Τον έθαψαν ζωντανό σύμφωνα με μαρτυρία του Ηλία Βενέζη
Δεν τον άκουσαν που τους προέτρεπε να φύγουν, έμεινε και μαρτύρησε μαζί τους
Από 3000 άνδρες που έπιασαν οι Τούρκοι στο Αϊβαλί, γλίτωσαν 23
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΕΓΕΙΩΤΗ
Το Αϊβαλί, μια πολιτεία με τριάντα χιλιάδες ελληνικό πληθυσμό, πατρίδα και του επίσης ονομαστού Φώτη Κόντογλου, ανέβαινε τον δικό της Γολγοθά. Ήταν οι πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Καιροί δύσκολοι και αβάστακτοι για τον Ελληνισμό της Μικρασίας. Το σταυρό της πολιτείας αυτής τον έπαιρνε στον ώμο του πρώτος και καλύτερος, ο δεσπότης, ο Κυδωνίων Γρηγόριος, ο ωρολογάς. Τον φορτώθηκε χρόνια πολλά πριν, καθώς μαρτυρεί ένας του ποιμνίου του, ο Ηλίας Βενέζης.
«Γνώρισα στα εφηβικά μου χρόνια τον Κυδωνιών Γρηγόριον. Ενέπνεε σέβας και ηρεμία. Και ακτινοβολούσε αγαθότητα: τίποτε ηρωικό, τίποτε το βίαιο. Δεν είχε στη ματιά τη φλόγα των ασκητών, των φανατικών και των μαρτύρων. Αυτό είναι το μεγαλείο του: δεν φώναζε, δεν έδειχνε καν τι ήταν άξιος να πράξει αν εσήμαινε η ώρα.
Σαν άρχισαν οι πρώτοι διωγμοί, την άνοιξη του 1914, έφτασε στο Αϊβαλί ο Ταλαάτ πασάς. Ο περιβόητος Τούρκος Υπουργός των Εσωτερικών πάσκιζε να ξεσπιτώσει τους Έλληνες. Ο ποιμενάρχης δεν τον φοβήθηκε. Στάθηκε μπρος του, μίλησε, δεν σκιάχτηκε το αξίωμα, την κακή φήμη του Τούρκου. Η πόλη είχε προνόμια, τα πιστοποιούσε ένα παλιό σουλτανικό φιρμάνι. Το είχε στα χέρια του. Το έδειχνε με σιγουριά. Είχε το δίκιο με το μέρος του.
Η ζωή του κινδύνεψε. Οι Τούρκοι βάλαν έναν φονιά να σκοτώσει τον Δεσπότη, ο φονιάς πυροβόλησε δυο φορές, δεν τον πέτυχε.
Όσο ζούσε ο άφοβος Δεσπότης, το Αϊβαλί θα έμενε ελληνικό. Οι ενέργειές του δεν ήταν τυχαίες. Ο Δεσπότης συγκρατούσε το ποίμνιό του συνεννοημένος με την Ελληνική Κυβέρνηση.
Τρία χρόνια μετά, μιαν άλλη άνοιξη μέσα στη φωτιά του Πρώτου Παγκόσμιου, μια πόλη, ανθρώπινο σκοτάδι έσερνε τη μοίρα του στον δρόμο της εξορίας. Αυτή η πορεία του προσωρινού ξεριζωμού ήταν ένα προανάκρουσμα, τραγικός μαντατοφόρος του οριστικού ξεσπιτωμού.
Στους δρόμους του Αϊβαλιού ο αγέρας συντρόφευε τα λίγα σκυλιά, τη μοναδική παραφωνία στην ερημιά που βασιλεύει παντού. Είναι αρχές Μαΐου. Λίγο πριν φύγει το τελευταίο απομεινάρι από το θλιβερό καραβάνι, ο Κυδωνιών Γρηγόριος γράφει ένα συγκλονιστικό πρακτικό στον Κώδικα της Δημογεροντίας:
«Τετέλεσται»
Η ιστορικότατη πόλις μας ετάφη ως νεκρά. Και ήδη, αναχωρούντες σήμερον και ημείς μετά των τεσσαράκοντα πέντε ορφανών του Ορφανοτροφείου και τριάκοντα γερόντων του Γηροκομείου, ίνα φάγομεν μετά του ποιμνίου Ημών τον πικρόν του μετοικισμού και του πλανήτος βιου άρτον, τίθεμεν επί του τάφου αυτής την παγεράν της καταστροφής πλάκα, επ΄ελπίδι λίαν προσεχούς Αναστάσεως, καθ΄ήν τα τέκνα αυτής, δοκιμασσθέντα και καθαρθέντα ως χρυσός εν χωνευτηρίω, θα επανέλθωσιν απηλλαγμένα πλέον ανθρωπίνων ταπεινών παθών, ίνα άρωσι τον λίθον, εμφυσήσωσι την ζωήν εις την νεκροφανή μάρτυρα πόλιν και συνεχίσωσι τα μεγάλα έργα της φιλανθρωπίας, της εκπαιδεύσεως και πάσης άλλης υλικής και ηθικής προόδου.
Ο θάνατος του γαλανού ονείρου της Μικρασίας, πέντε χρόνια αργότερα, θα σημάνει και την ώρα του μαρτυρίου της. Οι Μικρασιάτες απέμειναν μόνοι. Ο ελληνικός στρατός φεύγει τσακισμένος. Από τη μεγάλε προέλαση, από ολόκληρη την εκστρατεία απομένουν τα κουρασμένα τούτα τμήματα στρατού που ανεβαίνουν, με την ντροπή και την πίκρα στο πρόσωπο, τις σκάλες των καραβιών.
Στο Αϊβαλί ο μητροπολίτης Γρηγόριος αγωνίζεται να πείσει τους προεστούς της πόλης. Όλες οι υπηρεσίες της Ελληνικής Υπάτης Αρμοστείας μάζεψαν τα αρχεία τους και φεύγαν για τα απέναντι νησιά. Η καταστροφική είσοδος των Τούρκων στο Αϊβαλί ήταν θέμα χρόνου. Μοναδική λύση επιβίωσης ήταν η φυγή.
Σ΄ αυτή την ύστατη δυνατότητα σωτηρίας αντιστάθηκαν φανατικά όλα σχεδόν τα μέλη της δημογεροντίας. «Φοβόνταν ένα νέο ξεριζωμό, ύστερα από τον πρώτο που είχαν δοκιμάσει στις αρχές του παγκοσμίου πολέμου. Έλεγαν πως θα ήταν οριστικός».
Μάταια προσπαθούσε ο Γρηγόριος να μεταπείσει τους δημογέροντες.
Ο φόβος ενός οριστικού ξεσπιτωμού τους έσπρωχνε σε μια επιμονή ακατανόητα δολοφονική: Με οπλισμένη πολιτοφυλακή που δημιούργησαν οι ίδιοι στέρησαν το δικαίωμα φυγής σε όσους ήθελαν να αναχωρήσουν για τα νησιά. Ακόμη και τα επείγοντα τηλεγραφήματα με τις περιγραφές των σφαγιασμών δεν στάθηκαν ικανά να τους μεταπείσουν. Κι ας ήταν τόσο ξεκάθαρα: «Τουρκικός στρατός κατερχόμενος δεν φείδεται ουδέ νηπίων ζωής. Εξορκίζω αναχωρήσατε απαξάπαντες».
Μαρτύριο και Μαρτυρία
Ο τουρκικός στρατός, άλλοι πεζοί κι άλλοι καβαλλαραίοι, μπήκε στο Αϊβαλί στις έξι του Σεπτέμβρη. Εκείνο το καλοκαιριάτικο φθινόπωρο του ΄22 ήταν το τελευταίο ελληνικό στη Μικρασία. Μια πομπή τραγική μέσα στις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες της αγωνιζόταν με λάβαρα συντεχνιών και την παρουσία του μητροπολίτη και του δημάρχου να διαψεύσει τον θάνατο που παντού πλανιόταν εκδικητικός.
Ο Γρηγόριος αγωνιζόταν απεγνωσμένα να αποτρέψει τη σφαγή. Ήταν όμως αναπότρεπτη. Το στρατιωτικό νόμο ακολούθησε η διαταγή του θανάτου: «Να παρουσιαστούν όλοι οι άνδρες από δεκαοχτώ μέχρι σαράνταπέντε χρόνων». Τους έδεσαν και τους τραβούσαν έξω από την πόλη. Κανείς δεν ήξερε τι τους περίμενε.
Την κατάληξή τους τη μάθανε τα γυναικόπαιδα. Εκεί έξω από την πόλη, στις χαράδρες των μεταλλείων του Φρενέλι, απέμειναν χιλιάδες τα κουφάρια.
Ο σταυρός του μαρτυρίου ήταν τώρα εκεί πλάι του. Δεν τον αρνήθηκε. Τον πήρε στα χέρια. Τον ανέβασε στους ώμους.
Στην πόλη απέμειναν μόνο τα γυναικόπαιδα.
Έπρεπε να σωθούν. Γνώριζε πως η ζωή του έφτανε στο τέλος. Ο θάνατος παραμόνευε παντού. Υπήρχαν όμως οι άνθρωποι του ποιμνίου του, όσοι απέμειναν ζωντανοί. Γι αυτούς έπρεπε να νοιαστεί όχι για τον εαυτό του.
Σαν έφτασαν στην παραλία βαπόρια με αμερικάνικη σημαία προσπάθησε να παρατείνει τη δολοφονική προθεσμία που έβαλαν οι Τούρκοι. Μάταια όμως. Η προθεσμία παρέμεινε. «Η άδεια της αναχωρήσεως ισχύει μόνο για είκοσι τέσσερις ώρες. Όσοι δεν προλάβουν να φύγουν θα μεταφερθούν στο εσωτερικό της Ανατολής».
Ο χρόνος κυλούσε δυσκίνητα μέσα στις κακουχίες και το συνεχές παζάρεμα της ζωής με τους Τούρκους αξιωματικούς και το μίσος τους. Στις τριάντα του Σεπτέμβρη του 1922 έδωσαν άδεια αναχώρησης στο της πόλης ιερατείο της πόλης. Ο Δεσπότης αρνήθηκε επειδή έμειναν ακόμη χριστιανοί στην πόλη.
Η μέρα του μαρτυρίου πλησίαζε. Χωρίς φόβο ο Γρηγόριος ανάμενε. Ο θάνατος γι αυτόν ήταν μια επιλογή καθαρά συνειδητή. Γνώριζε ότι θα τον συναντούσε με ένα από τα αγριότερά του προσωπεία.
«Τέλος πιάσαν τον Δεσπότη και τους παπάδες. Ύστερα από τέσσερις μέρες φυλακή και βασανιστήρια, τους σηκώσανε και τους οδήγησαν έξω από την πόλη. Τους συνοδεύανε στρατιώτες και Τσέτες οπλισμένοι. Τους γυμνώσανε, τους δέρνανε, τους βιάζανε να περπατούν ξυπόλυτοι».
Από τότε έχουν περάσει εξήντα έξι σχεδόν χρόνια. Για το τέλος του Μητροπολίτη Κυδωνιών Γρηγόριου Ωρολογά έχουν γίνει γνωστές κάποιες εκδοχές. Την πραγματικότητα όμως του μαρτυρικού θανάτου διέσωσε μέχρι τις μέρες μας ο παθιασμένος Μικρασιάτης Ηλίας Βενέζης:
«Αλλά εγώ θα αφηγηθώ την αυθεντική ιστορία. Ήμουν με την προτελευταία αποστολή σκλάβων που οι Τούρκοι οδηγούσαν στο εσωτερικό της Ανατολής. Γυμνοί, πεινασμένοι, διψασμένοι, καταματωμένοι, είχαμε φτάσει στην Πέργαμο. Μας ρίξαν σε μιαν αποθήκη. Την άλλη μέρα, κατά το μεσημέρι, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένα νέο κοπάδι σκλάβων. Ήταν, σε αξιοθρήνητη κατάσταση, οι παπάδες του Αϊβαλιού: αλλοσούσουμοι, καταματωμένοι κι αυτοί, με ξεσκισμένα ράσα, πεινασμένοι, ξυπόλυτοι, άγριοι από τη μαρτυρική πορεία.
Ο Κυδωνιών Γρηγόριος, αν και είχε ξεκινήσει μαζί τους, δεν έφτασε στην Πέργαμο. Έξω από το Αϊβαλί οι Τούρκοι τον ξεχωρίσανε μαζί με άλλους από το κοπάδι και τον παραδώσανε σ΄ ένα απόσπασμα εκτελεστικό που είχε εκτός από τα όπλα και φτυάρια.
Οι άλλοι οι παπάδες συνεχίσανε το δρόμο. Σαν πέρασε λίγη ώρα, ακούσανε πίσω τους ντουφεκιές. Το απόσπασμα ενώθηκε μαζί τους αργότερα. Ένας Τούρκος του αποσπάσματος είπε:
«Τον Δεσπότη τον θάψαμε ζωντανό. Οι ντουφεκιές ήταν για τους άλλους».
Πλάι στο μαρτύριο του Αρχιερέα ο Βενέζης διασώζει και τον θάνατο μιας άλλης μορφής, σημαντικής γι’ αυτόν.
«Η πομπή σταμάτησε. Φασαρία. Οι στρατιώτες βλαστημούσαν, φώναζαν. Ο γερο-παπάς δεν ήθελε να προχωρήσει. Έπεσε.
• Πιάστε τον δυο από τα χέρια! διατάζει ο αρχηγός.
Τον πιάσαμε δυο από τις μασχάλες και προχωρήσαμε. Μα τα ποδάρια του έμεναν, σέρνουνταν.
Σταματήσαμε πάλι.
Ο λοχίας, έξω φρενών, έρχεται από πίσω. Με την μπούκα του τουφεκιού του φέρνει μια, δυο, τρεις στη μέση, να τον ζωντανέψει.
Ξέφυγε από τα χέρα μας, βάρυνε, έπεσε.
Οι στρατιώτες είδαν κι απόειδαν, τον τράβηξαν στην άκρη του δρόμου τον αμόραλαν μπρούμυτα κι άρχισαν να του κατεβάζουν απανωτές κοντακιές. Μήτε καν στέναζε. Μονάχα η γλώσσα του έγλειφε τη γης – να δοκιμάσει στυφή είναι, πικρή είναι;
Από τον λόφο, αντίκρυ στον Άτταλο, λίγα μέτρα από μας, τα παιδάκια τα τουρκιά που παίζαν ροβόλησαν κατά τη σκηνή.
Οι στρατιώτες αποτραβήχτηκαν για να ξεκινήσουμε. Τα παιδάκια άρχισαν όλοι μαζί να πετροβολούν από σιμά το σώμα που ξεψυχούσε.
Κάμποση ώρα ακούγαμε τον βουβό χτύπο που έκαναν οι πέτρες όσο ολοένα στοιβάζουνταν. Τρεις φορές μου είχε δώσει, μικρόν, τη θεία μετάληψη. Φορούσα τα καλά μου».
Ο Ηλίας Βενέζης δημοσίευσε το βιβλίο του «Μικρασία χαίρε» ολόκληρη μια σειρά από κείμενα που πρωτοείδαν ο φως της δημοσιότητας το 1972 στην εφημερίδα «Το Βήμα». Ήταν η αγωνία ενός ανθρώπου πενήντα χρόνια μετά τα πάθη της χαμένης πατρίδας μορφοποιημένη σε μια σημαντική, για τους καιρούς μας, μαρτυρία:
Από 3000 άνδρες που πιάσανε οι Τούρκοι στο Αϊβαλί, τον ανθό του πληθυσμού, σωθήκαμε και φτάσαμε , ύστερα από δεινά πολλά στην Ελλάδα είκοσι τρεις ψυχές.
Αυτήν τη μαρτυρία καταθέτω για την Ορθοδοξία της Μιρασίας, που έδιδε αγίους και μάρτυρες ταπεινούς και αφανείς, επειδή τους οδηγούσε ένα μόνο: η πίστη και το χρέος.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΓΕΙΩΤΗΣ