Ασχολούμαι συνειδητά με την πολιτική από τα πρώτα φοιτητικά μου χρόνια σε διάφορες μορφές –συγγραφή σχετικών άρθρων και βιβλίων, κινηματική και συλλογική δράση, συμμετοχή σε εσωτερικές διαδικασίες της Χριστιανικής Δημοκρατίας.

Σύντομα διαπίστωσα αυτό που έγραφε ένας μεγάλος κοινωνιολόγος: «οι [πολιτικά] συντηρητικοί δεν έχουν καμιά κατανόηση του σύγχρονου καπιταλισμού. Έχουν μια παραμορφωμένη αντίληψη των παραδοσιακών αξιών που ισχυρίζονται ότι προστατεύουν». Το ερώτημα που τίθεται στους συντηρητικούς είναι πάντα το «τι συντηρούν». Και αλίμονο αν αυτό είναι μια σάπια και ανθρωποβόρα κατεστημένη τάξη πραγμάτων…

Πέρα από τις σπουδές, τις μελέτες και τα προσωπικά γραπτά, η πολιτική παραμένει ενδιαφέρον πηγαίο και καημός, διότι όχι μόνο «δε μπορεί κανείς να σωθεί παρά μόνο μέσω του συνανθρώπου του» αλλά επίσης δε μπορεί να έχει αγάπη και να μένει αδιάφορος. Ο «ζήλος της συμπόνιας» κατά τη Χ. Άρεντ ή η «επανάσταση της αγάπης» κατά τον Ν. Ψαρουδάκη είναι πάντα το ζωογόνο ελατήριο. Επίσης, η «εξέγερση ενάντια στο κακό μέσα μας και μέσα στον κόσμο».

Πόσω μάλλον όταν τα τελευταία 4 «μεταμνημονιακά» χρόνια έχουμε να αντιπαλέψουμε πρωτοφανέστατες αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις (κατά συρροήν υποκλοπές, χειραγώγηση Δικαιοσύνης), την εμβάθυνση της εθνικής εξάρτησης («σωστή πλευρά της Ιστορίας») και, 43 χρόνια μετά το Ρήγκαν, μια ολοένα αυξανόμενη κοινωνική αδικία και φτωχοποίηση, που θερίζει ζωές -στη νεανική, μέση και τρίτη ηλικία- και εκμαυλίζει συνειδήσεις.

Εμείς ως Χριστιανική Δημοκρατία αντί για το ανταγωνιστικό μότο «ο θάνατός σου, η ζωή μου» προβάλλουμε το αξίωμα –και τη φλόγα- της αγάπης. Αντί του συμφεροντολογικού «πολέμου όλων εναντίον όλων» προβάλλουμε το αξίωμα της αδελφότητας. Φιλοδοξία μας να γίνουμε «έκδικοι αδικουμένων», διεκδικητές των δικαίων των αδελφών μας απέναντι στο νεοφιλελεύθερο τέρας που, τρεφόμενο με τις σάρκες τους επί τόσα χρόνια, «επαχύνθη, ως εν ημέρα σφαγής».