Του Πέτρου Παναγιωτόπουλου

Τον Γιώργο-Νεκτάριο Παναγιωτίδη τον ήξερα από το προηγούμενο έργο του, που αφορά τις απαρχές του κομμουνιστικού κινήματος και την αποτύπωση της διαπάλης που υπήρξε μεταξύ μαρξιστών και χριστιανοσοσιαλιστών στην εποχή εκείνη, ένα εξίσου ενδιαφέρον βιβλίο, και χάρηκα ιδιαίτερα όταν ζήτησε να συνεργαστούμε στην εκπόνηση της Μεταπτυχιακής του Εργασίας, καρπός της οποίας υπήρξε το υλικό το οποίο απολαμβάνουμε σήμερα σε αυτόν τον τόμο.
Ο Γιώργος είναι ένας ερευνητής με όλη τη σημασία της λέξης και νομίζω ότι αυτό αξίζει να τονίζεται, όχι μόνο επειδή αναφερόμαστε σε ένα ακαδημαϊκό πλαίσιο, αλλά κυρίως και για την κοινωνική του διάσταση. Ζούμε σε μια εποχή στην οποία ο γενικότερος δημόσιος λόγος είναι μάλλον φτωχός, καθώς στηρίζεται κυρίως στην πρόκληση εντυπώσεων και βασίζεται στα αποτελέσματα. Συνήθως βλέπουμε κάτι και με βάση αυτό που βλέπουμε, προσπαθούμε να τα περιγράψουμε όλα, παραμένοντας απρόθυμη να ψάξουμε λίγο παραπάνω, να δούμε τις απώτερες αρχές των πραγμάτων, τα οποία στο κάτω κάτω μας απασχολούν. Ο Γιώργος έκανε τη συγκεκριμένη έρευνα και πήγε στις πηγές της νεοφιλελεύθερης σκέψης, στους πρωτεργάτες της, και στη συνέχεια έκανε αυτό το οποίο θα λέγαμε «διάλογο με τους Πατέρες της Εκκλησίας» – τηρουμένων βέβαια όλων των αναλογιών για τη διαφορά των εποχών και των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών παραγωγής και ανάπτυξης (αν θεωρήσουμε ότι υπήρχε ανάπτυξη στις προνεωτερικές περιόδους). Νομίζω λοιπόν ότι ακριβώς αυτή η έλλειψη διάθεσης έρευνας είναι εκείνη που φτωχαίνει τον λόγο μας. Μας κάνει να διολισθαίνουμε σε εύκολα συμπεράσματα και πολλές φορές σε ατελείς προσπάθειες και ατελείς ενέργειες. Συνεπώς, η συνεισφορά του στο συγκεκριμένο ζήτημα για τον εκκλησιαστικό και τον πολιτικό χώρο είναι κάτι παραπάνω από πολύτιμη, μιας και τα τελευταία χρόνια μάλλον επικρατεί η συνθηματολογία.
Ένα άλλο αγαθό, το οποίο κομίζει με το έργο του ο Γιώργος, είναι ότι μας ξαναθυμίζει αυτήν την αξία, τη διάσταση και πλευρά της πατερικής παράδοσης, η οποία επίσης τα τελευταία χρόνια είχε αρχίσει να παραγνωρίζεται ή και να υποβιβάζεται, ειδικότερα σε σχέση με τις προηγούμενες εποχές, κυρίως τις δεκαετίες του 1970, κυρίως μετά την πτώση της χούντας, και του 1980. Μιλάμε δηλαδή για μια έντονη
δραστηριότητα των κοινωνικά σκεπτόμενων και ευαίσθητων χριστιανών, η οποία αργότερα υποχώρησε χάριν άλλων προτεραιοτήτων και
κυρίως μίας αμφιλεγόμενης πνευματικότητας.
Μιλώντας για τον νεοφιλελευθερισμό, και εγώ θα συμφωνήσω με αυτό που ακούστηκε προηγουμένως από τον Γρηγόρη Ζαρωτιάδη, ότι δεν αναφερόμαστε σε ένα οικονομικό ζήτημα, αλλά σε κάτι ευρύτερο: σε ένα ζήτημα στάσης απέναντι στη ζωή, σε ένα ζήτημα ηθικών αξιών,
προτεραιοτήτων και ιεράρχησής τους. Το πώς βλέπουμε δηλαδή τη  θέση μας στην κοινωνία, τη θέση μας στον κόσμο και τι βλέπουμε να είναι αυτό που αξίζει, αν είμαστε εμείς, ο εαυτός μας, ή αν έχει σημασία και ο άλλος, ο οποιοσδήποτε άλλος, ο οποίος είναι αυτός που μας ενδιαφέρει και θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει.
Λίγο καιρό πριν, συνάντησα μια μελέτη με κάτι το εντυπωσιακό: Η «Αυστριακή Σχολή» που ακούσαμε προηγουμένως έχει κάποιες απώτερες απαρχές σε ένα πολύ ενδιαφέρον κίνημα, το οποίο είχε φιλελεύθερα χαρακτηριστικά και ονομάστηκε «Κύκλος της Βιέννης». Ήταν ένα κίνημα το οποίο αναπτύχθηκε στη Βιέννη του Μεσοπολέμου, μια πόλη κοινωνικά πολύ ενδιαφέρουσα, γιατί είχε συγκεντρώσει μεγάλα μυαλά της εποχής, τα οποία εξαφανίσθηκαν στη συνέχεια από την άνοδο των ναζιστικών ιδεών στη χώρα και στη συνέχεια της προσάρτησής της στη Γερμανία. Κάποια μέλη του «Κύκλου» βρήκαν καταφύγιο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη Βιέννη το κίνημα αυτό ονομάστηκε «Λογικός Θετικισμός» και ήταν μια προσπάθεια να προσεγγίσουν την επιστήμη στο σύνολό της, τόσο τις λεγόμενες θετικές επιστήμες όσο και τις θεωρητικές, μέσα από συγκεκριμένα εργαλεία λογικής. Όταν τα μέλη του «Κύκλου» ξαναβρέθηκαν στην Αμερική, σε άλλες συνθήκες πλέον,
συνέχισαν τις συζητήσεις τους και το κίνημα μετεξελίχθηκε σε αυτό που ονομάστηκε κατόπιν «Λογικός Εμπειρισμός». Μάλιστα, πολλοί από τους πρωτεργάτες του κινήματος εκτόξευσαν τη δυναμική της διαφήμισης στη διαδικασία της κατανάλωσης και μέσα από αυτούς τους κύκλους προέκυψε και η λεγόμενη «Σχολή του Σικάγο», από την οποία εκπορεύθηκαν οι οικονομικές νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις.
Αυτό που μας ενδιαφέρει σε αυτή την ιστορία είναι ένα στοιχείο, στο οποίο υπάρχει σύγκλιση στην αφετηρία του κινήματος αλλά και στην
κατάληξή του, το οποίο αφορά την επιστήμη και την τεχνολογία. Η χρήση της τεχνολογίας στην παραγωγή και στην ανάπτυξη έχει ιδιαί-
τερο και κεντρικό ρόλο και σήμερα φτάνουμε σε ένα οριακό σημείο. Η συγκεκριμένη χρήση οδηγεί όλη την ανθρωπότητα σε ερωτήματα
σχετικά με τη διατήρηση της ανθρωπιάς και της ανθρωπινότητάς μας και οπωσδήποτε με τις αξίες μας.
Στη ρίζα του προβληματισμού τίθεται το ερώτημα: για ποιον αναπτύσσεται η τεχνολογία και η επιστήμη; Ποιον ωφελεί; Μία απάντηση
λέει: για μένα, για τον καθένα ξεχωριστά. Για το άτομο. Η πιο προφανής, έκδηλη και συνάμα ακραία εκδοχή αυτής της αντίληψης είναι
το λεγόμενο κίνημα του μετανθρωπισμού. Αυτό λέει ότι οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε τις τεχνολογικές μας εφαρμογές, ώστε να γίνουμε «καλύτεροι» άνθρωποι. Καλύτεροι όμως από ποια πλευρά;
Να γίνουμε πιο δυνατοί, πιο ανθεκτικοί, να δουλεύουμε περισσότερες ώρες, να θυμόμαστε περισσότερο, να έχουμε μεγαλύτερη όραση και πάει λέγοντας. Με δυο λόγια, να γίνουμε «αναβαθμισμένοι» άνθρωποι. Το ερώτημα εδώ και η αντίστοιχη άλλη αντίληψη είναι το πού πάει η
κοινωνία. Πού πάνε οι άλλοι άνθρωποι; Πού πάει ο τρίτος ή ο τέταρτος κόσμος, ο οποίος αντιμετωπίζει προβλήματα τα οποία διογκώνονται;
Εδώ επίσης υπάρχει πολύ μεγάλος αντίλογος και βλέπουμε επομένως αυτό που αναφέρθηκε προηγουμένως, για την «αλλαγή παραδείγματος», ότι φεύγουμε πλέον από την αυστηρή θρησκευτική προσήλωση στο κλασικό, το νεοφιλελεύθερο ή το θετικό παράδειγμα. Μάλιστα στο συγκεκριμένο ζήτημα της κοινωνικότητας, πριν από 25 χρόνια στην Αμερική βγήκε ένα βιβλίο, το οποίο εξέπληξε όχι μόνο για τον τίτλο ή για το περιεχόμενό του, αλλά και για την αποδοχή που συνάντησε στην αμερικανική κοινωνία. Το βιβλίο έθετε ακριβώς το ζήτημα της
πορείας της «κοινωνίας του εγώ», της κοινωνίας της λατρείας του ατόμου, της αποθέωσης του εαυτού και της υποχώρησης της αλληλεγγύης. Ο τίτλος του ήταν «Bowling Alone», να παίζεις μπόουλινγκ μόνος σου. Προφανώς αναφέρεται στα συμφραζόμενα εκείνης της κοινωνίας, όπου το συγκεκριμένο παιχνίδι είναι ιδιαίτερα δημοφιλές.
Αυτά τα ζητήματα για τις ηθικές προτεραιότητες που θα πρέπει να επανεξετάσουμε ενόψει της βίαιης εισβολής των τεχνολογικών εφαρμογών επανέρχονται σήμερα από πολλές πλευρές. Είναι τα ζητήματα που σχετίζονται με την ανάγκη να ξαναδούμε ποιοι είμαστε και τουλάχιστον όσον αφορά τον θεολογικό και τον εκκλησιαστικό λόγο, να δούμε τι μπορούμε να πούμε και τι έχουμε να πούμε πάνω σε αυτά τα ζητήματα. Και η αλήθεια είναι ότι έχουμε πάρα πολλά να πούμε πάνω σε αυτά τα θέματα, αλλά τα οποία έχουμε ξεχάσει πρώτοι εμείς. Γιατί εδώ δεν είναι μόνο το ζήτημα ότι κάποιοι Πατέρες, πολλοί Πατέρες, επέκριναν τον πλούτο με δριμύτητα και ξεπερνώντας κατά πολύ το θέμα της καλής χρήσης του πλούτου. Ήταν κυρίως το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης απέναντι στις κοινωνικές ανισότητες, ιδιαίτερα με έναν πρακτικό τρόπο.
Δηλαδή, πιο συγκεκριμένα, σχετικά με τη χριστιανική πνευματικότητα, ο σύγχρονος εκκλησιαστικός λόγος περιστρέφεται κατά κανόνα γύρω από θαύματα, γέροντες, αμαρτίες, αμαρτωλές έξεις κ.λπ. Αυτό που λένε οι Πατέρες όμως είναι ιδιαίτερα βαρύ: Λένε ότι το ζήτημα του πλούτου δεν τίθεται με την κατοχή ή την προέλευσή του, αλλά με ένα ζήτημα προσωπικής στάσης: Αν εσύ δεν ταΐσεις αυτόν ο οποίος δεν έχει να φάει, ενώ μπορείς να το κάνεις και δεν το κάνεις, τότε γι’ αυτόν είναι το ίδιο σαν να παίρνεις το φαγητό από μπροστά του! Μπορεί να μην το κάνεις, μπορεί να μην παίρνεις το φαγητό του, αλλά τελικά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Η προσωπική ευθύνη παραμένει εκεί, όσο και αν θες να την αποφύγεις είτε ακόμη και αν στρέφεις το ζήτημα της αμαρτίας σε άλλες πλευρές, κατά προτίμηση σεξουαλικές.
Εδώ υπάρχει άλλη μία ενδιαφέρουσα διάσταση στο ζήτημα της χριστιανικής πνευματικότητας. Εδώ παρατηρούμε πάλι ένα καθεστώς «μονοκαλλιέργειας» του ενδιαφέροντος προς τον μοναχισμό. Βλέπουμε δηλαδή μία σταθερή ενασχόληση με προορατικά χαρίσματα, με προφητείες, γεωπολιτικά σενάρια κ.ά. Έρχεται όμως η ιστορική έρευνα και μας λέει ότι από τις μορφές του μοναχισμού, οι οποίες αρχικά αναπτύχθηκαν στην αρχαία Αίγυπτο στην πρώτη φάση του, αυτό το είδος που επικράτησε τελικά και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Παλαιστίνη και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη και σε όλη την Αυτοκρατορία, ήταν ο μοναχισμός ο οποίος σε γενικές γραμμές υπάρχει και σήμερα. Ήταν ο μοναχισμός της Βόρειας Αιγύπτου. Υπήρχαν όμως και άλλα «μοντέλα» μοναχισμού, τα οποία είχαν πολύ περισσότερο
κοινωνικό χαρακτήρα. Για τους μοναχούς της «Άνω Αιγύπτου» (δηλαδή της νότιας Αιγύπτου), για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι ένα μέρος της
άσκησής τους αφορούσε τη διακονία στους φτωχούς χωρικούς της περιοχής. Ακόμη και ο άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος (του οποίου τη
διδασκαλία αξιοποιεί πολύ παραγωγικά ο Γιώργος), βλέπουμε ότι σε περιόδους πανδημίας «βγάζει» τους μοναχούς της Κωνσταντινούπολη
έξω στους δρόμους, έξω από τα μοναστήρια τους, για να βοηθήσουν τους ανθρώπους που είχαν προσβληθεί. Όχι για να διαμαρτυρηθούν
που έκλεισαν οι Εκκλησίες τους και προσβάλλονταν τα δικαιώματα της Εκκλησίας, ούτε επειδή η Ανάσταση θα γινόταν πριν τις 12, αλλά
για να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους… Επειδή η «δουλειά» των μοναχών είναι εκεί, στη βοήθεια προς τον συνάνθρωπο.

Από την παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου-Νεκτάριου Παναγιωτίδη, Συνασπισμός της δεξιάς και της προόδου, Θεσσαλονίκη 29/04/2025. Ο Πέτρος Παναγιωτόπουλος (πρώτος από τα δεξιά στη ΦΩΤΟ), είναι επίκουρος καθηγητής στη Θεολογική του ΑΠΘ

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *
You may use these HTML tags and attributes: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>