Τὸ πιὸ κάτω κείμενο τοῦ Νίκου Ψαρουδάκη ἔχει ἀναδημοσιευθεῖ στὴν παλαιὰ ἱστοσελίδα τὸ 2012, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἄνοδο τῆς νεοναζιστικῆς Χρυσῆς Αὐγῆς καὶ τῆς “γοητείας” ποὺ ἀσκοῦσε σὲ ὁρισμένους χριστιανούς. Τώρα, ἡ Χρυσῆ Αὐγὴ φαίνεται νὰ παρέρχεται, ὅμως οἱ κακοδοξίες μένουν ἐκφραζόμενες ἀπὸ ἄλλους ποὺ παίρνουν τὴ “σκυτάλη”. Ὅπως μένουν καὶ τὰ προβλήματα ποὺ θεριεύουν τὸν πειρασμὸ τοῦ μίσους πρὸς τὸν συνάνθρωπο.

Γιὰ τὸν Νίκο Ψαρουδάκη, ἔθνος καὶ πατρίδα δὲν εἶναι μιὰ ἀόριστη ἰδέα ποὺ προσκυνᾶμε στὴ θέση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πρόσωπα καὶ πράγματα, παραδόσεις καὶ ἀναμνήσεις πολὺ συγκεκριμένα, μὲ τὰ ὁποῖα συμβιώνουμε καὶ τὰ ὁποῖα βιώνουμε, ἀγαπᾶμε καὶ ὑπερασπιζόμαστε. Κι ἐπειδὴ ἐμεῖς ἀγαπᾶμε τὴν πατρίδα μας, ἀναγνωριζουμε καὶ στὸν κάθε ἄλλο συνάνθρωπό μας το δικαίωμα νὰ ἀγαπᾶ τὴ δική του. Ἡ πατρίδα εἶναι τὸ μέσο ποὺ πρέπει νὰ ὑπηρετεῖ μιὰ κοινὴ ζωὴ ὅλων τῶν πολιτῶν της σὲ καθεστὼς ἐλευθερίας καὶ δικαιοσύνης, σύμφωνη μὲ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία.  

Τὸ 1940-44, μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ μὴ διέθετε τόσα στελέχη καὶ θεολόγους τοῦ σημερινοῦ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου, ἀλλὰ ὁ Λαὸς στὴν συντριπτικὴ πλειοψηφία του βίωνε τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Αὐτὸς ἦταν ἕνας βασικὸς λόγος ποὺ δὲν εὐδοκίμησε μαζικὸ φασιστικὸ κόμμα ὅπως στὶς χῶρες τῆς κεντρικῆς καὶ δυτικῆς Εὐρώπης. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς ποὺ θαύμαζε τὸ φασισμό, ἐλάχιστους ὀπαδοὺς συγκέντρωνε. Ἔτσι, ἡ δικτατορία ποὺ ἐπέβαλε σὲ συνεργασία μὲ τὸν βασιλέα Γεώργιο Β’, ἦταν κρατικὴ καὶ ὄχι μονοκομματικὴ ὅπως στὴ Γερμανία καὶ στὴν Ἰταλία.

Καρπὸς τοῦ ἐκδυτικισμοῦ τῆς κοινωνίας, τῆς ἀτομοκρατίας συνδυασμένης μὲ τὴν ἀνασφάλεια καὶ τὴν κρίση, εἶναι ἡ μαζικὴ εὐδοκίμηση τέτοιων θέσεων στὴ σήμερινὴ Ἑλλάδα.   

 Τοῦ Νίκου Ψαρουδάκη* 

῾Ο χριστιανός γνωρίζει πώς δέν εἶναι στόν κόσμο αὐτό ἡ ὁριστική του διαμονή, πώς δέν «ἔχει ὧδε μένουσαν πόλιν». ῾Ο ἄνθρωπος δέν εἶναι δημιούργημα τοῦ κόσμου, μά τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεός ἔδωσε στόν ἄνθρωπο κατοικία του τή γῆ, ὅπου σύμφωνα μέ τούς φυσικούς νόμους περνᾶ τήν σύντομη ζωή του. ῾Η ἐγκόσμια ζωή, σ᾿ ἀναφορά μέ τήν αἰωνιότητα, δέν εἶναι οὔτε μιά σταγόνα στόν ὠκεανό. Γι᾿ αὐτό εἶναι ἀντιανθρώπινο κάθε τι πού στήν σύντομη τωρινή ζωή καταστρέφει τή μέλλουσα, πού εἶναι ἡ παντοτεινή. Μεγάλο ρόλο στό ζήτημα αὐτό παίζει ἡ σχέση τοῦ ἀτόμου μέ τήν πατρίδα του καί τή φυλή του.

Μέσα γιὰ τὴ ζωὴ σύμφωνη μὲ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ὄχι αὐτοσκοπὸς ἡ πατρίδα καὶ ἡ φυλή

Ἡ πατρίδα κι ἡ φυλή ἔχουν γιά τό χριστιανό τή σημασία πού ἔχει κάθε ἄλλο πρᾶγμα πού ἐπηρεάζει τήν πραγματοποίηση τῆς χριστιανικῆς του ἀποστολῆς. Ἡ πατρίδα κι ἡ φυλή ἔχουν νόημα, μόνο ἐφόσον βοηθοῦν τόν ἄνθρωπο στόν ἀγώνα του νά τελειοποιηθῆ καί νά ζήση, ὅπως ὁρίζει ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι μέσα γιά τή ζωή κι᾿ ὄχι σκοπός. Δέν ὑπάρχουν οἱ ἄνθρωποι γιά τήν πατρίδα, μά ἡ πατρίδα γιά τούς ἀνθρώπους. ῞Οταν ἡ πατρίδα ἐμποδίζη τόν ἄνθρωπο στήν ἐξέλιξή του ἤ καταστρέφη τή ζωή του, τότε πρέπει νά χτυπηθῆ, ὅπως καί κάθε ἄλλος ἐχθρός. Ὁ Χριστιανός ἀγαπᾶ τήν πατρίδα του καί τό ἔθνος του, ἀλλά δέν αἰσθάνεται λατρεία γι᾿ αὐτά. Ἀποδίδει σ᾿ αὐτά τό σεβασμό πού πρέπει, μά ἀπέχει πολύ ἀπ᾿ τόν ὑστερικό θαυμασμό καί τή θεοποίησή τους. Details

Με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940, καθώς και την απελευθέρωση της χώρας από τη ναζιστική κατοχή τον Οκτώβριο του 1944, το Κίνημα της Χριστιανικής Δημοκρατίας εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:

Τιμούμε την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν εκδηλώθηκε η άνανδρη επίθεση της φασιστικής Ιταλίας κατά της Ελλάδας. Ακολούθησε η παλλαϊκή αντίσταση των Ελλήνων και η πρώτη ήττα του Άξονα, στα βουνά της Αλβανίας, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα υστερούσε σε εξοπλισμό και μέσα.

  1. Εκείνο το χρόνο, τίποτα δεν προδίκαζε την ήττα των δυνάμεων του ναζισμού και του φασισμού. Η ηπειρωτική Ευρώπη ελεγχόταν από τη ναζιστική Γερμανία και τους συμμάχους της. Η Μεγάλη Βρετανία αντιστεκόταν μόνη (με την συνδρομή της κοινοπολιτείας, Καναδά, Αυστραλίας, Νέας Ζηλανδίας και των αποικιών της) και περνούσε τις πιο δύσκολες και σκοτεινές στιγμές του πολέμου. Οι Η.Π.Α. παρέμεναν ουδέτερες. Η Σοβιετική Ένωση του Στάλιν όχι μόνον ήταν ουδέτερη, αλλά και είχε συνυπογράψει με τη ναζιστική Γερμανία το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ, με το οποίο μοιράζονταν σφαίρες επιρροής και εδάφη στην Ανατολική Ευρώπη.
  2. Είναι γεγονός ότι ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδος Ιωάννης Μεταξάς, που με την ενεργή κάλυψη του βασιλιά Γεωργίου Β’ είχε εγκαθιδρύσει δικτατορία από το 1936, συμπαθούσε τα φασιστικά καθεστώτα, στάση και πράξεις καταδικαστέες. Όπως, είναι γεγονός, ότι απέρριψε το ιταλικό τελεσίγραφο τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940, πράξη που ανταποκρινόταν στο λαϊκό αίσθημα.
  3. Όλα τα παραπάνω δίνουν ιδιαίτερη αξία στο Έπος του 1940-41. Αναδείχθηκαν η δύναμη ψυχής και το αδούλωτο αντιφασιστικό φρόνημα του ελληνικού λαού, που παρά τη μεταξική δικτατορία και παρά τις εντυπωσιακές στρατιωτικές επιτυχίες της ναζιστικής Γερμανίας, ποτέ δεν είχε αποδεχθεί τον φασισμό.
  4. Ο Έλληνας λογοτέχνης και διανοούμενος Γιώργος Θεοτοκάς είχε γράψει προφητικά για την ιταμή επίθεση του φασιστικού-ναζιστικού άξονα όσο αυτή διεξαγόταν τα παρακάτω:

«…είμαστε ο λαός που πιστεύει περισσότερο από καθετί στην αξία του ανθρώπου, του απλού, του ήμερου, του πολιτισμένου, του στερεού, του ελεύθερου ανθρώπου (…)
Ποτέ δε θαυμάσαμε αυτούς τους αληθινούς ή ψεύτικους κρατικούς και στρατιωτικούς κολοσσούς, από τους οποίους λείπει το μέτρο, η αρμονία, ο ανθρωπισμός.
(…)
Είναι τραγικοί μελλοθάνατοι και αυτοί και τα όργανά τους και οι στρατοί τους και οι ιδέες τους και τα καθεστώτα που έχτισαν με λάσπες, με ξεσκισμένες σάρκες και με αίμα»
.

  1. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος, o «αρχιεπίσκοπος του Όχι», του οποίου η θαρραλέα στάση και προσωπικότητα έχουν τύχει αναγνώρισης και επαίνων από όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος. Ενώ σε καθαρά κοινωνικό επίπεδο τόλμησε να ισχυριστεί έκτοτε πως οι Πατέρες της Εκκλησίας ‘κηρύττουν τον κομμουνισμόν της αγάπης, ως θεμελιώδη χριστιανικήν διδασκαλίαν’, σε επίπεδο εθνικής-λαϊκής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, πρόταξε πολλαπλά και έμπρακτα «ΌΧΙ» έναντι του κατακτητή, με απόληξη την άρνηση συμμετοχής στην ορκομωσία κατοχικής κυβέρνησης. “Ημείς γνωρίζωμεν ότι τας κυβερνήσεις ορίζει ο λαός και ο βασιλεύς. Εδώ τώρα, ούτε ο λαός εψήφισεν την κυβέρνησιν ούτε ο βασιλεύς την όρισεν”.
  2. Η ελληνική αντίσταση και νίκη ανέδειξαν ότι ο Άξονας δεν ήταν ανίκητος και συνέβαλαν αποφασιστικά στη μεταστροφή της κοινής γνώμης των Η.Π.Α., που άρχισαν όλο και πιο ενεργά να βοηθούν την αντιναζιστική συμμαχική προσπάθεια. Παράλληλα, ο αγώνας του ελληνικού Λαού συνέβαλε στην καθυστέρηση και της γερμανικής επίθεσης κατά της Σοβιετικής Ένωσης το 1941 και στη συνακόλουθη αποτυχία της.
  3. Η Κατοχή που ακολούθησε, ήταν από τις πιο βάρβαρες στην Ευρώπη. Χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν από υποσιτισμό, ιδίως το χειμώνα 1941-42, πάνω από 700 μαρτυρικά χωριά καταστράφηκαν ολοσχερώς και οι κάτοικοί τους σφαγιάσθηκαν, η οικονομία κατέρρευσε λόγω της λεηλασίας των πόρων της κατεχόμενης χώρας και της καταστροφής των υποδομών.
  4. Το «ΟΧΙ» συνεχίστηκε με την Εθνική Αντίσταση στις πόλεις και στην ύπαιθρο, στην οποία μετείχε η πλειοψηφία του ορθόδοξου κλήρου, πιστή στις αγωνιστικές παραδόσεις της. Η Κατοχή έληξε τον Οκτώβριο του 1944 με την απελευθέρωση της Αθήνας στις 12 και της Θεσσαλονίκης στις 30 του μηνός.
  5. Το πέρασμα των δεκαετιών και η λήθη δίνουν την ευκαιρία σε νοσταλγούς του ναζισμού και σε ενεργούς συνεργάτες του Άξονα να «ξεπλύνουν» σε πανευρωπαϊκό επίπεδο το ρόλο τους, ιδίως σε χώρες όπως η Ουκρανία και οι Βαλτικές χώρες.
  6. Χαιρετίζουμε την πρόσφατη απόφαση του ανώτατου Δικαστηρίου της Ρώμης που επιτρέπει στους κατοίκους του μαρτυρικού Διστόμου να αποζημιωθούν από γερμανικά περιουσιακά στοιχεία και καλούμε την ελληνική κυβέρνηση να επιτρέψει την εκτέλεση παρόμοιων αποφάσεων στην Ελλάδα και να διεκδικήσει τα αναγκαστικά γερμανικά κατοχικά δάνεια και πολεμικές αποζημιώσεις.

Τιμούμε και υποκλινόμαστε στα θύματα του αντιφασιστικού αγώνα, που είτε θυσίασαν τη ζωή τους, είτε έμειναν με την υγεία τους κατεστραμμένη, όχι μόνο για να είναι η Ελλάδα ελεύθερη, αλλά και συμβάλλοντας αποφασιστικά για να γλιτώσει η ανθρωπότητα από την επικράτηση του ναζισμού και του φασισμού. Σε περίπτωση νίκης του φασιστικού «Άξονα», ο κόσμος θα υποτασσόταν στην αντίθεη και αντίχριστη φασιστική-ναζιστική ιδεολογία, ένα καθεστώς τυραννικό, χωρίς κανένα σεβασμό για την ανθρώπινη ζωή και συνολικά για τον άνθρωπο ως εικόνα του Θεού, ολοκληρωτικό και ανελεύθερο, με επικυριαρχία των ισχυρών λαών των «κυρίων» πάνω στους πιο αδύναμους, που καταδικάζονται, είτε να γίνουν υπόδουλοι, είτε να εξοντωθούν και να αφανιστούν από προσώπου γης.

 

“Συγγνώμη από τον Θεό” ζήτησε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, σε σχέση με τη σύλληψη 57χρονου ιερέα πατέρα τεσσάρων παιδιών, κατηγορούμενου για σεξουαλική κακοποίηση 12χρονης σε χωριό της Ανατολικής Μάνης και καταδίκασε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τη φρικτή πράξη που αποδίδεται σε κληρικό.  Απαντώντας σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ δήλωσε τα εξής:    

«Δεν υπάρχουν λέξεις που να μπορούν να αποτυπώσουν τον βαθύτατο πόνο μου ως κληρικού, αλλά και την οργή μου ως ανθρώπου για το τερατώδες και φρικαλέο γεγονός της σεξουαλικής κακοποίησης του 12χρονου αγγελουδιού στην Ανατολική Μάνη.

Δεν χωρά στο νου και στην ψυχή μου ότι ένας άνθρωπος ταγμένος στη διακονία του Θεού προσβάλλει και προδίδει τον Θεό, βιαιοπραγώντας σε βάρος των δημιουργημάτων Του.

Θα ευχόμουν όλα αυτά να μην ισχύουν. Η Δικαιοσύνη όμως θα κρίνει. Το ταχύτερο που αυτή η φρικτή υπόθεση διαλευκανθεί, το καλύτερο. Όμως τώρα, προσωπικά, δεν μπορώ να σιωπήσω. Ουδείς μπορεί.

Ζητώ ταπεινά συγγνώμη από τον Θεό και προσεύχομαι για το αθώο αγγελούδι».

Η Διοικούσα Εκκλησία οφείλει, ακόμα και όταν δεν έχει εμπλακεί η κοσμική Δικαιοσύνη, να καταπολεμά τέτοια φαινόμενα και να μη τα συγκαλύπτει ή υποβαθμίζει, όπως κατά σύστημα έκαναν οι ρωμαιοκαθολικοί. Γι’ αυτό και είναι καλοδεχούμενη η δήλωση του Αρχιεπισκόπου, ο οποίος έσπευσε να καταδικάσει το γεγονός ως “τερατώδες και φρικαλέο”.

 

“Ἀδιστάκτῳ τῆ πίστει ὁ Ἀθλοφόρος Χριστοῦ, τῶν τυράννων τὰ θράση καταβαλὼν ἀνδρικῶς, ἀθλητικῶς τὸν πονηρὸν κατεπάλαισε.” (Ἀπὸ τὸν Ὄρθρο τῆς ἑορτῆς)

Ὁ ἅγιος Δημήτριος μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Γεώργιο, εἶναι τὰ δυὸ παλληκάρια τῆς χριστιανοσύνης. Αὐτοὶ εἶναι κάτω στὴ γῆ, κ᾿ οἱ δυὸ ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ εἶναι ἀπάνω στὸν οὐρανό. Στὰ ἀρχαῖα χρόνια τοὺς ζωγραφίζανε δίχως ἄρματα, πλὴν στὰ κατοπινὰ τὰ χρόνια τοὺς παριστάνουνε ἀρματωμένους μὲ σπαθιὰ καὶ μὲ κοντάρια καὶ ντυμένους μὲ σιδεροπουκάμισα. Στὸν ἕναν ὦμο ἔχουνε κρεμασμένη τὴν περικεφαλαία καὶ στὸν ἄλλον τὸ σκουτάρι, στὴ μέση εἶναι ζωσμένοι τὰ λουριὰ ποὺ βαστᾶνε τὸ θηκάρι τοῦ σπαθιοῦ καὶ τὸ ταρκάσι πὄχει μέσα τὶς σαγίτες καὶ τὸ δοξάρι. Τὰ τελευταῖα χρόνια, ὕστερα ἀπὸ τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης, οἱ δυὸ αὐτοὶ ἅγιοι καὶ πολλὲς φορὲς κι᾿ ἄλλοι στρατιωτικοὶ ἅγιοι ζωγραφίζουνται καβαλλικεμένοι ἀπάνω σὲ ἄλογα, σὲ ἄσπρο ὁ ἅγιος Γεώργης, σὲ κόκκινο ὁ ἅγιος Δημήτρης. Κι᾿ ὁ μὲν ἕνας κονταρίζει ἕνα θεριὸ κι᾿ ὁ ἄλλος ἕναν πολεμιστή, τὸν Λυαῖο. Αὐτὰ τὰ ἄρματα ποὺ φορᾶνε ἐτοῦτοι οἱ ἅγιοι, παριστάνουνε ὅπλα πνευματικά, σὰν καὶ κεῖνα ποὺ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ντυθῆτε τὴν ἀρματωσιὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ ἀντισταθῆτε στὰ στρατηγήματα τοῦ διαβόλου. Γιατὶ τὸ πάλεμα τὸ δικό μας δὲν εἶναι καταπάνω σὲ αἷμα καὶ σὲ κρέας, ἀλλὰ καταπάνω στὶς ἀρχές, στὶς ἐξουσίες, καταπάνω στοὺς κοσμοκράτορες τοῦ σκοταδιοῦ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο καὶ καταπάνω στὰ πονηρὰ πνεύματα στὸν ἄλλον κόσμο. Γιὰ τοῦτο ντυθῆτε τὴν πανοπλία τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ βαστάξετε κατὰ τὴν πονηρὴ τὴν ἡμέρα, κι᾿ ἀφοῦ κάνετε ὅσα εἶναι πρεπούμενα, νὰ σταθῆτε.

Τὸ λοιπόν, σταθῆτε γερά, ἔχοντας περιζωσμένη τὴ μέση σας μὲ ἀλήθεια, καὶ ντυμένοι μὲ τὸ θώρακα τῆς δικαιοσύνης καὶ μὲ τὰ πόδια σας σανταλωμένα γιὰ νὰ κηρύξετε τὸ Εὐαγγέλιο τῆς εἰρήνης κι᾿ ἀποπάνω ἀπὸ ὅλα σκεπασθῆτε μὲ τὸ σκουτάρι τῆς πίστης, ποὺ μὲ δαῦτο θὰ μπορέσετε νὰ σβήσετε ὅλες τὶς πυρωμένες σαγίτες τοῦ πονηροῦ.

Καὶ φορέσετε τὴν περικεφαλαία τῆς σωτηρίας καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ πνεύματος, ποὺ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ». Αὐτὸς ὁ ἡρωικὸς καὶ καρτερικὸς χαραχτήρας, ποὺ ἔχουνε οἱ πολεμιστὲς ὁποῦ μαρτυρήσανε γιὰ τὸν Χριστὸ σὰν ἄκακα ἀρνιά, ἀνάγεται στὰ πνευματικά.

Φώτη Κόντογλου. Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Μυροβλήτης (Ἀπὸ τὸ “Ἀσάλευτο Θεμέλιο”, Ἀκρίτας 1996. (Ἀπόσπασμα ἄρθρου ποὺ γράφτηκε ἐνόψει τῶν ἐγκαινίων τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη τὸ 1949, μετὰ τὴν ἀνακατασκευή της ὕστερα ἀπὸ τὴ μεγάλη πυρκαγιὰ τοῦ 1917.

 

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΦΕΛΙΣΙΤΙ ΡΟΥΜΠΙ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΠΙΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΥΨΙΣΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΜΠΕΛΜΑΡΣ  ” Μόνον υπό κράτηση έχω γνωρίσει τον Τζούλιαν Ασάνζ. Εδώ και εννέα χρόνια, τον έχω επισκεφθεί στην Αγγλία, φέρνοντάς του συμπαράσταση και ειδήσεις από την Αυστραλία [την πατρίδα του]. (…) Στη φυλακή του Μπέλμαρς δεν μπορείς να φέρεις τίποτα, ούτε ένα δώρο, ούτε ένα βιβλίο, ούτε ένα κομμάτι χαρτί. Έπειτα γύρισα στην Αυστραλία, μια χώρα τόσο μακρινή που τον εγκατάλειψε από κάθε άποψη” ξεκινά το σχετικό άρθρο της στην ιστοσελίδα arena. (27.9.2019)Είναι γνωστό ότι ο Τζούλιαν Ασάνζ δημοσιοποίησε πλήθος απορρήτων ηλεκτρονικών μηνυμάτων, φέρνοντας στο φως ενοχλητικά μυστικά, σκοτεινές μεθοδεύσεις και εγκληματικές ενέργειες κρατικών υπηρεσιών, ιδίως στις ΗΠΑ, που ζητούν επίμονα την έκδοσή του. Εκεί αντιμετωπίζει κατηγορίες που επισύρουν συνολική ποινή φυλάκισης εκατόν εβδομήντα ετών.

Τού ” την είχαν στημένη” στη Μ. Βρετανία, όπου καταζητήθηκε -στην αρχή- κατηγορούμενος για δήθεν βιασμό στη Σουηδία, η οποία ζήτησε πρώτη την έκδοσή του. Φοβούμενος την εν συνεχεία έκδοσή του στις ΗΠΑ, κατέφυγε στην πρεσβεία του Ισημερινού, όπου ο προοδευτικός του Πρόεδρος Κορέα του έδωσε πολιτικό άσυλο. Παρέμεινε εκεί για χρόνια, χωρίς να μπορεί να εξέλθει από το κτήριο, περιορισμένος σ’ ένα δωμάτιο. Ο διάδοχος του Κορέα όμως, ο Λένιν Μορένο, υποτελής στη Δύση σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, έδωσε την άδεια στις αρχές να τον συλλάβουν. Έκτοτε κρατείται στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Μπέλμαρς, αναμένοντας να κριθεί αν θα εκδοθεί στις ΗΠΑ. Με ανακοίνωσή της, η Χ.Δ. έχει καταδικάσει τη σύλληψη του Ασάνζ.

“Η παρατεταμένη και σκληρή φύση της κράτησης αυτής με σοκάρει, καθώς περιμένω στην πρώτη γραμμή έξω από την πύλη της τουβλόχτιστης φυλακής.Στο κέντρο επισκεπτών απέναντι μού πήραν δακτυλικά αποτυπώματα, αφού επέδειξα δύο διαφορετικά έγγραφα που πιστοποιούν τη διεύθυνση και το διαβατήριό μου. Έπρεπε να αδειάσω τελείως τις τσέπες μου, να κλειδώσω τις τσάντες μου, κρατώντας μόνον είκοσι λίρες (…) Εμείς οι επισκέπτες, αφού διαβούμε την πύλη, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα του κλουβιού: γκρίζα περίφραξη με κοφτερό συρματόπλεγμα ύψους τεσσάρων μέτρων μας περιβάλλει. Σπεύδω στο επόμενο κτήριο, σ’ ένα δωμάτιο με τριάντα μικρά τραπέζια στερεωμένα στο δάπεδο, με μια γαλάζια πλαστική καρέκλα και τρεις πράσινες το καθένα. Είναι καθισμένος σε μία από τις γαλάζιες πλαστικές καρέκλες” 

“Διστάζω, όπως πάντα, να τον περιγράψω. Τo έμαθα κι αυτό. Μια μορφή προστασίας απέναντι στη νοσηρή γοητεία κάποιων υποστηρικτών αλλά και απέναντι σε άλλους που χαίρονται γιατί υποφέρει. Η υγεία του ήδη χειροτέρευε ραγδαία όταν έφυγε από την πρεσβεία. Επιβεβαιώνει ότι κρατείται ακόμα στην πτέρυγα των υγιών, αν και δεν τον έχουν εξετάσει ειδικοί, πράγμα που είναι απαραίτητο μετά από όσα έχει περάσει. Εξηγεί ότι μεταφέρεται μέσα και έξω από το κελί του, όπου μένει είκοσι δύο ώρες το εικοσιτετράωρο, υπό καθεστώς “ελεγχόμενων κινήσεων” πράγμα που σημαίνει ότι στο διάστημα αυτό η φυλακή είναι κλειδωμένη και οι διάδρομοι αδειανοί.Περιγράφει τον χώρο προαυλισμού. Έχει μια επιγραφή που λέει: “Χαρείτε τo γρασίδι κάτω από τα πόδια σας.” Όμως, δεν υπάρχει τίποτα πράσινο. Μόνον αλλεπάλληλα συρματοπλέγματα πάνω από το κεφάλι του, και ολόγυρα μπετόν” 

“Μετά από τόση απομόνωση και στέρηση της ανθρώπινης συντροφιάς, χαίρεται που βλέπει φίλους. Κρύβει τη στενοχώρεια του συναντώντας με, χαμογελώντας με τα αστεία μου, υπομονετικός με την αμηχανία μου, ενθαρρύνοντας με να θυμηθώ μισοξεχασμένα μηνύματα (..) O Τζούλιαν έχει επισκεπτήριο δύο φορές το μήνα. Το προηγούμενο ήταν τρεισήμισι βδομάδες νωρίτερα. Μιλάμε γρήγορα, ανταλλάσσοντας όσο περισσότερα λόγια, μηνύματα και ιδέες μπορούμε. Στο παρελθόν έχουμε κάνει πολλές συζητήσεις μαζί, πίνοντας καφέ μέχρι τις πρωινές ώρες και μιλούσαμε ταυτόχρονα απαντώντας ο ένας στον άλλον. Όμως, ο θόρυβος στην αίθουσα είναι πολύ δυνατός γι’  αυτό. Συχνά χρειάζεται να κλείνει τα μάτια για να διατηρεί τη ροή των συλλογισμών του, κι έπειτα συνεχίζουμε, για να αξιοποιήσουμε το χρόνο του επισκεπτηρίου, με τη βοή από τριάντα άλλους φυλακισμένους που βλέπουν οικογένειες και φίλους, νήπια που προσπαθούν να ακουστούν, και ενδεχομένως μικρόφωνα και κάμερες να προσπαθούν να ακούσουν όσα λέγονται.” 

“Ο εμπειρογνώμονας του ΟΗΕ που τον επισκέφθηκε επίσης στο Μπέλμαρς είπε ότι ο Τζούλιαν παρουσιάζει τα συμπτώματα παρατεταμένων ψυχολογικών βασανιστηρίων. Έχει βασανιστεί από την απροσδιόριστη διάρκεια της κράτησης. Χωρίς αμφιβολία, και η προοπτική έκδοσής του στις ΗΠΑ, για μια δίκη προβολής, όπου θα κινδυνεύσει με 175 χρόνια φυλακή, κάτι αντίστοιχο με τη θανατική ποινή, είναι μια μορφή βασανισμού. Παρ’ όλα αυτά, συνεχώς εκπλήσσομαι που συχνά απομακρύνει τη συζήτηση από τον εαυτό του και την κατευθύνει σε θέματα αρχών και ευρύτερων επιπτώσεων της υπόθεσής του: ” Δεν αφορά μόνον εμένα Φλικ [χαϊδευτικό της Φελίσιτι], αφορά τόσους ανθρώπους , κάθε δημοσιογράφο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αν μπορούν να αρπάξουν εμένα, έναν από τους Αυστραλούς που δουλεύουν στο Λονδίνο, μπορούν να αρπάξουν οποιονδήποτε δημοσιογράφο ή εκδότη μόνο και μόνο γιατί κάνει τη δουλειά του”(..) Αγκαλιάζω και αποχαιρετώ έναν άνθρωπο πολύ πιο αδύνατο από αυτόν που ήξερα πιο πριν, ένα πρόσωπο διαφορετικό εξαφανίζεται στο διάδρομο στο τέλος του επισκεπτηρίου, αν και οι δυο μας έχουμε υψωμένη την αριστερή γροθιά, όπως συνήθως” Σημειώνεται ότι η όραση του Ασάνζ έχει αδυνατίσει εξαιτίας του πολύχρονου περιορισμού και εγκλεισμού.

Τυπικά, ο Ασάνζ από τις 23 Σεπτεμβρίου έχει εκτίσει την ποινή που του έχουν επιβάλει τα βρετανικά Δικαστήρια, επειδή παραβίασε τους όρους της εγγύησης που ίσχυε πριν ζητήσει πολιτικό άσυλο στην πρεσβεία του Ισημερινού. Κρατείται πια μόνο με την προοπτική της έκδοσής του στις ΗΠΑ. Εντελώς παράνομα και αντικανονικά, του έχουν αρνηθεί το δικαίωμα να μείνει προσωρινά ελεύθερος με εγγύηση, μέχρι η υπόθεση να εκδικασθεί. 

Η αποκάλυψη λεπτομερειών για τους πολέμους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν για βαρβαρότητες των Δυτικών έχει κυρίως ενοχλήσει τις ΗΠΑ. Μεταξύ άλλων, κατηγορείται επειδή αποκάλυψε τον αληθινό αριθμό των χιλιάδων πολιτών που έπεσαν θύματα βομβαρδισμών, βασανιστηρίων και ακρωτηριασμών στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Επίσης, δημοσίευσε πληροφορίες για δημοσιογράφους που σκότωσαν οι δυτικές δυνάμεις, περιλαμβανομένου και του Χοσέ Κούσο, του Ισπανού δημοσιογράφου που σκότωσαν τα στρατεύματα των ΗΠΑ. Οι Ισπανοί πιέστηκαν από τις ΗΠΑ να μη ζητήσουν έρευνα.

“Γι’  αυτό θέλουν να φυλακίσουν τον Τζούλιαν. Για παραδειγματισμό, και για να επαναλάβουν [τα εγκλήματα] στο μέλλον χωρίς να δώσουν λόγο”,

συμπεραίνει η Φελίσιτι Ρούμπι. 

“Ποινικοποιούν πρακτικές συνηθισμένες στη δημοσιογραφία”, τονίστηκε στην Παγκόσμια Συνδιάσκεψη για την ελευθερία των ΜΜΕ τον περασμένο Ιούνιο στο Λονδίνο, από τον Αμάλ Κλούνι, ειδικό εντεταλμένο της Βρετανικής κυβέρνησης για την ελευθερία των ΜΜΕ.   

Και σ’  αυτό το θέμα ο Πρόεδρος Τραμπ άλλαξε “γραμμή”, σε σχέση με όσα προεκλογικά έλεγε, όταν χρησιμοποιούσε τις αποκαλύψεις Ασάνζ για να πλήξει τον προκάτοχό του Μπάρακ Ομπάμα. Οι κατηγορίες των ΗΠΑ κατά του Ασάνζ βασίζονται στο νόμο περί κατασκοπίας, που εφαρμόζεται για πρώτη φορά κατά εκδότη και δημοσιογράφου. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ πιέζει, τους επίσης επ’ αόριστον φυλακισμένους για διαρροή πληροφοριών Τσέλσι Μάνινγκ και Τζέρεμι Χάμοντ να καταθέσουν κατά του Ασάνζ, χωρίς  να καταφέρουν να τους λυγίσουν. Οι καταθέσεις επρόκειτο να γίνουν σε μυστική συνεδρίαση υπάτου σώματος ενόρκων, χωρίς την παρουσία Δικαστή, θεσμό που μόνο στη Λιβερία υπάρχει. 

Γι’ αυτό και αυξάνεται ο προβληματισμός και στις ΗΠΑ, στον Τύπο, αλλά και από πολλές προσωπικότητες.

Καλείται το Ηνωμένο Βασίλειο να αντισταθεί στις πιέσεις και να μην εκδώσει τον Ασάνζ στις ΗΠΑ, όπου είναι φανερό ότι δεν θα δικαστεί δίκαια.                              

Το Γραφείο Τύπου της Χ.Δ. εξέδωσε το Σάββατο 26/10/2019 την ακόλουθη ανακοίνωση:

Η Ιταλία, μετά τις εκλογές της 4ης Μαρτίου 2018, ανέδειξε τον ευρωσκεπτικιστικό συνασπισμό του Κινήματος 5 Αστέρων και της Λέγκας του Βορρά που μαζί συγκέντρωναν περίπου το 50% των ψήφων. Η ιταλική κυβέρνηση ήρθε όντως σε σύγκρουση με τις ευρωενωσιακές αρχές, προσπαθώντας, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, να τιμήσει την πολιτική εντολή που έλαβε. Ταυτόχρονα, ήρθε και σε επώδυνους συμβιβασμούς. Πλέον, η ιταλική συγκυβέρνηση, μετά από διαφωνία του Υπουργού Εσωτερικών Ματέο Σαλβίνι υιοθετεί ως εταίρο το Δημοκρατικό Κόμμα με επικεφαλής τον Ματέο Ρέντσι. Η κίνηση αυτή είναι επισφαλής για την κυβέρνηση αντίστασης του Τζουζέπε Κόντε, λόγω της έντονης συστημικότητας του νέου εταίρου και της πιθανής ανάγκης για περαιτέρω συμβιβασμούς από το Κίνημα των 5 Αστέρων.

Details

Του Χαράλαμπου Ανδρεόπουλου, Δρος Θεολογίας ΑΠΘ,

Συντονιστή Εκπαιδευτικού Έργου Θεολόγων Στερεάς Ελλάδος

xaan@theo.auth.gr

Η εκκλησιαστική πτυχή του Μακεδονικού ζητήματος. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση. Διδακτικό υλικό για το μάθημα των Θρησκευτικών και της Ιστορίας.

Περίληψη:

Η παρούσα εργασία αντιμετωπίζει την εκκλησιαστική πτυχή του Μακεδονικού ζητήματος ως μελέτη περίπτωσης (case study) επιδιώκοντας να εισφέρει επικουρικό εκπαιδευτικό υλικό το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί / χρησιμοποιηθεί από τους συναδέλφους εκπαιδευτικούς (Θεολόγους/ΠΕ01 και Φιλολόγους/ΠΕ02) για την διδασκαλία σχετικών θεματικών ενοτήτων του θρησκευτικού και ιστορικού μαθήματος. Στη ερευνητική – ιστορική και νομοκανονική – προσέγγιση του θέματος κεντρική θέση κατέχουν ερωτήματα όπως σχετικά με το «γιατί;» και το «πως;» χρησιμοποιήθηκε από την πολιτική εξουσία της γείτονος χώρας («Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» [«FYROM»], νυν «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας») ο εκκλησιαστικός οργανισμός προκειμένου να υπηρετηθούν ευρύτερες γεωπολιτικές σκοπιμότητες στο χώρο της Βαλκανικής μετά το πέρας του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Στη μελέτη αναπτύσσεται λεπτομερώς η εκκλησιαστική πτυχή του εν λόγω (μακεδονικού) ζητήματος σ΄ όλες τις επιμέρους ιστορικές φάσεις (1945 μέχρι σήμερα) και νομοκανονικές / εκκλησιολογικές του διαστάσεις. Περιγράφεται η όλως αντικανονική ανακήρυξη (1967) της ανεξαρτησίας της «Μακεδονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας», η κατάσταση του σχίσματος στην οποία περιήλθε (και διατελεί μέχρι σήμερα) η εν λόγω Εκκλησία και αναλύεται η πρόταση για την επίλυση του προβλήματος μέσω της (μετ-) ονομασίας της «ΜΟΕ» σε «Aρχιεπισκοπή Αχρίδος» επί τη βάσει της «Συμφωνίας του Νις» (2002) και των προϋποθέσεων περί (διοικητικής) αυτονομίας μιας τοπικής Εκκλησίας τις οποίες έθεσε η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η συνελθούσα τον Μάϊο του 2016 στη Κρήτη.

Λέξεις κλειδιά: «Μακεδονικό» ζήτημα, «Μακεδονική Εκκλησία», εθνοφυλετισμός, σχίσμα, αυτονομία, αυτοκεφαλία.

  1. Eισαγωγή

Το «Μακεδονικό ζήτημα» αποτελεί στις μέρες μας ένα από τα κύρια θέματα της ατζέντας στο δημόσιο διάλογο μέσω του οποίου έχει αναδειχθεί – πέραν της καθαρά πολιτικής – και μια ιδιαίτερη και σημαντική για το μάθημα των Θρησκευτικών διάσταση, η καθαρά εκκλησιαστική, η οποία αφορά στην σχισματική «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία» (ΜΟΕ).

Καίτοι αναφερόμαστε σ΄ ένα ιδιαίτερης σημασίας εκκλησιαστικό ζήτημα που έχει ήδη ιστορική διαδρομή εβδομήντα (70) και πλέον ετών, εν τούτοις, στα σχολικά βιβλία οι -αναφορές σε αυτό είναι ανύπαρκτες, πλήν αποσπασματικών παραθεμάτων που αναφέρονται εν γένει στο «Μακεδονικό ζήτημα» από πολιτικής, κυρίως, σκοπιάς.

Η παρούσα εργασία αντιμετωπίζει την εκκλησιαστική πτυχή του Μακεδονικού ζητήματος ως μελέτη περίπτωσης (case study) εξετάζοντας τους λόγους για τους οποίους αμέσως μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσω πολιτικών παρεμβάσεων εκ μέρους του κυβερνώντος κομμουνιστικού κόμματος Γιουγκοσλαβίας (ΚΚΓ), επιχειρήθηκε το 1945 η αυτονόμηση της – υπαγομένης στο Πατριαρχείο Σερβίας – εκκλησιαστικής επαρχίας (Μητροπόλεως) των Σκοπίων η οποία μετονομάσθηκε σε «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία» προκειμένου να υπηρετηθούν οι πολιτικές σκοπιμότητες που συνδέονταν με την προηγηθείσα (το 1943) ίδρυση της «Λαϊκής Δημοκρατίας» της «Μακεδονίας» (ΛΔΜ). Ενός κρατικού μορφώματος με την ίδρυση του οποίου, δια της χρήσεως του ονόματος Μακεδονία, τέθηκε σε εφαρμογή η υπηρετούσα πολιτικές σκοπιμότητες εθνογενετική διεργασία περί αναδείξεως της «ΛΔΜ» ως πατρίδας του «μακεδονικού έθνους» και των (νοτιογιουγκοσλάβων) κατοίκων της ως απογόνων των αρχαίων Μακεδόνων.

  1. Θεωρητικό πλαίσιο. Iστορική και νομοκανονική προσέγγιση

Ι. Σύντομο ιστορικό

Το εκκλησιαστικό πρόβλημα των Σκοπίων, ως πτυχή του «Μακεδονικού ζητήματος», ξεκίνησε το 1941, όταν οι τρείς νοτιότερες εκκλησιαστικές επαρχίες του μέχρι τότε Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας, δηλαδή η Μητρόπολη Σκοπίων, η Μητρόπολη Ζλετόβου – Στρωμνίτσης και η Επισκοπή Αχρίδος – Βιτωλίων αποτελούσαν επαρχίες του Πατριαρχείου της Σερβίας. Με την κατάληψη της νότιας Σερβίας από τους Γερμανούς και τους Βουλγάρους συμμάχους τους η περιοχή προσαρτήθηκε στη Βουλγαρική Εξαρχία η οποία είχε ιδρυθεί όλως αντικανονικώς το 1870 με σουλτανικό φιρμάνι και έδρα στην Κωνσταντινούπολη και παρά την καταδίκη της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1872 ως σχισματικής («φυλετικής παρασυναγωγής», κατά τον «΄Ορο» της Μεγάλης εν Κωνσταντινουπόλει τοπικής Συνόδου του 1872) συνέχισε την λειτουργία της μέχρι και τις αρχές του 1945, όταν κατόπιν Πράξεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήρθη το βουλγαρικό σχίσμα (Nανάκης, 1993: 63-79). Μετά την κατάληψη (1941) του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας από του Γερμανούς και τους Βουλγάρους οι μέχρι τότε Σέρβοι ιεράρχες της τοπικής Εκκλησίας, είτε αντικατατάθηκαν άμεσα από Βούλγαρους αρχιερείς, όπως οι νόμιμοι και κανονικοί Μητροπολίτες Σκοπίων Ιωσήφ [Τσβίγκοβιτς], Ζλετόβου- Στρωμνίτσης Βικέντιος [Προντάνωφ, ο μετέπειτα (1950-1958) Πατριάρχης Σερβίας], είτε εκτοπίσθηκαν, όπως ο Επίσκοπος Αχρίδος Νικόλαος [Βελιμίροβιτς], ο ανακηρυχθείς το 2003 άγιος υπό της Εκκλησίας της Σερβίας, ο οποίος βρέθηκε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Νταχάου, στη Γερμανία, μαζί με τον εκεί, επίσης, εκτοπισθέντα Πατριάρχη των Σέρβων Γαβριήλ [Ντότζιτς] (Aνδρεόπουλος, 2018a: 51-52). Το καθεστώς αυτό των υπό «εξαρχική» εξουσία τελουσών εκκλησιαστικών επαρχιών της νότιας Σερβίας παρέμεινε και μετά το 1944, όταν, μετά την υποχώρηση των Γερμανών και την αποχώρηση των συμμαχικών τους βουλγαρικών δυνάμεων, παρά το γεγονός ότι η απελευθερωθείσα περιοχή περιήλθε ξανά στην εθνική κυριαρχία της Γιουγκοσλαβίας, οι αρχές της χώρας, υπό τον Κροάτη στρατάρχη Γιόσιπ Μπροζ Τίτο και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας (ΚΚΓ), δεν επέτρεψαν στους διωγμένους από τους Γερμανούς και Βουλγάρους Σέρβους ιεράρχες να επιστρέψουν στις θέσεις τους (Γόνης, 2001: 265). Τούτο είχε ως αποτέλεσμα η εκκλησιαστική οργάνωση της περιοχής, η οποία γεωγραφικά και διοικητικά αποτελούσε τότε μέρος του σερβικού κράτους και ονομαζόταν Νότια Σερβία ή Vardarska Banovina (δηλ. «Περιφέρεια/Διοίκηση του Βαρδάρη»), να συνεχίσει να παραμένει σε «βουλγαρικά χέρια» (Tαρνανίδης, 2001: 133). Συγκεκριμένα, κατά το διάστημα 1941-1945 της κατοχής της Γιουγκοσλαβίας υπό των δυνάμεων του «άξονα» (Γερμανών, Βουλγάρων) οι τρείς εκκλησιαστικές επαρχίες της Νότιας Σερβίας τελούσαν υπό τον έλεγχο των Βουλγάρων, εξαρχικών Μητροπολιτών και συγκεκριμένα του Μεγάλου Τυρνόβου Σωφρονίου [Τσαβντάρωφ] ως τοποτηρητού της Μητροπόλεως Σκοπίων, του Νευροκοπίου Βόριδος [Ραζούμωφ] ως τοποτηρητού της Μητροπόλεως Στρωμνίτσης και του Λοφτσού Φιλαρέτου [Παναγιώτωφ] ως τοποτηρητού της Μητροπόλεως Αχρίδος (Ανδρεόπουλος, 2018a:52).

Στις αρχές Δεκεμβρίου 1943 σε συνέδριο των παρτιζάνων, κατόπιν εισηγήσεως του αρχηγού τους Γιόσιπ Τίτο (Kαργάκος, 1997: 54-55), ενεκρίθη ψήφισμα για τη δημιουργία Ομόσπονδης «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας», ενώ στις αρχές Αυγούστου του 1944 το ψήφισμα αυτό οριστικοποιήθηκε, ως πολιτική απόφαση, σε διευρυμένη κομματική σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο ιστορικό μοναστήρι του Αγ. Προχόρου του Πτσίνσκι (Prohor Pcinjski) (Kαργάκος, 1997: 54) στα νότια του σημερινού κράτους της Σερβίας, κοντά στα σύνορα με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας («FYROM, νυν «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», βάσει της από 12ης.06.2018 Συμφωνίας των Πρεσπών). Την απόφαση αυτή θα επικυρώσει τον Οκτώβριο του 1945 η Εθνοσυνέλευση του ΚΚΓ και έκτοτε η περιοχή αυτή θα αποτελέσει την μία από τις έξι «Λαϊκές Δημοκρατίες» της συσταθείσης «Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας» (ΟΛΔΓ), με την επωνυμία «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» (εφεξής: ΛΔΜ). Ένα κρατικό μόρφωμα με την ίδρυση του οποίου, δια της χρήσεως του ονόματος Μακεδονία, τέθηκε σε εφαρμογή η υπηρετούσα πολιτικές σκοπιμότητες εθνογενετική διεργασία περί αναδείξεως της ΛΔΜ ως πατρίδας του «μακεδονικού έθνους» και των (νοτιογιουγκοσλάβων) κατοίκων της ως απογόνων των αρχαίων Μακεδόνων και συνεχιστών του πολιτισμού, των εθίμων και της γλώσσας τους (Kωφός, 1992: 246-295). H εθνογενετική αυτή διεργασία υπηρετούσε το γιουγκοσλαβικό δόγμα της «ενιαίας Μακεδονίας», βάσει του οποίου ολόκληρος ο γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας εχαρακτηρίζετο ως «εθνικά μακεδονικός» και επεδιώκετο να εμφανισθεί η ΛΔΜ ως κοιτίδα αυτού του («μακεδονικού») έθνους στο οποίο ανήκαν, επίσης, «αλύτρωτα» τμήματά του σε Ελλάδα και Βουλγαρία (Κωφός, 2008: 363-364). Επρόκειτο για μια διεργασία που αποσκοπούσε στον πλήρη πολιτικό έλεγχο της περιοχής αυτής από τους Γιουγκοσλάβους έναντι των Βουλγάρων, πρωτίστως, αλλά δευτερευόντως και των Ελλήνων, καθώς οι πρώτοι είχαν ισχυρά ερείσματα στην περιοχή από τα τέλη ακόμα του 19ου αιώνα και ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων της εθεωρείτο βουλγαρικής αυτοσυνειδησίας και ως εκ τούτου έπρεπε να αφομοιωθεί τεχνητά, υπό ετέρας μορφής εθνότητα, όπως η επινοηθείσα «μακεδονική». Σε αυτή την τιτοϊκής εμπνεύσεως διεργασία θα συμπράξουν, ως πρόθυμοι συνεργάτες, και οι σκοπιανοί – σλαβομακεδόνες ιεράρχες, οι οποίοι αντικαθιστώντας σταδιακά τους βουλγάρους ιεράρχες και αποκτώντας, κατά τη δεκαετία του 1950 και εντεύθεν, τον πλήρη έλεγχο της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Νότιας Σερβίας, θα διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους από το Πατριαρχείο της Σερβίας. Τούτο θα το επιχειρήσουν επιδιώκοντας την σύσταση μιας νέας, καταρχάς αυτόνομης και εν συνεχεία αυτοκέφαλης, εκκλησιαστικής δομής στη βάση του όλως αντικανονικού εθνοφυλετικού κριτηρίου ερειδομένου, εν προκειμένω, στη βάση μιας επίπλαστης («μακεδονικής») εθνικής ταυτότητας, προσδιορίζοντας ονοματολογικά την μεταρρυθμισμένη διοικητικά και οργανωτικά Εκκλησία που ήθελαν να συστήσουν ως «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία». Πρόκειται για το εκκλησιαστικό πρόβλημα των Σκοπίων, το οποίο ανακύπτει το 1945, κορυφώνεται το 1967 και συνεχίζει να παραμένει άλυτο μέχρι τις ημέρες μας. (Aνδρεόπουλος, Amen, 2018b∙ Bαβούσκος, Orthodoxia.info, 2018∙ Tρίτος, Romfea, 2018).

  1. Το αίτημα του 1945 για εκκλησιαστική ανεξαρτησία
  2. Τα ιστορικά και «κανονικά» επιχειρήματα των Σκοπίων

Στο πλαίσιο της συμπλεύσεως της με το τιτοϊκό καθεστώς για την επίτευξη του στόχου δημιουργίας «μακεδονικής» ταυτότητας, η τοπική ηγεσία των Σκοπίων, συνεπικουρουμένη από πολιτικά ομόφρονες κληρικούς, θα προλειάνει το έδαφος για την ίδρυση της ΛΔΜ, όταν επτά μήνες πριν την επίσημη ανακήρυξη της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και την ίδρυση της ΛΔΜ τον Οκτώβριο του 1945 θα διακηρύξει τη βούλησή της για την ανασύσταση της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, ως «Μακεδονικής» (sic) αυτόνομης Εκκλησίας με προφανή το στόχο της δημιουργίας τετελεσμένων. Σε κληρικολαϊκή συνέλευση 300 εκπροσώπων πολιτικών και εκκλησιαστικών φορέων, την οποία συγκάλεσε στα Σκόπια στις 4 Μαρτίου 1945 η ελεγχομένη από το κομμουνιστικό καθεστώς και την ομάδα αυτοχθόνων σκληροπυρηνικών ιερέων «Επιτροπή Πρωτοβουλίας για την οργάνωση Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Μακεδονία» και στο πλαίσιο του στόχου της αυτονομήσεως της εκκλησιαστικής τους επαρχίας από το Πατριαρχείο Σερβίας -στο οποίο ανήκε διοικητικά από το 1922 – αποφασίστηκε να αναβιώσει η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος, ως «Μακεδονική» αυτόνομη Εκκλησία, η οποία, σύμφωνα με το Ψήφισμα που εκδόθηκε, δεν θα είναι υποτεταγμένη σε καμία τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία (άρθρο 1). Η Εκκλησία θα έχει εθνικούς επισκόπους και εθνικό κλήρο, οι οποίοι θα διαφυλάξουν την «ιδιαιτερότητα του “μακεδονικού λαού” να παραμείνει στη δική του Εκκλησία» (άρθρο 2). Στην εκπλήρωση του ιδίου στόχου αποσκοπούσαν και τα δευτερεύουσας σημασίας αιτήματα της «Επιτροπής Πρωτοβουλίας» που αναφέρονταν τόσο στη χρήση της «μακεδονικής» γλώσσας κατά τη διάρκεια της τελέσεως των μυστηρίων εντός των γεωγραφικών ορίων της ΛΜΔ, όσο και αυτά που ανεφέρονταν στον κατ’ αποκλειστικότητα διορισμό «μακεδόνων» κληρικών (Aγγελόπουλος, 1984: 59-61).

Επιχειρώντας, επίσης, να θεμελιώσουν νομοκανονικά τα επιχειρήματά τους, οι θεωρητικοί της «Επιτροπής Πρωτοβουλίας» για την ίδρυση της εθνικής Εκκλησίας των «Μακεδόνων», επικαλέσθηκαν δύο εκκλησιαστικούς κανόνες. Αυτοί ήταν οι καν. 17 της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451) και 38 της Πενθέκτης (691). Ο πρώτος ορίζει: «Εἰ δέ τις καὶ ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας ἐκαινίσθη πόλις ἢ καὶ αὖθις καινισθείη, τοῖς πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις τύποις, καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν παροικιῶν ἡ τάξις ἀκολουθείτω» (Ράλλης – Ποτλής, 1852: 258∙ Ακανθόπουλος, 2006: 256). Ο δεύτερος κανόνας που αποτελεί, επί της ουσίας, επανάληψη της τελευταίας περιόδου του προηγουμένου, και ο οποίος αποτέλεσε το κύριο επιχείρημα του Levko Arsov, θεολόγου από το Κουμάνοβο, στην εισήγησή του στην κληρικολαϊκή συνέλευση του Μαρτίου 1945 στα Σκόπια (Τσούπρας, 2015: 87-88), ορίζει ότι «Τὸν ἐκ τῶν Πατέρων ἡμῶν τεθέντα κανόνα καὶ ἡμεῖς παραφυλάττομεν, τὸν οὕτω διαγορεύοντα· Εἴ τις ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας ἐκαινίσθη πόλις, ἢ αὖθις καινισθείη, τοῖς πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις τύποις καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ἡ τάξις ἀκολουθείτω». (Ράλλης – Ποτλής, 1852: 392∙ Aγαπίου – Νικοδήμου, Πηδάλιον, 1864: 253)

Το γράμμα και το πνεύμα των κανόνων αυτών συνδέεται με το δικαίωμα που είχε ο βυζαντινός αυτοκράτορας να επιφέρει μεταβολές στην εκκλησιαστική διοίκηση, όταν υπήρχαν αλλαγές στην πολιτική διοίκηση εντός των ορίων της αυτοκρατορίας, συνοψίσθηκαν δε οι δύο αυτοί κανόνες στη γνωστή αρχή του ιερού Φωτίου «τά ἐκκλησιαστικά καί μάλιστά γε τά περί τῶν ἐνοριῶν δίκαια ταῖς πολιτικαῖς ἐπικρατείαις καί διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι εἴωθεν» (Βαλέττας, 1864: 162), αρχή η οποία, επί της ουσίας, συνιστούσε μια ερμηνευτική διατύπωσή τους, αλλά δεν αποτελούσε δεσμευτικό κανόνα, όπως φαίνεται από τη λέξη «εἴωθεν» που χρησιμοποιήθηκε (Τσούπρας, 2015: 92). Την επίκληση, μάλιστα, των ως άνω ιερών κανόνων συνόδευε η πρόθεση για διατήρηση της κανονικής ενότητας της υπό ίδρυση νέας εθνικής («Μακεδονικής») Εκκλησίας με το Πατριαρχείο της Σερβίας (Γόνης, 2001:269• Λόης, 2007:361). Την πρόθεση, αυτή στην πράξη υπονόμευε η εξ υπαρχής προδήλως αντικανονική συμπεριφορά της «κληρικολαϊκής συνελεύσεως», που λειτουργούσε εξωθεσμικά δημιουργώντας εν τοις πράγμασι σχίσμα στους κόλπους της Εκκλησίας της Σερβίας. Τέτοιο σώμα («κληρικολαϊκή συνέλευση») δεν προβλεπόταν στον Καταστατικό Χάρτη του Πατριαρχείου Σερβίας. Συνεπώς οι «διακηρύξεις» που εξέδιδε η εν λόγω «Συνέλευση» είχαν περισσότερο τον χαρακτήρα ενός πολιτικού μανιφέστου, ξένου προς την κανονική τάξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

  1. Κριτική θεώρηση των απαιτήσεων

Επί της ουσίας, το πλαίσιο των χρησιμοποιηθέντων επιχειρημάτων για ανεξαρτησία εστερείτο πραγματικών ιστορικών, εκκλησιολογικών και νομοκανονικών ερεισμάτων, καθώς:

α) Η επίκληση του επιχειρήματος ότι η νέα «Μακεδονική Εκκλησία» αποτελεί ιστορική συνέχεια της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος δεν ευσταθεί διότι η εν λόγω Αρχιεπισκοπή δεν υπήρξε ποτέ εθνική Εκκλησία, αφού δεν ταυτίσθηκε με την πολιτική υπόσταση κανενός σλαβικού κράτους δεν υπήρξε ποτέ κανονικώς αυτοκέφαλη Εκκλησία, αφού δεν ιδρύθηκε με απόφαση πατριαρχική, κατά τα εκκλησιαστικά θέσμια, αλλά με αυτοκρατορική διάταξη (του Ιουστινιανού, με αρχική ονομασία «Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστιανιανής»), η οποία δεν επικυρώθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά αναγνωρίσθηκε de facto, μετονομάσθηκε τον 11ο αιώνα σε «Αχρίδος» και καταργήθηκε το 1767, ενσωματωθεισών των εκκλησιαστικών επαρχιών της στον Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (Bαβούσκος, 2007: 97-109) δεν είχε ποτέ την ονομασία «μακεδονική», αφού ποτέ δεν είχε μακεδονικό χαρακτήρα, καθώς το ποίμνιό της ήταν μεικτό: ελληνικό, βουλγαρικό, σερβικό και γεωγραφικά μόνο ένα μικρό τμήμα του σημερικού κράτους των Σκοπίων (FYROM) περιλαμβανόταν στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Το μεγαλύτερο μέρος της ξεπερνούσε κατά πολύ τα μικρά δικαιοδοσιακά όρια της σημερινής σχισματικής Εκκλησίας των Σκοπίων. Πλην της πόλεως και μικρής περιοχής γύρω από αυτήν, το υπόλοιπο μέρος της τότε Αρχιεπισκοπής ανήκει σήμερα στις Εκκλησίες Βουλγαρίας, Σερβίας, Αλβανίας και Ελλάδος (Tαρνανίδης, 1998: 112-114 ∙ Γόνης, 2001: 278-279· Ταχιάος, 2004:457-459).

β) Η απαίτηση να έχει η «Μακεδονική» Εκκλησία εθνικούς («Μακεδόνες») Επισκόπους και εθνικό κλήρο, διά της χρήσεως (ακριβώς ειπείν του σφετερισμού) του όρου «Μακεδονία», εγκαινιάζει την πολιτική της φαλκιδεύσεως της ιστορίας και του πολιτισμού του Ελληνισμού, θίγοντας την ιστορική και άρα και την εθνική υπόσταση των ελληνικών Μητροπόλεων στη Μακεδονία, τη Βόρειο Ελλάδα. Ακόμη και στην περίπτωση που γινόταν επίκληση της αληθούς, καθαρά σλαβικής (Tαρνανίδης, 2001: 44-47, 90-95, 121-126), φυλετικής/εθνικής τους ταυτότητας, αυτή θα ερχόταν σε αντίθεση με τις αρχές της χριστιανικής διδασκαλίας («οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», Γαλ. 3,28) καθώς εισάγει ευθέως το φυλετικό κριτήριο το οποίο αντιμετωπίζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία «ὡς ἀντικείμενον τῇ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου καί τοίς ἱεροίς κανόσι», εν προκειμένω δε επανεισάγει την αίρεση του εθνοφυλετισμού, όπως είχε συμβεί το 1870 και με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Εις ότι αφορά το αίτημα περί αναγνωρίσεως και καθιερώσεως της «μακεδονικής» γλώσσας, ο ισχυρισμός ότι αυτή είναι μοναδική και πρέπει να κατοχυρωθεί ως «μακεδονική», έχει από μακρού καταρριφθεί. Η γλώσσα αυτή είναι σερβοβουλγαρική, ένα «σλαβικό ιδίωμα», όπως έχει ήδη ενδελεχώς αναλυθεί και καταδειχθεί από την επιστημονική έρευνα (Aνδριώτης, 1960: 26-31• Mπαμπινιώτης, Το Βήμα, 2008) και, άρα, σε καμμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί και ονομασθεί «μακεδονική».

γ) Οι κανόνες 17 της Δ΄ Οικουμενικής, 38 της Πενθέκτης και η αρχή του ιερού Φωτίου, πράγματι, χρησιμοποιήθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την χειραφέτηση εκκλησιαστικών επαρχιών ως συνάρτηση και αποτέλεσμα γεωπολιτικών μεταβολών σε διάφορα έθνη / κράτη, ωστόσο στη περίπτωση της ΛΔΜ, και κατά προέκταση της «Μακεδονικής» Εκκλησίας, οι κανόνες αυτοί δεν ήταν επιτρεπτό να εφαρμοσθούν, διότι τέτοιες (γεωπολιτικές) μεταβολές την εποχή αυτή δεν υπήρξαν. Η ΛΔΜ αποτελούσε την μία από τις έξι «Λαϊκές Δημοκρατίες» της υπό ενιαία κρατική διοίκηση συσταθείσης «Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας Γιουγκοσλαβίας», αποτελώντας ομόσπονδο τμήμα του κράτους με περιοριορισμένες δικαιοδοσίες. Συνεπώς, από πλευράς κανόνων ουδέν έρεισμα εκκλησιαστικής της χειραφετήσεως υφίστατο, ενώ το επιχείρημα για τη δημιουργία ιδιαίτερης (αυτόνομης) εθνικής Εκκλησίας με γνώμονα την «μακεδονική» σύσταση του ποιμνίου της ΛΔΜ προσέκρουε ευθέως, κατά τα προεκτεθέντα, σε εκκλησιολογικές και νομοκανονικές αρχές της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Στο «κίνημα» αυτό για τη απόδοση ανεξαρτησίας με «μακεδονική» ταυτότητα στις τρεις εκκλησιαστικές επαρχίες του Νότου (Μητροπόλεις: α) Σκοπίων, β) Ρασκοπρεσρένης, Δεβρών και Βελισσού, και γ) Πελαγονίας, Πρεσπών και Αχριδών) το Πατριαρχείο της Σερβίας θα αντιδράσει προσεκτικά. Εν πρώτοις, θα υπενθυμίσει ότι οι τρείς αυτές επαρχίες έχουν παραχωρηθεί με τον Συνοδικό Τόμο του 1922 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο Πατριαρχείο της Σερβίας, συνεπώς αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του τελευταίου. Ακολούθως, θα επισημάνει ότι η απόφαση της «κληρικολαϊκής συνελεύσεως» του Μαρτίου 1945 στα Σκόπια για την ανακήρυξη της εκκλησιαστικής επαρχίας του Νότου ως ανεξάρτητης και της ονομασίας της ως «Μακεδονικής Εκκλησίας», είναι πράξη αυταρχική και αντικανονική. Τέλος, το Πατριαρχείο Σερβίας θα καταστήσει σαφές ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει η οποιαδήποτε ανασυγκρότηση της οιασδήποτε εκκλησιαστικής επαρχίας του χωρίς τη δική του γνώμη, ως Εκκλησίας-μητρός (Nικολακάκης, 2015: 201, όπου επισημαίνεται ότι ιστορικά και εκκλησιο-κανονικά ο όρος Εκκλησία μήτηρ δεν ταυτίζεται με τον όρο Μητέρα Εκκλησία που χαρακτηρίζει μόνο το Οικουμενικό Πατριαρχείο), υπενθυμίζοντας ότι κατά το Κανονικό Δίκαιο, η παραχώρηση αυτονομίας ή αυτοκέφαλου καθεστώτος σε μία εκκλησιαστική περιφέρεια υπάγεται στην αρμοδιότητα συλλογικού οργάνου της Εκκλησίας, και ειδικότερα συνόδου Επισκόπων (Βαβούσκος – Λιάντας, 2014: 15-45, 61-65 και 68-78).

III. Η παραχώρηση της αυτονομίας διά «κανονικού ελιγμού» 7

Ακολουθεί μια άκαρπη περίοδος (1945-1958) συζητήσεων και διαβουλεύσεων, επί πατριαρχίας Γαβριήλ (1945-1950) και Βικεντίου (1950-1958), με την «Επιτροπή Πρωτοβουλίας» (την υποστηριζομένη από το πανίσχυρο την εποχή αυτή κομμουνιστικό καθεστώς) να εμμένει στις αξιώσεις της για εκκλησιαστική ανεξαρτησία και το Πατριαρχείο Σερβίας να ανθίσταται στο αίτημα αυτό, προτάσσοντας κριτήρια εκκλησιολογικά και κανονικά, διατεθειμένο, ωστόσο, προκειμένου να εκτονώσει και εξομαλύνει την κατάσταση, να παραχωρήσει κάποια από τα δικαιώματα τα οποία διεκδικούσε η «Επιτροπή», όπως η χρήση της τοπικής (σλαβο- «μακεδονικής») γλώσσας και η εκλογή στις τρείς επαρχίες της Νότιας Γιουγκοσλαβίας αυτόχθονων κληρικών σε θέσεις αρχιερέων (Λόης, 2007: 363). Στα τέλη του 1958 η «Επιτροπή Πρωτοβουλίας» θα προκαλέσει τη ρήξη, προχωρώντας την υλοποίηση του σχεδίου που είχε δρομολογηθεί, δεκατρία χρόνια πριν (τον Μάρτιο του 1945, στην κληρικολαϊκή συνέλευση των Σκοπίων). Συγκαλώντας τον Οκτώβριο του 1958 στην Αχρίδα νέα κληρικολαϊκή συνέλευση θα προχωρήσει στην πραξικοπηματική αναγόρευση της Εκκλησίας των Σκοπίων, ως αυτόνομης και τιτλοφορουμένης ως «Μακεδονικής», απόφαση που ολοκληρώθηκε με την εκλογή ως επικεφαλής μητροπολίτη της του μέχρι τότε Επισκόπου Τόπλιτσας του Πατριαρχείου Σερβίας Δοσιθέου [Στοϊκοβιτς], υπό τον τίτλο του «Αρχιεπισκόπου Αχρίδος και Σκοπίων και Μητροπολίτου Μακεδονίας», με έδρα στα Σκόπια. Η κληρικολαϊκή «συνέλευση» αυτή, ως γενομένη χωρίς την άδεια και τη γνώμη του αρμοδίου αρχιερέως – του Προκαθημένου / του «Πρώτου», εν προκειμένου του Πατριάρχου της Σερβίας – υπήρξε προδήλως αντικανονική και άκυρη, όπως ορίζουν οι σχετικοί κανόνες 31, 34 και 39 Αγίων Αποστόλων, 18 και 30 Δ΄ Οικουμενικής και 31 Πενθέκτης. Επίσης, υπήρξε και αντικαταστατική, διότι η δικαιοδοσία για την ίδρυση και ονομασία νέων επαρχιών, ανήκε μόνο στην Σύνοδο της Ιεραρχίας, βάσει του άρθρου 16 του Καταστατικού της Εκκλησίας της Σερβίας (Ταρνανίδης, 1998: 148).

Το Πατριαρχείο της Σερβίας, στον θρόνο του οποίου είχε ανέλθει από τον Σεπτέμβριο του 1958 ο από Ζίτσης Γερμανός [Τζόριτς] (1958-1990), δεν αποδέχθηκε τις αποσχιστικές αυτές κινήσεις. Τις κατεδίκασε μεν, αλλά υπό την ασφυκτική πίεση του κομμουνιστικού καθεστώτος – την οποίαν πίεση, ο (μετά την εκθρόνισή του από τους Γερμανούς επανελθών τον Νοέμβριο του 1946 από την εξορία) Πατριάρχης Γαβριήλ [Ντότζιτς] (1938-1950) είχε χαρακτηρίσει σε ποιμαντορική του εγκύκλιο ως «Γολγοθάν» (Aγγελόπουλος, 1968: 278) – υποχρεώθηκε να ενδώσει και μεταξύ των ετών 1958 και 1967, στο πλαίσιο ενός αναγκαστικού κανονικού ελιγμού, παρεχώρησε την αυτονομία σε αυτή την περιοχή, παρέχοντας εσωτερική, εντός των πατριαρχικών δομών, αυτονομία στις Μητροπόλεις της Νότιας Γιουγκοσλαβίας, υπό «Καταστατικό» που όριζε την ονομασία της νέας, αυτονόμου αυτής Εκκλησίας ως «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία» (εφεξής: ΜΟΕ). Ο Πατριάρχης Γερμανός μετέβη στα Σκόπια και τον Ιούλιο του 1959 χειροτόνησε τον Κλήμεντα [Τραϊκόβσκι] σε Επίσκοπο Πρεσπών και Βιτωλίων με έδρα στο Μοναστήρι. Στη συνέχεια οι Δοσίθεος και Κλήμης χειροτόνησαν τον Ναούμ [Ντιμόβσκι] σε Επίσκοπο Ζλετόβου και Στρωμνίτσης με έδρα στο Στίπ.. Ετσι η σχέση κανονικής ενότητος της ΜΟΕ με το Πατριαρχείο της Σερβίας, έστω σε ατμόσφαιρα αμοιβαίας καχυποψίας, διατηρήθηκε μέχρι το 1967, χρονιά κατά την οποία η ΜΟΕ απαίτησε την αυτοκεφαλία της έχοντας, φυσικά, σύμμαχό της στην επιδίωξή της αυτή το κομμουνιστικό καθεστώς του Τίτο. Ο στρατάρχης Τίτο, εξ ορισμού άθεος, στα πλαίσια της γενικότερης προσπάθειας για διαμόρφωση μιας τοπικής εθνικής φυσιογνωμίας έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην πλήρη ανεξαρτησία της τοπικής «μακεδονικής» Εκκλησίας, την οποία ο ίδιος υποκίνησε και προσπάθησε να επιβάλλει για λόγους πολιτικής ωφέλειας.

ΙV. H αντιπαράθεση στα άκρα: Το σχίσμα του 1967

Η σκοπιανή – σλαβομακεδονική εκκλησιαστική ηγεσία υπηρετώντας τότε τα ευρύτερα πολιτικά σχέδια του καθεστώτος για δημιουργία «μακεδονικού» κράτους, προχώρησε αυτογνωμόνως σε αύξηση των μελών της 3μελούς μέχρι το 1966 Συνόδου των αρχιερέων, η οποία τη χρονιά αυτή έγινε 4μελής. Και τούτο καθώς πέραν του αναγνωρισθέντος – στο πλαίσιο της παραχωρηθείσης, τον Ιούνιο του 1959, αυτονομίας – ως Αρχιεπισκόπου Αχρίδος και μητροπολίτου «Μακεδονίας» Δοσιθέου και των εν συνεχεία κανονικώς εκλεγέντων μητροπολιτών Κλήμεντος Πρεσπών και Ναούμ Ζλετόβου, την άνοιξη του 1966 η Σύνοδος αυτή των τριών μητροπολιτών, όλως αντικανονικώς, ίδρυσε νέα εκκλησιαστική επαρχία, αυτή της Βελισσού (Βελίκης / Velickom), με έδρα στην Αχρίδα, εκλέγοντας σε αυτήν ως επίσκοπο τον Μεθόδιο [Ποπόφσκι]. Σε κοινή συνεδρίαση της Συνόδου των τεσσάρων, πλέον, αρχιερέων και των εκπροσώπων της Κληρικολαϊκής συνελεύσεως η σλαβομακεδονική εκκλησιαστική ηγεσία ανεκήρυξε de facto την πλήρη ανεξαρτησία της από την Εκκλησία της Σερβίας, ανακηρύσσοντας μονομερώς την ΜΟΕ ως αυτοκέφαλη. Γινόταν έτσι από τότε φανερό ότι το «μακεδονικό» εκκλησιαστικό πρόβλημα, δεν ήταν εκκλησιαστικό, αλλά -και εξ υπαρχής – πολιτικό (Aνδρεόπουλος, 2018a: 62). Η διαδικασία «μεταλλάξεως» της (σλαβο/βουλγαρικής) συνειδήσεως του πληθυσμού (σε «μακεδονική») ολοκληρώθηκε, από εκκλησιαστικής πλευράς με την έκδοση κρατικού διατάγματος αναγνωρίσεως της ΜΟΕ ως επίσημης Εκκλησίας της ΛΔΜ (Κωφός, 1999: 61).

Η Εκκλησία της Σερβίας, μη αποδεχομένη την ως άνω εδαφική και πνευματική συρρίκνωσή της, τον Σεπτέμβριο του 1967 κήρυξε την αυτοαποκαλουμένη ως «Μακεδονική» Εκκλησία των Σκοπίων «σχισματική θρησκευτική οργάνωση» (Αγγελόπουλος, 1967:47-64) δηλ. την απέκοψε από την σχέση (ιερο-) κανονικής ενότητας μαζί της, όχι επειδή η ΜΟΕ ήταν αιρετική ως προς το ορθόδοξο δόγμα, αλλά επειδή παρεξέκλινε από βασικές εκκλησιολογικές αρχές και διοικητικούς ιερούς κανόνες, κοινοποιώντας την απόφασή της αυτή και στις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Την πράξη αυτή της κηρύξεως της ΜΟΕ ως σχισματικής αναγνώρισαν στη συνέχεια και οι υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες, με πρώτη την Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία, με απόφαση της υπό τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Α΄ [Κοτσώνη], τότε, «Αριστίνδην» Ι. Συνόδου, θεώρησε ως «πάντη αντικανονικόν και άθεσμον τον τρόπον κατά τον οποίον ανεκηρύχθη εις αυτοκέφαλον η λεγομένη Μακεδονική Εκκλησία», και «κατά τα υπό των ιερών κανόνων επιτασσόμενα» διέκοψε «πάντα δεσμόν και πάσαν μετά των σχισματικών επισκόπων και λοιπών κληρικών αυτής επικοινωνίαν» (Eκκλησία [44], 1967: 547-548). Επίσης, σε ρητή καταδίκη της συμπεριφοράς της ΜΟΕ προχώρησαν, εκφράζοντας με Γράμματά τους τη συμπαράσταση των Εκκλησιών τους προς το Πατριαρχείο της Σερβίας, οι Πατριάρχες Ιεροσολύμων Βενέδικτος [Παπαδόπουλος] και Αντιοχείας Θεοδόσιος ΣΤ΄ [Αμπουρτζέηλη], ο τοποτηρητής του (χηρεύοντος) Πατριαρχείου Αλεξανδρείας Λεοντοπόλεως Κωνσταντίνος [Κατσαράκης], ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος [Μούσκος], ο Αρχιεπίσκοπος Πράγας και πάσης Τσεχίας Δωρόθεος [Φιλίπ], ενώ ο Πατριάρχης Μόσχας και πάσης Ρωσίας Αλέξιος [Σιμάνσκυ] και ο Μητροπολίτης Βαρσοβίας και πάσης Πολωνίας Στέφανος [Ρούντικ] στις απαντήσεις τους απλώς πληροφορούσαν τον Πατριάρχη Σερβίας ότι παρέλαβαν την επιστολή του. Τέλος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας [Σπύρου] γνώρισε στον Πατριάρχη Σερβίας ότι στο Φανάρι «απεφασίσαμεν να καταδικάσωμεν και εξ ολοκλήρου να απορρίψωμεν αυτό το οποίον κατά τον παρελθόντα μήνα Ιούλιον απεφασίσθη και εξετελέσθη εν Αχρίδι», ενώ, παραλλήλως, κοινοποιούσε την απάντησή του στον Μητροπολίτη Σκοπίων Δοσίθεο και του συνιστούσε να επανεξετάσει την αντικανονική στάση του και να επανέλθει στους κόλπους της Εκκλησίας της Σερβίας (Ταρνανίδης, 2001: 139-140∙ Λόης, 2007: 411). Εκτοτε η Εκκλησία των Σκοπίων θεωρείται σχισματική απ’ όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες και ούτε γίνεται δεκτή σε διορθόδοξους, ή διαχριστιανικούς οργανισμούς (π.χ. Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, κ.α.), όπως διεβεβαίωνε ο Πατριάρχης Σερβίας Γερμανός, δηλώνοντας τον Σεπτέμβριο του 1968 σε συνέντευξή του προς την θρησκευτική εφημερίδα «Pravoslavna» ότι με τις αποφάσεις της Εκκλησίας της Σερβίας, για την κήρυξη της ΜΟΕ ως σχισματικής, «συνεφώνησαν όλαι αι ορθόδοξοι αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι» (Εκκλησία [45], 1968: 474).

  1. Απόπειρες επανενώσεως: H «Συμφωνία της Νις» 

Μετά τη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας το 1991 και την ανεξαρτητοποίηση των Σκοπίων η εκκλησιαστική ηγεσία του νεοσύστατου κράτους της «Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» (ΠΓΔΜ / FYROM) άρχισε να διεκδικεί την αναγνώρισή της από τις άλλες Oρθόδοξες Eκκλησίες. Από το 1998 διάφορες πιέσεις άρχισαν να ασκούνται προς το Πατριαρχείο Σερβίας και κυρίως προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το 2000 άρχισε και επισήμως ο διμερής διάλογος με το Πατριαρχείο Σερβίας, από το οποίο είχε αποσχισθεί. Η εμμονή τους, όμως, στη διεκδίκηση της αυτοκεφαλίας οδήγησε στη ρήξη και τον Ιανουάριο του 2001 σταμάτησε κάθε προσπάθεια διαπραγματεύσεως. Νέα απόπειρα προσεγγίσεως έλαβε χώρα τον Μάϊο του 2002, οπότε εκπρόσωποι των δύο πλευρών συναντήθηκαν στην πόλη Νις της Σερβίας και υπέγραψαν προσχέδιο συμφωνίας η Εκκλησία των Σκοπίων να ονομάζεται «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος», με έδρα στα Σκόπια και να της δοθεί ευρεία αυτονομία (Τρίτος, 2004: 12, 2010: 65-67). Ο Αρχιεπίσκοπος Σκοπίων (και επικεφαλής της σχισματικής ΜΟΕ) Στέφανος [Βελιανόφσκι] αναφερόμενος στις διαφορές που υπάρχουν με το Βελιγράδι, με δηλώσεις του ότι «η Σερβική Εκκλησία μάς δίνει πλήρη αυτονομία ενώ εμείς επιθυμούμε το αυτοκέφαλο. Είναι απαραίτητο να συνεργαστούμε όλοι για να μπορούμε μέσα από την αγάπη να δείξουμε ότι είμαστε μαθητές του Χριστού» (Αντωνιάδου, 1992: 42), άφηνε ανοικτό παράθυρο στην ελπίδα για επανένωση, ωστόσο και αυτή η διαβούλευση, η οποία φάνηκε ότι θα μπορούσε να δώσει λύση στο υφιστάμενο πρόβλημα, οδηγήθηκε σε ναυάγιο. Οι διαπραγματεύσεις με τη σερβική πλευρά δεν τελεσφόρησαν διότι οι εκπρόσωποι της σκοπιανής πλευράς υπό το πρόσχημα της αποκαταστάσεως των σχέσεων με τη Εκκλησία της Σερβίας, μέσω μιας μορφής διοικητικής ανεξαρτησίας (αυτονομίας ή αυτοκεφαλίας), έκρυβαν τις μύχιες προθέσεις τους που δεν είναι άλλες από την αναγνώριση του ονόματος της Εκκλησίας τους ως «μακεδονικής». Ετσι, ύστερα από έντονες πιέσεις των εθνικιστικών κύκλων της ΠΓΔΜ, τον Ιούλιο του 2002 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας των Σκοπίων απέρριψε το προσχέδιο συμφωνίας που είχαν υπογράψει ένα μόλις μήνα πριν οι εκπρόσωποί της στη Νις. Ενας, όμως, από τους μητροπολίτες αυτής της Εκκλησίας, ο Βελεσών και Παραβαρδαρίου Ιωάννης [Βρανιτσκόφσκι], επανέφερε τη Μητρόπολή του στους κόλπους της Εκκλησίας της Σερβίας και η μεν σχισματική Εκκλησία τον καθήρεσε, η δε Σερβία τον όρισε έξαρχό της στα Σκόπια. Ακολούθησαν αλλεπάλληλες φυλακίσεις του Μητροπολίτου Ιωάννη στις φυλακές Ιντρίζοβο των Σκοπίων. Τελικώς, το Πατριαρχείο της Σερβίας όρισε τον Βελεσών και Παραβαρδαρίου Ιωάννη ως τοποτηρητή Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος και Μητροπολίτη Σκοπίων και το έτος 2003, επί Πατριάρχου Παύλου [Στόϊτσεβιτς] (1990 – 2009) χειροτονήθηκαν άλλοι δύο επίσκόποι, και συγκεκριμένα οι Πολόγου και Κουμανόβου Ιωακείμ [Γιοφτσέφσκι] και Μπρεγκαλνίτσης Μάρκο [Κίμεφ], τοποτηρητής και της Επισκοπής Μοναστηρίου, ούτως ώστε να συγκροτείται Ι. Σύνοδος. Τέλος ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Σκοπίων το έτος 2005 και από το 2007 τους εν ενεργεία αυτούς αρχιερείς πλαισιώνει ο εκλεγείς ως τιτουλάριος Επίσκοπος Στοβίου Δαυϊδ [Νινώφ], ο οποίος έχει ορισθεί και τοποτηρητής της Επισκοπής Στρωμνίτσης. Σήμερα ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης και οι τρεις επίσκοποί του, προσπαθώντας να ασκήσουν τα ποιμαντικά τους καθήκοντα, όχι μόνο εμποδίζονται, αλλά συχνά οδηγούνται στις φυλακές με τις ανυπόστατες κατηγορίες για «διατάραξη θρησκευτικής ειρήνης», «διέγερση σε απείθεια», «αναζωπύρωση θρησκευτικού και εθνικού μίσους» , κλπ., γεγονός που καθιστά σχεδόν αδύνατη την άσκηση του λειτουργήματός τους.

  1. Η ανάμιξη της Βουλγαρίας

Τον Νοέμβριο του 2017 η σχισματική ΜΟΕ, επιχειρώντας να δημιουργήσει «γέφυρες» επάνοδου της στην (εκκλησιαστική) κανονικότητα, εζήτησε, με επιστολή του προέδρου της, «Αρχιεπισκόπου Μακεδονίας» Στεφάνου, από το Πατριαρχείο Βουλγαρίας την υπαγωγή της στη βουλγαρική Εκκλησία αναγνωρίζοντας αυτήν, αντί της σερβικής, ως «Εκκλησία μητέρα». Ολως αντικανονικώς το Πατριαρχείο της Βουλγαρίας ανταποκρίθηκε, αναλαμβάνοντας ρόλο διαμεσολαβητού προς τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες έτσι, ώστε, σύμφωνα με το σχετικό Ανακοινωθέν, «να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα προς αποκατάσταση του κανονικού status της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Μακεδονίας». (Eλεύθερος Τύπος, 14.01.2018: 7-9), προκαλώντας την αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η Ιερά Σύνοδος του οποίου κατήγγειλε «τας επ΄ εσχάτων εκδηλουμένας αντικανονικάς ενεργείας της Εκκλησίας της Βουλγαρίας επί του θέματος της εν τω κράτει της FYROM Eκκλησίας» (Φως Φαναρίου, 13.02.2018). Η Εκκλησία της Ελλάδος έχει εκφράσει την ανησυχία της για το γεγονός της επεμβάσεως της Εκκλησίας της Βουλγαρίας στα εσωτερικά (interna corporis) του Πατριαρχείου της Σερβίας στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται ιστορικά και, ασφαλώς, νομοκανονικά η εκκλησιαστική περιφέρεια των Σκοπίων. Η ενέργεια της Εκκλησίας της Βουλγαρίας να αποδεχθεί το αίτημα της σχισματικής «Εκκλησίας της Μακεδονίας» και να αναλάβει ρόλο «Εκκλησίας μητρός», συνιστά, αν μη τι άλλο, κανονική εκτροπή. Η Εκκλησία της Ελλάδος επισημαίνει ότι η πράξη αυτή της βουλγαρικής Εκκλησίας αντίκειται σαφώς στους ιερούς κανόνες και την παράδοση της Εκκλησίας, παραθεωρεί το κανονικό δικαίωμα και τον υπερέχοντα ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την επίλυση διαφορών σε εσωτερικά ζητήματα των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών (Πατριαρχείων και αυτοκεφάλων Εκκλησιών) και ενδέχεται να αποτελέσει απαρχή δυσαρέστων εξελίξεων. (Εκκλησία [94], 2017: 826)

VII. Συμπεράσματα. Η πρόταση για τη λύση

Εξ αφορμής της επανενάρξεως από τις αρχές του 2018 των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδος και FYROM για το ονοματολογικό ζήτημα στο θέμα παρενέβη και η Εκκλησία της Ελλάδος. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος Β΄ [Λιάπης], επικαλούμενος την από 9.1.2018 σχετική απόφαση της Διαρκούς Ι. Συνόδου, κάλεσε τον τότε Πρωθυπουργό Α. Τσίπρα, να λάβει υπόψη του και την εκκλησιαστική πτυχή του προβλήματος και συγκεκριμένα το γεγονός ότι η Εκκλησία των Σκοπίων αυτοτιτλοφορείται «Μακεδονική», έχοντας για τον λόγο αυτόν καταστεί από το 1967 σχισματική, τελώντας σε απομόνωση από τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Επισημαίνοντας τον κίνδυνο της πιθανότητας μετακυλίσεως του προβλήματος της ονομασίας του γειτονικού κράτους, από το πολιτικό στο εκκλησιαστικό επίπεδο και την επιβίωση ενός ιδιότυπου αλυτρωτισμού στη γείτονα χώρα μέσω του τίτλου της σχισματικής Εκκλησίας των Σκοπίων, ως «Εκκλησίας της Μακεδονίας», ο Αρχιεπίσκοπος εζήτησε από τον Πρωθυπουργό να ενεργήσει έτσι, ώστε στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης συμφωνίας περί του ονόματος να υπάρξει μέριμνα και για την αντίστοιχη ονομασία της σχισματικής Εκκλησίας, από τον τίτλο της οποίας πρέπει να απαλειφθεί ο όρος «Μακεδονία» και τα παράγωγά του (Eκκλησία [95], 2018: 8).

Η Εκκλησία της Ελλάδος εστιάζει στο ζήτημα του ονόματος θεωρώντας ότι η χρήση, του ονόματος «Μακεδονική» για την Εκκλησία των Σκοπίων αποτελεί ιστορική παραχάραξη, παραπέμποντας σε ομολογία του ιδίου του Πατριάρχου Σερβίας Παύλου [Στόϊτσεβιτς], ο οποίος διερχόμενος τον Απρίλιο του 1992 από την Αθήνα, στο πλαίσιο συναντήσεως του με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ [Τίκα], είχε δηλώσει σχετικώς: «H χρήση του ονόματος Μακεδονία από τους Σκοπιανούς είναι παράλογη, τεχνητή, κλοπιμαία. Η Μακεδονία δεν είναι δυνατόν να είναι διεθνική, το όνομά της, η ιστορία της και ο πολιτισμός της ανήκουν μόνο στην Ελλάδα» (Χατζηφώτης Ιωαν. 1998: 393). Η χρήση – ακριβώς ειπείν: ο σφετερισμός – του όρου «Μακεδονική» για την Εκκλησία των Σκοπίων θίγει όχι μόνο την ιστορική και την εθνική, αλλά και την εκκλησιολογική υπόσταση των Μητροπόλεών της στην Μακεδονία, στην Βόρεια Ελλάδα, που διαθέτουν στους τίτλους τους πατριαρχικές «υπερτιμίες» και «εξαρχίες» δοθείσες κανονικώς υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μετά την παραχώρηση των Μητροπόλεων αυτών, το 1928, στην επιτροπική διοίκηση της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, διατηρουμένου «επί τούτων του ανωτάτου κανονικού δικαιώματος του Αγιωτάτου Πατριαρχικού Οικουμενικού Θρόνου». Οι «εξαρχίες» αυτές, ως τίτλοι τιμής που παρέχουν σε αυτούς που τους φέρουν κανονικά δικαιώματα ασκήσεως έργου ή διεκπεραιώσεως ειδικής αποστολής εκ μέρους του Πατριαρχείου, οριοθετούνται, εν προκειμένω, σε κανονικό έδαφος των εκκλησιαστικών επαρχιών της Μακεδονίας, των αποκληθεισών «Νέων Χωρών» ως (μετά τους νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους του 1912/1913 και τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο), «περιελθουσών εις το Ελληνικόν Κράτος», όπως ρητά αναφέρεται στο Α΄ «Ορο» της σχετικής Πατριαρχικής Συνοδικής Πράξεως του 1928 (Iατρού, Γεωρ., 2010: 251-300). Τέτοιους πατριαρχικούς τίτλους φέρουν οι πλείστοι εκ των Μητροπολιτών της Βορείου Ελλάδος, ως π.χ. ο Καστορίας ως «υπέρτιμος και έξαρχος Ανω Μακεδονίας», ο Γρεβενών ως «υπέρτιμος και έξαρχος Νοτίου Μακεδονίας», ο Λαγκαδά ως «υπέρτιμος και έξαρχος Κεντρικής Μακεδονίας», ο Φιλίππων ως «υπέρτιμος και έξαρχος Ανατολικής Μακεδονίας», ο Γουμενίσσης ως «υπέρτιμος και έξαρχος Δυτικής Μακεδονίας». Συνεπώς, η αναγνώριση της χρήσεως του (ιδίου) ονόματος «Μακεδονία» (ή παραγώγου του) για άλλη εκκλησιαστική επαρχία και μάλιστα γειτονικού της Ελλάδος κράτους, όπως η ΠΓΔΜ, θα αποτελούσε παραχάραξη της ιστορίας και εκκλησιο-κανονική εκτροπή. Εις ότι αφορά εις το όνομα, καθ’ εαυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η ισχύουσα στο Διεθνές Δίκαιο αρχή του αυτοπροσδιορισμού, δηλαδή το δικαίωμα ενός λαού να καθορίζει ο ίδιος την ταυτότητά του, δεν έχει εφαρμογή στο (Κανονικό) Δίκαιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπου, αντιθέτως, ισχύει η αρχή του ετεροπροδιορισμού. Ο προσδιορισμός του ονόματος και των γεωγραφικών ορίων μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας ανήκει στην αρμοδιότητα των θεσμικών οργάνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας και όχι των αιτούντων το αυτόνομο ή αυτοκέφαλο καθεστώς. Ετσι, εάν κάποια εκκλησιαστική περιφέρεια θελήσει να αλλάξει το όνομά της ή τα γεωγραφικά όρια της κανονικής δικαιοδοσίας της, θα πρέπει να απευθυνθεί στον θεσμό, που εξέδωσε την απόφαση περί παραχωρήσεως αυτονόμου ή αυτοκεφάλου καθεστώτος, δηλαδή είτε στην τοπική Αυτοκέφαλη Εκκλησία, στην οποία υπάγεται, είτε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο (Βαβούσκος – Λιάντας, 2014: 61-65, 68-78).

Τούτων δοθέντων η μόνη εφικτή λύση που μπορεί να υπάρξει στην βάση ιστορικών και εκκλησιολογικών κριτηρίων είναι εκείνη που είχε αρχικώς συμφωνηθεί από τις δύο πλευρές (Εκκλησία της Σερβίας και ΜΟΕ), τον Μαϊο του 2002 στη Νις της Σερβίας, αλλά την οποία, ένα μόλις μήνα μετά, υπό την πίεση εθνικιστικών κύκλων της ΠΓΔΜ, η Εκκλησία των Σκοπίων (ΜΟΕ) απέρριψε με αποτέλεσμα το πρόβλημα να διαιωνίζεται. Η «Συμφωνία της Νις», η οποία προέβλεπε να ονομασθεί η Εκκλησία των Σκοπίων «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος», ο προκαθήμενός της να φέρει τον τίτλο «Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και Μητροπολίτης Σκοπίων» και να της δοθεί ευρεία αυτονομία, θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση της επανενάρξεως εκκλησιαστικών διαβουλεύσεων για την εξεύρεση ιστορικά δίκαιης και εκκλησιολογικά ορθής λύσεως του προβλήματος. Προς αυτή τη κατεύθυνση το πλαίσιο της κανονικής επιλύσεως του προβλήματος έχει ήδη προδιαγράψει η (συνελθούσα τον Ιούλιο του 2016, στο Κολυμπάρι Χανιών) Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας ορίζοντας και τις σχετικές προϋποθέσεις, βάσει των οποίων «η ζητούσα την Αυτονομίαν αυτής τοπική Εκκλησία, εάν διαθέτη τας αναγκαίας εκκλησιαστικάς, κανονικάς και ποιμαντικάς προϋποθέσεις, υποβάλλει το σχετικόν αίτημα εις την προς ην έχει την αναφοράν αυτής Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν, εξηγούσα και τους σοβαρούς λόγους, οι οποίοι υπαγορεύουν την υποβολή του αιτήματος αυτής», διευκρινιζομένου ότι «η κίνησις και η ολοκλήρωσις της διαδικασίας δια την απόδοσιν του Αυτονόμου εις τμήμα κανονικής δικαιοδοσίας της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας ανήκει εις την κανονικήν αρμοδιότητα αυτής, προς την οποία αναφέρεται η ανακηρυσσομένη Αυτόνομος Εκκλησία» Το Κείμενο («Το Αυτόνομον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού») έχει υπογράψει και η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Σερβίας, που συμμετείχε στη Σύνοδο με επικεφαλής τον Πατριάρχη αυτής Ειρηναίο [Γκαβρίλοβιτς] (Εκκλησία [93], 2016: 611-612). Θετική εξέλιξη για την επίλυση του εκκλησιαστικού προβλήματος των Σκοπίων το οποίο πληγώνει βαθύτατα την Ορθόδοξη Εκκλησία στη Βαλκανική εδώ και μισό αιώνα απετέλεσε το υποβληθέν τον Μάϊο του 2018 προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο αίτημα της «εν σχίσματι τελούσης Εκκλησίας των Σκοπίων, το υποστηριζόμενον και δια γράμματος του Πρωθυπουργού της FYROM κ. Ζόραν Ζάεφ», δια του οποίου ζητείται «η ανάληψις υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου της πρωτοβουλίας επαναφοράς της Εκκλησίας αυτής εις την κανονικότητα, υπό το όνομα της Αρχιεπισκοπής Αχριδών», αίτημα περί του οποίου η Ι. Σύνοδος απεφάσισε «να επιληφθεί αυτού (του αιτήματος) και διενεργήση τα δέοντα υπό τους απαραβάτους όρους των ιστορικοκανονικών αρμοδιοτήτων και προνομίων του πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου» (Ανακοινωθέν Πατριαρχείου, 30.05.2018∙ Ανδρεόπουλος, 2018c).

  1. Διδακτική εφαρμογή

Στοιχεία από την εργασία μας θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν / αξιοποιηθούν ως διδακτικό υλικό για τα μαθήματα:

α) Θρησκευτικών Β΄ Γυμνασίου, για τις Θεματικές Ενότητες 5 (Β.Θ. ΙΙ, I [To σχίσμα] και Θ.Ε. 6 (Β.Θ. ΙΙΙ, ii [O κίνδυνος του εθνοφυλετισμού]

β) Ιστορίας Γ΄ Γυμνασίου τις Ενότητες 22 [Τα Βαλκάνια των αλληλοσυγκρουόμενων εθνικών επιδιώξεων] και 58 [Η Ελλάδα στη μεταψυχροπολεμική εποχή (1989-2001)],

γ) «Θέματα Ιστορίας» Β΄ Λυκείου, μάθημα επιλογής, ΟΕΔΒ, 1999, στο βιβλίου του οποίου (ΟΕΔΒ, 1999) υπάρχει ξεχωριστό και εξειδικευμένο Κεφάλαιο για το Μακεδονικό Ζήτημα με την μικρή (αλλά και την μοναδική σε σχολικά βιβλία) αναφορά στην εκκλησιαστική πτυχή του, και

δ) στο πλαίσιο Ερευνητικής Εργασίας (Project) στη συνάφεια του θέματος, με ευκταία /προσδοκώμενα αποτελέσματα να κατανοήσουν οι μαθητές/-τριες:

  1. i) τις έννοιες του σχίσματος και του εθνοφυλετισμού, από θεολογικής σκοπιάς, στην βάση των δεδομένων του «μακεδονικού» εκκλησιαστικού ζητήματος, και,
  2. ii) τα υπαρκτά πρόβληματα του νεώτερου Ελληνισμού, με επίκεντρο την εκκλησιαστική διάσταση της ιστορικής τους πορείας μέχρι και τα πρόσφατα χρόνια.

ΠΗΓΕΣ

Αγαπίου Ιερομονάχου και Νικοδήμου Μοναχού, Πηδάλιον της νοητής νηός της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ήτοι άπαντες οι Ιεροί και Θείοι Κανόνες, Ζάκυνθος 1864. 12η επανέκδ. 1998 (επιμ. Μητροπολίτου Κορίνθου Παντελεήμονος Καρανικόλα). Αθήναι: Παπαδημητρίου.

Γ. Ράλλης – Μ. Ποτλής (1852). Σύνταγμα των θείων και ιερών Κανόνων των τε αγίων και πανευφήμων Αποστόλων και των ιερών και τοπικών Συνόδων, και των κατά μέρος αγίων Πατέρων, τ. Β΄. Αθήνησιν: Εκ της τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος.

Ανακοινωθέν 13.09.1967 της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, «Για τη σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων», Εκκλησία (44).

«Εγκύκλιος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας,. Το Αυτόνομον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού» (2016), Εκκλησία (93)

Ανακοινωθέν 15.12.2017 της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, «Για το ανακοινωθέν της Εκκλησίας της Βουλγαρίας», Εκκλησία (94).

Aνακοινωθέν 13.01.2018 Ι. Συνόδου του Πατριαρχείου Βουλγαρίας, «Για το θέμα της Ορθοδόξου Μακεδονικής Εκκλησίας», Ελεύθερος Τύπος, 14.01.2018.

Aνακοινωθέν 09.02.2018 Ι. Συνόδου Οικουμενικού Πατριαρχείου (2018), «Αντικανονικές ενέργειες της Εκκλησίας της Βουλγαρίας στο θέμα της Εκκλησίας της FYROM»: σε ιστολόγιο Φως Φαναρίου 13.02.2018 (τελευταία ανάκτηση 25.08.2019)

Ανακοινωθέν 11.01.2018 της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (2018). «Προς τον Πρωθυπουργό κ. Αλέξη Τσίπρα για το όνομα του κράτους των Σκοπίων», Εκκλησία (95).

Ανακοινωθέν 30.05.2018 της Ι. Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, «Περί αιτήματος της εν σχίσματι Εκκλησία των Σκοπίων», Φως Φαναρίου, 30.05.2018 (τελευταία ανάκτηση 25.08.2019).

ΜΕΛΕΤΕΣ – ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ 

 

Αγγελόπουλος, Αθ. (1967). «Το Αυτοκέφαλον της «Μακεδονικής» Ορθοδόξου Εκκλησίας επί τη βάσει των αποφάσεων της Εκτάκτου Συνόδου της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας», Δελτίον Σλαβικής Βιβλιογραφίας, 15. Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (και εις ανάτυπον, 1968, σσ. 23)

Αγγελόπουλος, Αθ. (1984). Ο κόσμος της Ορθοδοξίας. Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία στο παρελθόν και το παρόν, Θεσσαλονίκη: Ιδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου.

Ακανθόπουλος, Πρ. (2006). Κώδικας Ιερών Κανόνων (Κείμενο – Ερμηνεία – Σχόλια). Θεσσαλονίκη: Βάνιας.

Ανδρεόπουλος, Χαρ. (2018a). «Η σχισματική “Εκκλησία της Μακεδονίας”. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση», Νομοκανονικά 1/2018. Αθήνα: Σάκκουλας (και εις ανάτυπον).

Ανδρεόπουλος, Χαρ. (2018b). «Η εκκλησιαστική πτυχή στο “Μακεδονικό”», http://www.amen.gr, 01.02.2018 (τελευταία ανάκτηση: 30.03.2018) & Ελευθερία Λαρίσης, 04.02.2018, σ. 8

Ανδρεόπουλος, Χαρ. (2018c). «Μια θετική εξέλιξη σε μια πτυχή του «Mακεδονικού», στην εκκλησιαστική ιστοσελίδα https://orthodoxia.info/news, 02.06.2018 (τελευταία ανάκτηση: 25.08.2019).

Ανδριώτης, Νικ. (1960). Το Ομοσπονδιακό κράτος των Σκοπίων και η γλώσσα του, Θεσσαλονίκη: Αυτοέκδοση. Επανέκδοση (1992), Αθήνα: Τροχαλία.

Aντωνιάδου, Μαρία (1992). «Η Εκκλησία των Σκοπίων ζητεί ανεξαρτησία. Διέξοδο από την κρίση αναζητούν στη Ναϊσό οι εκπρόσωποι του Πατριαρχείου Βελιγραδίου και της αυτοαποκαλούμενης Εκκλησίας της Μακεδονίας». Aθήνα: «Το Βήμα», 19.05.2002, σ. Α 42.

Βαβούσκος, Κων. Α. (1973). Η νομοκανονική υπόστασις των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών, Θεσσαλονίκη: Πατριαρχικόν Ιδρυμα Πατερικών Μελετών.

Βαβούσκος, Αναστ. Κ. (2007). «Νομοκανονική θεώρηση του καθεστώτος κανονικής δικαιοδοσίας της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος», Μακεδονικά, 36. Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.

Βαβούσκος, Αναστ. Κ. – Λιάντας, Γρηγ. (2014). Οι θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία (Μελέτες – Πηγές). Θεσσαλονίκη: Μέθεξις.

Bαβούσκος, Αναστ. Κ. 2018). Η «Αυτοκέφαλη Μακεδονική Εκκλησία». Η εκκλησιαστική πτυχή του «Μακεδονικού», στην εκκλησιαστική ιστοσελίδα: https://orthodoxia.info/news, 23.02.2018 (τελευταία ανάκτηση: 25.08.2019).

Βαλέττας, Ιωαν. (1864). Φωτίου του σοφωτάτου και αγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Επιστολαί. Λονδίνo.

Γόνης, Δημ. (2001). Ιστορία των Ορθοδόξων Εκκλησιών Βουλγαρίας και Σερβίας, Αθήνα: Αρμός.

Iατρού, Γεωρ. (2010). Η θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην εκκλησιαστική, στην ελληνική και τη διεθνή έννομη τάξη (= Βιβλιοθήκη Εκκλησιαστικού Δικαίου. Σειρά Β΄: Μελέτες, 2), Αθήνα – Κομοτηνή: Σάκκουλας.

Καργάκος, Σαρ. (1997). «Η τιτοϊκή κατασκευή», σε: H απάντηση της Ιστορίας, στο συλλογικό έργο «Μακεδονία. Ιστορία εναντίον προπαγάνδας» (επιμ. Γιαν. Μαρίνος), Αθήνα: Αφιερωματική έκδοση Οικονομικός Ταχυδρόμος, (30.01.) 1997.

Κωφός, Ευαγ. (1992). «Το Μακεδονικό από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως την εποχή μας», σε: Ι. Κολιόπουλος και και Ι. Χασιώτης, Η Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία, τ. Β΄, Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Παπαζήσης – Παρατηρητής.

Κωφός, Ευαγ. (1999). «Το Μακεδονικό κατά τους δύο τελευταίους αιώνες», Θέματα Ιστορίας Β΄ Λυκείου, μάθημα επιλογής, Κεφ. 1. Το Μακεδονικό Ζήτημα. Αθήνα: Υπ. Παιδείας/ ΟΕΔΒ.

Κωφός Ευαγ. (2008). «Ελληνικό κράτος και μακεδονικές ταυτότητες», Μακεδονικές ταυτότητες στο χρόνο. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις (επιμ. Ι. Στεφανίδη, Βλ. Βλασίδη, Ευαγ. Κωφού). Αθήνα: Εκδ. Ιδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα (Κέντρο Ερευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης) & Πατάκης.

Λόης, Γεωρ. – Νεκτ. (2007). Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός. Βίος – δράση (1958-1990). Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.

Μπαμπινιώτης, Γεωργ. (2008). «Γλωσσικές παραχαράξεις. Η “Μακεδονική” των Σκοπίων και τα περί σλαβομακεδονικής μειονότητας». Αθήνα: Το Βήμα, 03.08.2008.

Νανάκης, Ανδρέας, αρχιμανδρίτης (νυν Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου). 1993. «Ο Μακεδονικός αγώνας και η Εκκλησία», εις το Εκκλησία, Γένος, Ελληνισμός. Κατερίνη: Τέρτιος.

Νικολακάκης, Δημ. (2015). «Το Αυτοκέφαλον και το Αυτόνομον στην πορεία προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Θεολογία, 85 (4). Αθήνα: Iερά Σύνοδος Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ταρνανίδης, Ιωαν. (1998). Ιστορία της Σερβικής Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη: Αφοι Κυριακίδη.

Ταρνανίδης, Ιωαν. (2001). Οι Κατά Μακεδονίαν Σκλαβήνοι: Ιστορική πορεία και σύγχρονα προβλήματα προσαρμογής. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.

Tαχιάος, Αντώνιος – Αιμίλιος (2004). «Η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος ως υπόδειγμα ελληνοσλαβικής συμβίωσης», εις το: Χριστιανική Μακεδονία. Πελαγονία – Μια άλλη Ελλάδα – Θεσσαλονίκη – Αχρίδα (επιμ. Αθ. Αγγελοπούλου). Θεσσαλονίκη: University Studio Press.

Τρίτος, Μιχ. (2004). Νεώτερες εξελίξεις στη σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων. Θεσσαλονίκη (αυτοέκδοση).

Τρίτος, Μιχ. (2010). «Η σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων και το μαρτύριο του Αρχιεπισκόπου Αχρίδος Ιωάννου», Ενατενίσεις 11. Κύπρος: Ιερά Μονή Κύκκου.

Τρίτος, Μιχ. (2018). Σύντομη ιστορική θεώρηση του εκκλησιαστικού προβλήματος των Σκοπίων, στην εκκλησιαστική ιστοσελίδα: https://www.romfea.gr , 25.01.2018 (τελευταία ανάκτηση: 25.08.2019).

Τσούπρας, Γεωργ. (2015). «Η σχισματική “Μακεδονική Εκκλησία” και οι “κανονικοί” ισχυρισμοί της για αυτοκεφαλία», Νομοκανονικά 1/2015. Αθήνα: Σάκκουλας.

Τσούπρας, Γεωργ. (2018). Εκκλησία και Εθνογένεση. Η “Μακεδονική” Ορθόδοξη Εκκλησία στην υπηρεσία των Σκοπίων. Aθήνα: Γρηγόρης.

Χατζηφώτης, Ιωαν. (1998). Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ 1913-1998. Μαρτυρίες και τεκμήρια. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

ΦΩΤΟ: Η εκκλησία των αγίων Κλήμεντος και Παντελεήμονος στην Αχρίδα.

…καὶ περὶ τῆς βοηθείας τῆς προερχομένης ἐκ τῆς πρᾳότητος”

Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου. Λόγος ΝΗ’

Ὁ ζηλωτὴς ἄνθρωπος ποτὲ  δὲν φτάνει στὴν εἰρήνη τῆς διανοίας του. Καὶ ὅποιος ἀποξενώνεται ἀπὸ τὴν εἰρήνη, ἀποξενώνεται καὶ ἀπὸ τὴ χαρά. Γιατί, ὅπως λέγεται, ἡ εἰρήνη εἶναι ἡ τέλεια ὑγεία τῆς διάνοιας, ἐνῶ ὁ ζῆλος εἶναι ἀντίθετος μὲ τὴν εἰρήνη.

Κατὰ συνέπεια, ὅποιος ἔχει μωρὸ ζῆλο, πάσχει καὶ ἀπὸ μέγάλη ψυχικὴ ἀσθένεια. 

Ὦ ἄνθρωπε, ποὺ νομίζεις ὅτι μὲ τὸ ζῆλο σου θεραπεύεις τὰ ξένα σφάλματα, ἀποδιώχνεις τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς σου.

Ἂν στ’ ἀλήθεια θέλεις νὰ θεραπεύσεις τοὺς ἀδύναμους στὴν ψυχή, νὰ ξέρεις καλὰ ὅτι οἱ ἀδύναμοι καὶ οἱ ἄρρωστοι στὴν ψυχὴ πιὸ πολὺ χρειάζονται νὰ συμπάσχεις, παρὰ ἐπίπληξη.

Καὶ πάλι, ὅταν ἐσὺ δὲν συμπάσχεις μὲ τοὺς ἄλλους, προξενεῖς μεγάλη ψυχικὴ βλάβη στὸν ἑαυτό σου. Οἱ ἄνθρωποι δὲν κρίνουν τὸν ζῆλο ἀπὸ τὰ ειδη τῆς σοφίας, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ἀρρωστήματα τῆς ψυχῆς, ἀποτέλεσμα μικροῦ νοός καὶ πολλῆς ἀνοησίας.

Ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐπιείκεια καὶ ἡ πραότητα, ποὺ ὑπομένει τὶς ἀδυναμίες τῶν άνθρώπων καὶ εἶναι κατόρθωμα γενναίας καὶ μεγάλης ψυχῆς. Διότι ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐσεῖς οἱ δυνατοὶ νὰ βαστάζετε τὶς ἀδυναμίες τῶν ἀδυνἀτων, καὶ διορθῶστε τὸν πταίοντα μὲ πνεῦμα πραότητας. Ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ πνεύματος παίρνει ὁ Ἀπόστολος τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ὑπομονή.

“Οἱ ἀσκητικοὶ λόγοι ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου” (“Μετενεχθέντες ἐκ τῆς ἀρχαίας εἰς τὴν νεωτέραν ἑλληνικὴν παρὰ τοῦ ἱεροδιδασκάλου Καλλινίκου Παντοκρατορινοῦ” Ἐκδόσεις “Ἀπόστολος Βαρνάβας”) . Μεταφορὰ στὴ δημοτικὴ τῆς λόγιας μετάφρασης: Γ.Ζ.