Με τη γλώσσα της αλήθειας μίλησε ο πρώην πρωθυπουργός, Κώστας Καραμανλής, την Τετάρτη, 1η Ιουνίου, στο Μέγαρο Μουσικής, με θέμα «Ελλάδα και Ευρώπη στη δίνη μεγάλων αλλαγών», σε εκδήλωση της Πανελλαδικής Οργάνωσης Γυναικών «Παναθηναϊκή».

Με την ομιλία του αυτή ο πολιτικός που, ως πρωθυπουργός, είχε μπει στο μάτι των αμερικανονατοϊκών, τόσο με την πολιτική των αγωγών που είχε συμφωνήσει με τη Ρωσία, ( Αγωγός Μπουργκάς –Αλεξανδρούπολη, που ακύρωσε ο Γ.Α.Π.), όσο και με τη στάση του απέναντι στο Σχέδιο Ανάν, έστειλε ξεκάθαρα μηνύματα τόσο στο εσωτερικό προς όλες τις συστημικές πολιτικές ελίτ, όσο και στο εξωτερικό καταγγέλλοντας «συμμαχικές συμπεριφορές και πρακτικές», ως υποκριτικές και ξένες προς αξίες και αρχές της Δημοκρατίας, της Ηθικής και του Δικαίου. Ταυτόχρονα, με ανάλυση των διεθνών εξελίξεων και πιο αναλυτικά της επεκτατικής στρατηγικής της Τουρκίας έδειξε πώς πρέπει να είναι η Εξωτερική μας πολιτική για να υπηρετεί πρώτιστα τα εθνικά μας συμφέροντα και να υπερασπίζεται την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή μας.

Ξεκάθαρο μήνυμα σε όσους υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα πρέπει να τα βρει με την Τουρκία, έστειλε ο Κώστας Καραμανλής κατά την διάρκεια της ομιλίας του στην εκδήλωση της Πανελλαδικής Οργάνωσης Γυναικών «Παναθηναϊκή» με θέμα «Ελλάδα και Ευρώπη στη δίνη μεγάλων αλλαγών».

Ο πρώην πρωθυπουργός, ο οποίος καταχειροκροτήθηκε στην κατάμεστη αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών «Αλεξάνδρα Τριάντη», έκανε ειδική αναφορά στην Τουρκία, ξεκαθαρίζοντας ότι «με εκπτώσεις σε θέματα εθνικής κυριαρχίας δεν εξαγοράζεται η ειρήνη».

Στην ομιλία του με θέμα «Ελλάδα και Ευρώπη στη δίνη μεγάλων αλλαγών», ο έμπειρος πολιτικός, αναφέρθηκε στον πόλεμο στην Ουκρανία και τον κίνδυνο να επεκταθεί, επισημαίνοντας μάλιστα ότι δεν αποκλείεται ένας νέος χειρότερος ψυχρός πόλεμος. Ο πρώην πρωθυπουργός μίλησε για τις συνέπειες της ενεργειακής και οικονομικής κρίσης τονίζοντας ότι η απεξάρτηση από τους υδρογονάνθρακες της Ρωσίας θα είναι μακροπρόθεσμη και πολύ πιο ακριβή.

Ακολουθούν αποσπάσματα της ομιλίας Καραμανλή:

« […] Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι πράξη παράνομη, απαράδεκτη και καταδικαστέα. Όχι μόνο διότι προσβάλλει βάναυσα κάθε κανόνα Διεθνούς Δικαίου. Αλλά και διότι καμμιά επιχειρηματολογία, βάσιμη ή όχι, δεν δικαιολογεί την προσφυγή στην βία, τις καταστροφές και την αιματοχυσία, ιδίως μάλιστα εις βάρος αμάχων και αθώων.

Πέρα όμως από την απερίφραστη καταδίκη της εισβολής και την ηθικά και ανθρωπιστικά επιβεβλημένη συμπαράσταση στον δοκιμαζόμενο Ουκρανικό λαό, είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε τις συνέπειες και τους κινδύνους που εγκυμονεί ο πόλεμος και προπαντός η παράτασή του.

Πρώτον, είναι ενδεχόμενο να επεκταθεί ο πόλεμος και πέραν του ουκρανικού εδάφους. Είτε στην ευρύτερη γειτνιάζουσα περιοχή ή και αλλού. Ηθελημένα ή εκ λάθους, από εσφαλμένο υπολογισμό ή προβοκάτσια. […] Και δεν χρειάζεται καν αναφορά στο τι θα σήμαινε η πιθανότητα χρήσης πυρηνικών όπλων.

Δεύτερον, ο νέος ψυχρός πόλεμος δεν θα είναι αναβίωση του παλαιού. Θα είναι πολύ χειρότερος και πολύ πιο απρόβλεπτος. Από την μία γιατί στον προηγούμενο Ψυχρό Πόλεμο υπήρχε μια ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή με την σιωπηρή έστω παραδοχή ότι καμμιά πλευρά δεν παραβίαζε τα εσκαμμένα της άλλης. Και από την άλλη διότι ο διπολικός κόσμος που προέκυψε μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά τις τριβές και τις κορυφώσεις του, ενείχε το στοιχείο της σταθερότητας που ελλείπει παντελώς από τον σημερινό πολυπαραγοντικό κόσμο. […]

Τρίτον, μια παρατεταμένη σύγκρουση ενέχει το ρίσκο η αντιπαράθεση Δύσης – Ρωσίας να πάρει παγκόσμιες διαστάσεις εξελισσόμενη σε αντιπαράθεση μεταξύ Δύσης και ενός ευρέος αντιδυτικού μετώπου. Χώρες δηλαδή που για τους δικούς τους λόγους θεωρούν ότι το μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα, πολιτικό, οικονομικό, νομισματικό διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις προτεραιότητες της Δύσης και εν πολλοίς ελέγχεται από αυτήν, σε βάρος των δικών τους συμφερόντων, να επιλέξουν την σύμπηξη ενός μετώπου που αμφισβητεί, αντιστρατεύεται ή και υπονομεύει την λειτουργία του συστήματος αυτού. Μια τέτοια σύγκλιση μεταξύ Ρωσίας, Κίνας, Ινδίας αλλά και άλλων μεσαίων ή ανερχόμενων στο διεθνές στερέωμα παραγόντων θα συνιστούσε τεράστια πρόκληση για την Δύση και θα προμήνυε τεκτονικές αλλαγές στους σήμερα ισχύοντες κανόνες του παιχνιδιού με απροσδιόριστες τις συνέπειες και την τελική έκβαση μιας τέτοιας αντιπαράθεσης.

Τέταρτον, η παράταση του πολέμου καθιστά σχεδόν αδύνατη την αποτελεσματική αντιμετώπιση προβλημάτων που χρήζουν επείγουσας συνεννόησης και συνεργασίας. […]

Τέλος, οι επιπτώσεις στον οικονομικό τομέα είναι ζοφερές και οι προβλέψεις σε περίπτωση μακράς διάρκειας του πολέμου χειρότερες.

[…]

Όπως ήδη ελέχθη η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι παράνομη, απαράδεκτη και καταδικαστέα. Για όλους τους λόγους που παρετέθησαν και πολλούς ακόμα. Απερίφραστα και καθαρά. Για την χώρα μας και για έναν ακόμα θεμελιώδη λόγο. Διότι η Ελλάδα αντιτίθεται εξ ορισμού σε οποιαδήποτε εκδοχή αναθεωρητισμού και ανατροπής του status quo. Και για λόγους αρχής αφού η ανοχή σε τέτοιες τάσεις θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα την Ευρώπη στα δεινά που εβίωσε το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Πάνω απ΄όλα όμως επειδή η Ελλάδα γειτνιάζει με χώρα που και αναθεωρητικές επιδιώξεις έχει και με προσφυγή στην βία απειλεί αλλά και με παράνομη εισβολή και κατοχή σε βάρος της Κύπρου βαρύνεται.

Ειδικά σε ότι αφορά την Κύπρο, δεν μπορεί να μην σημειωθεί η καταφανής αναντιστοιχία στην στάση των περισσοτέρων συμμάχων και εταίρων. Ενώ δηλαδή, και ορθώς, καταδικάζεται η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, επιβάλλονται κυρώσεις και ενισχύεται παντοιοτρόπως ο αμυνόμενος, το επί μισό σχεδόν αιώνα συνεχιζόμενο δράμα της Κύπρου αποσιωπάται απολύτως. Ακόμα χειρότερα, καταβάλλονται διαχρονικά προσπάθειες να γίνουν αποδεκτές λύσεις που θέτουν σε ίση μοίρα θύτη και θύμα, αναιρούν ακόμα και την υφιστάμενη κρατική οντότητα της Κύπρου, αποδέχονται αδιαμαρτύρητα τα τετελεσμένα της παράνομης κατοχής και εποίκισης και θα έθεταν σε τροχιά δορυφοροποίησης την Κύπρο προς την Τουρκία και μάλιστα σε πλήρη αναντιστοιχία με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο. Είναι χαρακτηριστικά επ’ αυτού τα εκ των υστέρων σχόλια του Λόρδου David Hannay, βετεράνου Βρετανού διπλωμάτη και εν πολλοίς παρασκηνιακού εμπνευστή του Σχεδίου Annan, όπως δημοσιεύτηκαν στην Cyprus Mail, στις 14 Σεπτεμβρίου 2014, όταν περιέγραφε την τελική μορφή του ως «ασύνετα γενναιόδωρη» για τους Τούρκους.

[…]

Αντίθετα με την Ελλάδα, η Τουρκία είναι χώρα αναθεωρητική. Επιδιώκει δηλαδή να μεταβάλλει την υφιστάμενη κατάσταση όπως προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο και τις διεθνείς συμφωνίες προς όφελος της. Απόδειξη αυτού είναι η άμεση ή έμμεση στρατιωτική της εμπλοκή στο Ιράκ, στην Συρία, στον Καύκασο και στην Λιβύη. Η ενεργή ανάμειξη της στα εσωτερικά των βαλκανικών χωρών με μουσουλμανικούς πληθυσμούς, με στόχο την διεύρυνση της επιρροής της. Η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης, της Συνθήκης των Παρισίων περί εκχώρησης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα του 1947, η μη αποδοχή της σύμβασης του Montego Bay για το Δίκαιο της θάλασσας, και η επιλεκτική μόνο επίκλησή του. Και βέβαια η ρητορική της και η διαρκής και πολυεπίπεδη κλιμάκωση των προκλήσεων έναντι της Ελλάδας.

Είναι κομβικής σημασίας να αντιληφθούμε με τρόπο σφαιρικό και ολοκληρωμένο την στόχευση και την στρατηγική της Τουρκίας. Με απλά λόγια να την διαβάσουμε σωστά. Είναι δραματικά διαφορετικό εάν επρόκειτο για μια χώρα που όπως σε πολλές περιπτώσεις ανά τον κόσμο έχει κάποιες διαφωνίες με ένα γειτονικό κράτος που επιθυμεί να τις λύσει με τους παραδεκτούς τρόπους επίλυσης διαφορών, ή αντίθετα επιδιώκει να ανατρέψει συνολικά το status quo με απώτερο στόχο την ηγεμονία στην ευρύτερη περιοχή. Δυστυχώς συμβαίνει το δεύτερο. Όλα δείχνουν ότι η Τουρκία θεωρεί ότι ιστορικά, γεωπολιτικά, με βάση το μέγεθος και τον πληθυσμό της δικαιούται ηγετικού ρόλου στην Ανατολική Μεσόγειο και επέκεινα. Ρόλου που θα την αναβιβάζει σε πρωταγωνιστή και κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή, με συνακόλουθη την σχετική υποβάθμιση της σημασίας και του ρόλου των υπολοίπων και την σταδιακή καθυπόταξη τους στις προτεραιότητες της ίδιας.

[…]

Βεβαίως και η Ελλάδα πρέπει να εμμένει στην εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και τον σεβασμό των διεθνών συνθηκών. Βεβαίως και πρέπει να κρατά ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας, όπως άλλωστε έπραξαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις. Και βεβαίως είμαστε πρόθυμοι να προσφύγουμε στο Διεθνές Δικαστήριο για την μόνη πραγματική διαφορά στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, την οριοθέτηση δηλαδή της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Γιατί εξ ίσου βεβαίως είναι αδιανόητη διαπραγμάτευση ή παραπομπή περί γκρίζων ζωνών, κυριαρχίας επί νήσων, νησίδων και βραχονησίδων, αποστρατιωτικοποίησης νησιών που απειλούνται και του αναφαίρετου μονομερούς δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα.

Η στάση αυτή, της σταθερής γραμμής υπεράσπισης και προβολής των εθνικών θέσεων χαρακτηρίζεται ενίοτε επικριτικά ως λογική της ακινησίας. Αν όμως η δήθεν κινητικότητα, δηλαδή η μετακίνηση από πάγιες εθνικές θέσεις οδηγεί σε αντιλήψεις συμβιβασμού με τις μονομερείς και διαχρονικά αυξανόμενες τουρκικές αξιώσεις, το επιχείρημα είναι και έωλο και επικίνδυνο.

Με εκπτώσεις σε θέματα εθνικής κυριαρχίας δεν εξαγοράζεται η ειρήνη. Το αντίθετο. Οι εκπτώσεις τέτοιου είδους απλώς μεγαλώνουν την βουλιμία και εντείνουν τις ηγεμονικές επιδιώξεις και τον επεκτατισμό των γειτόνων.

Κατά καιρούς, έτσι και πρόσφατα, εγείρεται συζήτηση περί συνεκμετάλλευσης. Σύμφωνα με το αφήγημα, ο από κοινού προσπορισμός οφέλους από τα κοιτάσματα ορυκτού πλούτου στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο θα ήταν ισχυρό κίνητρο να ξεπεραστούν οι διαφωνίες και να οδηγηθούμε σε μια επ αμοιβαία ωφελεία διευθέτηση. Παραβλέπει όμως το αφήγημα αυτό, δύο ουσιωδέστατους παράγοντες. Πρώτον, ότι συνεκμετάλλευση δεν είναι νοητή εάν προηγουμένως δεν έχει επακριβώς οριοθετηθεί το τι ανήκει στην κάθε πλευρά σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Και δεύτερον διότι στηρίζεται στην παραδοχή ότι η αξιοποίηση του τυχόν υφιστάμενου ορυκτού πλούτου είναι το βασικό κίνητρο της συμπεριφοράς της Τουρκίας. Ενώ αντιθέτως, η συνολική της συμπεριφορά, η ρητορική της και η συνεχής κλιμάκωση των προκλήσεων, η αμφισβήτηση του Διεθνούς Δικαίου και των διεθνών συνθηκών, το ίδιο το ιδεολόγημα περί «Γαλάζιας Πατρίδας» καταδεικνύει ότι η πραγματική της στόχευση είναι η ανατροπή προς όφελος της του status quo στην περιοχή και η επιβολή καθεστώτος ηγεμονίας της.

[…]

Είναι βέβαιο ότι ο αγώνας αυτός απαιτεί εθνική ενότητα και ομοψυχία, επιβάλλει συνεχή και συνεπή υπεράσπιση της εθνικής στρατηγικής απ’ όλους μας. Δεν είναι ούτε εύκολος ούτε βραχύβιος ο αγώνας αυτός και είναι ανάγκη να είμαστε προετοιμασμένοι γι’ αυτό. Τα δύσκολα είναι μπροστά μας. Είναι όμως αγώνας που οφείλουμε στο έθνος και την συνείδησή μας. Σε τελική ανάλυση, ασχέτως επί μέρους απόψεων, όλες και όλοι την ίδια γαλανόλευκη φανέλα φοράμε!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *
You may use these HTML tags and attributes: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>