Απόσπασμα από το βιβλίο του μακαριστού π. Γεωργίου Μεταλληνού ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ των εκδόσεων ΜΗΝΥΜΑ (Αθήνα 1986) έχει ψηφιοποιήσει ο Ιερός Ναός Ταξιαρχών Ιστιαίας και αναρτήσει ο ιστότοπος “Τας Θύρας τας θύρας”. Τη δεύτερη παράγραφο του αποσπάσματος αναδημοσιευουμε στην 1η σελίδα του φύλλου της 11ης Ιουλίου της “Χριστιανικής”.
Ο Χρυσόστομος και το κοινωνικό πρόβλημα
π. Γεωργίου Μεταλληνού (+)
Σε κάθε εποχή το κοινωνικό πρόβλημα, ως απαίτηση κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας μεταξύ των ανθρώπων, δεν παύει να είναι νευραλγικό. Και στην εποχή του Χρυσοστόμου δεν έπαυε να έχει τέτοια σημασία. Επειδή δε το πρόβλημα αυτό εκτός από την υλική και οικονομική διάστασή του έχει και πνευματικό χαρακτήρα, δεν ήταν δυνατόν μια προσωπικότητα σαν τον Χρυσόστομο να το αντιπαρέλθει. Είναι τόσο συχνές και εκτεταμένες οι αναλύσεις του γύρω από αυτό το θέμα, ώστε μπορούμε αδίστακτα να πούμε, ότι προσφέρει έτοιμο χριστιανικό κοινωνικό – οικονομικό «σύστημα», που αποτελεί έκφραση και δικαίωση του Ευαγγελίου στην καθημερινή πραγματικότητα.
Ο Χρυσόστομος αποτελεί στο σημείο αυτό την αφετηρία, για να βοηθήσει την Εκκλησία σαν λαό του Θεού και στην εποχή μας να βρει το σωστό της δρόμο. Το σχήμα: πλούσιοι και πτωχοί, και μάλιστα στο χώρο της Εκκλησίας, υπήρξε για τον Χρυσόστομο ένας σταυρός. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο, που ισχύει μέχρι σήμερα, θέλει το άτομο απόλυτο κύριο της ιδιοκτησίας του. Μια τέτοια θεωρία ο Χρυσόστομος ως χριστιανός την απορρίπτει κατηγορηματικά. Η απόλυτη κυριότητα των αγαθών ανήκει στον Θεό, και των ελευθέρων αγαθών και των παραγομένων από τον άνθρωπο οικονομικών αγαθών. Στην Εκκλησία η λέξη «δικό μου» και «δικό σου» δεν έχουν νόημα, γιατί τίποτε δεν είναι στον κόσμο αυτό δικό μας (ΕΠ. 61,85). Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής! Αφού λοιπόν, μοναδικός ιδιοκτήτης του κόσμου είναι ο Θεός, τα του κόσμου δεν ανήκουν σε μεμονωμένα άτομα, αλλά στο σύνολο. «Τα γαρ του Δεσπότου πάντα κοινά». (ΕΠ. 62,563). Έπειτα, οι άνθρωποι και μάλιστα οι χριστιανοί είναι όλοι αδελφοί. Δεν υπάρχουν άτομα, αλλά πρόσωπα σε κοινωνία με τον Θεό και μεταξύ τους. Γι’ αυτό κανείς δεν θα τολμήσει ποτέ να πει «Πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς», αλλά «Πάτερ ημών» (ΕΠ. 57,278)!
Παρ’ όλα αυτά φαίνεται να δείχνει μερικές φορές ο Χρυσόστομος μίαν ανοχή απέναντι στον πλούτο, που μερικοί το εκλαμβάνουν ως συγκατάβαση. Όταν τούτο δεν γίνεται απ’ αυτούς σκόπιμα, πρόκειται για καθαρά παρεξήγηση. Είναι γεγονός ότι γράφει ο Χρυσόστομος: «Πλούσιος ει; ου κωλύω. Άρπαξ ει; κατηγορώ. Έχεις τα σα απόλαυε. Λαμβάνεις τα αλλότρια; ου σιγώ» (ΕΠ. 52,399). Και αλλού: «ου κελεύομεν μη πλουτείν, αλλά χωρίς πλεονεξίας, χωρίς αρπαγής...».
Ο Χρυσόστομος όμως, όπως γενικά οι Πατέρες, μιλώντας για τον πλούτο, διακρίνει δύο περιπτώσεις, την κτήση του πλούτου και τη χρήση του. Δεν είναι, έτσι, «πας πλούτος παρά Κυρίου». (ΕΠ. 61,293). Ο πλούτος, που προέρχεται από ύποπτες και ηθικώς επιλήψιμες πηγές, καταδικάζεται. Ακόμη και ο πλούτος εκ κληρονομιάς δεν μπορεί να βρει πλήρη δικαίωση, αφού δεν προέρχεται από την τίμια εργασία του ανθρώπου (ΕΠ. 62,563), η οποία, βεβαίως, μπορεί να μην έχει την δύναμη να συσσωρεύσει θησαυρούς, μπορεί όμως να εξασφαλίσει στον άνθρωπο κάποια άνεση.
Ριζοσπαστικότερος, έτσι, είναι ο ι. Πατήρ στο θέμα της χρήσεως του πλούτου, που δεν είναι ανάγκη να έχει τις διαστάσεις εκατομμυρίων, αλλά πλούτος είναι και όταν δεν υπερβαίνει το πενιχρό περίσσευμα ενός βιοπαλαιστού! Για τον Χρυσόστομο πλούτος και ο ένας, πλούτος και ο άλλος («πλείων ουσία»). Και στις δυο περιπτώσεις, λοιπόν, τίθεται θέμα χρήσεως. Έτσι χρησιμοποιεί αναγκαστικά κι αυτός τον γνωστό – παρεξηγημένο ή κακά χρησιμοποιούμενο – όρο «οικονόμος Θεού». Λέμε πρώτα παρεξηγημένο, γιατί κατά τον Χρυσόστομο «οικονόμος» δεν σημαίνει και «κύριος των αγαθών». Διότι όσα έχουμε είναι του Δεσπότου Θεού. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα ιδιοποιήσεως ξένων αγαθών.
Απέναντι στα πράγματα του κόσμου συνιστά μίαν ασκητική τάση. Ο πλούσιος – έστω και αν δίκαια έχει αποκτήσει κάτι – πρέπει να ζει σαν πτωχός. Γιατί ό,τι έχει παραπάνω από τον πτωχό είναι η οικονομία, η διαχείριση των αγαθών. Ο ίδιος δεν πρέπει ποτέ να ξεπερνά την αναγκαία χρεία. Το περίσσευμα από τη χρεία του ανήκει στους πτωχότερους απ’ αυτόν. Τότε ο πλούσιος – με την παραπάνω έννοια – είναι σύμφωνος με το θέλημα του Θεού, όταν δεν κρατά τίποτε για τον εαυτό του. Γιατί «αν κρατά, και μύρια να έχει δώσει, υπάρχουν δε ακόμη πεινασμένοι, καμμιά δεν έχει δικαιολογία». Να γιατί είπαμε συνάμα και «κακά χρησιμοποιούμενο», ως προς το «οικονόμος Θεού». Μεταφράζοντας δηλ. τον Χρυσόστομο στην εποχή μας, «οικονόμος» σημαίνει να ζει εθελοντικά ένας σημερινός εφοπλιστής ή μεγαλοβιομήχανος, αλλά και εμείς οι ίδιοι, με τη φτώχεια του βιοπαλαιστή οικογενειάρχη ή την απόγνωση του Νοτιοαμερικανού ή του Κύπριου πρόσφυγα. Πόσο εύκολα, λοιπόν, όλοι μας μπορούμε να κόβουμε στα μέτρα μας την εκκλησιαστική μας παράδοση, όπως κάνομε συνήθως για τον όρο «οικονόμος Θεού»!
Βέβαια αναγκαζόμενος ο Χρυσόστομος να επιδιώκει το πρακτικά δυνατό, δέχεται σε πολλά σημεία σαν κοινωνικά δεδομένη τη διάκριση πλουσίων και πτωχών. Όχι, βέβαια, ως θέλημα Θεού, που δημιούργησε παράδεισο και όχι κόλαση για τους ανθρώπους, αλλά ως αποτέλεσμα της αμαρτίας. Δέχεται όμως, ότι στην οικονομία του Θεού και αυτή η διάκριση μπορεί να βοηθήσει στην ενότητα των ανθρώπων, όταν πάνω απ’ τα αγαθά και τις αντιθέσεις γι’ αυτά κυριαρχεί μεταξύ των ανθρώπων η αγάπη. Όταν μεταξύ των χριστιανών – και ο Χρυσόστομος σε χριστιανούς απευθύνεται – επικρατήσει η αγάπη, τότε, όπως στην πρώτη Εκκλησία, κανείς δεν θα βλέπει τα αγαθά σαν αγαθά του, αλλά θα θεωρούνται «άπαντα κοινά».
Είναι όμως εξ ίσου γεγονός, ότι ο Χρυσόστομος πολύ νοσταλγικά οραματιζόταν το καθεστώς της κοινοκτημοσύνης της πρώτης Εκκλησίας. Αυτή θα ήταν η ιδεώδης κατάσταση, απόλυτα χριστιανική, και σ’ αυτήν προσανατόλιζαν τα κηρύγματα και οι αγώνες του, πράγμα που αποδεικνύει ότι θεωρούσε την κατάσταση αυτή όχι μόνο ιδανική, αλλά και πραγματοποιήσιμη. Η ακτημοσύνη της κοινότητος των Ιεροσολύμων ήταν καρπός της αγάπης των πρώτων χριστιανών και της αδελφοσύνης τους (ΕΠ. 60,94 έ.). Η κοινοκτημοσύνη, υποστηρίζει, ανήκει στην ίδια την φύση του ανθρώπου (ΕΠ. 62,563). Στα έργα του Χρυσοστόμου υπάρχει ο ωραιότερος ύμνος, που γράφηκε ποτέ για την ακτημοσύνη (ΕΠ. 62, 563/4). Το αν πωλούσαν οι πρώτοι Χριστιανοί τα αγαθά τους, παρατηρεί, το έκαναν, για να μη έχουν την εντύπωση ότι βοηθούν «εξ ιδίων», αλλ’ εκ των κοινών. Με υπερηφάνεια δε διακηρύσσει στην εκκοσμικευμένη κοινωνία του, ότι το καθεστώς αυτό της κοινοκτημοσύνης σώζεται στα μοναχικά κοινόβια (ΕΠ. 60,97). Δεν διστάζει μάλιστα να ομολογήσει, ότι αυτό είναι το όνειρό του, η συγκέντρωση των αγαθών. Συγκέντρωση όμως όχι τοπική, αλλά δυναμική. Όπου υπάρχει δηλ. αδελφοσύνη και ομόνοια, εκεί τα αγαθά είναι κοινά. Αν ποτέ πραγματοποιείτο μια τέτοια χριστιανική κοινωνία, παρατηρεί, «τις αν έμενεν Έλλην, λοιπόν;» (άθεος ή αναρχικός, θα λέγαμε εμείς σήμερα!). «Όμως, συνεχίζει, εάν προχωρήσουμε έτσι, πιστεύω, στο Θεό ότι θα κατορθώσουμε κάτι τέτοιο. Έχετέ μου εμπιστοσύνη μονάχα και θα πραγματοποιήσουμε σταδιακά αυτή την κατάσταση. Κι αν ο Θεός μου δώσει ζωή, πιστεύω ότι σύντομα θα σας οδηγήσω σε ένα τέτοιο τρόπο κοινωνικής συμβιώσεως» (ΕΠ. 60,98). Βέβαια ο Χρυσόστομος δεν πρόφθασε να φθάσει εκεί, που ήθελε. Το σπαθί του Καίσαρα και η σατανικότητα και προδοσία των ρασοφόρων εχθρών του φάνηκαν ισχυρότερα και δεν τον άφησαν. Όπως δεν άφησαν και στα χίλια εξακόσια χρόνια που από τότε πέρασαν τόσους άλλους γνωστούς και άγνωστους Χρυσοστόμους. Ίσως, γιατί οι Χρυσόστομοι επιμένουν να εμφανίζονται ένας – ένας στην ιστορία. Μα πρέπει να ξέρουν πως δεν θα νικήσουν ποτέ, αν δεν παρουσιασθούν πολλοί μαζί!
Εύκολα θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τον Χρυσόστομο ως κομμουνιστή, ή σοσιαλιστή. Και έγινε αυτό αρκετές φορές ως τώρα. Όπως ορθά όμως παρατηρεί ο BAUR, «ο κομμουνισμός (μαρξισμός) ας ζητήσει τους πνευματικούς του προδρόμους, όχι στους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά στον Γράκχο, τον Σπάρτακο ή τον Κατιλίνα». Ο Χρυσόστομος δεν παύει και στο κοινωνικό πρόβλημα να εμπνέεται από το Ευαγγέλιο. Και αν ζητεί την εξάπλωση της βασιλείας του Θεού στον κόσμο, το κάνει όχι για μια χιλιαστική ευδαιμονία στη ζωή αυτή, αλλά για να εισαγάγει τον άνθρωπο και από τη ζωή αυτή στην αιωνιότητα. Ο Χρυσόστομος δεν είχε υπ’ όψει του θεωρίες σαν την μαρξιστική και θα ήταν ιστορικό πρωθύστερο να του αποδίδαμε κάτι τέτοιο. Ποτέ δεν εισηγήθηκε ταξικό αγώνα, ούτε είδε την εφαρμογή της ισότητας με τη βία, αλλά με την επικράτηση της αγάπης. Τούτο βέβαια δεν είναι καθόλου ουτοπιστικό, γιατί το κήρυγμά του απευθυνόταν σε χριστιανούς, που είχαν τις αγιογραφικές προϋποθέσεις, για να δεχθούν ένα τέτοιο μήνυμα. Σκοπός του ήταν να οργανώσει την συγκεκριμένη χριστιανική κοινωνία, και ένας τέτοιος αγώνας δεν χρειάζεται βία, αλλά την ελευθερία της αγάπης.
Η βία επιζητείται μόνο εκεί, που έντονες ενδοκοσμικές τάσεις αφανίζουν κάθε εσχατολογική προοπτική. Μια τέλεια όμως χριστιανική κοινωνία, την οποία οραματιζόταν ο Χρυσόστομος, δεν μπορεί να διαφέρει από το μοναχικό κοινόβιο, που ο καθένας ελεύθερα υποτάσσει τον εαυτό του στη διακονία του άλλου, γιατί τον αγαπά ως εικόνα Θεού και ως αδελφό του. Μετά τον θεμελιωτή του χριστιανικού Κοινοβίου, τον Μ. Βασίλειο (Βλ. Ασκητ. Διατ. 18,2) και ο ιερός Χρυσόστομος βρίσκει στο κοινόβιο την αποστολική, γνήσια βίωση του μυστηρίου της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού. Ο χώρος του κοινοβίου επιτρέπει την ανάπτυξη των χριστιανικών αρετών της ισότητας, δικαιοσύνης, αμοιβαίου σεβασμού και της θυσίας για τους αδελφούς. Το κοινόβιο είναι η ζωή που διάλεξε για την πρώτη χριστιανική κοινωνία, ο Χριστός. Κοινοβιακά έζησε με τους μαθητές Του και κοινοβιακή ήταν και η διάρθρωση της πρώτης Εκκλησίας του. Αυτή η ίδρυση του μοναχικού κοινοβίου και η σύμπηξις χριστιανικών αδελφοτήτων μέσα στην ιστορία δείχνει ότι ποτέ δεν εγκαταλείφθηκε από την Εκκλησία η ιδέα αυτού του τρόπου ζωής.
Κοινοβιακή – κοινοτική ήταν πάντα κατ’ ουσία και η οργάνωσης της ελληνικής κοινωνίας – ιδίως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και κοινοβιακό το ιδανικό της. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι μόνο το Επτανησιακό αρχοντολόγι και οι Κοτζαμπάσηδες έμειναν για πάντα ξένοι προς το κοινοβιακό αυτό ιδανικό της Ορθοδοξίας. Αυτή η αποξένωση επιδεινώθηκε, όταν από το 1833 (και εδώ) άλλοι ανέλαβαν να χαράζουν την εθνική μας πορεία, είτε απ’ ευθείας ξένοι, είτε συνήθως ξενόδουλοι! Ο Χρυσόστομος έρχεται σήμερα να ρίξει και πάλι φως στα κοινωνικά μας θεμέλια, για να επισημάνει όχι μόνο την πτώση μας, αλλά και την ανάγκη της αναστάσεώς μας!
Πολλοί, προσπαθώντας να δικαιολογήσουν (δήθεν) τον Χρυσόστομο, τονίζουν πως οι ομιλίες του δεν είχαν επαναστατικό χαρακτήρα! Αυτό όμως το διαπιστώνει ο καθένας. Ο Χρυσόστομος δεν κάλεσε σε ανατρεπτικούς, ταξικούς αγώνες και επεξηγήσαμε κατά δύναμη τον λόγο. Είναι αδύνατο όμως να δεχθούμε πως οι ομιλίες του και οι ενέργειές του δεν ήταν μια συνεχής επανάσταση, εναντίον της κοινωνικής αδικίας και καταπιέσεως. Δεν προκάλεσε ο Χρυσόστομος επαναστάσεις αιμάτων. Προκάλεσε όμως εσωτερικούς σεισμούς συνειδήσεων, που βαρύνουν όσο όλες οι επαναστάσεις μαζί. Τα λόγια του και τα έργα του οδηγούσαν – και οδηγούν – στην εσωτερική απελευθέρωση του ανθρώπου, χωρίς την οποία η χριστιανική επανάσταση δεν μπορεί να επικρατήσει. Η οργανωμένη δραστηριότητά του, με τους διακόνους και τις διακόνισσες και το πολύμορφο κοινωνικοφιλανθρωπικό του έργο, δημιουργούσαν την «επίβαση» των λόγων του και την πορεία του για την συγκρότηση της αυθεντικής χριστιανικής κοινωνίας. Το πόσο προχώρησε στην προσπάθεια αυτή δείχνει ο σατανικός τρόπος, με τον οποίο τον εξαφάνισαν από τη ζωή της Βασιλεύουσας οι άνθρωποι του σκότους. Μετά τον Στέφανο ο Χρυσόστομος δικαιούται τον τίτλο του μάρτυρα του κοινωνικού χριστιανικού αγώνα!
* * *
Η παραπάνω προσπάθειά μας απέβλεπε στο να βοηθήσει σε μια προσέγγιση του κοινωνικού έργου ενός απ’ τους μεγαλύτερους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Και σ’ όλη αυτή την πορεία μέσα στο χρυσοστομικό λόγο και έργο αναζητήσαμε το μήνυμα, που απ’ την Αντιόχεια και την Κωνσταντινούπολη εξακολουθεί να εκπέμπεται και στην δική μας γενεά και εποχή. Περιοριστήκαμε αναγκαστικά στις προϋποθέσεις της κοινωνικότητάς του και σε μια ερμηνεία – πέταγμα πάνω από συγκεκριμένες ενέργειές του. Αφήσαμε άθικτες πολλές σημαντικές πλευρές της κοινωνικής ζωής, στις οποίες πολλά έχει να πει ο ιερός Πατήρ και μάλιστα το -οξύτατο και για σήμερα- πρόβλημα των νέων και της αγωγής τους, που δεν έμεινε έξω από τα κοινωνικά – ποιμαντικά ενδιαφέροντά του.
Ως βασικό συμπέρασμα της παραπάνω διαδρομής προκύπτει, ότι ο Χρυσόστομος ανέβηκε σε τέτοια ύψη, γιατί θεμελίωσε ολόκληρη τη ζωή του επάνω στο Ευαγγέλιο, ορθόδοξα πιστευόμενο και βιούμενο, δηλ. στην Ορθοδοξία. Δεν έπλασε δικές του θεωρίες. Ούτε ακολούθησε ξένα (εξωχριστιανικά – εξωεκκλησιαστικά) συστήματα. Δεν στήριξε τη δράση του σε δικές του προοπτικές και σχέδια. Άφησε τη ζωή του να κατευθύνεται από το λόγο του Θεού και έκαμε τη ζωή του πραγματική συνέχεια της ζωής του Χριστού, αλλά και του Παύλου, που τον έβλεπε πάντα με απεριόριστη αγάπη. Η περίπτωση του ι. Χρυσοστόμου αποδεικνύει, ότι όσο πιο πιστός είναι κανείς στο θέλημα του Θεού, τόσο πιο γνήσιος κοινωνικός εργάτης αναδεικνύεται.
Εκτός όμως απ’ αυτό είδαμε να διακρίνει τον Χρυσόστομο το καθολικό πνεύμα της Ορθοδοξίας. Υπήρξε κοινωνικός, γιατί πρώτα απ’ όλα ήταν πνευματικός χριστιανός. Είδε τον Χριστό, όπως πραγματικά είναι, ως Βασιλέα και Κύριο όλης της ανθρώπινης ζωής, από το θυσιαστήριο και τον άμβωνα μέχρι τον πολυτάραχο στίβο της αγωνιώσης κοινωνίας. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι οι τρεις Πατέρες, στους οποίους η παράδοση αποδίδει τις σωζόμενες ορθόδοξες λειτουργίες (Ιάκωβος, Βασίλειος, Χρυσόστομος), διακρίθηκαν συνάμα και ως πρωτοπόροι του χριστιανοκοινωνικού αγώνος.
Αντίθετα όμως προς αυτούς εμείς συνήθως συνθλιβόμαστε στη μονομέρειά μας. Έτσι, όσοι λέγουν ότι ασχολούνται με τα πνευματικά, ή περιορίζουν την κοινωνική τους δράση στην (τυπική) ελεημοσύνη, ή εγκαταλείπουν το χώρο της κοινωνίας σε δυνάμεις ολότελα ξένες, αν όχι και εχθρικές προς το Ευαγγέλιο. Όσοι από την άλλη πλευρά έχουν ειλικρινά τον πόθο να αναμορφωθεί εν Χριστώ η κοινωνία, θεωρούν συχνά τον πνευματικό αγώνα και την εκκλησιαστική πίστη (δόγμα) ως «στείρους τύπους μιας χρεωκοπημένης θεολογίας του γράμματος, που δεν θέλει να έχει καμμιά σχέση με τα βιωτικά».
Γι’ αυτό και διαιωνίζεται, δυστυχώς, η τραγική διελκυστίνδα μεταξύ των χριστιανικών δυνάμεων προς όφελος, φυσικά, όσων έχουν συμφέρον να βλέπουν τους χριστιανούς – και μάλιστα τους Ορθοδόξους – διαιρεμένους και σε εμπόλεμο μεταξύ τους κατάσταση. Και όμως! Αν δεν στραφούμε προς το καθολικό πνεύμα των Πατέρων και δεν το αγκαλιάσουμε, μη περιμένουμε να γίνει αισθητή, και προπάντων να έχει συνέπειες, η χριστιανική μας παρουσία μέσα στην κοινωνία.
«Εάν τα σύγχρονα προβλήματα… δεν λύωνται με τον Θεάνθρωπον και κατά τον θεανθρώπινον, αποστολικόν, αγιοπατερικόν τρόπον, είναι αδύνατον να λυθούν ορθοδόξως και θεαρέστως. Θα οδηγήσουν κατ’ ανάγκην εις καταστροφάς, εις σχίσματα, εις αιρέσεις και εις πολυποίκιλους ουμανιστικός πλάνας, εις μηδενισμούς και αναρχισμούς». Αυτή είναι η γνώμη ενός συγχρόνου εκκλησιαστικού Πατρός και ομολογητού της Ορθοδοξίας, λάτρου και μιμητού του Χρυσοστόμου, του π. Ιουστίνου Πόποβιτς.
Πάνω απ’ όλα όμως η μνήμη του ιερού Χρυσοστόμου μας αφήνει, νομίζω, την αδιάσειστη βεβαιότητα, ότι κανένας αγώνας χριστιανικός δεν πάει χαμένος, όπως και ότι κανένας κοινωνικός αγώνας δεν γίνεται χωρίς διάθεση θυσίας. «Οι πρώτοι πιστοί – γράφει ο ίδιος – μόλις μπήκαν στον αγώνα, γδύθηκαν και ανασκουμπώθηκαν. Εμείς όμως όταν αποφασίσουμε να αγωνισθούμε, θέλουμε να παλαίψουμε ντυμένοι. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται κόπο ο αντίπαλός μας, για να μας ανατρέψει με το πρώτο». Χριστιανός δηλ. που θέλει να μείνη από κάθε άποψη απείρακτος και ατσαλάκωτος, δεν κάνει για αγώνα κοινωνικό! Συνεχίζει: «Έφθασε καιρός αγώνος και συ μου ντύνεσαι στα μεταξωτά; Καιρός γυμνασίων, καιρός σταδίου και συ στολίζεσαι σαν να πρόκειται να πας σε παρέλαση;» (ΕΠ. 60,68). Ο κοινωνικός χριστιανός ξέρει μαζί με τον Χρυσόστομο, ότι μετά την Αντιόχεια και την Κωνσταντινούπολι θα έλθει οπωσδήποτε η εξορία και ο Πόντος. Μέχρι, βέβαια, να γίνει συνείδηση πως πρέπει κάποτε οι χριστιανοί να εξορίσουν αυτοί τον «άρχοντα του κόσμου τούτου» (Ιωάν. ιδ’, 30) από τη δική τους κοινωνία!