Του Κώστα Ε. Γάλλου
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, γράφοντας επί τη εκδημία της αδελφής του Γοργονίας λέει κάπου: «Ώστε ουν τούτον εγώ φοβούμαι τον φόβον, μη τι την αλήθειαν υπερδράμωμεν. αλλά τουναντίον, μη τι της αληθείας ελλείπωμεν,και … ελαττώσομεν την δόξαν τοις
εγκωμίοις» (Εις την αδελφήν εαυτού Γοργονίαν, Επιτάφιος). Δεν φοβάται μήπως παρεξηγηθεί για τον έπαινον
προς την αλελφή του, μήπως τον κατηγορήσουν για υπερβολή, αλλά αντιθέτως μήπως ο λόγος του είναι ανεπαρκής μπροστά στο μέγεθος τουπνευματικού αναστήματος της.
Κάτι παρόμοιο μπορεί να ειπωθεί για το πρόσωπο και την ηθική περιωπή του αξέχαστου κύριου Παύλου Μητροπολίτου Σισανίου και Σιατίστης.
Για όσους τον γνώρισαν έστω και λίγο, αποκόμισαν αυτή την εντύπωση. Συμφωνούν ότι ο μακαριστός Παύλος έκα-ε πράξη όσα ο Απόστολος των Εθνών έλεγε αλλά και πραγματοποίησε. Όταντην 13η Ιανουαρίου εκοιμήθη, σύσσωμος ο λαός αισθάνθηκε ότι ένα
πελώριο ανάστημα οσιακής περιωπής εξεδήμησε προς Κύριον αφήνοντας όλους εμάς τους περιλειπομένους ορφανούς.

Πράγματι, ο Μητροπολίτης Παύλος, μπορεί να εποίμανε μια μικρή μητρόπολη κατά τα μέτρα του κόσμουετούτου, όμως για να θυμηθούμε εδώ τον Λόγο του Μ. Βασιλείου προς τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, που είχε εκλεγεί επίσκοπος Σαμοσάτων (κάτι
ανάλογο ως προς το μικρό μέγεθος με τη Σιάτιστα): ‘’Έστω Επίσκοπος μηεκ του τόπου συμνυνόμενος, αλλά τον τόπον σεμνύνων αφ’ εαυτού. Δηλαδή, ας είναι, έγραφε ο Μ. Βασίλειος, ο πίσκοπος να λαμβάνει αξία όχι απότΌ τόπο, αλλά δίνοντας αξία στον
τόπο. Πράγματι ο Παύλος εμεγάλυνε τη μικρή μητρόπολη με το θαυμαστό βίο του, τα εξαίσια κηρύγματά του, την αγάπη του την έμπρακτη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, την καρτερικότητά του και τον άφθαστο Ιεραποστολικό του ζήλο. Σ’ ένα κεκραγάριο του
Εσπερινού της Παρασκευής, του α’ ήχου ο υμνογράφος απευθυνόμενος στην Παναγιά λέει ‘’Αγία Θεόνυμφε αγνόν, σεμνόν τε και σώφρονα, πράον, ησύχιον, κόσμιον, ευθύ και όσιον,αληθή, ανδρείον, φρόνιμον, μακρόθυμον, Χρηστόν, επιεική τε και μέτριον,
άμεμπτον, άμωμον, ανεπίληπτόν με ποίησον και προς τούτοις, Παραδείσου μέτοχον (Προσόμοιον, Πανεύφηνοι Μάρτυρες)

Όλες οι αρετές, θαρρεί κανείς που αναφέρει ο υμνογράφος εδώ, χαρακτηρίζουν απόλυτα το Πρόσωπο του Κυρού-Παύλου. Πολύ ωραία, δίνει το πορτραίτο του η ηγουμένη Θεολογία της Παναγίας Μικροκάστρου Σιατίστης, μια απ’ τις πιο σεβαστές και λόγιες
μοναχές που κοσμούν τον Ελληνικό γυναικείο μοναχισμό. Γράφει για τον Μητροπολίτη Παύλο που τον έζησε πολύ καλά. ‘’Ο μακαριστός επίσκοπός μας διέθετε το χάρισμα να εξισορροπεί τέλεια τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα συναισθήματά του και, ενώ μπορούσε εύκολα με τη διεισδυτική ματιά του να ξεκλειδώνει τον συνομιλητή του, ο ίδιος ήταν επτασφράγιστο βιβλίο. Εισέπραττες την απάθειά του, αρετή που ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναϊτης την τοποθετεί κορυφαία στην κλίμακά του, αφού είναι γνώρισμα όσων αγγίζουν τα κράσπεδα της αγιοσύνης … Γλυκός και πράος, μειλίχιος και συμπαθητικός, ευπροσήγορος και πράος, διακριτικός.
Μόνο ο Θεός γνώριζε την άβυσσο των συναισθημάτων και νοημάτων του και τις εσωτερικές διεργασίες… Αυτό που καθήλωνε ελκυστικά, ήταν το κύμα της αγάπης που εξέχεαν οι οφθαλμοί του και που διέλυαν κάθε άγχος και δειλία.
Τον ένοιωθες Πατέρα και ας είχες δει τον ήλιο στη ζωή σου πολύ πριν γεννηθεί εκείνος. Γνωρίζοντας η ηγουμένη Θεολογία την ικανότητα τη μοναδική του Κυρού Παύλου να προσεγγίζει τις καρδιές των νέων, γράφει με θαυμασμό: ‘’Διέθετε το χάρισμα να προσεγγίζει με ειλικρινή αγάπη την φύσει αναρχική και επαναστατική νεολαία, με την άμεση επικοινωνία, με επισκέψεις στα σχολεία, με τη συστηματική κατήχηση και τις εποικοδομητικές συνάξεις, την οργάνωση μελετών και των εορταστικών εκδηλώσεων και με
τις φανερές και αφανείς οικονομικές ενισχύσεις. Σε άλλο σημείο εγκωμιάζοντας το πνευματικό ανάστημά του λέει: «Σιωπών εδίδασκε, μειδιών παραμυθούσε, νουθετών μεταποιούσε και κενούμενος ευεργετούσε, ευαγγελιζόμενος τον λαό του Θεού. Είτε εν Εκκλησία Μεγάλη, είτε στους ναούς της Επαρχίας του με το ελάχιστο εκκλησίασμα, το αποδεκατισμένο από το δημογραφικό πρόβλημα, εκείνος
ένοιωθε απεσταλμένος και κηρύττων τα μεγαλεία του Θεού. εξέπεμπε λόγους πύρινους, χάριτος και σοφίας και γνώσεως Θεού πεπληρωμένους»

.Από την προσωπική συναναστροφή μαζί του, – είχα την ευλογία, να επισκέπτεται για πολλά χρόνια την οικογένειά μου – διεπίστωνα ότι, όταν ομιλούσε οι θέσεις του ήταν πάντα χωρίς καμμία εξαίρεση αυθεντικές καισταράτες, χωρίς συμβιβασμούς, όταν είχαν να κάνουν με το δόγμα και τις αλήθειες γενικά της Πίστεως. Είχα την αίσθηση πάντα ότι μιλούσε ως εντολοδόχος κάποιας άλλης δυνάμεως, μεγάλης, υπερκείμενης, ευρύτερης
αρχής. Ήταν πράγματι ο Οικονόμος της δοθείσης αυτώ ‘’ποικίλης Θείας χάριτος’’. Εξαγοραζόμενος τον καιρόν κατά την Γραφή, δεν άφησε ανεκμετάλλευτο ούτε λεπτό που να μην το επένδυε με βάρος αιώνιο, θηριομαχών συνεχώς απέναντι στις δυνάμεις
του κακού – όπως φάνηκε στη δυναμική παρέμβασή του, καταγγέλλοντας τη μισαλλόδοξη πολιτική της Χρυσής Αυγής’’ – είχε πάντοτε μπροστά του τα συμφέροντα της Ελληνορθόδοξης Παράδοσης, που εννοούσε ανύστακτα να δίνει τη μαρτυρία του. Παρών διαρκώς όχι μόνο στον Ελληνικό χώρο, αλλά και στην τετραπέρατη Ελληνορθόδοξη ομογένεια της Αμερικής, της Ευρώπης, της Αυστραλίας, ομιλούσε, κατηχούσε , στήριζε, ευαγγελιζόμενος το «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Όταν εμείς οι άλλοι τα βράδια κοιμόμασταν εις ανάπαυσιν των σωμάτων ημών, εκείνος « ως νυκτικόραξ εν οικοπέδω δεν κατέπαυε από των έργων Αυτού, αλλά έτρεχε εις οικοδομήν πάντων» «τοίς πάσι προσηρμοσμένος και πάντων κεχωρισμένος». Μπορώ μετά βεβαιότητος να πω μέσα μου ότι ήταν ακτήμων, αφιλάργυρος περιφρονητής των υλικών αγαθών, ολιγαρκής κατά το Γραφικόν «Έχοντες τροφάς και σκεπάσματα, τούτοις αρκεσθησόμεθα». Ήταν αληθινά ελεύθερος ως τα ταπεινά του ουρανού. Εζωσμένος το λέντιον της ταπεινής διακονίας του «περί την οσφύν» αυτού, ήταν πρόθυμος να καθαρίσει τις ψυχές τις βεβαρυμένες από τον κάματο και τις αμαρτίες του κόσμου ετούτου». Έτοιμος να σώσει τους απεγνωσμένους, τους συντετριμμένους τη καρδία τους κεκοπιακότες από τον βαρύ ζυγό του
καθημερινού βίου, τους νέους που έπεσαν στα δίχτυα των ναρκωτικών, κάθε ψυχή που έπρεπε να ανορθωθεί και να αποκτήσει θέληση για ζωή και αυτοπεποίθηση. Συνεχώς ευρισκόμενος εν εγρηγόρσει, μου θύμιζε πάντα τον λόγο του Αποστόλου των Εθνών:
«τις ασθενεί και ουκ ασθενώ; Τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι;» (Β’ Κορ. 11, 29), σκεπτόμενος με δέος το «Ουαί δε μοι έστιν εάν μη ευαγγελίζωμαι» (Α’ Κορ. 9, 16).

Ο υπέροχος αυτός ανθός της Χαλκίδας, που ελάμπρνε τη μικρή μη-τρόπολη της Σιάτιστας, εξέλιπε του κόσμου ετούτου, μη αφήνοντας ούτε ώρα, ούτε λεπτό, κυριολεκτικά ενενέργητο, ανευλόγητο. Ασφαλώς μπορεί να στερούμαστε πλέον την πολύτιμη φυσική του παρουσία, ωστόσο είμαστε βέβαιοι ότι τώρα οι δεήσεις του για μας, θα είναι πιο πύρινες, περισσότερο ευπρόσδεκτες στο θρόνο του Θεού.

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *
You may use these HTML tags and attributes: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>