Ο Μιχαλάκης Παρίδης ήταν ένας από τους πρώτους αγωνιστές της ΕΟΚΑ που είχαν συλληφθεί για την τοποθέτηση βομβών στη Λάρνακα κατά την έναρξη του αγώνα την 1η Απριλίου 1955. Μαζί του συνελήφθησαν επίσης οι Γεώργιος Λυκούργος, Σταύρος Δημητρίου Ποσκώτης, Ιάκωβος Καϊσερλίδης και Ξάνθος Ιακωβιδης. Επεσε στη Βάβλα στις 27 Αυγούστου 1958.

Ο αστυνόμος Βαρνάβας Ζαλλούμης αφηγήθηκε στο “Χρονικό” της ΕΟΚΑ του Γεωργίου Γρίβα-Διγενή σελ. 379, ότι Άγγλοι στρατιώτες και Τούρκοι αστυνομικοί έφθασαν στο χωριό για έρευνες. Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο αστυνόμος Ζαλλούμης.

Στη συνέχεια προχώρησαν στο σπίτι του Δασκάλου Χριστάκη Καραγιώργη, στο οποίο διέμενε ο Παρίδης.

Προσθέτει στην αφήγηση του ο Αστυνόμος: Ένας αξιωματικός, ένας στρατιώτης και ένας Τούρκος αστυνομικός κτυπούν την πόρτα του σπιτιού του δασκάλου Καραγιώργη, αλλά καμιά απάντηση και ετοιμάζονται να παραβιάσουν την πόρτα.

Άλλος στρατιώτης λαμβάνει θέση πίσω από μια ροδιά στην πλατεία του χωριού που απέχει 200 μέτρα από το σπίτι του Καραγιώργη.

Καθ’ ον χρόνο η πόρτα παραβιάζεται ο Παρίδης ανέρχεται με το όπλο στη βεράντα και φωνάζει:

“Οι αγωνιστές της Ελευθερίας δεν παραδίδονται. Νικούν ή πεθαίνουν” κι ετοιμάζεται να πυροβολήσει.

Ο στρατιώτης όμως, ο οποίος βρίσκεται πίσω από τη ροδιά σημαδεύει και πυροβολεί τον Παρίδη στην καρδιά. Ταλαντεύεται λίγο και πέφτει νεκρός τη σκάλα της οικίας.

“Χαλάλιν της Τζύπρου μας…”

Η εφημερίδα “Έθνος” έγραψε σχετικά την επομένη:

“Οι αγωνισταί της ελευθερίας δεν παραδίδονται. Νικούν ή πεθαίνουν “εβροντοφώνησεν προς τους Βρεττανούς στρατιώτας και αστυνομικούς οι οποίοι είχον κυκλώσει κατόπιν πληροφοριών την εν Βάβλα οικίαν όπου εκρύπτετο ο καταζητούμενος Μιχαλάκης Παρίδης.

“Και η ριπή του οπλοπολυβόλου του, το οποίον εκροτάλισε μανιωδώς κατά των Βρεττανών στρατιωτών αποτέλεσε τον τελευταίον ήχον της ζωής εις τα ώτα του ηρωϊκού νέου, μιας ζωής διαπνεομένης από τα πλέον υψηλά ιδανικά και τας ευγενεστέρας πνευματικάς αναζητήσεις.

” Ζήτω η Ελευθερία” κατόρθωσε να ψιθυρίση ο γενναίος αγωνιστής και έκλεισε δια πάντα τους οφθαλμούς.

Το στήθος του είχε βαφεί κόκκινον από το τραύματα, το οποίον του είχεν ανοίξει η σφαίρα του στρατιωτικού όπλου.

Αυτή ήτο εξάλλου η πλέον διακαής του επιθυμία: Να αγωνισθή ως ανέφερεν εις τους φίλους του και να πέση υπέρ πατρίδος”.

Η μητέρα του Μηχαλάκη Παρίδη όταν της ανήγγειλαν ότι ο γιος της σκοτώθηκε σε μάχη με τους Άγγλους, είπε περήφανα:

“Χαλάλιν της Τζύπρου μας η ζωή του Μιχαλάκη μου”.

Κάποιες αναμνήσεις απ’ τη ζωή του Μιχαλάκη Παρίδη είχε την καλοσύνη να μας εμπιστευτεί στο κείμενο που ακολουθεί ο αδελφικός του φίλος και συναγωνιστής στον αγώνα για την ελευθερία της Κύπρου, πρώην Δήμαρχος Λάρνακας, πρέσβυς Γιώργος Λυκούργος. Μαζί με τις αναμνήσεις, μας πρόσφερε και δύο ποιήματά του για δημοσίευση.

Γράφει λοιπόν ο Γ. Λυκούργος: Ο Μιχαλάκης Παρίδης ήταν γεννημένος ποιητής και υπεραγαπούσε το χωριό του την Αναφωτία, στην οποία αφιέρωσε αρκετά από τα ποιήματα που πρόφθασε να γράψει στη σύντομη αλλά γεμάτη περιεχόμενο ζωή του.

Αναπολώ τα Σαββατοκυρίακα που πριν από το 1955 μεταβαίναμε οι δυο μας στη γενέτειρά του, καβάλα στα ποδήλατά μας. Ποδηλατούσαμε ο ένας δίπλα στον άλλο στην άκρη του γεμάτου στριψίματα στενού δρόμου, που επέτρεπε την πολυτέλεια αυτή, αφού την εποχή εκείνη ο δρόμος ήταν σχεδόν έρημος από αυτοκίνητα, ο συνολικός αριθμός των οποίων επί παγκύπριας βάσης ήταν τότε θεαματικά χαμηλότερος σε σύγκριση με τα σημερινά δεδομένα.

Ο Μιχαλάκης, μόλις αντίκριζε τους καταπράσινους αγρούς, τα δέντρα, τα πουλιά άφηνε τα αισθήματά του να ξεδιπλωθούν και σχολίαζε με θαυμασμό την κάθε λεπτομέρεια, καταδεικνύοντας έτσι ότι μέσα στη φύση βρισκόταν στο στοιχείο του.

Και συνεχίζει ο Γ. Λυκούργος για το φίλο του Μιχαλάκη: Στις εκτός Λάρνακας μακρυνές μας εκδρομές, όταν βόλευε η διαδρομή, ο Μιχαλάκης πάντοτε πρότεινε κι’ ένα πέρασμα από τη Μόρφου. Αν πηγαίναμε στην Κερύνεια ή στον Πενταδάκτυλο στη μετάβαση ή την επιστροφή έπρεπε να επισκεφτούμε και τη Μόρφου για χατίρι του. Γιατί; Η έφεση του στην ποίηση δίδει την απάντηση. Εκεί υπηρετούσε ως καθηγητής ο Νίκος Κρανιδιώτης, τον οποίον ο Παρίδης εκτιμούσε πάρα πολύ κι είχε εμπιστοσύνη στην κρίση του. Κατά τις συναντήσεις τους ο Μιχαλάκης παρουσίαζε στον Κρανιδιώτη τα χειρόγραφα ποιήματά του και άκουε με μεγάλη προσοχή την κριτική και τις σχετικές υποδείξεις του δασκάλου.

Ελευθέρωσε τις καρδερίνες, δεν πείραζε μυρμήγκι..

Ένα άλλο περιστατικό που μας διηγήθηκε ο Γ. Λυκούργος δείχνει το μεγαλείο της ψυχής του Μιχαλάκη Παρίδη: Ένα απόγευμα ενώ περπατούσαμε στην παραλία της Λάρνακας είδε ένα νεαρό να κρατά ένα κλουβί με καρδερίνες. Τον πλησίασε και τον ρώτησε αν το πουλά. Ο νεαρός του απάντησε καταφατικά και του ζήτησε 2,5 σελίνια. Τότε ο Παρίδης αφού τον πλήρωσε πήρε το κλουβί, το άνοιξε και ελευθέρωσε τις καρδερίνες, λέγοντάς μου πως τα πουλιά πρέπει να ζουν ελεύθερα εκεί που ανήκουν και όχι φυλακισμένα σε κλουβιά. 

Η αδελφή του Γιώργου Λυκούργου, κ. Τούλα, μου διηγήθηκε το εξής περιστατικό: Κάθε Κυριακή ο Μιχαλάκης ερχόταν σπίτι μας και έπαιρνε τον Γιώργο για να πάνε εκκλησία. Κάποια φορά τον είδα να περπατά ακροπατώντας τα λασάνια του κήπου. Νόμισα πως ζαλίστηκε και τον ρώτησα αν νοιώθει καλά. Χαμογελώντας με καθησύχασε λέγοντας μου: «Μην ανησυχείς προσπαθώ να αποφύγω τα μυρμήγκια».

Σκέφτομαι καμιά φορά από τι πνευματικό υλικό ήταν δομημένα αυτά τα παιδιά που έδωσαν τη ζωή τους για το ιδανικό της ελευθερίας. Γιατί, τι άλλο να ήταν, από απλοί καθημερινοί άνθρωποι των χωριών και των πόλεων, εργάτες ειρηνικών έργων και της βιοπάλης, πολλοί από αυτούς ποιητές της ζωής όπως ο Παρίδης, ο Παλληκαρίδης και άλλοι. Αν ζούσε σήμερα θα ήταν 79 χρόνων. Όμως, ο Μιχαλάκης Παρίδης ο ευαίσθητος ποιητής των 25 χρόνων που πρόσεχε να μη βλάψει μυρμήγκι και φρόντισε να ελευθερώσει τις καρδερίνες, την ώρα του «μεγάλου ναι ή του μαγάλου όχι» πορεύτηκε στο δρόμο της προσωπικής συνείδησης και θυσιάστηκε γι’ αυτό που αγαπούσε πάνω απ’ όλα: την ελευθερία.

Τελικά νομίζω κατανοώ από ποιο υλικό ήταν πλασμένοι: από το υλικό της αυτοθυσίας και από το μακρυγιάννειο «εμείς», που τότε, τη δεκαετία του ΄50 ήταν διάχυτο στις ψυχές των νέων, αντίδωρο προς την πατρίδα και προς τους άλλους.

Πόσοι από μας άραγε, βουτηγμένοι στην ύλη και τις χαρές της ζωής -ανούσιες τις πιο πολλές φορές- θα παίρναμε τον ίδιο δρόμο αν η πατρίδα μας το ζητούσε;

Πηγή: Αποσπάσματα από το υπό έκδοση βιβλίο του Σωκράτη Τ. Αντωνιάδη, Μιχαλάκης Παρίδης-ο αγωνιστής ποιητής της ελευθερίας.

ΦΩΤΟ:  Ο Μιχαλάκης Παρίδης στον οικογενειακό αμπελώνα στο χωριό του Αναφωτία

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *
You may use these HTML tags and attributes: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>