Τὸν μέγαν ἀθλητήν, ὀρθοδόξων τὸ κλέος, Χριστοῦ τὸν μιμητὴν καὶ διδάσκαλον θεῖον, Κοσμᾶν τὸν ἰσαπόστολον, Αἰτωλίας ἀγλάϊσμα, τὸν παιδεύσαντα τὸ δοῦλον Γένος ἐνθέως καὶ συντρέξαντα εἰς τὴν ἀνάστασιν τούτου ἐν ὕμνοις τιμήσωμεν.

Μὲ ἀφορμὴ τὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, σταχυολογοῦμε ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς διδαχές του, πάντοτε ἐπίκαιρα.

Ἀγαπᾶτε τὸ Θεό

Τώρα λοιπὸν τοιοῦτον γλυκύτατον Θεὸν καὶ Δεσπότην δὲν πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ τὸν ἀγαπῶμεν, καὶ ἂν τύχη ἀνάγκη, νὰ χύσωμεν καὶ τὸ αἷμα μας χιλιάδες φορὲς διὰ τὴν ἀγάπην του, καθὼς τὸ ἔχυσε καὶ Ἐκεῖνος διὰ τὴν ἀγάπην μας; Ἕνας ἄνθρωπος σὲ κράζει εἰς τὸν οἶκον του καὶ θέλει νὰ σὲ φιλεύσῃ ἕνα ποτήρι κρασί, καὶ πάντοτε εἰς ὅλην σου τὴν ζωὴν θὲ νὰ τὸν ἐντρέπεσαι καὶ τὸν τιμᾶς· καὶ τὸν Θεὸν δὲν πρέπει νὰ τιμᾶς καὶ νὰ ἐντρέπεσαι, ὁποὺ σοῦ ἐχάρισε τόσα καλὰ καὶ ἐσταυρώθηκε διὰ τὴν ἀγάπην σου; Ποῖος πατέρας ἐσταυρώθηκε διὰ τὰ παιδιά του καμμίαν φοράν; Καὶ ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχυσε τὸ αἷμά του καὶ μᾶς ἐξηγόρασεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου. Τώρα δὲν πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ ἀγαπῶμεν τὸν Χριστόν μας; Ἡμεῖς ὄχι μόνον δὲν τὸν ἀγαπῶμεν, ἀλλὰ τὸν ὑβρίζομεν καθ᾿ ἡμέραν μὲ τὰς ἁμαρτίας ὁποὺ κάμνομεν. (Διδαχὴ α’)

Ἀγαπᾶτε τὸν πλησίον

Φυσικόν μας εἶνε ν᾿ ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς μας· διότι εἴμεθα μιᾶς φύσεως, ἔχομεν ἕνα βάπτισμα, μίαν πίστιν, τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, ἕνα παράδεισον ἐλπίζομεν ν᾿ ἀπολαύσωμεν. Καλότυχος ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ὁποὺ ἀξιώθηκε καὶ ἔλαβεν εἰς τὴν καρδίαν του αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας, εἰς τὸν Θεόν, καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς του. Διότι ὅποιος ἔχει τὸν Θεὸν εἰς τὴν καρδίαν του, ἔχει πάντα τὰ ἀγαθά, καὶ ἁμαρτίαν δὲν ὑποφέρει νὰ κάμη· καὶ ὅστις δὲν ἔχει τὸν Θεὸν εἰς τὴν καρδίαν, ἔχει τὸν διάβολον, καὶ κάμνει πάντα τὰ κακὰ καὶ ὅλας τὰς ἁμαρτίας. Χίλιας χιλιάδας καλὰ νὰ κάμνωμεν, ἀδελφοί μου, νηστείας, προσευχάς, ἐλεημοσύνας, καὶ τὸ αἷμα μας νὰ χύσωμεν διὰ τὸν Χριστόν μας, καὶ δὲν ἔχωμεν αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας, ἀλλὰ ἔχωμεν τὸ μίσος καὶ τὴν ἔχθραν εἰς τοὺς ἀδελφούς μας, ὅλα ἐκεῖνα τὰ καλὰ ὁποὺ ἐκάμαμεν εἶνε τοῦ διαβόλου καὶ εἰς τὴν κόλασιν πηγαίνομεν. (Διδαχὴ α’) …Ἀδέλφια μου, ἡ ἀγάπη ἔχει δυὸ ἰδιώματα, δυὸ χαρίσματα· τὸ ἕνα δυναμώνει τὸν ἄνθρωπον εἰς τὰ καλά, καὶ τὸ ἄλλο ἀδυνατίζει εἰς τὰ κακά. Ἐγὼ ἔχω ἕνα ψωμίον νὰ τὸ φάγω καὶ νὰ πίω, μὰ ἐσὺ καλὰ δὲν ἔχεις. Ἡ ἀγάπη μὲ λέγει: Μὴ τὸ τρώγης μοναχός σου, ἀλλὰ δῶσε καὶ τὸν ἀδελφόν σου. Ἔχω φορέματα, μὰ ἐσὺ δὲν ἔχεις. Ἡ ἀγάπη μὲ λέγει: Δῶσε του ἕνα τὸν ἀδελφόν σου. Ἀνοίγω τὸ στόμα μου νὰ σὲ κατηγορήσω, νὰ σὲ εἰπῶ ψεύματα, ἡ ἀγάπη ὅμως νεκρώνει τὸ στόμα μου, τὸ βουλώνει. Ἁπλώνω τὸ χέρι μου νὰ ἁρπάξω τὰ πράγματά σου, ἡ ἀγάπη δὲν μὲ ἀφήνει. Εἴδατε, ἀδελφοί μου, τί χαρίσματα ἔχει ἡ ἀγάπη; (Διδαχὴ στ’)

Ἴσια τὴν ἔκαμεν ὁ Θεός, τὴν γυναίκα μὲ τὸν ἄνδρα

Ὅταν ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνδρα, ἔλαβεν ὁ πανάγαθος μίαν πλευρὰν ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ ἔκαμε τὴν γυναίκα, καὶ τοῦ τὴν ἔδωκε διὰ σύντροφον. Ἴσια τὴν ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὴν γυναίκα μὲ τὸν ἄνδρα, ὄχι κατωτέρα. Ἐδῶ πῶς τὰς ἔχετε τὰς γυναῖκας; -Διὰ κατωτέρας. -Ἀνίσως, ἀδελφοί μου, καὶ θέλετε νὰ εἶσθε καλύτεροι οἱ ἄνδρες ἀπὸ τὰς γυναῖκας, πρέπει νὰ κάμνετε καὶ ἔργα καλύτερα ἀπὸ αὐτάς· εἰ δὲ καὶ αἱ γυναῖκες κάμνουν καλύτερα καὶ πηγαίνουν εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν κόλασιν, τί μᾶς ὠφελεῖ; Εἴμεθα ἄνδρες καὶ κάμνομεν χειρότερα(…).Πρέπει καὶ σύ, ὦ ἄνδρα, νὰ μὴ μεταχειρίζεσαι τὴν γυναῖκα σου ὡσὰν σκλάβα, διότι πλάσμα τοῦ Θεοῦ εἶνε καὶ ἐκείνη καθὼς καὶ σύ. Τόσον ἐσταυρώθηκεν ὁ Θεὸς δι᾿ ἐσέ, ὅσον καὶ δι᾿ ἐκείνην. Πατέρα λέγεις ἐσὺ τὸν Θεόν, πατέρα τὸν λέγει καὶ ἐκείνη. Ἔχετε μίαν πίστιν, ἕνα βάπτισμα· Δὲν τὴν ἔχει ὁ Θεὸς κατωτέραν. Διὰ τοῦτο δὲν τὴν ἔκαμεν ἀπὸ τὸ κεφάλι, διὰ νὰ μὴ καταφρονῆ τὸν ἄνδρα. Ὁμοίως πάλιν δὲν τὴν ἔκαμεν ἀπὸ τὰ ποδάρια, διὰ νὰ μὴ καταφρονῆ ὁ ἄνδρας τὴ γυναίκα. (Διδαχὴ α΄) …. Καθὼς ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα δὲν ἐπροτίμησαν τὸ ἀρσενικὸν ἀπὸ τὸ θηλυκόν, ἔτσι καὶ ἡ εὐγένιά σας νὰ μὴν προτιμᾶτε τὰ ἀρσενικὰ παιδιά σας ἀπὸ τὰ θηλυκά, διατὶ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ εἶνε. (Διδαχὴ ζ)

Νὰ μαθαίνουν ὅλα τὰ παιδιὰ γράμματα, πλούσια καὶ πτωχά

Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τί χαρμόσυνα μυστήρια ἔχει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία; Μὰ τὰ ἔχει κρυμμένα καὶ θέλουν ξεσκέπασμα. Διὰ τοῦτο νὰ μάθετε ὅλοι σας γράμματα, διὰ νὰ καταλαμβάνετε πῶς περιπατεῖτε.(…)Νὰ μαζευθῆτε ὅλοι νὰ κάμετε ἕνα σχολεῖον καλόν, νὰ βάλετε καὶ ἐπιτρόπους νὰ τὸ κυβερνοῦν, νὰ βάνουν διδάσκαλον νὰ μανθάνουν ὅλα τὰ παιδιὰ γράμματα, πλούσια καὶ πτωχά. Διότι ἀπὸ τὸ σχολεῖον μανθάνομεν τί εἶνε Θεός, τί εἶνε Ἁγία Τριάς, τί εἶνε Ἄγγελοι, δαίμονες, παράδεισος, κόλασις, ἀρετή, κακία· τί εἶνε ψυχή, σῶμα κ.λπ. Διότι χωρὶς τὸ σχολεῖον περιπατοῦμεν εἰς τὸ σκότος· ἀπὸ τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὸ μοναστήριον (25). Ἂν δὲν ἦτο τὸ σχολεῖον, ποῦ ἤθελα μάθει ἐγὼ νὰ σᾶς διδάσκω; (Διδαχὴ α” ) ….Τὴν ἀγάπην, ἐπειδὴ δὲν τὴν ἠξεύρετε, πρέπει, παιδιά μου, νὰ στερεώνετε σχολεῖα· διατὶ πάντα εἰς τὰ σχολεῖα γυμνάζονται οἱ ἄνθρωποι καὶ ἠξεύρουν καὶ μανθάνουν τὸ τί ἐστι ὁ Θεός, τὸ τί εἶνε οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, τί εἶνε οἱ καταραμένοι δαίμονες καὶ τὸ τί εἶνε ἡ ἀρετὴ τῶν δικαίων. Τὸ σχολεῖον φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους. Ἀνοίγουν τὰ ὀμάτια τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν νὰ μανθάνουν τὰ μυστήρια.(Διδαχὴ στ’) ….Καὶ διὰ τοῦτο πρέπει νὰ στερεώνετε σχολεῖα ἑλληνικά, νὰ φωτίζωνται οἱ ἄνθρωποι· διότι διαβάζοντας τὰ ἑλληνικὰ τὰ ηὕρα ὁποὺ λαμπρύνουν καὶ φωτίζουν τὸν νοῦν τοῦ μαθητοῦ ἀνθρώπου. Καθὼς φωτίζει ὁ ἥλιος τὴν γῆν, ὅταν εἶνε ξαστεριά, καὶ βλέπουν τὰ μάτια μακρυά, ἔτσι βλέπει καὶ ὁ νοῦς τὰ μέλλοντα· ἀπεικάζουν ὅλα τὰ καλὰ καὶ τὰ κακά, φυλάγονται ἀπὸ κάθε λογῆς κακὸν καὶ ἁμαρτίαν· διατὶ τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὴν ἐκκλησίαν (89), μανθάνομεν τί εἶνε Θεός, τί εἶνε ἡ Ἁγία Τριάς, τί εἶνε ὁ ἄγγελος, τί εἶνε ἡ ἀρετή, τί εἶναι οἱ δαίμονες, τί εἶνε ἡ κόλασις. Τὰ πάντα ἀπὸ τὸ σχολεῖον τὰ μανθάνομεν. (Διδαχὴ η’)

Μὴν ἀδικεῖτε κανένα συνάνθρωπο, Χριστιανό, Ἑβραῖο ἢ Τοῦρκο

Ὅθεν, ἀδελφοί μου, ὅσοι ἀδικήσατε Χριστιανοὺς ἢ Ἑβραίους ἢ Τούρκους, νὰ δώσητε τὸ ἄδικον ὀπίσω, διότι εἶνε κατηραμένον καὶ δὲν βλέπετε καμμίαν προκοπήν. Ἐκεῖνα τὰ ἄδικα τὰ τρώγετε διὰ νὰ ζῆτε· καὶ ἐκεῖνα σᾶς θανατώνουν, καὶ ὁ Θεὸς σᾶς βάνει εἰς τὴν κόλασιν. Ὅποιος θέλει νὰ δώσῃ τὸ ἄδικον ὀπίσω, ἂς σηκωθῆ νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, νὰ βάλω ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσωσιν. Ἕνα πρόβατον κλεμμένον νὰ βάλης εἰς 100 ἰδικά σου, τὰ μαγαρίζει ὅλα· διότι εἶνε ἀφωρισμένον καὶ κατηραμένον. Σᾶς παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νὰ εἰπῆτε καὶ δι᾿ ἐκείνους, ὁποὺ ἤθελον δώσει τὰ ἄδικα ὀπίσω, τρεῖς φοράς: Ὁ Θεὸς συγχωρήσοι καὶ ἐλεήσοι αὐτούς. (Διδαχὴ δ’)

Νὰ φυλάγετε τὴν Κυριακὴ

Πρέπει καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ χαιρώμεθα πάντοτε, μὰ περισσότερον τὴν Κυριακήν, ὁποὺ εἶνε ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ μας. Διότι Κυριακὴν ἡμέραν ἔγινεν ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας. Κυριακὴν ἡμέραν μέλλει ὁ Κύριος νὰ ἀναστήση ὅλον τὸν κόσμον. Πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ ἐργαζώμεθα τὰς ἓξ ἡμέρας διὰ ταῦτα τὰ μάταια, γήϊνα καὶ ψεύτικα πράγματα, καὶ τὴν Κυριακὴν νὰ πηγαίνωμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ νὰ στοχαζώμεθα τὰς ἁμαρτίας μας, τὸν θάνατον, τὴν κόλασιν, τὸν παράδεισον, τὴν ψυχήν μας ὁποὺ εἶνε τιμιωτέρα ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον, καὶ ὄχι νὰ πολυτρώγωμεν, νὰ πολυπίνωμεν καὶ νὰ κάμνωμεν ἁμαρτίας· οὔτε νὰ ἐργαζώμεθα καὶ νὰ πραγματευώμεθα τὴν Κυριακήν. Ἐκεῖνο τὸ κέρδος ὁποὺ γίνεται τὴν Κυριακὴν εἶνε ἀφωρισμένο καὶ κατηραμένο, καὶ βάνετε φωτιὰ καὶ κατάρα εἰς τὸ σπίτι σας καὶ ὄχι εὐλογίαν· καὶ ἢ σὲ θανατώνει ὁ Θεὸς παράκαιρα, ἢ τὴν γυναῖκα σου, ἢ τὸ παιδί σου, ἢ τὸ ζῶόν σου ψοφᾶ, ἢ ἄλλον κακόν σου κάμνει. Ὅθεν, ἀδελφοί μου, διὰ νὰ μὴ πάθετε κανένενα κακόν, μήτε ψυχικὸν μήτε σωματικόν, ἐγὼ σᾶς συμβουλεύω νὰ φυλάγετε τὴν Κυριακήν, ὡσὰν ὁποὺ εἶνε ἀφιερωμένη εἰς τὸν Θεόν. Ἐδῶ πῶς πηγαίνετε, χριστιανοί μου; Τὴν φυλάγετε τὴν Κυριακήν; Ἂν εἶσθε χριστιανοί, νὰ τὴν φυλάγετε. Ἔχετε ἐδῶ πρόβατα; Τὸ γάλα τῆς Κυριακῆς τί τὸ κάμνετε; Ἄκουσε, παιδί μου· νὰ τὸ σμίγης ὅλο καὶ νὰ τὸ κάμνης ἑπτὰ μερίδια· καὶ τὰ ἓξ μερίδια κράτησέ τα διὰ τὸν ἑαυτόν σου, καὶ τὸ ἄλλο μερίδιον τῆς Κυριακῆς, ἂν θέλης, δῶσε το ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς ἢ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ νὰ εὐλογήση ὁ Θεὸς τὰ πράγματά σου. Καὶ ἂν τύχη ἀνάγκη καὶ θέλης νὰ πωλήσῃς πράγματα φαγώσιμα τὴν Κυριακήν, ἐκεῖνο τὸ κέρδος μὴ τὸ σμίγεις εἰς τὴν σακκούλα σου, διότι τὴν μαγαρίζει· ἀλλὰ δῶσε τα ἐλεημοσύνην, διὰ νὰ σᾶς φυλάγη ὁ Θεὸς (Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ, Διδαχὴ δ΄)

Νὰ δίνετε ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ παρηγορᾶτε τοὺς ξενους

Νὰ δίδετε ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ νὰ παρηγορᾶτε τοὺς ξένους καὶ νὰ τοὺς δίνετε ψωμὶ νὰ τρώγουσιν καὶ νὰ γευματίζουν καὶ ἀπὸ κανένα κομμάτι ψωμὶ καὶ νὰ πηγαίνουσιν εἰς τὴν ὥραν καλήν τους.

Διότι ἀκούομεν, ἀδελφοί μου, ὁποὺ λέγει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ὅτι ὁ παρτριάρχης Ἀβραὰμ δὲν εἶχεν υἱὸν διὰ νὰ κληρονομήση τὸν βίον του, καὶ εἶχε παράπονον πολύ. Καὶ τί κάμνει ὁ εὐλογημένος; Βάνει καὶ κτίζει ἕνα σπίτι καὶ ἀνοίγει τρεῖς θύρας καὶ ἔβαλε ψωμὰν καὶ ἐζύμωνεν, καὶ ὅσοι ἄνθρωποι ἐδιάβαινον, ὅλους τοὺς ἐφίλευεν. Καὶ εἶχε συνήθειαν, κάθε ἡμέραν, ἂν ἴσως δὲν ἐπήγαινε ξένος νὰ φάγη ψωμί, μήτε ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἔτρωγεν. Καὶ ὅσον ἔδιδε τὴν ἐλεημοσύνην περισσότερον ἀβγάτιζεν ὁ βίος του (Διδαχὴ η’)

ΦΩΤΟ: Ἀπὸ τὸ “Παρόν”

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *
You may use these HTML tags and attributes: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>