ΤΑ ΠΙΟ ΠΟΛΛΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ “ΡΕΝΟ” ΠΟΥ ΑΓΟΡΑΖΟΥΝ ΟΙ ΓΑΛΛΟΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
ΡΑΓΔΑΙΑ ΑΠΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ
Τα προβλήματα των οικονομιών της Ευρωζώνης δεν συνδέονται αναγκαστικά με το μέγεθος της κάθε οικονομίας, αλλά με τα δομικά προβλήματα, τα οποία αναδείχθηκαν σταδιακά. Αν η 2η σε μέγεθος γαλλική οικονομία δεν πλήττεται τόσο από την άνοδο του κόστους της ενέργειας όσο η γερμανική, οφείλεται στο γεγονός ότι σε αντίθεση με τη Γερμανία, με ευθύνη των επιλογών της άρχουσας τάξης και του πολιτικού συστήματος, η Γαλλία έχει μπει εδώ και πολλά χρόνια σε διαδικασία αποβιομηχάνισης, όπως και η Ελλάδα. Παρουσιάζουμε στοιχεία από την ανάλυση, αφενός επειδή παραδοσιακά η “Χ” ενδιαφέρεται για τη μελέτη και λύση του κοινωνκού προβλήματος σε οικουμενικό επίπεδο και αφετέρου, επειδή η εξέλιξη αυτή θυμίζει και συνδέεται με όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα.
Ο γαλλικός ιστοχώρος Elucid, σε εμπεριστατωμένη ανάλυση των αναδεικνύει το μέγεθος της αποβιομηχάνισης της χώρας, με το παρακάτω διάγραμμα, όπου διακρίνεται η εξέλιξη της ποσοστιαίας κατανομής των θέσεων εργασίας ανά τομέα της οικονομίας, από το 1950 μέχρι το 2020. Με πράσινο χρώμα διακρίνεται ο αγροτικός τομέας, που το 1950 ήταν ο πιο πολυάριθμός, λίγο πιο κάτω του 40%. Κοντά στο 20% ήταν ο βιομηχανικός τομέας (με κόκκινο χρώμα στο διάγραμμα). Ο κατασκευαστικός τομέας αποτυπώνεται με μωβ χρώμα και ο τριτογενής με γαλάζιο (εμπορικός με σκούρο και μη εμπορικός με ανοιχτό).
Το 1974, ο αγροτικός τομέας έχει πέσει στο 16%, ενώ ο βιομηχανικός έχει ανέβει στο 23% και ο κατασκευαστικός στο 10%. Ο τριτογενής εμπορικός έχει ανέβει και προηγείται με 33%, ενώ και ο μη εμπορικός ανέβηκε στο 18%.
Από κει και πέρα, εκτός από τη συρρίκνωση του πρωτογενούς αγροτικού τομέα που συνεχίζεται, για να κατρακυλήσει στο 4% το 2020, παρατηρείται και η συνεχής συρρίκνωση του δευτερογενούς βιομηχανικού τομέα, που έχει πέσει στο 11%. Σχετικά σταθερός παραμένει ο κατασκευαστικός τομέας στο 7%. Ο εμπορικός τριτογενής τομέας έχει εκτιναχθεί στο 51% και ο μη εμπορικός στο 27%, με αποτέλεσμα το 78% του εργαζόμενου πληθυσμού να απασχολείται πια στον τριτογενή τομέα του εμπορίου και της παροχής των υπηρεσιών.
Η περίπτωση της Ρενό
Η Γαλλία διαθέτει, όπως και η Γερμανία, ισχυρή αυτοκινητοβιομηχανία με δημοφιλείς παγκοσμίως μάρκες αυτοκινήτων (Ρενό, Πεζό, Σιτροέν). Όμως, και ο τομέας αυτός ακολούθησε την πορεία της αποβιομηχάνισης της χώρας.
Το 1992, όταν έκλεισε το μεγάλο εργοστάσιο της Ρενό στο Μπιγιανκούρ, άνοιγε η γαλλική “Ντίσνεϊλαντ” στα περίχωρα του Παρισιού. Συμβολισμός της αποβιομηχάνισης, σε συνδυασμό με την εκτόξευση του τομέα των υπηρεσιών.
Η Ρενό ήταν κρατική και αποκρατικοποιήθηκε σταδιακά, με το γαλλικό δημόσιο να διατηρεί το 15% των μετοχών. Παρά τη δεσπόζουσα θέση του ως μέτοχος, παρέμεινε απλός θεατής στην προτεραιότητα της κερδοσκοπίας έναντι του εθνικού συμφέροντος. Δεν αντέδρασε στο γεγονός ότι τα τελευταία σαράντα χρόνια το εργατικό δυναμικό στην ίδια τη Γαλλία έπεσε κατά 85%.
Η παραγωγή μεταφέρθηκε σταδιακά σε χώρες φθηνού εργατικού δυναμικού, όπως η Ρουμανία, η Σλοβενία, η Κίνα, η Κορέα, η Ισπανία, η Τουρκία, το Μαρόκο… Το 2021, οι εργαζόμενοι της Ρενό ήταν 14.500 στη Γαλλία, -έναντι 101.000 το 1976- και 49.500 στον υπόλοιπο κόσμο.
Η μεταφορά της παραγωγής στο εξωτερικό δεν έγινε με κριτήριο τη διείσδυση σε νέες αγορές, αλλά τη μείωση του κόστους παραγωγής των αυτοκινήτων, τα οποία πλέον η χώρα αναγκάζεται να εισάγει.
Έτσι, αν και χώρα της αυτοκινητοβιομηχανίας, η Γαλλία από το 2007 δεν είναι πλέον αυτάρκης και εισάγει τα αυτοκίνητα που χρειάζεται η εσωτερική της αγορά από το εξωτερικό. Το 2019, τα μοντέλα της Ρενό με τη μεγαλύτερη ζήτηση στη Γαλλία, παράγονται κατά 80% εκτός της χώρας.
Έτσι, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου έχει εκτοξευθεί στα 100 δισεκατομμύρια ευρώ του 2021 και μειώνεται το ποσοστό των εξαγωγών, εξαιτίας της μετατόπισης της παραγωγής. Παρά το γεγονός ότι οι θέσεις εργασίας που χάθηκαν στο δευτερογενή βιομηχανικό τομέα μοιάζουν εν μέρει να έχουν αναπληρωθεί από την αύξηση αυτών του τριτογενούς, οι τελευταίες δεν συμβάλλουν το ίδιο στην ανάπτυξη και στο ύψος του ΑΕΠ. Το εμπορικό ισοζύγιο είναι ελλειμματικό από το 2006 κυρίως λόγω του ελλείμματος του εμπορίου αγαθών, στο οποίο το εξέχουσα θέση έχει η αξία των εισαγόμενων αυτοκινήτων που έφτασε τα 21 δισεκατομμύρια ευρώ το 2021.
Η Γερμανία απέτρεψε την μετατόπιση της παραγωγής
Συγκρίνοντας τη γερμανική στρατηγική στο ζήτημα αυτό, οι αναλυτές σχολιάζουν: “Από τη στιγμή που η σύγκριση με τη Γερμανία είναι μια από τις αγαπημένες δραστηριότητες των ιθυνόντων μας, η βιομηχανική ανταγωνιστική στρατηγική της “Φολκσβάγκεν” θα έπρεπε να τους δώσει τροφή για σκέψη”. Η “Φολκσβάγκεν”, στην οποία μετέχει το γερμανικό δημόσιο με 20%, διπλασίασε το εργατικό προσωπικό στη Γερμανία σε σχέση με τη δεκαετία του 1980.
Είναι γνωστό ότι η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία παραμένει η βάση των εξαγωγών της χώρας και του σχηματισμού των πλεονασμάτων, ως αποτέλεσμα στρατηγικής επιλογής των γερμανικών κυβέρνήσεων και της ιθύνουσας τάξης. Αντίθετα, οι ιθύνοντες και το γαλλικό πολιτικό σύστημα άφησαν τη χώρα τους μα μετατραπεί από βασική χώρα παραγωγής σε χώρα εισαγωγής αυτοκινήτων.
Γι’ αυτό και η γερμανική οικονομία κινδυνεύει από την εκτόξευση των τιμών ενεργειας και τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία, να μπεί σε τροχιά αποιβομηχάνισης, όπως έχουμε ήδη αναρτήσει. Η Γαλλία, που έχει ήδη αποβιομηχανοποιηθεί, δεν έχει να χάσει και πολλά…
Το καταναλωτικό κοινό αναζητεί το “made in France” που η Ρενό δεν μπορεί πια να πιστοποιήσει…
Κλείνοντας η ανάλυση, επισημαίνει ότι σταδιακά, το καταναλωτικό κοινό στη Γαλλία έχει την τάση να αναζητεί τα τοπικά προϊόντα και τη διάθεση να τα πληρώσει ακόμα και πιο ακριβά, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομίας.
Η Ρενό που δεν παράγει πια στη Γαλλία, καταφεύγει σε άλλου είδους διαφημιστικά ευρήματα: «Γαλλική εδώ και πάνω από 115 χρόνια, η επιχείρηση δεν αισθάνεται ότι πρέπει να αποδείξει την εθνικότητά της”.
Οι ρίζες της είναι αδιαμφισβήτητες, αφού λειτουργεί από το 1896 και κρατικοποιήθηκε το 1944, λόγω της συνεργασίας του ιδρυτή και ιδιοκτήτη της με τις ναζιστικές δυνάμεις κατοχής, παραμένοντας κρατική για 40 χρόνια.
Όμως, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές, με μόνο ένα από τα οκτώ μοντέλα της και το 20% των πωλήσεων να παράγονται στη Γαλλία, η εντοπιότητά της είναι πλέον κάτι παραπάνω από συζητήσιμη.