του Στέλιου Κούκου

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ήταν και θα είναι επικίνδυνος! Εσαεί! Αυτό αντιλήφθηκα όταν, αίφνης, «είδα» έναν από τους… διώκτες του να προτείνει κάποιον λογοτέχνη. Και ας μην ήταν και τόσο σοβαρός ο προτεινόμενος. Ήταν, όμως, στα «νέα τζάκια» ή κάποιο δήθεν τζάκι στην θέση των παλαιών των ημερών. Για να είναι, όμως, κάποιος… τζάκι πρέπει, αρχικά, να ανάβει και αφ’ ετέρου να ζεσταίνει! Και όχι μόνο να καπνίζει! Διαφορετικά για τι τζάκι πρόκειται; Προφανώς εικονικό ή κάποιος αντικατοπτρισμός!

Όταν υπάρχουν, όμως, πραγματικές οάσεις τι να μας κάνουν ή να μας «πουν» τα κρύα και άφλεκτα τζάκια.

Το ωραίο πάντως με τον πυρίμαχο και πυρίκαυστο Μεγα-Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη είναι ότι τον κυνήγησαν, (άθλιο κυνήγι), και δεξιοί και αριστεροί και παραδοσιακοί και εκσυγχρονιστές, όπως και εκκλησιαστικοί! (Και βεβαίως τον δέχτηκαν και τον ύμνησαν και δεξιοί και αριστεροί και παραδοσιακοί και εκσυγχρονιστές, όπως και εκκλησιαστικοί)!

Για όλους αυτούς ο Παπαδιαμάντης ήταν επικίνδυνος γιατί πίστευαν πως… έρρεπε εκτός γραμμής! Της όποιας αλάθητης δικής τους!

Ο Μεγα-Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είχε να πει, να συζητήσει, να προτείνει!

Ήξερε να γράφει με ιδιαίτερη πλαστικότητα, ποιητικότητα και χάρη. Κανένας δεν τον έφτανε στην χρήση της γλώσσας. Ένας ανεπανάληπτος δεξιοτέχνης της γραφής που κάθε θέμα του όσο σκληρό κι αν ήταν μπορούσε να το «αναπαραστήσει», να το αποδώσει, αφαιρώντας του τις βαριές «άγκουρες» που βύθιζαν αύτανδρο θέμα και αναγνώστη. Οι λέξεις, η γραφή και ο λόγος του αποτελούν έναν κόσμο συμπάθειας στον άνθρωπο, στην κτίση. Όλο το έργο του εξυψώνει ανεπαίσθητα τον αναγνώστη, δεν τον αδικεί, χωρίς να κάνει κηρύγματα.

Και όταν κάνει «κηρύγματα» ο ποιητικός και διακριτικός του λόγος δεν σε αφήνει να καταλάβεις τον λόγο του ελεγκτικά φορτισμένο σαν να πρόκειται από κάποιον ο οποίος κατέχει την μοναδική αλήθεια. Ούτε αυτό το σεβάστηκαν οι επικριτές του!

Και αν θέλουμε να μετατεθούμε από τον έλεγχο, την επίπληξη, την αποδοκιμασία, στο χιούμορ του «κορυφαίου λογογράφου και διηγηματογράφου» μας, θα διαπιστώσουμε πως και αυτό διαθέτει την προσωπική σφραγίδα της ευαίσθητης παπαδιαμαντικής ψυχής. Και το χιούμορ του εκδηλώνεται παράλληλα και υποδόρια στον όλο λόγο του. Είναι, δηλαδή, πολύ σοφά κατανεμημένο και συνυφασμένο με την ίδια την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του και σου παρέχει μοναδική ευκαιρία να ανασυνθέσεις την ψυχική του συγγραφική διάθεση, αν όχι τον ψυχικό του κόσμο.

Και να ο μοναδικός ποιητής του ελληνικού λόγου ο οποίος δεν διστάζει, ακόμη, να βάλει το μαχαίρι βαθιά στο ελληνικό κοινωνικό σώμα ως ένας έκτακτος κοινωνιολόγος κάτι που δεν πρόσεξαν, ούτε κατάλαβαν(;) οι κριτές και επικριτές του. Διαβάζοντάς τον, λοιπόν, λες μα ούτε αυτό το κατάλαβαν; Που είναι το πιο απλό και δεν χρειαζόταν να διαβάσουν και διά μέσου ή πίσω από τις λέξεις!

Έτσι κι αλλιώς, όμως, μπροστά και πίσω από τις λέξεις αυτές βρίσκεται ο Αλέξης! Ο «Αλέξης αντρειωμένος [που] θα πάρει και την Πόλη», όπως λέει το θρακιώτικό δημοτικό τραγούδι, αλλά στην περίπτωση μας αφορά τον Αλέξη του Παπα-Διαμαντή! Και μοιάζει, μάλιστα, να χρησιμοποιεί ένα… αλεξιλέξιο για να μην καταλαβαίνουν οι πονηρευόμενοι ούτε και τα πιο απλά και φανερά τοις πάσι λόγια του. Και ας μην ήθελε να στήσει ένα παρόμοιο δόκανο σε όλους αυτού. Φαίνεται πως όλοι αυτοί οι πονηρευόμενοι πιάστηκαν στο δικό τους δόκανο! Και, βεβαίως, μοιάζει να εκτέθηκαν διά παντός!

Η αμεσότητα του σκιαθίτη Αλέξη αντρειωμένου με την κοινωνία μας αποδεικνύει ότι αυτός ο ο οποίος απομακρύνθηκε απ’ όλους, (και μοιάζει ολομόναχος μέσα στον κόσμο της αθηναϊκής πλουτοκρατίας, όπως γράφει ο ίδιος), ήταν συναρμοσμένος με όλους. Και ο μίτος του είναι ο γνήσιος και τίμιος λόγος του με τον οποίο μας έχει δέσει εσαεί μαζί του.

Και ο λόγος του Παπαδιαμάντη δεν είναι απλά οι διαχρονικές ελληνικές λέξεις που χρησιμοποιεί, γιατί οι δικές του λέξεις προϋποθέτουν λόγο-Λόγο και νόημα. Και από εκεί τις αποσπά και τις μεταχειρίζεται ως νέα υλικά. Οι προτάσεις του είναι έλλογες «κατασκευές» και μεταφορές λόγου και κόσμου ζώντος, λαχταριστού. Αυτή είναι η ποιητικότητά του. «Θα ’ναι η ποίησις σπερματική/ Απόλυτα ερωτική/ Ή δεν θα υπάρχη», όπως θα έλεγε και ο Ανδρέας Εμπειρίκος.

Τα διηγήματά του και ο λόγος του δεν πρόκειται για κάποιες διηγήσεις ή ιστορίες που «δρουν» ως ένα ενοποιό σχήμα στον ελληνικό κόσμο της εποχής του ή ακόμη διαχρονικά! Αλλά υπερκεράζει όλα τα σχήματα και οι λέξεις και ο λόγος του δρουν ως ακέραιος λόγος και κόσμος αληθείας!

Με την έννοια αυτή μπορεί να αποτελεί και υπάρχει και ως ένας οικουμενικός μεταφορέας του λόγου που γεννά και τον Λόγο. Ε, δεν είναι επικίνδυνος ο τύπος αυτός; Και γι’ αυτό… προκάλεσε τόσες και τόσες αντιδράσεις και τελειωμό δεν έχουν τα πάθια του.

Δεν είμαστε, λοιπόν, συγκάτοικοι όλοι στην τρέλα, όπως λέει ο στίχος του τραγουδιού, αλλά συγκάτοικοι στο νόημα, στον λόγο, στον Λόγο και διά λόγου και Λόγου υπάρχουμε και ζούμε. Δεν ξέρω αν πρέπει να επικαλεστούμε τον Ηράκλειτο: «Γι᾽ αυτό είναι αναγκαίο να ακολουθούμε το κοινό· αλλά, παρόλο που ο Λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να είχαν δική τους αντίληψη». (Μεταφορά Γιώργος Σεφέρης).

Πώς τα κατάφερε, όμως να έχει τόσους πολλούς ετερόκλητους «αμφισβητίες» και μάλιστα τρομερά αδίστακτους σε ορισμένες περιπτώσεις! Πρόκειται, ίσως για μια μοναδική περίπτωση η οποία χωρίς να είναι εριστική βρήκε στο διάβα της τόσους και ποικίλους εχθρικούς αρνητές. Στην ουσία πονηρευόμενους, όπως, προαναφέραμε.

Αυτός, πάντως, δεν μπορούσε να αναφερθεί σε έναν ανώτερό του και να του πει «μην αφήνεις τα σκυλιά να γαυγίζουν σε κάποιο που ταξιδεύει για την αιωνιότητα». Άλλωστε ο Παπαδιαμάντης δεν ζούσε στην μικρή έρημο του Σαρώφ, αλλά στην έρημο της Αθήνας.

Πόσο έρημος και μόνος θα έπρεπε να ένιωθε; Όπως όλοι οι προφήτες θα έλεγα. Όπως όλοι όσοι λένε τα καίρια! Και τα καίρια είναι παντός καιρού και κλασικά. Χθες, σήμερα, αύριο! Και σ’ αυτά αργά ή γρήγορα επιστρέφουμε! Ναι, και όταν θολώνει το νους! Άλλωστε και ο ίδιος έγινε ο εσαεί κλασικός μας και απαραίτητος. Μέτρο, μέθοδος, δείγμα και ένδειξη αλήθειας.

Έτσι, διάβαινε ο νησιώτης που έγινε πρωτεύουσα, βασιλεύουσα και πρωτευουσιάνος εντός μας και στάθηκε σημείο αντιλεγόμενο στην καρδιά των τότε μέσων μαζικής επικοινωνίας, των εφημερίδων και των περιοδικών, ως αναπόσπαστο μέρος και στέλεχος των εορτών και παντός καιρού καίριος ανταποκριτής, ως αναγκαία και απαράμιλλη γραφή, λόγος. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω της Αθήνας και της ψυχής μας την οποία εγεώργησε και γεωργεί.

Ένας «καλό λόγος» που ανάδευε τον τρόπο και τον τόπο, φιλοκαλώντας με «ευτελή» θέματα, αναδεικνύοντάς τα με την προσωπική του έλλογη ποιητική διάθεση και κατάθεση ως σμίλη απαράμιλλου χαράκτη ή γλύπτη.

Ολόφωτα αγάλματα λόγου, φωταγωγημένα με την εξαίσια μουσική του που προδιέγραφε τον κόσμο μας -παρελθόν, παρόν και μέλλον- δένοντάς τα με εκείνη την αραχνοΰφαντη κλωστή που πάντα η ανέμη έγνεθε και έτσι ξεκινούσαν πάντα τα παραμύθια. Ώσπου η δική του παραμυθία μας έγινε απαραίτητη.

Και από τον έντυπο Τύπο, εκτυπώθηκε άμεσα και ανεξίτηλα στις καρδιές των ανθρώπων και δεν έχουν τελειωμό τα εγκάρδια πάθη και οι έμψυχοι κραδασμοί του κόσμου που γεννούν στις ψυχές μας οι καρδιακοί σταλαγμοί του, σ’ αυτήν την σήραγγα που σχολάζουμε, επιμένουμε, ζούμε, διασκεδάζουμε, ψυχαγωγούμαστε, διασκεδάζουμε τους καημούς, τα πάθη και τα λάθη μας.

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα (“Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης”) είναι έργο του Νίκου Εγγονόπουλου.

  • Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Νιόλαος Μπερντιάγιεφ μιλοῦν γιὰ τὸ θεῖο δῶρο τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς κινητήριας δύναμης τῆς Ἱστορίας σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὶς κακόδοξες ἐκδοχὲς τοῦ παγανιστικοῦ πεπρωμένου

 

Στὸ ἱστορικὸ διήγημἀ του “Ἡ Γυφτοπούλα”, ποὺ ἐκτυλίσσεται στὴν Πελοπόννησο τῶν χρόνων τῆς Ἅλωσης, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἐπινοεῖ ἕνα φανταστικὸ διάλογο τοῦ λογίου Πλήθωνα Γεμιστοῦ, ποὺ λέγεται ὅτι εἶχε προσχωρήσει στὸν Παγανισμὸ καὶ στὸν Γεννάδιο Σχολάριο, ποὺ θὰ γινόταν ὁ πρῶτος μετὰ τὴν Ἅλωση Παριάρχης. Ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τὴν προσήλωση στὸν Ὀρθοδοξία. Στὸ διάλογο αὐτὸ ὁ Παπαδιαμάντης βάζει στὸ στόμα τοῦ Γενναδίου τὴν ὀρθόδοξη ἄποψη γιὰ τὴν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὴν παγανιστικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν κυριαρχία τοῦ πεπρωμένου. Ἡ ὁποία στὸ ρωμαιοκαθολικὸ δόγμα παίρνει τὴ μορφὴ τοῦ λεγόμενου “ἀπόλυτου προορισμοῦ. Ὁ Παπαδιαμάντης στὸ ἀπόσπασμα αὐτὸ κατακρίνει καὶ συνδέει μεταξύ τους τὶς δύο αὐτὲς ἐκδοχές:

«Ἰδού. Οἱ ἐθνικοὶ ἔλεγον ὅτι ὑπῆρχε τύχη καὶ πεπρωμένον. Οἱ ὀρθόδοξοι πρεσβέυουσιν ὅτι ὑπάρχει πρόγνωσις καὶ προορισμός., πιστεύουσιν ὅμως ὅτι ὁ προορισμὸς εἶναι ἀνεξάρτητος τῆς προγνώσεως [..] Ἡ ἀτομικὴ βούλησις τοῦ ἀνθρώπου μένει ἐλευθέρα καὶ ἀνεξάρτητος ἀπὸ τῆς θείας βουλήσεως. Ὅπως έπλασεν ὁ Θεὸς ἀπ’ ἀρχῆς τὸν ἄνθρωπον λογικόν, ἤτοι ἐλεύθερον, οὕτω μέχρι τέλους καταλείπει αὐτὸν λογικὸν καὶ ελεύθερον.[…] Τί δὲ λέγουσι οἱ ἐνάντιοι; Προέγνω ὁ Θεός, προώρισεν ὁ Θεός, θὰ κολασθή ἄρα ὁ ἄνθρωπος. Καὶ ἡ Θεία πρόγνωσις τυφλὴ καὶ ἡ ἀνθρωπίνη θέλησις ἀδρανής. Ὦ τῆς κακοδοξίας! Ὦ τῆς πωρώσεως! Φείσαι, Κύριε!».

 

Στὸ κείμενο τοῦ Νικολάου Μπερντιάγιεφ ποὺ γράφτηκε τὸ 1948, δημοσιεύθηκε μετὰ τὸν αἰφνίδιο θάνατό του καὶ ἔλαβε τὸν τίτλο “Πολιτικὴ Διαθήκη”, διατυπώνονται ανάλογες ἀπόψεις γιὰ τὸ ζήτημα αὐτό:

“Τὸ πεπρωμένο καὶ ἡ ἐλευθερία παίζουν ἐξίσου ρόλο στὴν ἱστορία. καὶ ὑπάρχουν στιγμές, ὅπως στοὺς πολέμους καὶ στὶς ἐπαναστάσεις, ποὺ τὸ πεπρωμένο εἶναι τὸ  ἰσχυρότερο ἀπὸ τὰ δύο. Ἡ ἐλευθερία -ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν ἐθνῶν- δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ εἶναι ἡ ἀπαρχὴ δύο παγκοσμίων πολέμων. Αὐτοὺς τοὺς ἔφερε τὸ πεπρωμένο, ποὺ ἔχει ἰσχὺ λόγω τῆς ἀδυναμίας καὶ τῆς παρακμῆς τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ δημιουργικοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου. Σχεδὸν ὅλες οἱ σύγχρονες πολιτικὲς ἰδεολογίες, μὲ τὴ χαρακτηριστική τους τάση πρὸς τὴν κρατικὴ εἰδωλολατρία, εἶναι ἐπίσης σὲ μεγάλο βαθμὸ προϊὸν δύο παγκόσμιων πολέμων, ποὺ γεννήθηκαν ἀπὸ τὶς συνέπειες τοῦ πεπρωμένου.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους σύγχρονους πειρασμοὺς εἶναι νὰ χωρίσουμε τὸν κόσμο σὲ δύο μέρη – τὸ ἕνα ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν κομμουνισμὸ καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ τὸν καπιταλισμὸ – σὲ «Σοβιετικὴ Ρωσία» καὶ «Ἀμερική». Οἱ ἄνθρωποι ἐπαναλαμβάνουν τετριμμένα συνθήματα στὴν προσπάθεια τοὺς νὰ ἑδραιώσουν αὐτὴ τὴ διαίρεση καὶ ἔτσι νὰ προετοιμάσουν τὸ δρόμο γιὰ τὸν πόλεμο…”.

Καὶ οἱ δύο δέχονται τὴν ἐλευθερία ὡς δῶρο Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἐλεύθερος καὶ λογικός.

Τὸ πεπρωμένο, ἢ ἡ μοίρα, ἦταν πανίσχυρο στὴν ἀρχαία μυθολογία, πιὸ ἰσχυρὸ καὶ ἀπὸ τοὺς κατασκευασμένους ψευτοθεούς. Ἐνδεικτικά, ὁ Δίας κεραυνοβόλησε τὸν Ἀσκληπιὸ ὅταν μὲ τὶς ἰατρικές του ἱκανότητες ἀνάστησε νεκρό, ἐνῶ στὴν “Ἄλκηστη” τοῦ Εὐριπίδη μόνο μὲ ἄθλο ὁ Ἡρακλῆς σώζει τὴν Ἄλκηστη, ποὺ εἶχε δεχτεῖ νὰ πεθάνει στὴ θέση τοῦ συζύγου της Ἀδμήτου, προκειμένου νὰ μὴ χάσει ὁ Ἅδης τὸ μερτικό του. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι τὸ πεπρωμένο συνδέεται μὲ τὴν ἰσχὺ τοῦ θανάτου, ἴσως μιὰ ἀνάμνηση τῆς Πτώσης. Μὲ τὸν θἀνατο νὰ κατατροπώνεται ἀπὸ τὸν ἀναστημένο Χριστό, ὁ ὁποῖος ἀπελευθερώνει τὸν ἄνθρωπο.

Ὁ Μπερντιάγιεφ ἀντιμετωπίζει θεολογικὰ ὡς “πειρασμὸ” τὸ διχασμὸ τοῦ κόσμου σὲ δύο στρατόπεδα μετὰ τὸν 2ο Παγκόσμιο Πόλεομο προϊὸν τῶν ἀδυσώπητων συνεπειῶν τοῦ πεπρωμένου, τὸ ὁποῖο δὲν εἶχε ὁ ἄνθρωπος τὴ δύναμη νὰ τιθασσεύσει εἰς τὸ ἀγαθόν.

Ἡ παγανιστικὴ ἀντίληψη τοῦ πεπρωμένου ποὺ καταργεῖ καὶ καθυποτάσσει τὴν ἀνθρώπινη ελευθερία ἔχει κοινὰ σημεῖα μὲ τὴ  θεωρία τοῦ “Ἀπόλυτου Προορισμοῦ”, τὴν ὁποία στηλιτεύει ὁ Παπαδιαμάντης. Μιὰ κακοδοξία ποὺ δέχονται Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ μερίδα τῶν Διαμαρτυρομένων καὶ καταλήγει νὰ φορτώνει στὸ Θεὸ τὶς λανθασμένες ἐπιλογὲς τῶν ἀνθρώπων.

Ἀντίστοιχη εἶναι καὶ ἡ ἀντίληψη τοῦ “κισμὲτ” στὸν μωαμεθανισμό.

Ὁ ἱστορικὸς ὑλισμὸς κατακληγει στὴν ἴδια λογικὴ με τὴ θωρία τῆς “νομοτέλειας”, ποὺ καταργεῖ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ θεοποιεῖ τὴν ὕλη.

  • ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

“Τῶν ἀπηλπισμένων μόνη ἐλπὶς” ἡ Παναγία. Στὸ διήγημα αὐτὸ τοῦ Παπαδιαμάντη, ὁ πρωταγωνιστὴς Φραγκούλης Φραγκούλας, ἐμφανίζεται ὡς ἰδιοκτήτης τοῦ μικροῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως (Παναγία Πρέκλα-ΦΩΤΟ τὸ 2011)  νὰ ζεῖ περὶ τὸ 1860. Θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ ζοῦσε σήμερα, τὸ ἴδιο ἀπελπισμένος στὴν Ἑλλάδα τοῦ 21ου αἰώνα. Μὲ προβλήματα οἰκογενειακὰ καὶ οἰκονομικὰ νὰ τὸν ζώνουν. Σὲ διάσταση μὲ τὴ σύζυγό του, πρᾶγμα ἀσυνήθιστο γιὰ τότε καὶ πολὺ συνηθισμένο σήμερα. Καὶ χρεωμένος στοὺς τοκογλύφους, ποὺ σταδιακὰ τοῦ τρῶνε τὰ καλύτερά του κτήματα. 

Ποιοὶ ἦταν οἰ τοκογλύφοι; “Ἄνθρωποι «φερτοί», ἀπ᾿ ἔξω, καὶ ὅταν κατέφυγον εἰς τὸν τόπον, ἐν ὥρᾳ συμφορᾶς καὶ ἀνεμοζάλης, κατὰ τὴν Μεγάλην Ἐπανάστασιν ἢ κατὰ τὰ ἄλλα κινήματα τὰ πρὸ αὐτῆς, ἀρχομένης τῆς ἑκατονταετηρίδος, κανεὶς δὲν ἔδωκε προσοχὴν καὶ σημασίαν εἰς αὐτούς.” 

Επειδή, κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Παπαδιαμάντη, οἱ ἐντόπιοι εἶχον ἀποκλειστικὴν προσήλωσιν εἰς τὰ κτήματα”, οἱ νεοφερμένοι ” ἔδωκαν ὅλην τὴν σημασίαν καὶ τὴν προσοχήν των εἰς τὰ χρήματα”.

Ἐνῶ οἱ γηγενεῖς ἀσχολοῦνταν μὲ τὴ γεωργία, ἐκεῖνοι “Ἤνοιξαν ἐργαστήρια, μαγαζεῖα, κ᾿ ἐμπορεύοντο, κ᾿ ἐχρηματίζοντο. Εἶτα ἦλθεν ὥρα, ὅπως καὶ τώρα καὶ πάντοτε συμβαίνει, ὁπότε οἱ ἐντόπιοι ἔλαβον ἀνάγκην τῶν χρημάτων, καὶ τότε ἤρχισαν νὰ ὑποθηκεύουν τὰ κτήματα. Ἑωσότου παρῆλθε μία γενεά, ἢ μία καὶ ἡμίσεια, καὶ τὰ χρήματα ἐπέστρεψαν εἰς τοὺς δανειστάς, συμπαραλαβόντα μεθ᾿ ἑαυτῶν καὶ τὰ κτήματα.”

Πῶς  ἔμπλεξε ὁ Φραγκούλας;  “Ἦλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», ἀφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Εἶτα, διὰ πρώτην φοράν, ἔλαβεν ἀνάγκην μικρῶν δανείων. Δὲν ἐφαντάζετο ποτὲ ὅτι μία μικρὰ κάμπη ἀρκεῖ διὰ νὰ καταστρέψῃ ὁλόκληρον φυτείαν. Ἀπηυθύνθη εἰς ἕνα τοκογλύφον τοῦ τόπου…Τόσα «ὑποστατικά», τόσα «μούλκια»*, τόσο «βιός», ἀγύριστα* κτήματα, σχεδὸν τσιφλίκια, ἠπειλοῦντο νὰ περιέλθωσιν εἰς χεῖρας τῶν τοκογλύφων. ― Ἐγέννα ἢ ὄχι ἡ γῆ, ἐκαρποφόρουν ἢ ὄχι τὰ δένδρα, ὁ τόκος δὲν ἔπαυε. Τὰ κεφάλαια «ἔτικτον». Ἔπαυσε νὰ τίκτῃ ἡ γόνιμος (ὅπως λέγει ὁ Ἅγ. Βασίλειος), ἀφοῦ τὰ ἄγονα ἤρχισαν κ᾿ ἐξηκολούθουν νὰ τίκτουν…”

Details

Στὶς 3 Ἰανουαρίου 1911 ἐκοιμήθη ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, “ἅγιος τῶν Νεοελληνικῶν Γραμμάτων”. Ἔχουν προβληθεῖ κυρίως ἡ εύλάβειά του καὶ οἱ ἀναφορές του στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Λιγότερο ἔχει ἀναδειχθεῖ ἡ κοινωνική του κριτική, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸν Σαράντο Καργάκο ( Ἐκδ. Ἁρμός “Ἡ πολιτική σκέψη τοῦ Παπαδιαμάντη”, 2003), ἦταν ἡ ὀξύτερη καὶ αἰχμηρότερη σὲ σχέση μὲ ἄλλους Ἕλληνες συγγραφεῖς.

Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τοὺς Χαλασοχώρηδες, ἰδιαίτερα ἐπίκαιρο σὲ καιροὺς παγκόσμιας ἐξαθλίωσης τῶν κοινωνιῶν μὲ τὴ μεταφορὰ πόρων στὴν Ὀλιγαρχία.

«…Ἡ πλουτοκρατία ἦτο, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ διαρκὴς ἀντίχριστος. Αὕτη γεννᾷ τὴν ἀδικίαν, αὕτη τρέφει τὴν κακουργίαν, αὕτη φθείρει σώματα καὶ ψυχάς. Αὕτη παράγει τὴν κοινωνικὴν σηπεδόνα. Αὕτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγεῖς…».

“Είδομεν ότι τα χείλη ήσαν κατακόκκινα από νωπόν αίμα.

(…) το μυσαρόν, δυσώδες στόμα του, το είδα υγρόν από το αίμα το νωπόν.

Ο αγών ήρχισε και εις το τέλος θα νικήσωμεν- τόσω βέβαιον όσω ο Θεός εις τα υψηλά κατοικεί και τα ταπεινά εφορά”.

(Μπραμ Στόουκερ, “Ο πύργος του Δράκουλα”, μετάφραση Αλέξ. Παπαδιαμάντη)

 

Στην πολύ καλή μελέτη «Με εντάφια κτερίσματα» (εκδ. Δόμος, 2010), ο συντάκτης της Λάμπρος Καμπερίδης παρουσιάζει σειρά επιχειρημάτων βάσει των οποίων ο «άγιος των γραμμάτων μας» Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης επέλεγε με βάση τα δικά του –πάντα μη-βιοποριστικά- αισθητικά, ηθικά, πνευματικά κριτήρια τις μεταφράσεις που θα έκανε για το ελληνικό κοινό. Έτσι και με τον «Δράκουλα» (ανέκδοτο ακόμη στο σύνολό του) του Μπραμ Στόουκερ, ένα κορυφαίο έργο που εντάσσεται στη λεγόμενη «βαμπιρική» ή ευρύτερα γοτθική ή σκοτεινή ρομαντική παράδοση και το οποίο ο διηγηματογράφος του «Αλιβάνιστου» και της «Φόνισσας» μετέφραζε χωρίς ούτε 6 χρόνια να έχουν συμπληρωθεί από την έκδοσή του για την εφημερίδα «Νέον Άστυ» σε συνέχειες (27/01 ως 24/06/1903). «Τι είναι μια Παραβολή παρά μια νουβέλα σε μικρογραφία» έγραφε ο Στόουκερ το 1908 και πράγματι ο Δράκουλας είναι μια μεγάλη αλληγορία, όπου ο καταραμένος αυτός κι αιμοδιψής χαρακτήρας αναπαριστά τον ίδιο το Διάβολο. Ο Παπαδιαμάντης είχε πρωτύτερα μεταφράσει για την ίδια εφημερίδα τον «Αόρατο άνθρωπο» ενός ακόμη μεγάλου Άγγλου, του H. G. Wells, μια από τις «κλασικότερες» νουβέλες τρόμου και επιστημονικής φαντασίας.

Details