
Μὲ ἀφορρμὴ τὴν τιμὴ στὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Σμορέλ στὶς 13 Ἰουλίου, στεκόμαστε σ’ ἕνα σημεῖο τοῦ 1ου φυλλαδίου τῆς ἀντιστασιακῆς ὀργάνωσης «Λευκὸ Ρόδο»:
«Ἐὰν οἰ Γερμανοὶ ἔχουν τόσο πολὺ διαφθαρεῖ καὶ συντριβεῖ πνευματικά, ποὺ δὲν σηκώνουν ἕνα χέρι, δείχνοντας ἐπιπόλαιη ἐμπιστοσύνη σὲ ἀμφιλεγόμενη νομιμοφροσύνη στὴ νομοταγῆ τάξη τῆς Ἱστορίας. Ἐφόσον ἔχουν παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴν ὑπέρτατη ἀρχή, ἡ ὁποία θέτει τὸν ἄνθρωπο ὑπεράνω τῶν ἄλλων δημιουργημέτων τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐλεύθερη βούλησή του. Ἐὰν παραιτοῦνται ἀπὸ τὴ βούληση νὰ ἀναλάβουν ἀποφασιστικὴ δράση, νὰ γυρίσουν τὸ πηδάλιο τῆς Ἱστορίας καὶ νὰ τὸ κατευθύνουν μὲ τὴ δική τους λογικὴ κρίση….τότε εἶναι ἄξιοι τῆς πτώσης τους.»
Σ’ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, ἡ ἑλληνίδα ἡρωίδα τῆς Ἀντίστασης, ἡ νεαρὴ κατηχήτρια Ἰουλία Μπἰμπα, ποὺ ἀποκεφαλίστηκε μὲ λαιμητόμο ὅπως καὶ ἡ ἡγεσία τοῦ Λευκοῦ Ρόδου, γράφει ἀπὸ τὴ φυλακὴ τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1942:
“Πολλὲς φορὲς μὲ ρωτᾶνε ἐδῶ στὴ φυλακὴ πῶς βρῆκα τὴ δύναμη ἐγώ, ἕνα ἄβγαλτο κορίτσι ἀπ’ τὴ Σάμο ν’ ἀνακατευτῶ στὴν Ἀντίσταση. Οὔτε κι ἐγὼ ξέρω νὰ σοῦ πῶ. Κάτι μέσα μου μ’ ἔτρωγε. Κάτι μοῦ ‘λεγε «Πρέπει νὰ κάνεις κι ἐσὺ κάτι. Τὸ ζητάει ἡ ὥρα». Μπορεῖ νὰ μ’ ἔβαλαν στὰ αἵματα κι ἐκεῖνα τὰ παλικάρια ποὺ κατέβασαν τὴ γερμανικὴ σημαία ἀπ’ τὴν Ἀκρόπολη τὸν Μάιο τοῦ ’41. Δὲν μάθαμε ἀκόμα τ’ ὄνομά τους. Ἴσως νὰ μὴν τὸ μάθουμε ποτέ. Θυμᾶμαι ὅτι ἐκείνη τὴ μέρα, ἐκεῖνο τὸ σούρουπο, ἀνέβηκα πάνω στοῦ Φιλοπάππου καὶ κοίταζα τὸν βράχο ἀπέναντι. Κοίταζα τὸν Παρθενώνα καὶ σκεφτόμουνα «Ἄραγε θὰ μπορέσω ποτὲ νὰ κάνω κι ἐγὼ κάτι;»
Καὶ στὴ σημερινὴ Ἑλλάδα, μετὰ τὸ βάαναυσο ἐκβιασμὸ τοῦ 2015, ἔχει ἐπιβληθεῖ ὁ εὐρωμονόδρομος τῆς νεοφιλελεύθερης λιτότητας, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ αὐξανόμενη ἐξαθλίωση καὶ παρακμή. Μὲ βάση τὸ δόγμα Γιοῦνκερ, οἱ ‘λεγόμενες εὐρωπαϊκὲς συνθῆκες εἶναι ὑπέρτερες τῆς λαϊκῆς βούλησης καὶ οἱ κυβερνήσεις μας λειτουργοῦν ὡς ἐντολοδόχοι ξένων κέντρων λήψης ἀποφάσεων.
Τί κάνουμε γιὰ ὅλα αὐτά; Θὰ παρακολουθοῦμε τὴν παρακμὴ καὶ τὴν ἐξαθλίωση ὡς ἁπλοὶ θεατές, ἢ θὰ σηκωθοῦμε ὅλοι μαζὶ γιὰ νὰ δώσουμε τὴ σωστὴ κατεύθυνση στὴν Ἱστορία, στὴ βάση τοῦ θείου δώρου τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ αὐτεξούσιου τοῦ κάθε ἀνθρωπου;
Οἱ συσχετισμοὶ εἶναι δυσμενεῖς. Ὅπως ἄλλωστε ἦταν τὸ 1821. Ὅταν ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἀποφάσισε πάρει στὰ χέρια του τὸ τιμόνι τῆς Ἱστορίας καὶ νὰ τὸ στρέψει στὸ δύσκλο δρόμο τῆς ἐλευθερίας.
Ἂς κάνουμε τὸ ἴδιο σήμερα. «Τὸ ζητἀει ἡ ὥρα»…
Καλοῦμε ὅποιον καὶ ὅποια ἐπιλέγει τὴν κατεύθυνση αὐτή, νὰ βοηθήσει.