Τοῦ Κώστα Καμαριάρη, ὑποψήφιου δημοτικοῦ συμβούλου στὸ Δῆμο Ἀθηναίων

Πολλοί μιλᾶνε γιά τήν ἱστορική Ἀθήνα, τήν πόλη μέ τής παληές γει­τονιές, τά μνημεῖα της. Δυστυχῶς ὅμως ὁ τουρισμός, ὅπως τούς και­ρούς αὐτούς μᾶς «ἔρχεται» ἀπό τήν Δύση (Εὐρώπη, Ἀμερική) ἀλλά καί τήν Κίνα, Ἰαπωνία, στοχεύει τά «ἀξιοθέατα» τῶν νησιῶν μας μέ τίς φυσικές καλλονές, τίς κλασσικές καί ἄλλες ἀρχαιότητες στήν Δῆλο, τήν Ὀλυμπία, τούς Δελφούς, τό Δίον, τή Δωδώνη γιά παράδειγμα. Ὅσο γιά τήν Ἀθήνα, μιά βόλτα στήν Ἀκρόπολη μέ τό Μουσεῖο της φτάνει καί περισσεύει γιά τόν «μέσο τουρίστα». Εἶναι, ὅμως, ἡ Ἀθήνα μόνο τά Ἀρχαῖα; Ὑπάρχουν βέβαια καί κάποια ρωμαϊκά μνημεῖα, ὅπως οἱ στύλοι τοῦ Ὁλυμπιείου, ἡ πύλη καί τό ὑδραγωγεῖο τοῦ Ἀδρια­νοῦ, ἀλλά ὡς ἐκεῖ;

Τό κέντρο τῆς πόλης εἶναι κα­τάφορτο ἀπό τίς μνῆμες καί τά μνημεῖα τῆς ζωῆς τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Ἀπέναντι ἀπ’ τό Πα­ναθηναϊκό Στάδιο -ὅπου ἔγιναν τό 1896 οἱ πρῶτοι Ὀλυμπιακοί Ἀγώ­νες- βρίσκεται ἡ Βασιλική τοῦ Ἁγίου Λεωνίδη, ἀπό τούς πρώτους ἐπισκό­πους Ἀθηνῶν, κτίσμα τοῦ 5ου αἰώνα. Ἡ Βιβλιοθήκη τοῦ Ἀδριανοῦ στήν Πλάκα ἔχει στόν ἄδειο πλέον χῶρο της κτίσματα ὄχι μίας βασιλικῶν πρό τοῦ 1.000 μ.Χ. Ὅλα τοῦτα ἀφημένα στήν τύχη τους, μή ἐπισκέψιμα! Ἀπέ­ναντι ἀπ’ τόν χῶρο τῆς Ἀδριάνειας Βιβλιοθήκης βρίσκεται τό ἐρειπωμένο ἀρχοντικό μιᾶς σπουδαίας Ἀθηναϊκῆς οἰκογενείας τῆς ὕστερης Τουρκοκρα­τίας, τοῦ Λογοθέτη-Χωματιανοῦ καί μαζί του τό ἑκκλησάκι τοῦ προφήτη Ἐλισσαίου, ὅπου γύρω στά 1900 λει­τουργούσε ὁ Ναξιώτης Ἅγιος Νικό­λας ὁ Πλανᾶς, ἔψελναν οἱ Σκιαθῖτες Ἀλέξανδροι: Παπαδιαμάντης καί Μω­ραϊτίδης, παρευρίσκονταν σπουδαῖοι λογοτέχνες τῆς Χώρας μας, ὅπως ὁ Ναυπάκτιος Γ. Βλαχογιάννης, ὁ Σκοπελίτης Π. Νιρβάνας, ὁ Εὐρυτάν Ζ. Παπαντωνίου καί ἄλλοι. Ὅλος τοῦτος ὁ χῶρος εἶναι κλειστός ἐδῶ καί καιρό γιά «συντήρηση». Ἄν δέν παρενέβαινε ἡ Ἀρχιεπισκοπή (ἐπί Ἱερωνύμου Λιάπη) οὔτε τό Ἀρχοντικό τῆς ἄλλης μεγάλης οἰκογένειας τῶν Ἀθηνῶν θά σωζόταν. Μιλάμε γιά τούς Μπενιζέλους καί τήν Ἁγία Φιλοθέη (16ος αἰώνας). Πράγματι, τό κτίσμα αὐτό στήν Πλάκα διασώθηκε καί εἶναι ἐπισκέψιμο.

Ἑκατοντάδες μικρά «ξωκκλήσια» γύρω ἀπό τήν Ἀκρόπολη, στήν Πλά­κα, στοῦ Ψυρρῆ, στό Θησεῖο για πα­ράδειγμα, μέ σημασία ἱστορική γιά τήν ζωή τῆς πόλης, μένουν κλειστά, ἀσυντήρητα, ἀγνοημένα. Οὔτε ὁ Δῆμος, οὔτε κανένα ἄλλο σωματεῖο «προλαβαίνει» νά ἐνδιαφερθεῖ καί βοηθήσει τίς Ἐνορίες γιά τοῦτα.

Μπορεῖ οἱ τουρίστες νά περνοῦν μπροστά ἀπ’ τό «Φανάρι τοῦ Διογέ­νη», τό ἀρχαῖο αὐτό χορηγικό μνη­μεῖο τοῦ Λυσικράτους, νά γεμίζουν τά γύρω τραπεζοκαθίσματα, ἀλλά παραδίπλα βρίσκεται ὁ μικρός ναός τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου ὁ Ἀθανά­σιος Διάκος λειτουργοῦσε, κατά τήν ἀνιστόρηση παληῶν Ἀθηναίων. Τό 1821, ἡ ἐπανάσταση κατά τῶν Τούρ­κων ἐπικυριάρχων. ὁ πιό σύγχρονος ἑλληνισμός, συνδέεται «πολεοδομικά» στήν παληά Ἀθήνα (Πλάκα) μέ τή βυζαντινή στιγμή καί αἰωνιότητα. Ὁ Ἁγιος Νικόλαος τοῦ Ραγκαβᾶ δείχνει μέ τό ὄνομά του (Ραγκαβᾶς, Ραγκαβῆς, Ραγκαβές) τή σχέση τοῦ κτίσματος, τῆς γειτονιᾶς, τῆς πόλης μέ τήν Αὐτοκρατορική οἰκογένεια πού γύρω στόν 9ο καί 10ο αἰώνα κυ­βερνοῦσε τήν Ἀνατολική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία στήν Κωνσταντινού­πολη. Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία, Μιχαήλ ὁ Ραγκαβᾶς οἱ γνωστοί γόνοι. Εἰδικά ἡ Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία ὑποστήριζε τήν εἰκονόφιλη παράταξη καί εἶχε, ὡς χήρα Αὐτοκράτειρα, πρόταση γάμου ἀπό τόν γενάρχη ὅλων τῶν μετέπει­τα δυτικοευρωπαϊκῶν δυναστειῶν, τόν πολύ Καρλομάγνο! Τό κτίσμα αὐτό ἐπιζεῖ λοιπόν, μέ τήν καμπάνα του πού τόν Μάρτη τοῦ 1821 πρω­τοσήμανε τό ξεκίνημα τοῦ Ἀγώνα τῆς Ἐλευθερίας. Πολλοί λίγοι, ὅμως, ἐνδιαφέρονται γιά τή συντήρηση τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ραγκαβᾶ.

Καθώς οἱ νεώτεροι Ἕλληνες θεω­ροῦν πώς πρέπει νά «καλοπιάνουν» τούς ξένους, δείχνοντας αὐτά πού πιστεύουν αὐτοί γιά μᾶς (χλαμύδες καί κλασσική ἀρχαιότητα), τό ἐνδι­αφέρον γιά τή Βυζαντινή περίοδο, τήν Φραγκοκρατία (ὅπου οἱ Δυτι­κοί-Παπικοί ἀπαγόρευαν ὕπαρξη Ὀρθόδοξου Ἐπισκόπου στήν Ἀθήνα ἀπό τό 1204 ὡς τό 1470), τήν Τουρκο­κρατία καταντᾶ γραφικό. Εἶναι μόνο γιά «ἐσωτερική κατανάλωση». Τό νά μιλᾶ κάποιος γιά τήν Ἀθήνα ὡς πόλη Χριστιανική, Βυζαντινή, ἴσως μοιάζει μέ τό ἐνδιαφέρον τῶν Βαυαρῶν τοῦ Ὄθωνα (1833-1862), ὅταν γκρέμι­σαν 70 (ἑβδομῆντα) ἐκκλησίες τῆς ἐποχῆς Βυζαντίου καί Τουκροκρα­τίας γιά νά χτίσουν μέ τά ὑλικά τους τήν σημερινή Μητρόπολη Ἀθηνῶν ἥ ὅταν ἀποφάσισαν τήν διάλυση τῶν Ὀρθόδοξων Μοναστηριῶν!

Δυστυχῶς κάπως ἔτσι φέρεται ἡ ἰθύνουσα τάξη, μέ μιά ἀδιάφορη πε­ρίπου συγκαταβατικότητα γιά τά «παπαδικά». Δεῖγμα καί αὐτό τῆς ψύχωσης νά φανοῦμε μοντέρνοι καί ἀντικομφορμιστές σέ μιά παγκοσμι­οποιητική πολτοποίηση πολιτισμῶν καί λαϊκῶν παραδόσεων. Βέβαια, οἱ ναοί, τά διάφορα ἐκκλησιαστικά μνη­μεῖα, δέν εἶναι τουριστικά ἀξιοθέα­τα. Ἀλλά δέν πρέπει νά ἀσχολεῖται ὁ Δῆμος, οἱ ἄλλες κρατικές ὑπηρεσίες γιά τή συντήρησή τους; Ἀφοῦ ἀπο­τελοῦν μέρος τῆς ἱστορίας, τῆς ζωῆς, τῆς φυσιογνωμίας τῆς πόλης μας!

Πόσο εἶναι γνωστό ὅτι στήν Κυ­ψέλη ὑπάρχει ἡ ἐκκλησία ἡ οἰκογε­νειακή, πού ἔχτισε ὁ ἥρωας τοῦ 1821 Κωνσταντίνος Κανάρης, ὁ μπουρλο­τιέρης καί μετέπειτα πρωθυπουργός τῆς Ἑλλάδας; Ἤ ποιός ὑποψιάζεται τήν κρυφή ὀμορφιά μιᾶς μικρῆς ὑστε­ροβυζαντινῆς ἐκκλησιᾶς πίσω ἀπό τό γήπεδο τοῦ Παναθηναϊκοῦ, πού περιέσωσε περί τό 60 ὁ μακαριστός Διονύσιος Κοζάνης, καί βαθειά στή νύχτα ἄναβε κεράκια ὁ μακαρίτης πιά Χρῆστος Βακαλόπουλος πρίν ἐπισκεφθεῖ τό γειτονικό «περιώνυμον καφεστιατόριον Βαλτάσαρ»;

Ἡ ἀξία μιᾶς πόλης στηρίζεται στή μνήμη τῶν «ἀναχωρησάντων διά τούς οὐρανούς» καί ἡ τρέχουσα ἀντίληψη ὅτι ὅλα εἶναι κέρδος ὐπονομεύει τήν βαθύτερη πίστη τῆς ἀντιστροφῆς τῶν ὄρων, τῆς ἀναστάσιμης ἐλπίδας καί ζωῆς. Τά ἐκκλησιαστικά μας Μνημεῖα δέν ἐπιδεικνύουν ἀλλά ὑποδεικνύουν τήν ἄλλη διάσταση τῆς ζωῆς: Γύρω πέτρινα καί τσιμεντένια μεγαθήρια, ἀλλά στή μέση ἕνα ἀρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα: ἡ Καπνικαρέα! Αὐτή ἡ καλή ἀλλοίωση μπορεῖ νά ἀποδει­κνύεται καί τώρα, ἐάν θελήσουμε νά βοηθήσουμε ὁ καθένας ἀπό τή θέση του τή διάσωση, τήν διατήρηση, τήν ἀνάδειξη, τήν καλή λειτουργία γύρω καί ἐντός τῶν μηνμείων (μικρῶν ἤ μεγάλων). Ἐπειδή σέ αὐτά συγκε­ντρώνονται οἱ μνῆμες καί οἱ ἐλπίδες νεκρῶν καί ζώντων τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς, τῆς έκκλησιαστικῆς παράδοσης ἀλλά καί τῶν λαϊκῶν θρύλων καί δο­ξασιῶν. Μ’ ἕνα λόγο ἐκεῖ βρίσκεται κρυμμένο καί φανερωμένο τό συνα­ξάρι τοῦ Γένους!

Ὑστερόγραφο 1: Ὁ Δῆμος Ἀθηναί­ων θά πρέπει νά ἐνδιαφερθεῖ γιά τή συντήρηση τοῦ μνημειώδους ζωγρα­φικοῦ ἔργου τοῦ Φώτη Κόντογλου στίς αἴθουσες τοῦ Κεντρικοῦ Δημαρ­χιακοῦ Μεγάρου καί ἐπίσης γιά τή συντήρηση τῶν τοιχογραφιῶν τοῦ κύρ Φώτη στόν ἱστορικό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα τῆς πλατείας Κύπρου, ὅπου ἦταν τό μοναστήρι τῆς Ἁγίας Φιλοθέης, τῆς Κυρᾶς τῶν Ἀθηνῶν, καθὼς καὶ στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο Πεδίου Ἄρεως, οἱ ὁποῖες καταστρέ­φονται.

Ὑστερόγραφο 2: Παληότερα οἱ Βαυαροί-Γερμανοί μᾶς ἔκαναν καί δώρα, ὅπως τόν πολυέλαιο ἐπί Ὄθω­να πού ὑπάρχει στόν Ἅγιο Γεώργιο Κυψέλης. Τώρα ὅμως μόνο χρέη καί Μνημόνια γνωρίζουν;

Ο Κώστας Καμαριάρης είναι υπο­ψήφιος δημοτικός σύμβουλος στον συνδυασμό «Αθήνα για την Ελλάδα»

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *
You may use these HTML tags and attributes: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>