• Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

 

Στὴ μνήμη τοῦ παπα-Ἀνανία (Κουστένη)

του Κωνσταντίνου Μπλάθρα

Διαβάζουμε στὸ Χρονικὸ τῆς Ἅλωσης, γραμμένο ἀπὸ τὸν Μιχαήλ Δούκα: «Ὁ βασιλεὺς οὖν ἀπαγορεύσας ἑαυτόν, ἱστάμενος βαστάζων σπάθην καὶ ἀσπίδα, εἶπε λόγον λύπης ἄξιον: «οὐκ ἔστι τις τῶν Χριστιανῶν τοῦ λαβεῖν τὴν κεφαλήν μου ἀπ’ ἐμοῦ;» ἦν γὰρ μονώτατος ἀπολειφθείς. Τότε εἷς τῶν Τούρκων δοὺς αὐτῷ κατὰ πρόσωπον καὶ πλήξας, καὶ αὐτὸς τῷ Τούρκῳ ἑτέραν ἐχαρίσατο· τῶν ὄπισθεν δὲ ἕτερος καιρίαν δοὺς πληγήν, ἔπεσε κατὰ γῆς· οὐ γὰρ ᾔδεισαν ὅτι ὁ βασιλεύς ἐστιν, ἀλλ’ ὡς κοινὸν στρατιώτην τοῦτον θανατώσαντες ἀφῆκαν. […] Ἦν γὰρ ὥρα πρώτη τῆς ἡμέρας…»
Μονώτατος ἀπολειφθεὶς ὁ βασιλιᾶς Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ἔλαβε τὸ τέλος ὡς ἁπλὸς στρατιώτης, φυλάγοντας τὴν Πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ στὰ τείχη τῆς Βασιλεύουσας. Κοντὰ στὸ σημεῖο τῆς θανῆς του βρίσκεται ἡ Μονὴ τῆς Χώρας, καθὼς ἡ Χώρα ἦταν προάστειο τῆς Πόλης ἐντὸς τῶν θεοδοσιανῶν τειχῶν. Ἐκεῖ, λοιπόν, τὴν πικρὴ ἐκείνη νύχτα τοῦ χαλασμοῦ, εἶχε σταθμεύσει ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας, προστάτιδας της Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της καὶ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο. Τὶς μέρες τῆς πολιορκίας, ὅπως ἦταν συνήθειο σὲ τέτοιες περιπτώσεις, ἡ εἰκόνα λιτανεύονταν στὴν περίμετρο τῶν τειχῶν, καθὼς γιὰ τοὺς βυζαντινούς μας προγόνους, ὅπως γνωρίζουμε καὶ ἀπὸ τὸν Ἀκάθιστο, ἡ Θεοτόκος ἦταν Ὑπέρμαχος Στρατηγός. Κι ἔμεινε Στρατηγίνα καὶ Ὑπέρμαχος τοῦ ὑπόδουλου Γένους, φτάνοντας ὣς τὰ δικά μας χείλη, τῶν Ἑλλήνων τοῦ σήμερα, τὸ Κοντάκιό της, ποὺ ἔγινε ὁ πρῶτος ἐθνικός μας ὕμνος μετὰ τὸ Εἰκοσιένα καὶ ποὺ τὸ ψάλλουμε σὲ κάθε εὐκαιρία ἐθνικῆς ἑορτῆς καὶ πανηγύρεως.
Ἡ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, λοιπόν, βρέθηκε ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἐκεῖ, γιὰ νὰ συνεχιστεῖ ἡ λιτάνευσή της τὴν ἑπομένη ἤ, κατ’ ἄλλη έκδοχή, γιατὶ ἐκεῖ κοντὰ ἦταν τὸ κέντρο τῆς ὀθωμανικῆς ἐπίθεσης καὶ ὁ βασιλιᾶς μὲ τοὺς στριατιῶτες ἤθελαν νὰ τὴν αἰσθάνονται ἀπὸ κοντά τους. Ἔτσι, οἱ γενίτσαροι, ποὺ μόλις ἄρχισαν νὰ ξετρυπώνουν μεσ’ τὴν Πόλη ἀπὸ τὴ μοιραία Πύλη τοῦ Ρωμανοῦ, ἔφτασαν στὴ διπλανὴ Μονὴ τῆς Χώρας λεηλατῶντας. Καὶ ἰδοὺ τὰ γεγονότα: «Οἱ δὲ τῆς αὐλῆς τοῦ τυράννου ἀζάπιδες, οἳ καὶ γενίτζαροι κέκληνται, οἱ μὲν ἐν τῷ παλατίῳ1 κατέδραμον, οἱ δὲ πρὸς τὴν μεγάλου Προδρόμου μονὴν τὴν ἐπικεκλημένην Πέτραν, καὶ ἐν τῇ μονῇ τῆς Χώρας ἐν ᾗ καὶ ἡ εἰκὼν τῆς Πανάγνου μου Θεομήτορος ἦν εὑρισκόμενη τότε. Ἐκεῖ, ὦ γλῶσσα καὶ χείλη ἡ μέλλουσα φθέγξασθαι τὰ τῇ εἰκόνι συμβάντα διὰ τὰς ἁμαρτίας σου! Ἀγωνιζόμενοι οἱ ἀποστάται τοῦ καταδραμεῖν καὶ ἄλλοθι, πέλεκυν ὁ εἷς τῶν ἀσεβῶν ἐκτείνας ὑπουργούντων τῶν μιαρῶν χειρῶν αὐτοῦ εἰς τέσσερα διεῖλε, καὶ σὺν τῷ τυχόντι κόσμῳ ἕκαστος τὸ ἴδιον μερίδιον ἔλαβε, κλῆρον βάλοντες, καὶ τὰ τῆς μονῆς τίμια σκεύη ἁρπάσαντες ᾤχοντο. […] Ἦν γὰρ ὁ Μάιος φέρων εἴκοσι ἐννέα…»
Ἡ εἰκόνα τῆς Ὁδηγήτριας, τὸ σέμνωμα τῆς Πόλης, σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση τοῦ Δούκα, διεμερίσθη ἀπὸ τοὺς κατακτητές σὰν τὰ ἰμάτια τοῦ Σταυρωμένου Χριστοῦ. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι οἱ Ρωμαίοι ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, κατάλαβαν τὴν ἀξία τοῦ χιτώνα καὶ δὲν τὸν ἔσχισαν, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς βαρβάρους στρατιῶτες τοῦ Μωάμεθ, ποὺ κομματιάζοντας τὴν εἰκόνα-λάφυρό τους, τὴν κατέστησαν μᾶλλον ἄχρηστη πρὸς πλουτισμό τους καὶ ἀγοραπωλησία. Ὅπως, ἄχρηστη ἀφῆκαν τρεῖς μέρες μετὰ καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὥστε ἡ περίλαμπρη αὐτὴ πόλη νὰ μείνει σχεδὸν ἀκατοίκητη τὰ ἐπόμενα χρόνια, σωρός ἐρειπίων, σὰν κανένα τρομερό θαλάσσιο κῆτος ποὺ τὸ ξέβρασε νεκρὸ τὸ κῦμα. Ἡ Θεοτόκος ἀπόμεινε κι αὐτὴ κομμάτια, μετὰ τὴν συντριβὴ τοῦ πολύτιμου ἀλάβαστρου, τοῦ ὀφθαλμοῦ τῆς Ἀνατολῆς, τῆς πόλης τῶν πόλεων, γιὰ νἄρθει ὁ ἁπλὸς πιστὸς λαός της νὰ τὴν παρηγορήσει, Ἐκείνη, τὴν πηγὴ κάθε παρηγορίας: «Σώπασε, κυρὰ-Δέσποινα καὶ μὴ πολλὰ δακρύζεις, / πάλι μὲ χρὸνους μὲ καιροὺς πάλι δικά σου θἄναι». Προσέξτε ἐδῶ τὴ σοφία τῶν ἁπλῶν: «δικά σου» λέει τὸ τραγούδι κι ὄχι «δικά μας», ὅπως θέλει τὸ ἐθνολετήριο ἀφήγημα.

Κι ἔρχονται τώρα μέρες πονηρὲς ποὺ λὲς κι ἡ Ἅλωση συνεχίζεται, πολυχρόνιο μαστίγιο καὶ μαρτύριο γιὰ τὶς ἁμαρτίες ἑνὸς Γένους τρισευλογημένου ἀπὸ τὸ Θεὸ κι, ὡστόσο, ἄμυαλου κι ἐπ’ ἐσχάτων ἄπιστου. Ὁ τύραννος, φεῦ, γνωρίζει νὰ μᾶς ἐμπαίζει μὲ τὰ σύμβολα τῆς ἦττας μας: Μετὰ τὴν Ἁγια-Σοφιά, τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία, ἦρθε ἡ σειρά τῆς Χώρας, μὲ τὴν ἀντίστροφη φορὰ τῶν γεγονότων ἐκείνης τῆς ἡμέρας: «…ἦν γὰρ ὁ Μάιος φέρων εἴκοσι ἐννέα, καὶ ὁ πρωϊνὸς ὕπνος ἡδὺς ἦν ἐν ὀφθαλμοῖς τῶν νέων καὶ νεανίδων, ὡς χθὲς γὰρ καὶ πρότριτα, θαρρῶντες ἀμερίμνως ἐκοιτάζοντο. Τότε στῖφος πολὺ τῶν ἀσεβῶν ᾤχετο τὸν δρόμον τὸν ἀπάγοντα ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ… πρωΐας γὰρ οὔσης, ἔτι λυκοφεγγούσης τῆς ἡμέρας…». Ἀνυποψίαστοι κι ἐμεῖς, πὼς κανένα κακὸ δὲν θὰ συντύχει, κοιταζόμεθα (κοιμώμαστε) ἀμερίμνως, θεωρούντες ψέματα καὶ μύθο τὴν Ἅλωση: «…τινὲς τῶν ῾Ρωμαίων ἐν τῇ εἰσβολῇ τῶν Τούρκων καὶ τῇ φυγῇ τῶν πολιτῶν ἔφθασαν… διαβαίνοντες τοῖς μέρεσι τοῦ Ταύρου καὶ περαιοῦντες τὸν Κίονα τοῦ Σταυροῦ2, αἱματόφυρτοι ὄντες ἠρωτῶντο ὑπὸ τῶν γυναικῶν» καὶ οἱ γυναῖκες «ἤκουον τὴν ἀπευκτέαν ἐκείνην φωνήν: ἐντὸς τοῦ τείχους τῆς πόλεως πολέμιοι κατασφάττοντες τοὺς ῾Ρωμαίους!» Καὶ «τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ἐπίστευσαν, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ ὑβρίσαντες καὶ ἐξουθενίσαντες τὸν ἀπαίσιον μηνυτήν», ὕστερα «ἔγνωσαν ὅτι ἤγγικεν ἐν χείλεσι τὸ ποτήριον τῆς ὀργῆς»3.
Καμιά φορά, τὸ νὰ διαβάζεις Ἱστορία εἶναι σὰν νὰ ἀποκρυπτογραφεῖς ὅσα γίνονται σήμερα ἢ ὅσα μέλλεται νὰ γίνουν. Ἀλλ’ ἂς μὴ γίνουμε προφῆτες. Ἂς μείνουμε προσκυνητὲς τῆς Χώρας τοῦ Ἀχωρήτου – οἱ ψηφιδογράφοι κεντοῦν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ τόπου τὸ ὄνομα τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Σωτῆρος: Χώρα τῶν Ζώντων! «Στὴν Παναγιὰ τῆς Χώρας», ὅπως τὴν καλεῖ ὁ Γιῶργος Σεφέρης: «Κι ἐδῶ συνέχεια τῆς καταστροφῆς. Ἀπὸ τὰ παλιὰ μνημεῖα, εἶναι τὰ χριστιανικὰ ποὺ ἀντιπαθοῦν περισσότερο. Ἂν δὲν ἦταν ὁ ἐπίμονος αὐτὸς γέρος4, καὶ τοῦτο ἐδῶ θὰ εἶχε πάει περίπατο. Ὑφάσματα στὰ ψηφιδωτά, οἱ πτυχές τους, ὁ ἄνεμος στὰ κυπαρίσσια τῆς Ἑπτὰ βηματίζουσας5, οἱ “ἀρχιτεκτονικές τους” – τί σκηνικά». Τώρα τὰ κυπαρίσσια ποὺ γράφουν τὸν ἄνεμο, ἡ πόλη ποὺ σμιλεύουν οἱ ψηφίδες καὶ τὰ βῆλα ποὺ κυματίζουν στὶς σκηνὲς ἀπὸ τὸν βίο τῆς Θεοτόκου, τὰ σκεπάζουν κάτι πλαστικὲς λευκὲς ὀθόνες, γιὰ νὰ μὴν ἀγριεύονται οἱ νεό-Τουρκοι.
Ἀλλ’ ἔρχεται καιρός, κυρὰ-Δέσποινα. Κι ἔτσι κι ἀλλιῶς, πάντα δικά σου εἶναι! Ἢ, ὅπως τὄλεγε ἕνας σύγχρονος γέρων, ὁ παπα-Ἀνανίας: «Τὰ κλοπιμαῖα –ἀργὰ ἢ γρήγορα– ἐπιστρέφονται». Ἄχρηστα, ἄλλωστε, ἔτσι τσακισμένα ἀπ’ τὴν Ἅλωση, ἔρημα καὶ θλιμμένα, εἶναι στὰ χέρια τῶν κατακτητῶν.

Κωνσταντῖνος Μπλάθρας

Σημειώσεις:

1. Τὸ παλάτι τοῦ Πορφυρογέννητου (ἢ τῆς Πορφύρας – ἐρείπια τοῦ Τεκφούρ-Σεράι σήμερα) εἶναι κολλητά στὴν Κερκόπορτα καὶ δίπλα στὴν πύλη τοῦ Ρωμανοῦ.
2. Ἡ πλατεία τοῦ Ταύρου ἦταν κεντρικὴ πλατεία τῆς Κωνσταντινούπολης, ὅπως καὶ ἐκείνη μὲ τὸν Κίονα τοῦ Σταυροῦ, στὸ Φόρουμ τοῦ Κωνσταντίνου, ὅπου πάνω στὸν κίονα, ποὺ κάποτε στέκονταν τὸ ἄγαλμα τοῦ ἰδρυτῆ, ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὑπῆρχε ἕνας Σταυρός. Κάτι περίπου, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, σὰν τὴν πλατεία τῶν Ἀεροπόρων (Καραϊσκάκη) καὶ τὴν πλατεία Ὀμονοίας στὴ σύγχρονη Ἀθήνα.
3. Τὸ κείμενο τοῦ Δοῦκα ἀπὸ τό: «Περὶ Ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453), συναγωγή κειμένων… ὑπὸ Νικολάου Β. Τωμαδάκη», Ἀθῆναι, Τυπογραφεῖον ἀδελφῶν Μυρτίδη, 1969, σσ. 63-64.
4. Ἐπίμονος γέρος εἶναι ὁ Ἀμερικανὸς ἀρχαιολόγος καὶ συντηρητὴς τῆς Μονῆς τῆς Χώρας καὶ τῆς Ἁγίας Σοφίας Τόμας Γουίτμορ, χάριν στὸν ὁποῖον τὰ δύο μνημεῖα μετατράπηκαν σὲ μουσεία. Γιῶργος Σεφέρης, Μέρες Ε´, σ. 146, ἀνθολογημένο στὸ βιβλίο τοῦ Γιώργου Γεωργῆ, Ἡ Κωνσταντινούπολη τοῦ Γιώργου Σεφέρη, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2004, σ. 84.
5. Παράσταση ἀπὸ τὸν κύκλο μὲ παραστάσεις ἀπὸ τὸν βίο τῆς Θεοτόκου, ὅπου ἡ μικρὴ Μαρία κάνει τὰ πρῶτα της ἑπτὰ βήματα.

ΦΩΤΟ: Ἱερὰ Μονὴ τῆς Χώρας. “Ἡ ἑπτὰ βηματίζουσα”

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ 14.5.2024

Του Θ. Κοινωνού

Ο πιστός και «αντιστασιακός» θα λέγαμε, κατά μία διατύπωση του ιστορικού Νικόλαου Σβορώνου, απλός ελληνικός Λαός είπε το «πάρθεν η Ρωμανία», αλλά και το «ανθεί και φέρει κι άλλο» ή «πάλι δικά μας θα ’ναι». Όμως τις παραμονές της Άλωσης οι πλούσιοι της Πόλης είχαν άλλα όνειρα. Είδαν τον κίνδυνο και έσπευσαν να εξαγάγουν όλες σχεδόν τις μεγάλες αποταμιεύσεις τους στο εξωτερικό, στις Τράπεζες… της Βενετίας για να σώσουν τον εαυτό τους, όχι την «Πόλη».

Τότε κατά την στενή πολιορκία της Πόλης, της απόρθητης σχεδόν Βασιλεύουσας, ήρθε ο Ούγγρος κατασκευαστής Ουρβανός του μεγαλύτερου κανονιού, που μπορούσε να γκρεμίσει και ισχυρά τείχη και να δώσει τη νίκη στον κάτοχό του, και ζήτησε πρώτα από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο να το αγοράσει. Και ο τραγικός Κωνσταντίνος ζήτησε από τους πλούσιους να συνδράμουν την Πατρίδα για να σωθεί, αφού το δημόσιο Ταμείο ήταν άδειο. Και πήρε την απάντηση: «Δεν έχουμε λεφτά, γιατί τα στείλαμε όλα σε Τράπεζες του εξωτερικού»…

Ο Ούγγρος τεχνικός τότε απευθύνθηκε στον Μωάμεθ τον Πορθητή, που πλειοδότησε και αγόρασε το μεγάλο κανόνι και πέτυχε εύκολα να γκρεμίσει τα τείχη. Βέβαια, η πολιορκία και η Άλωση και χωρίς το κανόνι ήταν ζήτημα ημερών ή μηνών. Αλλά γιατί;

 

Η «Πόλη» είναι το φρόνημα των πολιτών και η αλληλεγγύη

Οι αρχαίοι μας πρόγονοι έλεγαν ότι η «πόλη είναι οι πολίτες» της, δεν ήταν τα κτίριά της (το άστυ) αλλά οι ζωντανοί μέτοχοι της Πολιτείας και της Δημοκρατίας. Οι ίδιοι είπαν ότι οι πολίτες είναι τα τείχη της πόλεως και το φρόνημά τους, το «ελεύθερον», την κρατάει ανεξάρτητη. Στην Κωνσταντινούπολη όμως, την κατ’ εξοχήν «Πόλη», η πόλη των πολιτών, η Πατρίδα είχε διαβρωθεί, είχε υπονομευθεί εκ των ένδον κυρίως:

  • Επί δύο και πλέον αιώνες οι μεγάλοι γαιοκτήμονες «Ρωμαίοι», στην Ανατολή κυρίως, με φεουδαρχική νοοτροπία, κατέθλιβαν τους γεωργούς με σκληρούς φόρους και αγόραζαν τα κτήματα των ελεύθερων καλλιεργητών, διαλύοντας τις τοπικές κοινωνίες, για να προτιμήσουν κατ’ ανάγκη αυτοί τους Τούρκους επιδρομείς και να αλλαξοπιστήσουν.
  • Η γραφειοκρατία της «Αυτοκρατορίας», οι δημόσιοι κορυφαίοι αξιωματούχοι ήταν σε διαρκή σχεδόν σύγκρουση, με τους γαιοκτήμονες στρατηγούς, ακόμη και αν εκείνοι δέχονταν επιθέσεις από τους Τούρκους. Γραφειοκράτες της πρωτεύουσας πλήρωναν μισθοφορικούς στρατούς για να πολεμήσουν τα στρατεύματα των βυζαντινών στρατηγών της Ανατολής.

Εμφύλιος διχασμός

 

  • Στην εκκλησιαστική ιεραρχία πολλοί αποξενώθηκαν από το ποίμνιό τους και συμμαχούσαν κατά κανόνα με τη γραφειοκρατία για τη νομή της εξουσίας και παρέμεναν στην πρωτεύουσα αντί στις επαρχίες τους. Εξανεμιζόταν η θυσιαστική διακονία τους για τους Χριστιανούς.
  • Πολλοί έμποροι της Πόλης, π.χ. πωλητές κρασιού, αγόραζαν την βενετική υπηκοότητα και ως «Βενετσιάνοι» πολίτες, λόγω ειδικών προνομίων, δεν πλήρωναν φόρο στο Δημόσιο, στην Πατρίδα…

Δεν συνεχίζουμε με τις αιτίες της Άλωσης. Για τα παραπάνω και πολλά άλλα των τελευταίων αιώνων πριν από την Άλωση υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες.

Ας μη μιλάμε, λοιπόν, μόνο για «βάρβαρους» Τούρκους και «άπιστους» φανατικούς Μουσουλμάνους. Ας είμαστε αντικειμενικότεροι. Ας κάνουμε αυτοκριτική. Ας διδαχτούμε από την Ιστορία. Ας υπερβούμε τις κομματικές μας προκαταλήψεις και τις ευρωπαΐζουσες ή ανατολίζουσες ιδεοληψίες μας και τις θησκευτικές ή εθνικές φαντασιώσεις μας

Εδώ θα ξεχωρίσουμε μόνο μία ελληνορθόδοξη πολιτικοθρησκευτική κρίση:

Κοντά στους μεμονωμένους πιστούς κληρικούς και διακόνους της ελληνικής και ορθόδοξης Κοινότητας ή Ενορίας συνεχίζει τη δημόσια «πολιτεία» της μια εκκλησιαστική ηγεσία, που εγκαταλείπει συχνά τον προφητικό της ρόλο για την αντίσταση του Λαού στην Ευρωπαϊκή Ένωση των Αγορών και της σχεδιασμένης εκμετάλλευσης. Ίσως μια ένδειξη είναι η εγκύκλιος για την επέτειο της Ε.Ε. του Μαΐου 2018 με την υπογραφή της Ιεράς Συνόδου. Η Ποιμαίνουσα Εκκλησία μήπως κατά μέρος θυμίζει τις παραμονές της Άλωσης του 1453; Ευχόμαστε να διαψεύσει τους παραπάνω υπαινιγμούς. Περιμένουμε να διδαχτούμε όλοι από το Μαρτύριο της Πόλης και της Ρωμιοσύνης.