Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Ὁ Φαρισαῖος μέ τὴν προσευχὴ του δέν πέτυχε τὸν ἐπιδιωκόμενο σκοπό. Δέν ἀποκάλυψε τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς του, ἀλλὰ τὴν ἀσχήμια της. Δὲν φανέρωσε τὴν ὑγεία του, ἀλλὰ τὴν ἀρρώστια. Ὁ Χριστὸς θέλησε μέ τὴν παραβολὴ αὐτὴ νά μᾶς δείξει πώς, ὄχι μόνο ὁ συγκεκριμένος Φαρισαῖος, ἀλλὰ τὸ σύνολο τῶν Φαρισαίων ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἤθελε νά ἐξουσιάζει τὸν ἰσραηλιτικὸ λαό. Θέλησε μέ τὴν παραβολὴ Του ὁ Κύριος νά μᾶς δείξει πώς ἡ διεστραμένη εὐσέβεια κι ὁ πλανεμένος φαρισαϊσμός ἀνήκουν καὶ σὲ μᾶς, σὲ ὅλες τίς γενιὲς τῶν χριστιανῶν μέχρι τίς μέρες μας. Δέν ὑπάρχουν σήμερα ἀνάμεσά μας χριστιανοὶ πού προσεύχονται στόν Θεό μέ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅπως ὁ Φαρισαῖος; Δέν εἶναι πολλοὶ αὐτοί πού ἀρχίζουν τὴν προσευχὴ τους μέ κατηγορίες καὶ μομφὲς κατὰ τοῦ πλησίον τους καὶ τελειώνουν μέ αὐτοεγκωμιασμούς; Δέν εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι πού στέκονται μπροστὰ στόν Θεὸ ὡς δανειστὲς μπροστὰ στόν ὀφειλέτη τους; Δὲν λένε πολλοὶ ἀπὸ μᾶς, «Θεέ μου, ἐγὼ νηστεύω, πηγαίνω στήν ἐκκλησία, πληρώνω τοὺς φόρους μου, κάνω δωρεὲς στήν ἐκκλησία· δέν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ἐγώ, σὰν τοὺς ἅρπαγες καὶ τοὺς συκοφάντες, σὰν τοὺς ἀπίστους καὶ τοὺς μοιχούς. Αὐτοί μέ στενοχωροῦν. Ἐσύ, τὶ κάνεις, Θεέ μου; Γιατὶ δέν τοὺς ἀφανίζεις αὐτούς, γιατὶ δέν ἐπιβραβεύεις ἐμένα γιά ὅλ’ αὐτὰ πού κάνω γιά Σένα; Δὲν βλέπεις, Θεέ, πόσο ἁγνὴ εἶναι ἡ καρδία μου, πόσο ὑγιὴς εἶναι ἡ ψυχή μου;».
Πρέπει νά ξέρεις πώς, ὅπως λέει ὁ ὅσιος Μάξιμος, «ὁ Θεὸς δέν μπορεῖ νά σὲ ἐξαπατήσει, μὰ οὔτε καὶ σὺ Ἐκεῖνον. Ὅλοι κάνουν τὸν σταυρὸ τους, μὰ δέν προσεύχονται ὅλοι». Ὁ Φαρισαῖος εἶναι «Ἀβραὰμ ὡς πρὸς τήν γενειάδα του, μὰ Χάμ ὡς πρὸς τὰ ἔργα του».
Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο μιλοῦν οἱ Φαρισαῖοι. Κι ὁ Θεὸς τοὺς ἀκούει καὶ τοὺς στέλνει πίσω κενούς, ἄδειους. Τοὺς ἀπαντᾶ: «Δέν ἀναγνωρίζω τὴν περιγραφή πού κάνετε στόν ἑαυτὸ σας». Στήν τελικὴ κρίση θὰ τοὺς πεῖ: «Οὐκ οἶδα ὑμᾶς». Δέν σᾶς ξέρω. Ὁ Θεὸς δέν ἀναγνωρίζει τοὺς φίλους Του ἀπὸ τὰ λόγια τους, ἀλλ’ ἀπό τίς καρδιὲς τους. Μέ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο πού δέν ἐκτιμᾶ τήν συκιὰ ἀπὸ τὰ φύλλα της, ἀλλ’ ἀπὸ τοὺς καρποὺς της.