«Ἐνόψει τῆς σαθρότητας αὐτῶν τῶν ἀντιλήψεων, πρέπει νὰ λάμψει ἡ ἀλήθεια μὲ βάση τὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας: ὅτι τὸ κακὸ οὔτε προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεό, οὔτε ὑπάρχει μέσα του, οὔτε Ἐκεῖνος τὸ δημιούργησε ἐξαρχῆς, οὔτε ἀποτελεῖ μέρος τῆς φύσης του. Τὸ δημιούργησαν οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἔχοντας χάσει τὴν αἴσθηση τοῦ καλοῦ, ἄρχισαν ἀπὸ μόνοι τους νὰ ἐπινοοῦν καὶ νὰ ἀναπλάθουν καταπῶς αὐτοὶ θέλανε, κι ὅσα δὲν δημιούργησε ὁ Θεός.»
Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας – Λόγος κατὰ εἰδώλων (7).
• Δυστυχῶς καὶ σήμερα μετὰ ἀπὸ τόσους αἰῶνες, ἐπικυριαρχεῖ ὁ σαθρὸς καὶ ἀνυπόστατος συλλογισμός, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει πανάγαθος Θεός, ἀφοῦ ὑπάρχει κακὸ στὸν κόσμο.
• Ταυτόχρονα, διαχρονικὴ παραμένει ἡ τάση τῶν ἀνθρώπων νὰ ἀποδίδουν στὸ Θεὸ τὴ δική τους κακία, μὲ τὶς πάσης φύσεως θεωρίες ποὺ καταργοῦν τὸ θεῖο δῶρο τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου: Τὴν παγανιστικὴ τῆς εἰμαρμένης, τὴν δυτικοχριστιανικὴ τοῦ «ἀπολύτου προορισμοῦ», τὴ μωαμαθανικὴ τοῦ «κισμέτ».
• Στὶς πιὸ πάνω θεωρίες μοιάζει ἡ μαρξιστικὴ περὶ «ἱστορικῆς νομοτέλειας» θεωρία στὴν ὁποία βασίζεται ὁ ἱστορικὸς ὑλισμός. Μὲ τὴν ἔννοια ὅτι καὶ ἐδῶ ἐπικρατεῖ ἡ πλάνη τῆς κατάργησης τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς κινητήριας δύναμης τῆς ἱστορίας. Μὲ ἕνα λανθάνοντα παγανισμό, ἀφοῦ ἡ ὕλη ὡς αὐθύπαρκτη παίρνει τὴ θέση τοῦ Θεοῦ.
Χριστιανική 18 Ἰανουαρίου 2024. Ἀπὸ τὴ στήλη “Τὰ τοῦ Καίσαρος”
ΦΩΤΟ: Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας (λεπτομέρεια). 14ος αἰ. Μουσεῖο Ἐρμιτάζ, Ἁγία Πετρούπολη.
Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεὸς
Στην ομιλία του αυτή, ο Μέγας Βασίλειος πραγματεύεται το πρόβλημα του κακού και του θανάτου, καταδικάζει τη δυαρχία και εξαίρει την ανθρώπινη ελευθερία. Αρχή και ρίζα της αμαρτίας είναι το αυτεξούσιο. Το κακό εξαρτάται από εμάς. Μάλιστα, το κυρίως κακό είναι η αμαρτία, η οποία εξαρτάται από την προαίρεσή μας. Σημειωτέον ότι η αμαρτία και η προαίρεση είναι έννοιες που συναντάμε και στην αρχαιοελληνική σκέψη, με παρεμφερές ή όμοιο περιεχόμενο: την αμαρτία στον Αισχύλο, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη· την προαίρεση πάλι στον Αριστοτέλη.
Εν αντιθέσει προς τους Γνωστικούς, ο Καππαδόκης Πατέρας διδάσκει πως ο Δημιουργός είναι ένας και αγαθός, κτίστης και ποιητής και των πραγμάτων που φαινομενικώς αντίκεινται το ένα προς το άλλο λόγω της εναντίωσης των ποιοτήτων τους (π.χ. φως-σκότος). Προκειμένου δε να καταδείξει ότι δεν είναι ο Θεός ο αίτιος της ύπαρξης του κακού, προβαίνει σε μια εξέταση αυτού τούτου του κακού. Το κακό, λοιπόν, δεν έχει ιδία υπόσταση, αλλά αποτελεί στέρηση του αγαθού η οποία ἐπιγίνεται από τα πηρώματα (αναπηρίες) της ψυχής· είναι η αλλοτρίωση (αποξένωση) από τον Θεό. Το κακό δεν είναι ούτε αγέννητο -καθώς τότε θα είχαμε μία πονηρή φύση ομότιμη και συνάναρχη με την αγαθή- ούτε γεννητό -γιατί τα πάντα εκτίσθησαν υπό του Θεού καλά λίαν, και το κακό αφενός δεν συνεκτίσθη με το αγαθό, αφετέρου δεν είναι δυνατόν να παραχθεί από το αγαθό. Ωσαύτως, η σωματική νόσος δεν είναι ούτε αγέννητη ούτε δημιούργημα του Θεού, αλλά συνέπεια της παρατροπῆς από το κατά φύσιν. Η απώλεια της υγείας είναι αποτέλεσμα της κακής -τόσο από υλικής όσο και από οιονεί ψυχολογικής απόψεως- δίαιτας (τρόπου ζωής) ή άλλης νοσοποιού αιτίας. Θα λέγαμε πως αναφαίνεται εδώ μια ορθολογική θεώρηση της αρρώστιας, η οποία αντίκειται στη δεισιδαιμονία.
Γιατί όμως η πλασθείσα υπό του Θεού ανθρωπίνη ψυχή ήταν (και είναι) δεκτική του κακού; Άλλως ειπείν: Γιατί δεν κατασκευασθήκαμε έτσι ώστε να είμαστε εκ της φύσεώς μας αναμάρτητοι, τουτέστιν να μην μπορούμε να αμαρτήσουμε ακόμη κι αν το θέλουμε; Πρώτον, διότι η ανθρωπίνη ψυχή ως λογική φύση, δημιουργηθείσα κατ’ εικόνα Θεού, έχει αυτεξούσια ορμή. Δηλαδή, είναι αποδεσμευμένη από την αναγκαιότητα και η ζωή της είναι αὐθαίρετη (ελεύθερη). Νοεί (γνωρίζει) το αγαθό και έχει την εξουσία και τη δύναμη να επιμείνει σε αυτό, διαφυλάσσοντας την κατά φύσιν ζωή της, ή να το αποστραφεί. Εν προκειμένω, προβάλλει μια βουλησιαρχία, που διαφοροποιείται εμφανώς από την ηθική νοησιαρχία του Σωκράτη. Δεύτερον, διότι στον Θεό δεν αρέσει ο καταναγκασμός, αλλά το εκουσίως κατορθούμενο εξ αρετής. Η δε αρετή είναι προϊόν της προαίρεσης (της ελεύθερης βούλησης) και όχι της ανάγκης. Η προαίρεση πάλι στηρίζεται στα ἐφ’ ἡμῖν, ήγουν στο αυτεξούσιο. Παρατηρούμε και στη συνάφεια αυτή, τη χρήση ενός όρου της αρχαίας φιλοσοφίας και δη της Στοάς. Συμπερασματικά: ο μεμφόμενος τον Δημιουργό επειδή δεν εποίησε τον άνθρωπο φυσικώς αναμάρτητο, στην πραγματικότητα προτιμά την άλογη φύση έναντι της λογικής, την ακίνητη και ἀνόρμητη (άνευ ορμής) έναντι της ελεύθερης (προαιρετικῆς) και πράττουσας (ἔμπρακτης).
Ο Αδάμ λοιπόν δεν έγινε κακός, ήτοι δεν αμάρτησε, εξ ανάγκης αλλά εξ αβουλίας, από μοχθηρή προαίρεση. Και εξαιτίας της αμαρτίας, πέθανε. Διότι η απομάκρυνση από τη ζωή, που είναι ο Θεός, ισοδυναμεί με προσέγγιση του θανάτου, που είναι η στέρηση της ζωής. Ο Αδάμ κατασκεύασε (προκάλεσε) ο ίδιος τον θάνατό του, δια της αναχώρησης από τον Θεό. Δεν έκτισε ο Θεός τον θάνατο, αλλά εμείς τον προκαλέσαμε στους εαυτούς μας ἐκ πονηρᾶς γνώμης (με την κακή μας θέληση). Βέβαια, φταίει και ο Διάβολος, ο οποίος, εκ ζηλοφθονίας, εξαπάτησε τον άνθρωπο, εκμεταλλευόμενος την επιθυμία του τελευταίου να ομοιωθεί προς τον Θεό. Έκαστος άνθρωπος έχει κατ’ αρχήν κατασκευασθεί από τον Θεό ως ένα χρήσιμο σκεύος. Ωστόσο, η δική του προαίρεση είναι που θα παράσχει την αξία στο σκεύος, δηλονότι βάσει αυτής το σκεύος θα γίνει χρυσό, αργυρό, πήλινο.
Συνοψίζοντας, στον λόγο αυτό του Μεγάλου Βασιλείου, εντοπίζουμε δύο στοιχεία εξαιρετικής φιλοσοφικής και κατ’ επέκτασιν ανθρωπολογικής και κοινωνικής σπουδαιότητας: Πρώτον, την εξύψωση της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου, που, μεταξύ άλλων, τροφοδοτεί την πάλη για τη διεκδίκηση και υπεράσπιση της ελευθερίας, ενάντια σε κάθε επίγεια τυραννική δύναμη. Και δεύτερον, τη θέαση του κόσμου, που είναι καλὸς λίαν, ως φανέρωσης του Θεού (Θεοφάνειας). Ο Κώστας Παπαϊωάννου παρατηρεί πως «αυτό που μας εντυπωσιάζει στη βυζαντινή πατερική θεολογία είναι ορισμένως αυτή η παλιά ελληνική πίστη στη φύση, που ακτινοβολεί στο έργο του Αγίου Βασιλείου, του Γρηγορίου Νύσσης ή του Μάξιμου Ομολογητή».2 Και ένας σύγχρονος Ορθόδοξος θεολόγος, ο Κάλλιστος Γουέαρ, γράφει: «Τα πάντα διαπερνώνται από τις άκτιστες ενέργειες του Θεού, δι’ αυτών συντηρούνται στο είναι, κι έτσι τα πάντα συνιστούν μια θεοφάνεια, δηλωτική της παρουσίας εκείνου. […] Ολόκληρο το σύμπαν είναι μία κοσμική (cosmic) Φλεγόμενη Βάτος – κατακλύζεται από τη θεία Φλόγα αλλά δεν κατακαίεται».3 Η κοσμοαντίληψη αυτή εμπνέει τον σεβασμό και το δέος προς τη φύση, και αποτρέπει την εκμεταλλευτική κυριάρχηση, εργαλειακή χρήση και καταστροφή της. Όπως επισημαίνει ο Σπυρίδων Κυριαζόπουλος, «εφ’ όσον εις την σχέσιν του ανθρώπου προς την φύσιν παρίστατο ο Θεός, ο άνθρωπος είδε διαμέσου της φύσεως τον υπερβατικόν κόσμον. […] Επειδή όμως ο ορθόδοξος κόσμος κερδίζει δια της παρουσίας του Θεού την πνευματικήν του διάστασιν, επειδή αγιάζεται υπό του Θεού, δεν ήτο επίσης δυνατόν να επιτρέψη εις τον άνθρωπον αντικειμενικήν μεταχείρισιν».4 Στις μέρες μας, που το τεχνικό σύστημα και η αδηφάγος κεφαλαιοκρατία προκαλούν τον περιβαλλοντικό Αρμαγεδδώνα, τέτοιες ιδέες μπορούν να ζωογονήσουν την ενεργό αγάπη για την Κτίση και τον επείγοντα αγώνα για τη διάσωσή της.
2. Κώστας Παπαϊωάννου, Βυζαντινή και Ρωσική ζωγραφική, μετάφραση: Ελένη Νάκου, εκτενή αποσπάσματα δημοσιευμένα στο περιοδικό νέος Ερμής ο Λόγιος, τ. 13, 2016, σ. 94.
3. Κάλλιστος Ware, Ο Ορθόδοξος Δρόμος, μετάφραση: Χρήστος Μακρόπουλος, Εν Πλω, Αθήνα, 2018, σσ. 259-260.
4. Σπυρίδων Κυριαζόπουλος, Η καταγωγή του τεχνικού πνεύματος, Αθήναι, 1965 σ. 93.
Χριστιανική 18 Ἰανουαρίου 2024. Από το άρθρο του Γιώργου Κρανιδιώτη: O ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙOΣ ΩΣ ΦΙΛOΣOΦOΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤOΥ ΓΙΑ ΜΑΣ ΣΗΜΕΡΑ-Yπεράσπιση της ελευθερίας, ενάντια σε κάθε τυραννία.
ΦΩΤΟ: Μέγας Βασίλειος. Αγία Σοφία Κιέβου 11ος αιώνας.