• Μια θεολογική προσέγγιση της ποντιακής αυτής παροιμίας

του Γεωργίου Τσακαλίδη

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Δύο είναι οι πηγές από τις οποίες αντλεί τη διδασκαλία και τις αλήθειες της η ορθόδοξη θεολογία: Η μία είναι η Αγία Γραφή και η άλλη η Ιερή Παράδοση. Μπορεί να υπάρξει θεολογική προσέγγιση σε παροιμίες λαών που διατυπώνουν συνήθως λαϊκές δοξασίες! Η απάντηση είναι ναι, όταν οι παροιμίες αυτές είναι είτε εμπνευσμένες, είτε επηρεασμένες, είτε εναρμονισμένες προς τις δύο αυτές πηγές, τις γραφικές ή παραδοσιακές.
Είναι σύνηθες φαινόμενο στις ποντιακές παροιμίες να χρησιμοποιούν συνήθειες και ενστικτώδεις ενέργειες ζώων για να εκφράσουν αλήθειες με θεολογικό περιεχόμενο. Προκειμένου π.χ. να εκφράσουν τη μικρή και πολύ σχετική αξία του χρήματος γράφει μια ποντιακή παροιμία: «Τα παράδες πα ντο αξίαν έχ’νε; Σύρτσ’ ατα σα σκυλία εμπροστά και ’κι τερούν’ ατα», δηλαδή τι αξία έχουν τα χρήματα; Τα ρίχνεις στα σκυλιά και δεν τα κοιτάζουν.

Τραγούδι ή παροιμία;

Να διευκρινίσουμε στο σημείο αυτό ότι η ρήση της επικεφαλίδας «η κοσσάρα πίν’ νερόν και τερεί σον ουρανόν» αποτελεί και την αρχή ενός ποντιακού τραγουδιού, πολύ διαδεδομένου μεταξύ των Ποντίων. Άλλοι κατατάσσουν τη φράση στις ποντιακές παροιμίες και άλλοι στα τραγούδια. Νομίζω όμως ότι, όπως συμβαίνει και με άλλα ποντιακά τραγούδια δανείστηκε ο συγγραφέας την αρχαία παροιμία, την οποία έθεσε ως αρχή του τραγουδιού του. Η παροιμία έγινε τραγούδι και όχι το τραγούδι παροιμία.
Στην υπόψη παροιμία κρύβονται σπουδαίες θεολογικές αλήθειες, τις οποίες θέλει να αναδείξει και ο συγγραφέας του παρόντος άρθρου.

Η ευγνωμοσύνη του πλάσματος προς τον Πλάστη

Όποια κι αν είναι η ορνιθολογική αλήθεια για την κίνηση αυτή της κότας, η ποντιακή λαϊκή ψυχή είδε στην κίνηση αυτή την ευγνωμοσύνη του αθώου αυτού πλάσματος απέναντι στον Δημιουργό του . Μια ευγνωμοσύνη που δεν επιδεικνύεται πάντοτε από την κορωνίδα των δημιουργημάτων, που είναι ο άνθρωπος. Τη στάση του αγνώμονα ανθρώπου. ενώ απολαμβάνει τα αγαθά που του παρέχει ο Θεός, ακούσαμε να επικρίνει επανειλημμένα σε κηρύγματά του ο κορυφαίος των σύγχρονων ιεροκηρύκων της Ελλάδας, ο μακαριστός επίσκοπος Φλωρίνης Αυγουστίνος. Συγκρίνοντας μάλιστα τη συμπεριφορά του ανθρώπου, που απολαμβάνει αδιάφορα ή και βλασφημώντας τον Δημιουργό του, με τη συμπεριφορά της κότας, έλεγε: «Η κότα πίνει νερό και ευχαριστεί το Θεό. Ο άνθρωπος όμως βλαστημάει το Θεό την ώρα που απολαμβάνει τα αγαθά του Θεού»! Υπενθύμιζε δε τον λόγο του προφήτου Ησαΐα: Το βόδι γνωρίζει τον ιδιοκτήτη του και ο όνος γνωρίζει το παχνί-ιδιοκτησία του κυρίου του· ο ισραηλιτικός όμως λαός δεν με αναγνωρίζει ως κύριό του, δεν έχει ούτε στοιχειώδη κατανόησι για μένα .

Η επιρροή του Αποστόλου Παύλου

Η ποντιακή αυτή παροιμία είναι προφανώς επηρεασμένη από τους λόγους του Μικρασιάτη Αποστόλου Παύλου: Είτε τρώτε, είτε πίνετε είτε κάνετε οτιδήποτε άλλο, όλα να τα κάνετε για τη δόξα του Θεού . Η προτροπή αυτή του Αποστόλου Παύλου προϋποθέτει την αποδοχή της αλήθειας ότι δημιουργός και χορηγός όλων των αγαθών είναι ο Θεός, τον οποίο οφείλει να δοξάζει ο άνθρωπος με κάθε ενέργειά του.
Οφείλει να Τον δοξάζει όχι μόνο από τυπικό καθήκον, αλλά επειδή το αισθάνεται ο ίδιος ως ενδόμυχη ανάγκη και επειδή αυτό δίνει πρόσθετη, ορθότερα πολλαπλασιαστική αξία σ’ αυτό που κάνει και σ’ αυτό που απολαμβάνει, από τα πιο απλά μέχρι τα πιο σύνθετα. Δοξάζει ο πιστός τον Θεό τρώγοντας τον επιούσιο άρτο και αυτό κάνει το ψωμί που τρώγει νοστιμότερο. Συνδέοντάς το με το Θεό το αισθάνεται ως ξεχωριστή δωρεά του Θεού για τον ίδιο. Δοξάζει το Θεό πίνοντας το νερό και αυτό κάνει το νερό που πίνει δροσιστικότερο, επειδή το συνδέει με τη πηγή κάθε ευλογίας. Αυτή η πηγή αυξάνει τη ζωογόνο δύναμη του νερού. Αυτός που το δοκιμάζει νοιώθει τη δροσιά του ως «δρόσο Αερμών» , τη δροσιά δηλαδή που ένοιωθε ο οδοιπόρος του όρους Αερμών, όταν έφτανε στην κορυφή του βουνού ύστερα από την κοπιαστική οδοιπορία και δεχόταν τις πρώτες απαλές και δροσιστικές ριπές του πνέοντος ανέμου.

Η σύνδεση επίγειου και ουράνιου στις προσευχές της Εκκλησίας

Πολύ εύστοχα συνέδεσε η Εκκλησία την «βρώση» και την «πόση» των πιστών με ειδική ευχή τόσο πριν όσο και μετά το φαγητό, προκειμένου να γεύονται και να απολαμβάνουν οι πιστοί το φαγητό και το νερό τους σε όλη την πληρότητά τους. Πριν το μεσημεριανό φαγητό απαγγέλλεται η ευχή: «Χριστέ, ο Θεός ημών ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου ότι άγιος ει πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν» . Και μετά το φαγητό: «Ευχαριστούμεν Σοι, Χριστέ, ο Θεός, ότι ενέπλησας ημάς των επιγείων Σου αγαθών. Μη στερήσεις ημάς και της επουρανίου σου βασιλείας, αλλ’ ως εν μέσω των μαθητών σου παρεγένου Σωτήρ, την ειρήνην διδούς αυτοίς, ελθέ και μεθ’ ημών και σώσον ημάς. Αμήν» .
Ο πιστός σ’ αυτή την ατμόσφαιρα απολαμβάνει μαζί με τα επίγεια και τα ουράνια αγαθά. Αφού ευχαριστεί το Θεό η όρνιθα για το νερό που πίνει, δεν είναι λογικό να τον ευχαριστεί πολύ περισσότερο ο λογικός άνθρωπος!
Ως ελάχιστη ένδειξη ευγνωμοσύνης προς το Θεό, όταν δεν γνώριζαν τις εκκλησιαστικές ευχές, οι πιστοί στον Πόντο σταυροκοπιούνταν πριν και μετά το φαγητό. Αν κάποιο παιδί έβαζε κάτι στο στόμα του πριν την προσευχή στο τραπέζι έλεγε ο πατέρας ή η μητέρα: «ασταύρωτα ’κι βάλουμε τηδέν σο στόμαν εμουν». Δεν βάζουμε τίποτε στο στόμα μας προτού κάνουμε το σταυρό μας.

Οι διαπροσωπικές σχέσεις των συζύγων και η αντίθεση της ορθόδοξης θεολογίας στον γάμο ανθρώπων του ιδίου φύλου

Όχι μόνο το ψωμί και το νερό απολαμβάνει με περισσότερη ένταση και πληρότητα ο άνθρωπος όταν τα συνδέει με το Θεό και επικαλείται την ευλογία Του, αλλά και κάθε τι που τον ηδύνει, αφού πηγή όλων των ηδέων είναι ο Θεός. Εκείνος που συνδέει όλα τα ηδέα με το Θεό γνωρίζει να απολαμβάνει με περισσότερη και ξεχωριστή ένταση και ευλογία και τις διαπροσωπικές συζυγικές σχέσεις. Γίνεται ηδύγλωσσος και τερπνός προς τον/την σύζυγο. Δεν απομονώνει την ηδονή από την όλη διαπροσωπική σχέση, αλλά ανάγει και συνδέει τα πάντα με τον χορηγό όλων των ηδέων. Ιδιαίτερα όταν αυτή η συνάφεια έχει ως ιερό αποτέλεσμα τη δημιουργία ανθρώπου. Τότε παύει να είναι η συνάφεια αυτή μια αποκλειστικά σαρκική σχέση, αφού μέσω αυτής καθίσταται ο άνθρωπος συν-δημιουργός του Θεού.
Να γιατί είναι αντίθετη στις μέρες μας η ορθόδοξη θεολογία με την επιδίωξη της Κυβέρνησης καθώς και άλλων πολιτικών σχηματισμών να ανυψώσουν τη συμβίωση ανθρώπων του ιδίου φύλου σε γάμο. Από τη σχέση αυτή δεν είναι δυνατόν να προκύψει καρπός συνδημιουργίας με το Θεό. Είναι μία σχέση καταδικασμένη στη σαρκικότητα και μάλιστα στη μη φυσιολογική, απ’ την οποία λείπει το στοιχείο της συμπληρωματικότητας και της ένωσης των φύλων . Μιας ένωσης από την οποία, όπως παρατηρεί ο Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος, προκύπτει «το θαύμα της ζωής», της δημιουργίας ενός νέου ανθρώπου, που ἔρχεται στὸν κόσμο «με αἰώνια προοπτικὴ» . Στις διαπροσωπικές σχέσεις των συζύγων δεν μπορεί να υπάρξει πιο υπέροχο συναίσθημα από το συναίσθημα της συν-δημιουργίας με το Θεό!
Αξίζει όντως να υψώνει το βλέμμα του ο άνθρωπος στον ουρανό γεμάτος ευγνωμοσύνη για όλα τα αγαθά που του χορηγεί ο Θεός. Σαν την «κοσσάρα, που «πίν’ νερόν και τερεί σον ουρανόν ».

—————————-

Ο κ. Γεώεγιος Τσακαλίδης είναι Δρ Θεολόγος-θρησκειοπαιδαγωγός

 

 

  • Η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ “ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ”

του Γεωργίου Τσακαλίδη*

Αν θέλει να γνωρίσει κανείς την Τραπεζούντα, την πρωτεύουσα των Κομνηνών, θα δυσκολευθεί να το πετύχει, αν το επιχειρήσει χωρίς προηγούμενη  μελέτη του κλασσικού και μνημειώδους έργου (908 σελίδων) «Η Εκκλησία Τραπεζούντος»[1], που συνέγραψε ο Χρύσανθος Φιλιππίδης και εξέδωσε το 1933 η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών. Αν θέλει να μιλήσει κανείς για τον συγγραφέα του μνημειώδους αυτού έργου και κορυφαία προσωπικότητα του ποντιακού ελληνισμού, τον τελευταίο Μητροπολίτη Τραπεζούντος και κατόπιν Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Χρύσανθο Φιλιππίδη, θα πρέπει προηγουμένως να γνωρίσει τουλάχιστον τους σπουδαιότερους σταθμούς της ζωής του, τους οποίους παραθέτω ευθύς αμέσως έχοντας ως πηγή τις δικές του «Βιογραφικές αναμνήσεις»[2], αλλά και τη διπλωματική εργασία, του μακαριστού Μητροπολίτη Δράμας κυρού Παύλου[3].

Η βιογραφία του

Ο Χαρίλαος Φιλιππίδης –αυτό ήταν το κοσμικό του όνομα- γεννήθηκε στην Κομοτηνή το 1881, ως έβδομο παιδί του ζεύγους Ζήση και Ξανθώς Φιλιππίδη. Τον πατέρα του, που ήταν έμπορος σιτηρών και κουκουλιών, δεν πρόλαβε να γνωρίσει, αφού πέθανε από ημιπληγία, όταν ο Χαρίλαος ήταν πολύ μικρός.

Παρακολούθησε το σχολαρχείο της Κομοτηνής, ενώ τις γυμνασιακές του σπουδές ολοκλήρωσε στην Ξάνθη. Φοίτησε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, κοντά σε επιφανείς κληρικούς και λαϊκούς θεολόγους. Παράλληλα επιδόθηκε στην εκμάθηση της γαλλικής, της γερμανικής και της τουρκικής γλώσσας. Η γλωσσομάθειά του όχι μόνο θα διευρύνει τους ορίζοντές του, αλλά θα τον αναδείξει σε υπερεθνική προσωπικότητα, αφού χάρη σ’ αυτή, όπως θα δούμε στη συνέχεια, θα εκπροσωπήσει σε διεθνείς συναντήσεις  το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και την Οικουμενική Ορθοδοξία.

Ύστερα από τις επταετείς  σπουδές του έλαβε το πτυχίο του διδασκάλου της Ορθοδόξου Εκκλησίας το 1903. Αμέσως μετά χειροτονείται διάκονος. Στη χειροτονία του παρίσταται και ο μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος, ο μετέπειτα μητροπολίτης Σμύρνης, που μαρτύρησε το 1922 και ανακηρύχθηκε άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Λόγω των ιδιαίτερων ικανοτήτων του διορίζεται ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Τραπεζούντος. Σε ηλικία μόλις 23 ετών διορίζεται από τον Μητροπολίτη Κωνστάντιο γενικός του επίτροπος λόγω αναχωρήσεώς του ως συνοδικού στην Κωνσταντινούπολη. Ως διάκονος-αναπληρωτής του Μητροπολίτη επιλύει δύο δύσκολα προβλήματα για τον ελληνισμό της Τραπεζούντος, που αυξάνουν κατακόρυφα το γόητρό του και τη συμπάθεια των Ελλήνων στο πρόσωπό του. Το πρώτο: Σώζει με παρέμβασή του στις τουρκικές αρχές από βέβαιη θανατική καταδίκη Έλληνα βιβλιοπώλη, που βρέθηκαν στο κατάστημά του αφίσες της επανάστασης του 1821. Το δεύτερο είναι η δυναμική παρέμβαση απελευθέρωσης ανήλικης κόρης από την περιοχή Ματσούκας, την οποία απήγαγαν οι Τούρκοι, με σκοπό να την εξισλαμίσουν[4].

Το 1907 συνεχίζει μεταπτυχιακές σπουδές στη Λειψία, όπου σπουδάζει για τέσσερα χρόνια φιλοσοφία καθώς και μαθήματα κανονικού και ρωμαϊκού δικαίου[5]. Μετά ταύτα μεταβαίνει στη Λωζάννη της Ελβετίας, όπου παρακολουθεί μαθήματα θεολογικά, νομικά και κοινωνιολογικά. Με τις σπουδές του αυτές σε ευρωπαϊκά κέντρα οικοδομεί μια πολύπλευρη ηγετική προσωπικότητα, που θα παίξει καθοριστικό ρόλο σε εθνικό και υπερεθνικό, οικουμενικό επίπεδο.

Ενώ βρίσκεται ακόμη στη Λωζάννη προσκαλείται τον Απρίλιο του 1911 από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ να αναλάβει την περίοπτη θέση του Διευθυντή και Αρχισυντάκτη  της εφημερίδας του Πατριαρχείου «Εκκλησιαστική Αλήθεια», όπου δημοσιεύει σπουδαία άρθρα. Το άρθρο του «Στώμεν καλώς» στις 10 Σεπτεμβρίου του 1911 τάσσεται υπέρ της συνεννόησης των εθνοτήτων απέναντι στη νεοτουρκική κυβέρνηση, στην οποία ασκεί έντονη κριτική. Εξοργίζεται η νεοτουρκική κυβέρνηση και διατάζει την παύση έκδοσης της εφημερίδος μέχρι το τέλος του έτους. Ο ελληνισμός της Πόλης όμως ενθουσιάζεται. Η Πηνελόπη Δέλτα χαρακτηρίζει το άρθρο «προφητεία». Όσες φορές οι τουρκικές εφημερίδες βάλλουν κατά του Πατριαρχείου ο Πατριάρχης Ιωακείμ δίνει εντολή στον Χρύσανθο να απαντήσει στα τουρκικά φύλλα. Εκείνος απαντά μέσω των πολιτικών εφημερίδων χρησιμοποιώντας τα αρχικά του Χ.Φ. Η εθνική δράση του Χρύσανθου τον συνδέει με την «Οργάνωση της Κωνσταντινουπόλεως», ιδρυτής της οποίας είναι ο φίλος του Ίων Δραγούμης.

Την επίσημη ημέρα των Χριστουγέννων του 1911 χειροτονείται από τον ίδιο τον Πατριάρχη πρεσβύτερος, δείγμα της μεγάλης εκτίμησης που έχαιρε. Τον Ιούλιο του 1912 αποστέλλεται ως πατριαρχικός έξαρχος στη Βενετία για την κατάπαυση των εκεί κοινοτικών ερίδων, μια αποστολή που στέφεται με πλήρη επιτυχία.

Στις 2.4.1913 προάγεται ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Κωνσταντίνος σε Μητροπολίτη Κυζίκου αφήνοντας κενή τη Μητρόπολη Τραπεζούντας. Η ελληνική κοινότητα, εκτιμώντας τα ηγετικά του προσόντα, ζητεί επίμονα με τηλεγραφήματα στο Πατριαρχείο και στην ελληνική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη την ανάδειξη του Χρύσανθου στο θρόνο της Τραπεζούντας. Τελικά εκλέγεται ο Χρύσανθος στις 18 Μαΐου 1913 σε ηλικία μόλις 32 ετών[6], παρότι είχε ως συνυποψηφίους τον Μητροπολίτη Αγκύρας Γερβάσιο και τον επίσκοπο Ροδοστόλου Αλέξανδρο. Στις 26 Μαΐου γίνεται η χειροτονία του στον πατριαρχικό ναό του αγ. Γεωργίου με προεξάρχοντα της χειροτονίας τον θρυλικό Μητροπολίτη Αμασείας Γερμανό Καραβαγγέλη. Στις 3 Οκτωβρίου γίνεται η ενθρόνισή του στην Τραπεζούντα, όπου ο λαός του επιφυλάσσει ενθουσιώδη υποδοχή.

 

Εθνική προσωπικότητα

 

Τίθεται το ερώτημα: Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί κανείς να χαρακτηρισθεί  εθνική προσωπικότητα; Ο τίτλος -είναι προφανές- ότι δεν απονέμεται από κάποιο ανώτατο ίδρυμα ως ένα είδος διδακτορικού διπλώματος, αλλά αναγνωρίζεται από τον λαό ύστερα από προσφορά αδιαμφισβήτητων εθνικών υπηρεσιών. Θα δούμε ευθύς αμέσως  ποιες εθνικές υπηρεσίες προσέφερε ο Χρύσανθος, εξ αιτίας των οποίων δικαιωματικά χαρακτηρίστηκε εθνική προσωπικότητα.

Υπάρχει η εσφαλμένη αντίληψη, την οποία εκπροσωπούν άνθρωποι από τον χώρο κυρίως της πολιτικής, αλλά  και των Μ.Μ.Ε. ότι οι δραστηριότητες των ιεραρχών και του ιερού κλήρου γενικότερα θα πρέπει να περιορίζονται εντός των τεσσάρων τειχών των ιερών ναών και να αφήνουν τα άλλα θέματα: εθνικά και κοινωνικά σε άλλους αρμοδιότερους. Ο Χρύσανθος Φιλιππίδης δεν συμμεριζόταν την αντίληψη αυτή. Βεβαίως και έδινε προτεραιότητα στην πνευματική καλλιέργεια του ποιμνίου του, χωρίς όμως να παραμελεί την εθνική και κοινωνική του αποστολή. Λειτουργεί και κηρύττει κάθε Κυριακή αναφερόμενος στα εθνικά και κοινωνικά προβλήματα, αφού κυρίως αυτά απασχολούν την επικαιρότητα και την καθημερινότητα του ποιμνίου του.  Ο λόγος του είναι σαγηνευτικός. Οι ναοί κατακλύζονται από πιστούς. Στο πρόσωπό του αναγνωρίζει ο κόσμος την εθνική εκείνη προσωπικότητα που τον εκφράζει στα ανατολικά σύνορα του ελληνισμού. Είναι εξαιρετικά δραστήριος ιεράρχης. Αναφέρω επί τροχάδην ελάχιστες μόνο από τις δραστηριότητές του και μερικά μόνο γεγονότα που αποδεικνύουν την εθνική και υπερεθνική προσωπικότητά του:

  1. Ιδρύει το περιοδικό «Οι Κομνηνοί», στο οποίο είναι ο κύριος αρθρογράφος.
  2. Μεριμνά για την παιδεία των ελληνοπαίδων, στην οποία τεράστιο ρόλο διαδραματίζει το περίφημο Φροντιστήριο Τραπεζούντος, στην εφορία του οποίου προεδρεύει ο ίδιος.
  3. Επιλέγει συνεργάτες όχι μόνο άνδρες, αλλά και γυναίκες. Αξιοποιεί ή ιδρύει γυναικείες Οργανώσεις:  τη Σχολή Θηλέων π.χ. στη γυναικεία μονή της Θεοσκεπάστου, όπου οι τρόφιμες διαπαιδαγωγούνται ηθικά και μαθαίνουν την υφαντική τέχνη. Οι γυναικείες οργανώσσεις «Η μέριμνα»  και η «Φιλόπτωχος Αδελφότης», «κατά την περίοδο της ρωσικής κατοχής (1916-18) διαχειρίστηκαν με τιμιότητα πολλά εκατομμύρια ρούβλια»[7].
  4. Η παρουσία του και ο μεστός λόγος του στις λατρευτικές συνάξεις προσδίδει ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια και τονώνει όχι μόνο το θρησκευτικό, αλλά και το εθνικό αίσθημα. Οι γιορτές Χριστουγέννων, Θεοφανείων, Πάσχα, Τριών Ιεραρχών λαμβάνουν ευρύτερο εθνικό χαρακτήρα και με τη μεγαλοπρέπειά τους εντυπωσιάζουν ακόμη και Τούρκους πολίτες.
  5. Η εθνική του δράση δεν τον καθιστά αυτόματα και εθνικιστή ιεράρχη. Συνεργάζεται αρμονικά με τις άλλες μειονότητες της Τραπεζούντας και με τους Τούρκους αξιωματούχους.
  6. Μεριμνά για την εκλογή Ελλήνων βουλευτών στην τουρκική βουλή.     Ο ελληνισμός της Τραπεζούντας, που ζει τόσο μακριά από το εθνικό κέντρο αναγνωρίζει στο πρόσωπο του πολυτάλαντου και δυναμικού ιεράρχη τον εθνικό του ηγέτη, τον εθνάρχη του.
  7. Όταν το 1914 στρατεύτηκαν και οι Έλληνες και Αρμένιοι (ηλικίας 28-50 ετών) Ο Χρύσανθος κατάφερε με τις καλές σχέσεις που δημιούργησε με τον βαλή της Τραπεζούντας, να εξαιρεθούν από τη στράτευση όχι μόνο οι ιερείς και οι διάκονοι, που προέβλεπε η διαταγή του υπουργού εσωτερικών Ταλαάτ, αλλά και οι ψάλτες, οι επίτροποι των ναών, αλλά και οι δάσκαλοι και καθηγητές. Έτσι κατάφερε να λειτουργήσουν απρόσκοπτα και στη διάρκεια του πολέμου τα ελληνικά σχολεία.
  8. Όταν αρχίζει η σφαγή των Αρμενίων, πολλές Αρμένισσες μητέρες άφηναν τα παιδιά τους στην προστασία του Χρύσανθου, στο ορφανοτροφείο της Μητρόπολης Τραπεζούντας. Περιέθαλψε μεν τα ορφανά Αρμενόπουλα σεβάστηκε όμως απεριόριστα τη θρησκευτική τους ιδιοπροσωπία. Απαγόρευσε να εκκλησιάζονται στους ορθόδοξους ελληνικούς ναούς, για να αποφύγει την έγερση υπόνοιας ότι ασκεί προσηλυτισμό. Έστειλε αμέσως επιστολή στον Αρμένιο Πατριάρχη να στείλει εκπρόσωπό του στην Τραπεζούντα για την κάλυψη των θρησκευτικών αναγκών των ορφανών.
  9. Στη ρωσική κατοχή, πριν καν αναλάβει ο ρωσικός στρατός, παραδίδει σ’ αυτόν ο Βαλής της Τραπεζούντας Τζεμάλ Αζμή βέης την κυβέρνηση με τα λόγια: «από Έλληνας παρελάβομεν την Τραπεζούντα, εις τους Έλληνας και την παραδίδομεν. Έχω πεποίθησιν … ότι θα προστατεύσητε και τους εγκαταλειπομένους μουσουλμάνους όπως και τους Χριστιανούς με την εγνωσμένην μεγαλοψυχίαν και αγάπην σας»[8].
  10. Ο Χρύσανθος προστατεύει τον μουσουλμανικό πληθυσμό από τη φτώχεια. Κέρδισε τόσο πολύ την εμπιστοσύνη του ώστε οι ίδιοι να ζητούν για μεταξύ τους διαφορές τη μεσολάβησή του. Όταν μερικοί Έλληνες εκμεταλλευόμενοι την αναχώρηση του τουρκικού στρατού θέλησαν να λεηλατήσουν ορισμένες αποθήκες στο λιμάνι της Δαφνούντας ήταν τόσο άμεση η επέμβασή του, ώστε «έσπασε το μπαστούνι του στην πλάτη ενός επιδρομέα»[9].
  11. Στη δημαρχία προώθησε τον Φωστηρόπουλο, ωστόσο τοποθέτησε και Τούρκο, στο δημαρχιακό συμβούλιο ως εκπρόσωπο του τουρκικού πληθυσμού.
  12. Η σώφρων πολιτική που εφάρμοσε απέναντι στους μουσουλμάνους και η προστασία που τους παρέσχε «έσωσε την Τραπεζούντα από πολλά δεινά, όταν οι Τούρκοι ανακατέλαβαν την περιοχή»[10]. Έτσι εξηγούσαν και οι δικοί μας πρόσφυγες, όταν ήρθαν στην Ελλάδα το γεγονός ότι ο Ανατολικός Πόντος είχε μόνο το 20% των θυμάτων της γενοκτονίας, και το απέδιδαν αυτό στη συνετή διοίκηση του Χρυσάνθου έναντι του μουσουλμανικού πληθυσμού.
  13. Στις πανσλαβιστικές βλέψεις των Ρώσων να υπαχθούν οι κατεχόμενες από τους Ρώσους επαρχίες στη Ρωσική Εκκλησία δεν ενέδωσε ο Χρύσανθος ακολουθώντας τη γραμμή του Πατριαρχείου[11].
  14. Για να αποφευχθούν βιαιοπραγίες του τουρκικού πληθυσμού και των Τούρκων τσετών εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού οργάνωσε αφ’ ενός ομάδες αυτοάμυνας με ρωσικό πολεμικό υλικό και μεσολάβησε αφ’ ετέρου στο μπολσεβικικό κομιτάτο να παραδώσουν την Τραπεζούντα όσο ταχύτερα γίνεται στον επίσημο τουρκικό στρατό, πράγμα που έγινε και είχε ευεργετικές επιπτώσεις στον ελληνικό πληθυσμό. Μετά την ανακατάληψη της Τραπεζούντας από τον τουρκικό στρατό επισκέφθηκαν τον Χρύσανθο ο υπουργός των στρατιωτικών και οι δύο ανώτατοι διοικητές στρατού και ναυτικού και τον ευχαρίστησαν για την άψογη στάση του απέναντι στους μουσουλμάνους[12].

Ο διοικητής μάλιστα της τρίτης Οθωμανικής Στρατιάς Βεχήπ σε επιστολή του προς τον Χρύσανθο αναγνωρίζει: «Είναι  τελείως αλησμόνητος η όλως πατρική και πρόφρων μέριμνα και προστασία της Υμετέρας Σεβασμιότητος απέναντι του οθωμανικού στοιχείου»[13]

 

Ένα γεγονός όμως που τον εξύψωσε στα μάτια των απανταχού Ποντίων, ήταν η ανάμιξή του στην κίνηση για τη δημιουργία ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου.

 

Ο Μητροπολίτης Χρύσανθος και η κίνηση για δημιουργία της Δημοκρατίας του Πόντου

 

Τον Ιανουάριο του 1918 το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον καλεί τηλεγραφικά να μεταβεί στο Παρίσι, στο εκεί Συνέδριο της Ειρήνης μαζί με την επιτροπή που θα πρόβαλε τα δίκαια του αλύτρωτου ελληνισμού. Του αναθέτει δηλαδή το Πατριαρχείο εθνική αποστολή. Το Φεβρουάριο αναχωρεί ο Χρύσανθος μέσω Βατούμ για Κων/πολη. Οι Έλληνες της Τραπεζούντος, αλλά και του Βατούμ τον κατευοδώνουν με συγκίνηση και εκδηλώσεις αποθεωτικές. Ο ελληνισμός ελπίζει ότι ήρθε ο καιρός της εκπλήρωσης των πόθων του.  Οι Τούρκοι θορυβούνται και δημοσιεύουν λίβελλο εναντίον του, η εφημερίδα «Εποχή» όμως του Καπετανίδη δίνει αποστομωτική απάντηση[14].

Στην Κων/πολη διαβάζοντας τα πρακτικά της επιτροπής διαπιστώνει με έκπληξη ο Χρύσανθος ότι ο Βενιζέλος παραχωρούσε ελληνικώτατες περιοχές, όπως το βιλαέτιο της Τραπεζούντας, στο οποίο υπαγόταν σχεδόν όλος ο Πόντος στο υπό ίδρυση αρμενικό κράτος. Στο Παρίσι που μετέβη συνάντησε τον Βενιζέλο και του εξήγησε ότι οι στατιστικές που είχε υπόψη του για τον ελληνικό πληθυσμό του Πόντου ήταν εντελώς εσφαλμένες. Ο πληθυσμός ήταν τουλάχιστον διπλάσιος από εκείνον που νόμιζε ο Βενιζέλος. Του εξήγησε ότι την περίοδο 1916-18 λειτούργησε ένα είδος αυτονομίας στον Πόντο με επιτυχία. Ο Βενιζέλος αναγκάσθηκε να ομολογήσει την πλάνη του για το ποντιακό ζήτημα και υποσχέθηκε ότι, αν είναι δυνατόν, θα διορθώσει όσα έγραψε στο υπόμνημά του για τον Πόντο. Ο Χρύσανθος είχε αναγνωρισθεί ήδη εν τοις πράγμασι ως επικεφαλής της αντιπροσωπείας του Πόντου. Ως πραγματικός εθνάρχης είχε στο Παρίσι επαφές με τον Γάλλο Πρωθυπουργό Πουανκαρέ, με τον Κλεμανσώ, με τα μέλη της αγγλικής αποστολής, τον Πρόεδρο των Η.Π.Α. Ουίλσον[15].

Ο Βενιζέλος άλλαξε στάση αρκετές φορές, και η αντιφατικότητα αυτή απογοήτευσε τους Ποντίους, οι οποίοι χαρακτήρισαν την όλη στάση της κυβέρνησης ως «άστοχη, άστοργη και ατυχή[16]». Ο ίδιος ο Χρύσανθος ήταν αρκετά αισιόδοξος, και αντλούσε την αισιοδοξία του από τις υποσχέσεις που εισέπραττε από διαφόρους εκπροσώπους των ξένων δυνάμεων.

Είναι χαρακτηριστικό αυτό που άκουσε από τον Πρόεδρο των Η.Π.Α. Ουίλσον μετά την παρουσίαση εκ μέρους του Χρυσάνθου του όλου θέματος και συγκεκριμένα για τη δημιουργία ανεξάρτητου Πόντου υπό αμερικανική εντολή στις 16 Μαΐου 1919: «Είναι θαυμασίως πειστικά όσα μου λέγετε. Ο Πόντος πρέπει να γίνει ανεξάρτητος». Ο Χρύσανθος μετέφερε στον Βενιζέλο όσα του είπε ο Ουίλσον. Ο Βενιζέλος όμως ενδιαφερόταν να μάθει αν τον διέψευσε ο Χρύσανθος στον Ουίλσον. Δυστυχώς δεν υπήρχε συντονισμένη ενιαία γραμμή εκ μέρους της ελληνικής πλευράς με ευθύνη της κυβέρνησης πάνω στο εθνικό ζήτημα της ανεξαρτησίας του Πόντου και η υπόθεση ναυάγησε εξ αιτίας και της στάσεως των συμμάχων, που πρωτίστως επεδίωκαν τα συμφέροντα των χωρών τους. Ο Χρύσανθος βέβαια δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια. Μετέβη στο Λονδίνο στις 23 Ιουλίου 1919, προκειμένου να κερδίσει την υποστήριξη της βρετανικής κυβέρνησης  και της αγγλικανικής Εκκλησίας, αλλά η υπόθεση μάλλον ήδη είχε χαθεί.

Με την επιστροφή του στην Κων/πολη συναντήθηκε με παλιούς γνωρίμους του Τούρκους, ακόμη και με τον πρώην Τούρκο πρωθυπουργό Τζετ πασά, για τους όρους της ισοπολιτείας σε περίπτωση αυτονομίας του Πόντου. Στους 10 όρους που κατέληξαν συμπεριλαμβάνονταν: η Τουρκία θα διατελεί υπό την εντολή της Κοινωνίας των Εθνών, θα διατηρηθεί το εκπαιδευτικό, εκκλησιαστικό και κοινοτικό καθεστώς.    Έγιναν προτάσεις για θέματα απόδοσης δικαιοσύνης, ίσης συμμετοχής Ελλήνων και Τούρκων στην αστυνομία και στη χωροφυλακή, αναλογικής συμμετοχής των Ελλήνων στον καταρτισμό Υπουργείου, ίδρυσης ιδιαίτερων ελληνικών ταγμάτων, καθιέρωσης της ελληνικής γλώσσας ως επίσημης παράλληλα προς την τουρκική. Όλα αυτά φανερώνουν τις σπάνιες διοικητικές, αλλά και διπλωματικές ικανότητες του Μητροπολίτη Χρύσανθου. Εάν στις προσπάθειες αυτές είχε την πλήρη στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης, είναι βέβαιο ότι θα υπήρχε ελπίδα επιθυμητής λύσης του προβλήματος αυτονομίας του Πόντου.

Παρότι αρχική επιδίωξή του δεν είναι ένα  ομόσπονδο κράτος με τους Αρμενίους, αλλά μια ανεξάρτητη δημοκρατία του Πόντου, όταν η πλάστιγγα από τις υποχωρήσεις του Βενιζέλου κλείνει προς τα εκεί, είναι εκείνος που θα αναλάβει να διεξαγάγει τις συζητήσεις με την αρμενική πλευρά και να υπερασπίσει τα δίκαια των Ελλήνων του Πόντου. Συνομιλίες διεξήγαγε με τον πρωθυπουργό της Αρμενίας Χατισιάν. Η ποντιακή πλευρά πρότεινε στις διαπραγματεύσεις μια Ποντο-αρμενική Ομοσπονδία, στην οποία κάθε ένα ομόσπονδο κράτος θα απολαμβάνει πλήρη αυτονομία, με δική του βουλή, δική του νομοθεσία δικούς του υπουργούς και δικό του στρατό. Ο στρατός θα διαθέτει ενιαία διοίκηση. Θα υφίσταται ενιαία εξωτερική πολιτική και ενότητα νομισματική. Θα υπάρξει ανώτατη επιτροπή των δύο κρατών επιφορτισμένη με τον κανονισμό των κοινών υποθέσεων των δύο κρατών. Τελικά όμως οι αντιπροσωπείες δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν στις λεπτομέρειες της σύστασης της Ομοσπονδίας.

 

Ο Χρύσανθος ως υπέρ-εθνική και οικουμενική προσωπικότητα

 

Ο Μητροπολίτης Χρύσανθος αναδείχθηκε λόγω της σύνεσης και των άλλων ικανοτήτων του εν γένει σε μία κοινά αποδεκτή εκκλησιαστική, οικουμενική προσωπικότητα. Δεν είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι αυτόν επιλέγει το Οικουμενικό Πατριαρχείο να μεταβεί στη Γεωργία και να μελετήσει την κατάσταση της Γεωργιανής Εκκλησίας που είχε ανακηρύξει την αυτοκεφαλία της. Ο Χρύσανθος μετέβη στην Τιφλίδα, όπου είχε επανειλημμένες επαφές τόσο με τις εκκλησιαστικές αρχές όσο και με τον πρωθυπουργό και τον υπουργό εξωτερικών. Τον Ιούλιο δε του 1920 σε εμπεριστατωμένη έκθεσή του τάχθηκε υπέρ της αυτοκεφαλίας της Γεωργιανής Εκκλησίας, για να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τη ρωμαιοκαθολική προπαγάνδα, που απειλούσε την ενότητά της. Την αναγνώριση της υπερεθνικής και οικουμενικής προσωπικότητας του Μητροπολίτη Χρύσανθου καταδεικνύει και το γεγονός ότι τον Νοέμβριο του 1920 αναθέτει σ’ αυτόν η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου την προεδρία της επιτροπής για τον διάλογο της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους Παλαιοκαθολικούς.

Ο Χρύσανθος υπήρξε οικουμενική όχι όμως οικουμενιστική προσωπικότητα. Στις πατριαρχικές εκλογές του 1921 π.χ. τάσσεται αναφανδόν υπέρ της υποψηφιότητας του Αμασείας Γερμανού και εναντίον της υποψηφιότητας του Μελετίου Μεταξάκη, για τον οποίο είχαν διατυπωθεί πολλές ενστάσεις επί αντικανονικότητι στην εκλογή του ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών με έντονη παρέμβαση της κοσμικής εξουσίας. Ας σημειωθεί ότι ο Μεταξάκης δεν δίστασε να αναγνωρίσει τις χειροτονίες των Αγγλικανών και εισήγαγε με αντιδημοκρατικό τρόπο (χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του λαού) το γρηγοριανό ημερολόγιο, που ταλαιπώρησε και οδήγησε σε σχίσμα το πλήρωμα της Εκκλησίας.

Οι εθνικές και υπερεθνικές αρμοδιότητες, με τις οποίες είναι εξοπλισμένος ο Χρύσανθος, ανησύχησαν τους Τούρκους, οι οποίοι δεν έπαψαν να παρακολουθούν όλες τις κινήσεις του και να γράφουν εναντίον του. Αυτές έγιναν και η αιτία να καταδικασθεί ερήμην σε θάνατο από το δικαστήριο ανεξαρτησίας στην Αμάσεια στις 7/20 Σεπτεμβρίου του 1921. Ευτυχώς δεν βρισκόταν στην Τραπεζούντα, όταν βγήκε η απόφαση. Θα είχε και αυτός την τύχη των συνεργατών του: του βουλευτή Ματθαίου Κωφίδη και του εκδότη και δημοσιογράφου Νίκου Καπετανίδη, που απαγχονίστηκαν και οι δύο. Το 1922 αναχώρησε από την Κων/πολη στην Αθήνα, όπου για μεγάλο διάστημα διετέλεσε αποκρισάριος του Πατριαρχείου στην Αθήνα και έλυσε πολλά ζητήματα που του ανατέθηκαν, μεταξύ των οποίων και το ζήτημα της Αλβανικής Εκκλησίας..

Το 1938 εκλέχτηκε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Στην γερμανική κατοχή έδειξε λαμπρό παράδειγμα αντίστασης, αρνούμενος τόσο την υποδοχή του στρατού κατοχής όσο και την τέλεση δοξολογίας στη Μητρόπολη καθώς και την ορκωμοσία  της κατοχικής Κυβέρνησης Τσολάκογλου. Όταν μάλιστα του παρατήρησαν πως με την άκαμπτη στάση του διακινδυνεύει τη θέση του, απάντησε: «όχι μόνον τον θρόνον μου αλλά και την ζωήν μου είμαι έτοιμος να θυσιάσω δια το καθήκον μου»[17]. Η αγέρωχη εθνοπρεπής στάση του απέναντι στους κατακτητές ώθησε την  Γκεστάπο και τους Έλληνες συνεργάτες της να εξεύρουν τρόπο αποπομπής του Χρυσάνθου με συντακτική πράξη. Έκτοτε αποσύρθηκε στο φτωχικό σπίτι του στην οδό Σουμελά στην Κυψέλη. Αν και του δόθηκε η ευκαιρία μετά την απελευθέρωση από τη γερμανική κατοχή να διεκδικήσει και να καταλάβει εκ νέου τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, αποβλέποντας μόνο στην ειρήνευση της Εκκλησίας και του ελληνικού έθνους, το οποίο δεν ήθελε να διχάσει, ουδέποτε επεδίωξε την επάνοδό του στο θρόνο, αποδεικνύοντας το μεγαλείο της ψυχής του. Ευχαριστώ

*Ο κ. Γεώργιος Χαρ. Τσακαλίδης είναι Δρ Θεολόγος-Θρησκειοπαιδαγωγός

[1] Σύγκρ. Φιλιππίδης Χρύσανθος, Μητροπολίτης Τραπεζούντος, Η Εκκλησία Τραπεζούντος, Αθήνα 1933

[2] Σύγκρ. Φιλιππίδης Χρύσανθος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Βιογραφικαί αναμνήσεις, Αθήνα 1970

[3] Σύγκρ. Αποστολίδης Παύλος, Μητροπολίτης Δράμας, Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος Φιλιππίδης 1913-1923), η αρχιερατεία του στην Τραπεζούντα, β΄έκδ. Θεσσαλονίκη 2008

[4]Σύγκρ. Φιλιππίδης Χρύσανθος,  Βιογραφικαί αναμνήσεις, 38

[5] Σύγκρ. Αποστολίδης Παύλος,  Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύ-σανθος,  40

[6] Σύγκρ. ό. π. 42 εξ.

[7] Ό. π. 48

[8] Φιλιππίδης Χρύσαθος, Βιογραφικαί αναμνήσεις 126 εξ.

[9] Αποστολίδης Παύλος,  Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, 73.

 

[10] Αποστολίδης Παύλος,  Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος,76.

[11] Σύγκρ. ό. π. 76 – 78.

[12] Σύγκρ. ό. π. 87.

[13] Ό. π. 172εξ.

[14] Σύγκρ. «Εποχή 5.3.11919 σ.1-4. Σύγκρ. επίσης  Αποστολίδης Παύλος,  Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, 181-197.

[15] Σύγκρ. Αποστολίδης Παύλος,  Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, 102.

[16] Σύγκρ. ό. π. 97

[17] Παπαδόπουλος Άνθιμος, …227