θρησκευόμενο, ἀφορᾶ τήν σχέση τοῦ Μπερντιάγιεφ μέ τόν χριστιανισμό καί τήν Ὀρθοδοξία. Στό 7ο κεφάλαιο, καί ἀφοῦ προσδιορίσει τόν ἑαυτό του ὡς «ἐκπρόσωπο τῆς ἐλεύθερης θρησκευτικῆς φιλοσοφίας», θά σημειώσει χαρακτηριστικά: «Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀπροσδιόριστη, πολύ λιγότερο προσδιορίσιμη ἀπό τόν Καθολικισμό καί τόν Προτεσταντισμό. Τό θεώρησα αὐτό πλεονέκτημα τῆς Ὀρθοδοξίας, τόν μικρότερο ἐξορθολογισμό της, καί εἶδα σέ αὐτό τήν μεγαλύτερη ἐλευθερία της. Κατά συνείδηση, δέν μπορῶ νά ἀναγνωρίσω τόν ἑαυτό μου ὡς Ὀρθόδοξο, ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν ἐγγύτερα σέ μένα ἀπό τόν Καθολικισμό καί τόν Προτεσταντισμό, καί δέν ἔχασα τήν ἐπαφή μου μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἄν καί ἡ ὁμολογιακή αὐτοεπιβεβαίωση καί ἡ ἀποκλειστικότητα ἦταν πάντοτε ξένη γιά μένα». Στό πλαίσιο τῆς προσέγγισής του μέ τόν χριστιανισμό ὁ Μπερντιάγιεφ θά προσθέσει ὅτι ἡ κατανόηση τοῦ χριστιανισμοῦ ἐκ μέρους του «ἦταν πάντοτε ἐσχατολογική», ὅπως γράφει στο 11ο κεφάλαιο τῆς αὐτοβιογραφίας του. Καί παρακάτω, στό ἴδιο κεφάλαιο, παρέχει τήν ἑξῆς διευκρίνιση: «Ὁ ἐσχατολογισμός στόν ὁποῖο κατέληξα, εἶναι ἀρκετά ἰδιαίτερος καί θέλει πολλές διευκρινίσεις. Ἔχει λίγα κοινά μέ τήν μοναστική-ἀσκητική ἐσχατολογία καί εἶναι, ἀπό πολλές ἀπόψεις, τό ἀντίθετό της. Ὁμολογῶ ἕναν ἐνεργά δημιουργικό ἐσχατολογισμό, πού ἀπαιτεῖ τήν μεταμόρφωση τοῦ κόσμου. Αὐτό τό ἐξέφρασα περισσότερο στά βιβλία «Πνεῦμα καί Πραγματικότητα» καί «Περί δουλείας καί ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου». Κατέληξα σέ ἕνα ἰδιαίτερο εἶδος ἐσχατολογικῆς γνωσιολογίας. Ἡ ἐσχατολογία δηλώνει τήν συμβολική ἀντικειμενοποίηση τῆς τραγωδίας τῆς συνείδησης. Τό τέλος εἶναι τό τέλος τῆς ἀντικειμενοποίησης, ἡ μετάβαση στήν ὑποκειμενικότητα τοῦ βασιλείου τῆς ἐλευθερίας. Ὅμως, τό πιό ἐσχατολογικό συναίσθημα συνδέεται στενά μέ τό ζήτημα τοῦ θανάτου».
Εἶμαι τῆς γνώμης ὅτι ἕνα ἀπό τά πιό κρίσιμα ζητήματα τοῦ βιβλίου τῆς αὐτοβιογραφίας τοῦ Ν. Μπερντιάγιεφ εἶναι ἡ σχέση του μέ τόν κομμουνισμό καί τήν ἐπανάσταση τῶν Μπολσεβίκων. Ἐδῶ τό 9ο κεφάλαιο προσφέρει τίς σχετικές ἀπαντήσεις.
Ὅσον ἀφορᾶ τήν ἰδέα τῆς ἐπανάστασης στήν Ρωσία, ὁ φιλόσοφός μας σημειώνει ὅτι αὐτή «ἑτοιμαζόταν ἐπανάσταση ἐπί ἕναν ὁλόκληρο αἰῶνα καί ἔλαβαν χώρα διάφορα ἐπαναστατικά κινήματα. Ἀλλά ἡ ἴδια ἡ ἐπανάσταση δέν ἦταν προετοιμασμένη … Πάντοτε ἔνιωθα ὄχι μόνο τήν μοιραία φύση τῆς ἐπανάστασης, ἀλλά καί τήν δαιμονική ἀρχή σέ αὐτήν. Καί αὐτό πρέπει νά λεχθεῖ ἀκόμα κι ὅταν βλέπουμε τήν ἀλήθεια στήν ἐπανάσταση». Ἀλλά ἡ συνέχεια τῆς ἐπανάστασης δέν ἦταν ἡ καλύτερη: «Ἀρχικά, ἀντιλήφθηκα τήν ἠθική ἀσχήμια τῶν Μπολσεβίκων. Γιά μένα ἡ εἰκόνα τους ἦταν ἀπαράδεκτη τόσο αἰσθητικά ὅσο καί ἠθικά. Γιά πέντε χρόνια ἔζησα στό σοβιετικό κομμουνιστικό σύστημα καί σέ ὅλη αὐτή τήν πενταετία μέ διέκρινε ἠθική ἀδιαλλαξία. Μπορῶ νά πῶ ὅτι αὐτή τήν δύσκολη στιγμή δέν πρόδωσα ποτέ τόν ἑαυτό μου. Γύρω μου εἶδα πολλούς ἀνθρώπους πού εἶχαν προδώσει τόν ἑαυτό τους. Ἐπαναλαμβάνω ὅτι ἡ μεταμόρφωση τῶν ἀνθρώπων εἶναι μία ἀπό τίς πιό δύσκολες ἐμπειρίες τῆς ζωῆς μου. Εἶδα αὐτές τίς μεταμορφώσεις σέ ἐπαναστάτες πού κατέλαβαν ἐξέχουσες θέσεις στήν σοβιετική ἐξουσία».
Ἀλλά ὁ Μπερντιάγιεφ ἐξετάζει ἐδῶ καί τό ζήτημα τοῦ κομμουνισμοῦ, ὅπως ἔχει κάνει καί σέ ἄλλα βιβλία του, λ.χ. στίς Πηγές καί τό νόημα τοῦ ρωσικοῦ κομμουνισμοῦ . Προχωρεῖ στήν διασάφιση ὅτι «μέ τόν κομμουνισμό δέν ἔκανα ἕναν πολιτικό, ἀλλά ἕναν πνευματικό ἀγώνα, ἕναν ἀγώνα ἐνάντια στό πνεῦμα του, ἐνάντια στήν ἐχθρότητά του πρός τό πνεῦμα». Αὐτό οὐσιαστικά εἶχε ἰσχυριστεῖ ὁ Μπερντιάγιεφ καί στήν ἀνάκρισή του ἀπό τόν Ντερζίνσκι τῆς ΤσεΚά: «Μίλησα γιά περίπου σαράντα πέντε λεπτά καί ἔδωσα μία ὁλόκληρη διάλεξη. Αὐτό πού εἶπα ἦταν ἰδεολογικό. Προσπάθησα νά ἐξηγήσω γιά ποιούς θρησκευτικούς, φιλοσοφικούς, ἠθικούς λόγους εἶμαι ἀντίπαλος τοῦ κομμουνισμοῦ. Ταυτόχρονα, ἐπέμενα ὅτι δέν εἶμαι πολιτικό πρόσωπο». Στίς τελευταῖες σελίδες τοῦ βιβλίου του, πού ἐπιγράφονται «Προσθήκη 1940-1946», μέ τίς ὁποῖες ὁλοκληρώνει τήν αὐτοβιογραφία του, ὁ Μπερντιάγιεφ προσθέτει μία ἀκόμη σχετική διευκρίνιση: «Πάντοτε ἐπέκρινα και συνεχίζω νά ἐπικρίνω τήν κομμουνιστική ἰδεολογία καί νά κηρύττω τήν ἐλευθερία. Δέν συνέβη τίποτα σημαντικό καινούργιο στήν στάση μου ἀπέναντι στήν Σοβιετική Ρωσία. Θεωροῦσα ὅμως ὅτι ἡ σοβιετική δύναμη εἶναι ἡ μόνη ρωσική ἐθνική δύναμη, δέν ὑπάρχει ἄλλη, καί μόνο αὐτή ἐκπροσωπεῖ τήν Ρωσία στίς διεθνεῖς σχέσεις».
Ἀπό τά ἀναφερθέντα καταλαβαίνει κανείς ὅτι ἡ αὐτοβιογραφία τοῦ Μπερντιάγιεφ παρουσιάζει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Ἔχει μέν τόν τυπικό χαρακτήρα ἑνός αὐτοβιογραφικοῦ κειμένου ἀλλά καί τόν οὐσιαστικό χαρακτήρα ἑνός φιλοσοφικοῦ δοκιμίου. Ἔχω τήν βεβαιότητα ὅτι, ὅταν παρουσιάσω τήν αὐτοβιογραφία τοῦ Μπερντιάγιεφ σέ ἑλληνική μετάφραση, ἀπό τό ρωσικό πρωτότυπο, τό ἔργο αὐτό θά ἀναγνωσθεῖ εὐρύτατα, ὅπως καί τά ἄλλα, μεταφρασμένα κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες, βιβλία τοῦ Ρώσου φιλοσόφου στα ἑλληνικά.
(Ὁμιλία τοῦ γράφοντος στήν ἐκδήλωση τῆς Χριστιανικῆς, στίς 16.12.2024, στήν Βιβλιοθήκη τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν)

  • ΚΑΘΕ ΠΕΜΠΤΗ ΜΕ ΤΗ “ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ”.

ΝΙΚOΛAΪ ΜΠΕΡΝΤΙΑΓΙΕΦ «Xριστιανός ὑπαρξιστής», «θεολογῶν φιλόσοφος», «χριστιανός σοσιαλιστής»

Συζήτηση μὲ τὸν Δημήτρη Μπαλτᾶ, μὲ ἀφορμὴ τὸ ἄρθρο του στὴν ἐφημερίδα μὲ τὸν πιὸ πάνω τίτλο καὶ τὰ 150 χρόνια τῆς γέννησης τοῦ Νικολάι Μπερντιάγιεφ.

Δεῖτε τὸ βίντεο ἐδῶ.

https://www.youtube.com/channel/UCrvh4XSLt6R-ABK1nnlnagA

ΚΑΘΕ ΠΕΜΠΤΗ ΜΕ ΤΗ “ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ”.

Πέμπτη 25 Ἰουλίου 2024 ὥρα 8 μμ

ΝΙΚOΛAΪ ΜΠΕΡΝΤΙΑΓΙΕΦ «Xριστιανός ὑπαρξιστής», «θεολογῶν φιλόσοφος», «χριστιανός σοσιαλιστής»

Συζήτηση μὲ τὸν Δημήτρη Μπαλτᾶ, μὲ ἀφορμὴ τὸ ἄρθρο του στὴν ἐφημερίδα καὶ τὰ 150 χρόνια τῆς γέννησης τοῦ Νικολάι Μπερντιάγιεφ.

Παρακολουθεῖστε ἀπό

-Τήν πλατφόρμα “zoom”, σύνδεσμος  https://us02web.zoom.us/j/87933330619

-Τό κανάλι της “Χριστινικής” στο youtube.

 

Του Δημήτρη Μπαλτά

 

Παρά τίς ὁμολογουμένως δυσβάσταχτες συνθῆκες τίς ὁποῖες ἐπέβαλε σταδιακά ὁ κατακτητής στόν κατακτημένο ἀπό τό 1453, τό θρησκευτικό συναίσθημα τοῦ τόπου δέν ἔπαψε νά ἐκφράζεται, κατά περίπτωση βέβαια, ἀτομικά καί συλλογικά, μέ ὅλες τίς προφυλάξεις καί τίς συνέπειες, τόσο προεπαναστατικά ὅσο βεβαίως καί στά χρόνια τῆς Ἐπανάστασης.

Ὅτι ἡ ἀνάληψη ἐπαναστατικῆς δράσης εἶναι προϊόν συλλογικότητας ἐθνολογικῆς ἀλλά καί θρησκευτικῆς φαίνεται ἀπό τά περισσότερα κείμενα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, μερικά ἀπό τά ὁποῖα ἔχουν περιληφθεῖ στό βιβλίο «Μάχου ὑπέρ Πίστεως καί Πατρίδος». Λέει λ.χ. ὁ Ἀθανάσιος Διάκος: «Οἱ Χριστιανοί ὅλοι ξεσηκώθηκαν στά ἅρματα γιά νά ξεσκλαβωθοῦν» (σ. 57). Ἐνῶ ἐδῶ ὁ θρησκευτικός προσδιορισμός ‘Χριστιανοί’ ἀποτελεῖ τό ἐπαναστατικό ὑποκείμενο, στήν ἐπίκληση τοῦ Ἕλους Ἀνθίμου ὡς ἐπαναστατικό ὑποκείμενο ἀναφέρεται τό ‘Ἕλληνες’: «Ἕλληνες ἀδερφοί, εὐλογημένοι στρατιῶτες τῆς πίστης» (σ. 59). Σέ ἕναν λόγο πρός τούς συμπατριῶτες του ὁ Ἀθανάσιος Διάκος διαφοροποιεῖται κάπως ἀπό τήν προηγούμενη διατύπωση «Οἱ Χριστιανοί ὅλοι ξεσηκώθηκαν». Τώρα προτάσσει τό ἑξῆς: «Ὅποιος ἀγαπᾶ τήν ἀλήθεια, τήν πίστη καί τήν πατρίδα, ἄς πάρει τά ὅπλα κι ἄς ἔρθει μαζί μου» (σ. 165). Στήν διατύπωση αὐτή ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ἡ χρήση τοῦ ὑποκειμένου ‘ὅποιος’ πού ὑποδηλώνει ἀσφαλῶς τήν βούληση ἀλλά, ἀπό ὁρισμένης ἄποψης, θά ἔλεγα καί τήν δυνατότητα ἐκείνου πού θέλει νά συμμετάσχει στόν πόλεμο. Στά ἀναφερθέντα ἀποσπάσματα, ἀπό ἀφηγηματολογικῆς πλευρᾶς, γίνεται χρήση τοῦ γ΄ πληθυντικοῦ καί τοῦ γ΄ ἑνικοῦ, προσώπων μέ γενικό καί οὐδέτερο χαρακτήρα. Οἱ ἀναφερόμενοι ‘Χριστιανοί’ καί ‘Ἕλληνες’ δέν συγκεκριμενοποιοῦνται κατά τίς ἄλλες ἰδιότητες πού φέρουν. Ἐπίσης εἶναι σαφές ὅτι στά ἀναφερθέντα ἀποσπάσματα τό θρησκευτικό καί τό ἐθνικό στοιχεῖο συνάπτονται, ὅπως ἀκριβῶς φαίνεται ἀπό τίς διατυπώσεις «οἱ Χριστιανοί … νά ξεσκλαβωθοῦν» καί «Ἕλληνες … στρατιῶτες τῆς πίστης».

Ἀλλά ἐπίσης ὑπάρχουν χωρία στά ὁποῖα ἐναλλάσσεται το α΄ ἑνικό μέ τό α΄ πληθυντικό τά ὁποῖα ἐκφράζουν μία πιό συγκεκριμένη δράση, ἀτομική καί συλλογική. Ἄς δοῦμε σχετικά παραδείγματα: Στό δημοτικό τραγούδι γιά τόν Μητρομάρα παρατίθεται οἱ στίχοι «Ἀφήνω τό ντουφέκι μου στήν Παναγιά στήν Τῆνο. Ἀφήνω τά κουμπούρια μου πάνω στόν Ἅι Μελέτη. Ἀφήν’ τό θλιβερό σπαθί μέσ’ στή Φανερωμένη» (σ. 32), οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦν ὡς ἔκφραση τοῦ ἀτομικοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος μέ τήν μορφή τοῦ ἀφιερώματος. Τό α΄ ἑνικό πρόσωπο προτάσσεται καί στόν λόγο τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ («Εἶμαι Πατριάρχης γιά νά σώσω τόν λαό μου καί ὄχι γιά νά τόν ρίξω στά μαχαίρια τῆς Γενιτσαριᾶς», σ. 77), ἡ προσωπικότητα τοῦ ὁποίου ἔτυχε αὐστηρῆς καί ἄδικης κριτικῆς στήν νεώτερη ἱστοριογραφία μας. Σέ μία ἄλλη λαϊκή ἀφήγηση, ὁ Καραϊσκάκης προσεύχεται στήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Σεραφείμ: «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, βοήθησέ με. Ἐπειδή τοῦ λόγου σου μπορεῖς καί μιλᾶς ὅπως θέλεις μπροστά στόν φιλάνθρωπο Θεό, μίλα του γιά νά καταστραφοῦν οἱ ἐχθροί μέ τήν ἐκστρατεία ἐνάντια τους» (σ. 118). Ἐδῶ ὁ ἀγωνιστής τοῦ 1821 ζητεῖ τήν μεσιτεία τοῦ Ἁγίου στόν Θεό ὥστε νά βοηθήσει Αὐτός ὑπέρ τῆς καταστροφῆς τῶν ἐχθρῶν. Ἡ προσευχή τοῦ ἥρωα ὑπέρ τῆς καταστροφῆς τοῦ ἐχθροῦ θυμίζει, σέ ἄλλες ἱστορικές στιγμές,  τήν προσευχή τῶν Κωνσταντινουπολιτῶν στήν Παναγία ἡ ὁποία παρουσιάζεται ὡς «βροντή, τούς ἐχθρούς καταπλήττουσα» (Ἀκάθιστος Ὕμνος). Ἀλλά καί στήν ἀπόφαση τῶν Μεσσολογγιτῶν νά σκοτώσουν τίς γυναῖκες καί τά παιδιά γιά νά μήν προδοθοῦν οἱ ὑπόλοιποι κατά τήν Ἔξοδο, ἀντιτάσσεται σέ προσωπικό ὕφος ὁ Ρωγῶν Ἰωσήφ λέγοντας: «Ἄν τολμήσετε νά πράξετε τοῦτο τό πρᾶγμα, σᾶς ἀφήνω τήν κατάρα τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγιᾶς καί ὅλων τῶν Ἁγίων καί τό αἷμα τῶν ἀθώων νά πέσει στά κεφάλια σας» (σ. 186). Στην συγκεκριμένη περίπτωση, δέν θά ἦταν λάθος, νομίζω, νά ἑρμηνευθοῦν τά λόγια αὐτά καί ὑπό ἕνα ψυχολογικό πρίσμα καί ὄχι μόνον στενά θρησκευτικό, τό ὁποῖο βεβαίως σέ διαφορετικό πλαίσιο θά εἶχε ὡς ἀφετηρία τόν Ἀποστολικό λόγο «εὐλογεῖτε τούς διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καί μή καταρᾶσθε» (Πρός Ρωμ. 12,14). Ἀντιθέτως, σέ ἕνα ἄλλο ἐνδιαφέρον κείμενο, ἡ ἀφετηρία τῶν λόγων τοῦ ἱερέως, στόν ὁποῖο προσέρχεται ὁ πολεμιστής γιά νά ἐξομολογηθεῖ καί νά κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, εἶναι σαφῶς θρησκευτική: «Ἐγώ, παιδί μου, δέν μπορῶ νά σέ ἀφήσω νά μεταλάβεις, γιατί σκότωσες ἄνθρωπο» (σ. 177). Τό ζήτημα αὐτό τῆς Θείας Μετάληψης ἀπό κάποιον ὁ ὁποῖος διέπραξε φόνο, τό ὁποῖο θίγεται σέ αὐτό τό ἀπόσπασμα, ἔχει βεβαίως ἀπασχολήσει ἀπό αἰῶνες τήν Ἐκκλησία. Μεταξύ τῶν σχετικῶν κειμένων θά ἀναφέρω ἐνδεικτικά τόν ιγ’ Κανόνα «Περί τῶν ἐν πολέμοις φονευσάντων» τοῦ Μ. Βασιλείου ὁ ὁποῖος γράφει: «Τούς ἐν πολέμοις φόνους οἱ Πατέρες ἡμῶν ἐν τοῖς φόνοις οὐκ ἐλογίσαντο, ἐμοί δοκεῖ συγγνώμην διδόντες τοῖς ὑπέρ σωφροσύνης καί εὐσεβείας ἀμυνομένοις. Τάχα δέ καλῶς ἔχει συμβουλεύειν, ὡς τάς χεῖρας μή καθαρούς, τριῶν ἐτῶν τῆς κοινωνίας μόνης ἀπέχεσθαι». Βεβαίως αὐτός ὁ Κανόνας ἀφορᾶ ἐκείνους πού ἐφόνευσαν ‘ἀμυνόμενοι ὑπέρ σωφροσύνης καί εὐσεβείας’, γιά τούς ὁποίους ὁ Μ. Βασίλειος προτείνει τριετῆ ἀποχή ἀπό τήν Θεία Κοινωνία.

Ἐκτός ἀπό τά παραπάνω, ἡ συλλογική ἔκφραση τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος τό ὁποῖο πάντως συνδέεται μέ τό ἐθνικοαπελευθερωτικό στοιχεῖο, παρουσιάζεται κατ’ ἐξοχήν μέ τήν χρήση τοῦ α΄ πληθυντικοῦ προσώπου. Σέ ἕναν διάλογο ὁ προεστός Κοπανίτσας ἀπαντᾶ χαρακτηριστικά: «Θά θυσιαστοῦμε καί θά πεθάνουμε γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν Ἁγία» (σ. 47). Τό ἴδιο ὕφος καί περιεχόμενο ἀνιχνεύονται καί στό γνωστό ἀπόσπασμα τῆς «Διακήρυξης» τῆς Γ΄ Ἐθνικῆς Συνέλευσης ὅπου ἀναφέρεται εὐθύς ἐξαρχῆς: «Ἄς δείξουμε ξανά ὅτι εἴμαστε χριστιανοί, ὅτι εἴμαστε Ἕλληνες, πιστοί στόν ὅρκο μας. Μέ τό Σταυρό καί μέ τά ὅπλα στά χέρια προτιμοῦμε νά κατέβουμε στούς τάφους χριστιανοί καί ἐλεύθεροι» (σ. 71). Ἐδῶ ἡ γνωστή σέ ὅλους διάξευξη ‘ἐλευθερία ἤ θάνατος’ ἀποκτᾶ τήν μορφή ‘χριστιανοί καί ἐλεύθεροι’. Μέ ἀφορμή τήν ἀναφορά στήν ἐλευθερία θά ἤθελα νά παρατηρήσω ὅτι αὐτό τό αἴσθημα τῆς ἐλευθερίας εἶναι ἐγγενές στόν λαό: Δέν διατυπώνεται ἐξαίφνης τό 1821 τό αἴτημα περί ἐλευθερίας καί μάλιστα ὑπό τήν ἐπιρροή τῶν ἰδεῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ, ὅπως συνήθως ὑποστηρίζεται στήν σύγχρονη ἱστοριογραφία, ἀλλά ἐκφράζεται σέ ἕνα διαρκές παρόν, ἐξ οὗ καί ἡ χρήση ἐνεστώτα, δηλαδή κάθε φορά πού αὐτός ὁ λαός βρέθηκε καί βρίσκεται ὑπό κατοχή. Ὑπό αὐτήν τήν ἑρμηνευτική, τό 1821 θά πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς τό ἐπιτυχές πέρας μιᾶς σειρᾶς ἐξεγέρσεων πού σημειώθηκαν σέ ὅλη τήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, οἱ ὁποῖες γιά διαφόρους λόγους ὑπῆρξαν ἀνεπιτυχεῖς. Ἐπίσης ἡ χρήση τοῦ α΄ πληθυντικοῦ προσώπου στήν ἀνάληψη δράσης γιά τήν ἐπιτυχία τῆς Επανάστασης στά ἀναφερόμενα ἀποσπάσματα θυμίζει ὁπωσδήποτε τό ἐμβληματικό κείμενο τοῦ «Ἐπιταφίου» τοῦ Περικλῆ ὁ ὁποῖος θεωρεῖ ὅτι τά ἐπιτεύγματα τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας εἶναι προϊόν συλλογικότητας καί ὄχι ἀτομικότητας. Στό ἴδιο νοηματικό πλαίσιο μέ τήν ἀναφερθεῖσα «Διακήρυξη» κινεῖται ἡ ἐπιστολή τῶν μοναχῶν τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου στόν Ἰμπραήμ ἡ ὁποία καταλήγει μέ τήν διατύπωση ‘ἤ θά ἐλευθερωθοῦμε γρήγορα ἤ θά πεθάνουμε γιά τόν ἱερό ἀγῶνα τῆς πατρίδας μας’ (σ. 219), πού θυμίζει ἀσφαλῶς τήν διάζευξη «ἐλευθερία ἤ θάνατος». Νά σημειώσω πάντως ὅτι ἐάν ὁ Ἀγώνας τοῦ 1821 χαρακτηρίζεται ὡς ἱερός, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ, σέ κάθε περίπτωση, τά ὅπλα πού σκοτώνουν. (Βλ. σχετικά π. Ἰωάννης Μάγιεντορφ, Ὁ Χριστός σωτήρας σήμερα, μετ. Γ. Λάππας, «Σύναξη», Ἀθήνα 1985, σσ. 67-68).

Ἡ ἔκφραση τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος στίς λαϊκές ἀφηγήσεις περιλαμβάνει καί τό θαῦμα, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ καραβιοῦ τοῦ ὁποίου «χτυπήθηκε καί λαβώθηκε τό σκαρί, ἀλλά ὁ κόσμος κατάφερε νά ξεφύγει ἀπ’ τό χαμό μέ τή βοήθεια τῆς κυρα-Δέσποινας» (σ. 139). Στήν περίπτωση τοῦ θαύματος, τό ὁποῖο γενικότερα εἶναι ἕνα ἔκτακτο γεγονός καί πού ὁπωσδήποτε ὑπερβαίνει τά ὅρια τῆς φύσης, προϋποτίθεται ἀσφαλῶς ἡ πίστη στόν Θεό. Ἐδῶ τό θαῦμα πού ἐπιφέρει τήν σωτηρία, ἀφορᾶ σέ ἕνα σύνολο ἀνθρώπων («ὁ κόσμος», σύμφωνα μέ τό ἀπόσπασμα) πού σώζονται καί ὄχι σέ ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο.

Ἀπό τά ἐνδεικτικά ἀποσπάσματα φαίνεται λοιπόν ὅτι ὁ ἀτομικός ἤ συλλογικός τρόπος ἔκφρασης τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος διατυπώνεται ἀφηγηματολογικά μέ τήν χρήση τόσο τοῦ α΄ ἑνικοῦ καί τοῦ α΄ πληθυντικοῦ προσώπου πού χαρακτηρίζονται ἀπό ἀμεσότητα ὅσο καί τοῦ γ΄ ἑνικοῦ καί γ΄πληθυντικοῦ προσώπου πού ἔχουν πιό γενικό καί οὐδέτερο χαρακτήρα.

Ἐξ ἄλλου, μέ ἀφετηρία τά ἀναφερθέντα χωρία, τό θρησκευτικό συναίσθημα ἐκδηλώνεται πρακτικά μέ τό ἀφιέρωμα τοῦ ξίφους τοῦ ἀγωνιστῆ, ἀλλά κυρίως μέ τήν προσευχή μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου (στήν περίπτωση τοῦ Καραϊσκάκη), μέ τήν κατάρα (μέ τά λόγια τοῦ Ρωγῶν Ἰωσήφ), μέ τήν ἐξομολόγηση τοῦ πολεμιστῆ καί τήν συνακόλουθη ἄρνηση τοῦ ἱερέως νά τόν κοινωνήσει, μέ τό θαῦμα (στήν περίπτωση τοῦ καραβιοῦ) ἀλλά καί μέ τήν ἀπόδοση ἱερότητας στον ἀπελευθερωτικό Ἀγώνα (στούς λόγους τοῦ προεστοῦ, στήν «Διακήρυξη» τῆς Γ΄ Ἐθνικῆς Συνέλευσης καί στήν ἐπιστολή τῶν μοναχῶν). Ὡστόσο, ἐδῶ θά πρέπει νά τονίσω ὅτι ὅλες αὐτές οἱ ἐκφράσεις, ἀτομικές ἤ συλλογικές, ἐξαιρουμένης τῆς ἄρνησης τοῦ ἱερέως νά κοινωνήσει κάποιον πού σκότωσε ἄνθρωπο, ἄν καί ἔχουν μία θρησκευτική ἀφετηρία, δέν ἔχουν ἕνα μονομερῶς θρησκευτικό περιεχόμενο. Ἀναλυτικότερα, ἡ ἔκφραση τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος δέν παραμένει σέ μία στοχοθεσία θρησκευτική, ἤ μέ φιλοσοφικούς ὅρους ὀντολογική, δέν εἶναι μόνον μία ἔκφραση πίστεως στήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά συνάπτεται μέ μία στοχοθεσία ἐθνικοαπελευθερωτική. Μάλιστα θά ἔλεγα ὅτι κατά περίπτωση ἔχει ἕναν χαρακτήρα ψυχολογικό, λ.χ. στήν προσευχή τοῦ Καραϊσκάκη ἤ στήν κατάρα τοῦ Ρωγῶν Ἰωσήφ.

Στά παρατεθέντα, καί βεβαίως καί σέ ἄλλα, κείμενα τῆς ἐποχῆς διακρίνεται λοιπόν αὐτή ἡ σύνδεση τοῦ θρησκευτικοῦ μέ τό ἐθνικό στοιχεῖο, μέ τήν παράλληλη χρήση τῶν ὅρων ‘Χριστιανοί’/‘Ἑλληνες’ πού ἐκφράζουν τό ἐπαναστατικό ὑποκείμενο. Ἀκριβῶς αὐτή ἡ ἀλληλοτροφοδότηση, ἀτομικοῦ ἤ συλλογικοῦ ὕφους, ὅπως ἔδειξα, προσδίδει ἕνα ἰδιαίτερο περιεχόμενο στό θρησκευτικό συναίσθημα, τό ὁποῖο καί αὐτό, λαμβάνει κατά περίπτωση μία ἀντίστοιχη ἔκφραση ἀτομική ἤ συλλογική, μέ τήν προσευχή, τήν ἐξομολόγηση, τό θαῦμα, ἀλλά σέ ἕνα πλαίσιο καί ὑπό ὅρους πού δέν κατανοοῦνται πάντοτε ὑπό ἕνα πρίσμα μονομερῶς θεολογικό ἤ ἱστορικό. (Ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 2021, σελ. 232)

(Ὁμιλία τοῦ γράφοντος στον «Κῆπο τοῦ Μουσείου», Ἐθνικό Ἀρχαιολογικό Μουσεῖο, στίς 21.2.2022, στό πλαίσιο τῆς παρουσίασης τοῦ βιβλίου)